11 Σεπτεμβρίου.
Σὲ κάποιο κοινόβιο ἦταν ἕνας ἀδελφὸς νέος στὴν ἡλικία, στὸ ὄνομα Εὐφρόσυνος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς στὸ μαγειρεῖο καὶ σχεδὸν κανεὶς δὲν τὸν πρόσεχε, γιατί ἔκρυβε τὴ λαμπρὴ ἀρετή του μὲ τὸ νὰ εἶναι συνεχῶς μέσα στὶς στάχτες καὶ στὴ μουτζούρα. Καθὼς δηλαδὴ ἦταν πάντοτε γεμάτος κάπνα καὶ βρώμικος, ὅσοι ἀδελφοὶ ἦταν ἀμελεῖς γελοῦσαν μαζί του καὶ τὸν κορόιδευαν λούζοντας τὸν συνεχῶς μὲ προσβολὲς καὶ βρισιὲς καὶ χλευασμούς, γιατί, πέρα ἀπὸ τὴν εὐτελῆ του ἐνδυμασία, ἔπαιρναν ἀφορμὴ καὶ ἀπὸ τὴν πραότητα, τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἀνεξικακία του, γιὰ νὰ τὸν μυκτηρίζουν χωρὶς φόβο καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίζουν, συχνὰ μάλιστα καὶ νὰ τὸν χτυποῦν. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐνῶ τέτοια ἄκουγε καὶ πάθαινε κάθε ὥρα ἀπὸ πολλούς, ὑπέμενε μὲ γενναιότητα, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀντιμιλήσει ἢ νὰ κατηγορήσει κανέναν ἢ ἔστω νὰ κατσουφιάσει γιὰ τὸ ὅτι τὸν ἔβριζαν ἄδικα ἢ καὶ τὸν χτυποῦσαν. Read more