(Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κεφ. ιη΄, χωρία 18 ἕως 27)
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ΞΓ΄
«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;»(Καὶ ἰδοὺ Τὸν πλησίασε κάποιος καὶ Τοῦ εἶπε· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;) Ὁρισμένοι κατηγοροῦν τὸν νέο αὐτὸν ὡς ὕπουλο καὶ πονηρὸ καὶ ὁ ὁποῖος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξει? ἐγὼ ὅμως δὲ θὰ μποροῦσα νὰ μὴν πῶ ὅτι ἦταν φιλάργυρος καὶ δοῦλος τῶν χρημάτων, ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ἤλεγξε ὡς ἄνθρωπο αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὕπουλο ὅμως δὲ θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ὀνομάσω μὲ κανένα τρόπο, καὶ διότι δὲν εἶναι ἀσφαλὲς τὸ νὰ ἐπιχειρεῖ κανεὶς νὰ κρίνει τὰ ἄγνωστα πράγματα καὶ ἰδίως ὅταν πρόκειται γιὰ κατηγορίες, καὶ γιὰ τὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος ἔχει ἀναιρέσει αὐτὴν τὴν ὑποψία· κάθ΄ὅσον λέγει ὅτι «ἔτρεξε πρὸς Αὐτὸν καὶ ἀφοῦ γονάτισε ἐμπρός Του, Τὸν παρακαλοῦσε» καὶ ὅτι «ὁ Ἰησοῦς τὸν κοίταξε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν συμπάθησε» (Μάρκ. 10, 21). Ἄλλ΄ ὅμως εἶναι μεγάλη καὶ τυραννικὴ ἡ δύναμη τῶν χρημάτων καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὴν περίπτωση αὐτή? διότι καὶ ἂν ἀκόμη εἴμαστε ὡς πρὸς τὰ ἄλλα ἐνάρετοι, αὐτὴ τὰ καταστρέφει ὅλα τὰ ἄλλα.
Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔδωσε τέτοιου εἴδους ἀπάντηση, λέγοντας «κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός»; Ἐπειδὴ Τὸν πλησίασε σὰν νὰ ἦταν κάποιος ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ δάσκαλος τῶν Ἰουδαίων· γιὰ τοῦτο λοιπὸν καὶ ὡς ἄνθρωπος συζητεῖ μαζί του. Κάθ΄ ὅσον σὲ πολλὲς περιπτώσεις δίνει ἀπάντηση στὶς σκέψεις ἐκείνων ποὺ Τὸν πλησιάζουν, ὅπως ὅταν λέγει? «ἴσως μου πεῖτε: ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε σὲ αὐτὰ ποὺ λὲς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, διότι στηρίζονται στὴ δική σου ἐγωιστικὴ μαρτυρία» καὶ «ἐὰν ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος μου ἔδινα μαρτυρία γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἡ μαρτυρία μου θὰ μποροῦσε νὰ μὴν εἶναι ἀξιόπιστη» (Ἰω. 5, 31). Ὅταν λοιπὸν λέγει, «κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός», δὲν τὸ λέγει αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκλείσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἀγαθός, μὴ σκεφθεῖς κάτι τέτοιο? διότι δὲν εἶπε, «γιὰ ποιὸν λόγο μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; Δὲν εἶμαι ἀγαθός» ἄλλ΄ ὅτι «κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός»? δηλαδὴ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμη ὅταν τὸ λέγει, δὲν τὸ λέγει γιὰ νὰ ἀποκλείσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα, ἀλλὰ τὸ λέγει ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ πρόσθεσε? «παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός». Καὶ δὲν εἶπε «παρὰ μόνον ὁ Πατήρ μου» γιὰ νὰ μάθεις ὅτι δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἰς τὸν νεανίσκο.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ προηγουμένως ἀποκαλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους πονηρούς, λέγοντας? «Ἐὰν ὅμως ἐσεῖς, ἐνῶ εἶστε πονηροί, γνωρίζετε νὰ δίδετε καλὰ πράγματα στὰ τέκνα σας». Καθόσον καὶ εἰς τὴν περίπτωση ἐκείνη τοὺς ὀνόμασε «πονηρούς», θεωρώντας ὄχι ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση πονηρὰ (διότι τὸ «σεῖς» δὲν σημαίνει ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι), ἀλλὰ τοὺς ὀνόμασε ἔτσι συγκρίνοντας τὴν ἀγαθότητα τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ? διὰ τοῦτο καὶ πρόσθεσε? «πόσο μᾶλλον ὁ Πατήρ σας θὰ δώσει ἀγαθὰ σ΄ αὐτοὺς ποῦ Τοῦ ζητοῦν;»
