Κάποτε πού ὁ ἅγιος Βενέδικτος ἡσύχαζε στό κελλί του, ὁ μαθητής του Πλάκιδος πῆγε στόν λεγόμενο Λάκκο γιά νά πάρει νερό. Ἡ στάμνα ὅμως, μέ τήν ὁποία πῆγε νά πάρει νερό, τοῦ ἔπεσε ἀπό τό χέρι, καί τήν πῆρε τό ρεῦμα. Θέλοντας ὁ ἀδελφός νά ἁρπάξει τή στάμνα ἀπό τό νερό, γλίστρησε καί ἔπεσε καί ὁ ἴδιος στά νερά, καί παρασύρθηκε ἀπό τό δυνατό ρεῦμα στό ἐσωτερικό τοῦ Λάκκου σέ ἀπόσταση περίπου ὅσο πάει ἕνα βέλος.
Τό γεγονός αὐτό φανερώθηκε στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πού ἡσύχαζε, ὅπως εἴπαμε,στό κελλί του.Φώναξε τότε τόν μαθητή του Μαῦρο καί τοῦ εἶπε:«Ἀδελφέ Μαῦρε,τρέξε,γιατί ὁ ἀδελφός Πλάκιδος ἔπεσε μέσα στό Λάκκο καί τό ρεῦμα τόν παρέσυρε σέ ἀρκετή ἀπόσταση». Ὁ Μαῦρος, ἀκούγοντας τήν προσταγή τοῦ πατέρα, ἔφυγε τρέχοντας, καί ὅταν ἔφτασε στόν τόπο, εἴδε τόν Πλάκιδο νά ἔχει παρασυρθεῖ ἀπό τό ρεῦμα μακριά. Μέ ἀδίστακτη πίστη λοιπόν, ἔχοντας τό θάρρος του στίς εὐχές τοῦ πατέρα, πάτησε στά νερά καί βάδιζε ἐπάνω τους σάν στή στεριά, ὥσπου ἔφτασε τόν Πλάκιδο πού παρασυρόταν ἀπό τό ρεῦμα. Τόν ἄρπαξε τότε ἀπό τά μαλλιά καί τόν τραβοῦσε βαδίζοντας πάλι ἐπάνω στά νερά, ὥσπου ἔφτασαν στή στεριά.
Συνῆλθε λοιπόν τότε ὁ Μαῦρος καί κατάλαβε ὅτι περπάτησε ἐπάνω στά νερά καί ὅτι αὐτό ὁπωσδήποτε θά ἦταν ἀδύνατο, ἄν δέν τόν εἶχε ἐνισχήσει ἡ εὐχή τοῦ θαυματουργοῦ πατέρα. Θαύμασε καί τρόμαξε γιά τό γεγονός καί, ἀφοῦ γύρισε στόν πατέρα, τοῦ διηγήθηκε τό θεϊκό θαῦμα πού ἔγινε. Ὁ ἅγιος ὅμως ἀπέδιδε τό θαῦμα αὐτό ὄχι στή δική του ἁγιότητα, ἀλλά στήν ὑπακοή τοῦ Μαύρου. Ἐκεῖνος πάλι ἔλεγε ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ ἁγίου ἦταν πού τό ἔκανε, καί πρόσθετε ὅτι δέν ἔνιωθε πλέον τόν ἑαυτό του σέ ἐκείνη τή δύναμη πού ἦταν ὅταν περπάτησε στά νερά.