Ἄν, ἀγαπητοί μου Πατέρες καὶ ἀδελφοί, δινόταν σ’ ἐμένα τὸν ταπεινὸ τὸ χάρισμα αὐτό, τὸ νὰ ἀποκτήσω δηλαδὴ μία γλώσσα ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν οἱ Ἄγγελοι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Παῦλος, «ἐὰν τᾶς γλώσσας τῶν Ἀγγέλων λαλῶ», θὰ ἦταν βέβαιο καὶ ἑπόμενο, ὅτι μὲ τὴν ἀγγελικὴ αὐτὴ γλώσσα, θὰ μποροῦσα νὰ ἐγκωμιάσω ὅπως ἀξίζει, τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ, τοὺς Ἀρχαγγέλους τοῦ Κυρίου διότι εἶναι φυσικό, κάθε ὅμοιο μὲ τὸ ὅμοιο μπορεῖ νὰ ἐπαινεθεῖ, καὶ στοὺς ἄλλους νὰ παρουσιαστεῖ· ἂν εἶχα μία ἀπὸ τὶς πύρινες ἐκεῖνες καὶ ἄυλες γλῶσσες, ποὺ δόθηκαν στοὺς ἱεροὺς καὶ θείους Ἀποστόλους, θὰ μποροῦσα ὅπως ἀξίζει μὲ ὑπερφυσικὰ ἐγκώμια νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς πύρινους καὶ ἄυλους Ἀρχιστράτηγους ἂν -ἔστω καὶ λίγο- εἶχα καθαρή τη γλώσσα μου, ὅπως ὁ Ἠσαΐας, ἀπὸ ἐκείνη τὴ λαβίδα τῶν Σεραφείμ, θὰ ὑπῆρχε ἐλπίδα, νὰ πῶ κάτι ἀντάξιό της μεγαλοπρέπειας τῶν Ταξιαρχῶν.