Ἀλλὰ θὰ πεῖ κάποιος? ποιὰ ἀνάγκη ὑπῆρχε ἢ ποιὰ ὠφέλεια, ὥστε νὰ δώσει αὐτὴν τὴν ἀπάντηση; Ἀνεβάζει τὸν πλούσιο αὐτὸ νέο πνευματικὰ ὀλίγον κάτ΄ ὀλίγον καὶ τὸν διδάσκει ν΄ ἀπαλλαγεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν κολακεία, ἀποσπώντας τὸν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα καὶ προσηλώνοντας τὸν στὸν Θεόν, καὶ τὸν πείθει νὰ ζητεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ νὰ γνωρίσει αὐτὸν ποὺ πράγματι εἶναι ἀγαθὸν καὶ ρίζα καὶ πηγὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν, καὶ εἰς αὐτὸν ν΄ ἀποδίδει τὶς τιμές. Διότι καὶ ὅταν λέγει «μὴν ἀποκαλέσετε κανένα ὡς “διδάσκαλο” ἐπάνω στὴ γῆ», τὸ λέγει ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι ποὶα εἶναι ἡ πρώτη ἀρχὴ ὅλων γενικῶς τῶν ὄντων. Οὔτε βέβαια ἦταν μικρὴ ἡ προθυμία ποὺ ἔδειξε ὁ νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη ἀπὸ τέτοιον ἔρωτα γιὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὴν στιγμὴν ποὺ ἄλλοι μὲν ἐπείραζαν τὸν Κύριο, ἄλλοι Τὸν ἐπλησίασαν μόνο γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς ἀσθένειές τους ἢ τὶς ἀσθένειες τῶν συγγενῶν τους ἢ τῶν ξένων, αὐτὸς ὅμως καὶ Τὸν ἐπλησίασε μὲ κάθε εἰλικρίνεια καὶ συζητοῦσε μὲ πραγματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Διότι ἦταν μὲν ἡ ψυχὴ τοῦ εὔφορη καὶ πλούσια, ἄλλ΄ ὅμως τὸ πλῆθος τῶν ἀκανθῶν κατέπνιγε τὸν σπόρο. Πρόσεχε λοιπὸν πὼς ἦταν τὴν στιγμὴ ἐκείνη προετοιμασμένος γιὰ τὴν ὑπακοὴ τῶν προσταγμάτων. Διότι λέγει? «Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;» .Ἔτσι ἦταν προετοιμασμένος πρὸς ἐφαρμογὴ τῶν ὅσων θὰ τοῦ ἔλεγε. Ἐὰν ὅμως Τὸν ἐπλησίασε μὲ σκοπὸ νὰ τὸν πειράξει, θὰ μᾶς τὸ ἔλεγε ὁπωσδήποτε ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ αὐτό, πράγμα ποὺ τὸ κάνει καὶ εἰς τὶς ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως δηλαδὴ εἰς τὴν περίπτωση τοῦ νομικοῦ. Ἐὰν ὅμως καὶ αὐτὸς τὸ ἀποσιώπησε, ὁ Χριστὸς δὲ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ Τὸν ἀφήσει ἀπαρατήρητο, ἀλλὰ θὰ Τὸν ἤλεγχε κατὰ τρόπο φανερὸ ἢ καὶ θὰ ἔκανε κάποιον ὑπαινιγμό, ὥστε νὰ μὴ σχηματισθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι ἐπλανήθη καὶ διέφυγε τὴν προσοχή του καὶ ζημιωθεῖ ἔτσι περισσότερο. Ἐὰν ἐπίσης Τὸν εἶχε πλησιάσει μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξει, δὲ θὰ ἔφευγε λυπημένος γιὰ ὅσα ἄκουσε. Διότι αὐτὸ κανεὶς ποτὲ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους δὲν τὸ ἔπαθε, ἄλλ΄ ἐξαγριώνονταν ὅταν τοὺς ἔκλεινε τὰ στόματα. Ὅμως δὲ συνέβη αὐτὸ στὸν νέο, ἀλλὰ φεύγει καταλυπημένος, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι μικρᾶν ἀπόδειξη, ὅτι δὲν Τὸν πλησίασε μὲ πονηρὰ διάθεση, ἀλλὰ μὲ ἐξασθενημένη, καὶ ἐπιθυμεῖ μὲν τὴν αἰώνιον ζωήν, ἄλλ΄ὅμως εἶναι κατακυριευμένος ἀπὸ ἄλλο φοβετότατο πάθος.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε «Ἐὰν θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν αἰώνια καὶ μακάρια ζωή, φύλαξε τὶς ἐντολές», ὁ νέος ρωτάει «ποιὲς ἐντολές;» ὄχι μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν πειράξει, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι ἄλλες εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἐντολές, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ποὺ θὰ τοῦ χάριζαν τὴν αἰώνια ζωή, πράγμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ σφοδρὴ ἐπιθυμία. Ἔπειτα, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε νὰ φυλάττει τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, ἀπαντᾶ? «ὄλ΄ αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴν νεανική μου ἡλικία». Καὶ δὲν σταμάτησε μέχρι ἐδῶ, ἀλλὰ πάλι ἐρωτᾶ? «σὲ τί ἀκόμη ὑστερῶ;», πράγμα ποὺ ἀποδείκνυε καὶ αὐτὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία του. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἦταν μικρὸ πράγμα τὸ ὅτι νόμιζε ὅτι ὑστερεῖ σὲ κάτι, καὶ τὸ ὅτι θεωροῦσε ἀνεπαρκεῖς τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου γιὰ νὰ ἐπιτύχει αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Τί κάνει λοιπὸν ὁ Χριστός; Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ δώσει κάποια μεγάλη ἐντολή, προσθέτει τὰ ἔπαθλα καὶ λέγει? «ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασε τὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς? καὶ τότε ἔλα καὶ ἀκολούθησε μέ».
Εἶδες πόσα βραβεῖα καὶ πόσους στεφάνους ὁρίζει γί΄ αὐτὸν τὸν ἀγώνα; Ἐὰν ὅμως τὸν ἐπείραζε, δὲ θὰ τοῦ ἔλεγε αὐτά. Τώρα ὅμως καὶ τὸ λέγει, καὶ γιὰ νὰ τὸν προσελκύσει, τοῦ φανερώνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλος ὁ μισθός, καὶ ἀφήνει τὸ πᾶν στὴν διάθεσή του, ἐπικαλύπτοντας μὲ ὅλα ὅσα λέγει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι βαριὰ ἡ παραίνεση. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν καὶ πρὶν πεῖ τὸ ἀγώνισμα καὶ τὸν κόπο, τοῦ φανερώνει τὸ βραβεῖο, λέγοντας· «ἐὰν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος», καὶ τότε τοῦ λέγει, «πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασε τὰ στοὺς πτωχούς» καὶ ἀμέσως πάλι ἀναφέρει τὰ βραβεῖα? «καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς? καὶ τότε ἔλα καὶ ἀκολούθησε μέ». Καθόσον τὸ νὰ ἀκολουθεῖ Αὐτόν, ἦταν πολὺ μεγάλη ἀνταμοιβή.
«Καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ λόγος ἦταν γιὰ τὰ χρήματα καὶ τὸν συμβούλευε νὰ ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν τοῦ ἀφαιρεῖ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀλλὰ ὅτι τοῦ προσθέτει καὶ ἄλλα σὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει, τοῦ ἔδωσε περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπε νὰ δώσει? καὶ ὄχι μόνο περισσότερα, ἀλλὰ καὶ τόσο σπουδαιότερα, ὅσον εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἀκόμη περισσότερο. Θησαυρὸ δὲ ὀνόμασε τὴ μεγαλοδωρία τῆς ἀνταμοιβῆς, μὲ σκοπὸ νὰ δείξει τὴν μονιμότητα καὶ τὴν ἀσφάλειά της, ὅπως δηλαδὴ ἦταν δυνατὸν νὰ ὁδηγήσει τὸν νέο στὴ γνώση, χρησιμοποιώντας ἀνθρώπινα παραδείγματα. Ἑπομένως, δὲν ἀρκεῖ νὰ περιφρονεῖ κανεὶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ πρέπει νὰ δώσει τροφὴ στοὺς πτωχοὺς καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα, νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, δηλαδὴ νὰ πράττει ὅλα τὰ προστάγματά του καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος γιὰ σφαγὴ χάριν αὐτοῦ καὶ γιὰ καθημερινὸ θάνατο. Διότι, «ἐὰν κάποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήσει, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτόν του, νὰ λάβει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθεῖ» (Λουκᾶ 9, 23). Ὥστε εἶναι πολὺ πιὸ ἀνωτέρα ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τὸ νὰ θυσιάζει κανεὶς τὴν ζωή του ἀπὸ τὸ νὰ περιφρονήσει τὰ χρήματα, καὶ δὲν εἶναι μικρὴ ἡ συμβολὴ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ χρήματα στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς αὐτῆς.
«Ἀφοῦ ὅμως ἄκουσε ὁ νεανίσκος αὐτά, ἔφυγε λυπημένος». Καὶ στὴ συνέχεια γιὰ νὰ δείξει ὁ εὐαγγελιστής, ὅτι δὲν ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔπαθε κάτι τὸ φυσικό, λέγει: «διότι εἶχε πολλὰ χρήματα». Δὲν εἶναι δηλαδὴ κυριευμένοι ἀπὸ τὸ ἴδιο πάθος αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ὀλίγα καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πάρα πολὺ μεγάλη περιουσία? διότι τότε γίνεται πιὸ τυραννικὸς ὁ πόθος τους γιὰ τὰ χρήματα. Συμβαίνει δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ δὲ θὰ παύσω νὰ τὸ λέγω, ὅτι ἡ προσθήκη τῶν ἑκάστοτε ἀποκτωμένων χρημάτων ἀνάπτει κατὰ πολὺ περισσότερο τὴν φλόγα καὶ κάνει πιὸ πτωχοὺς αὐτοὺς ποὺ τὰ ἀποκτοῦν, καθόσον ἐμβάλλει σ’ αὐτοὺς μεγαλύτερη ἐπιθυμία γι’ αὐτὰ καὶ τοὺς κάνει νὰ αἰσθάνονται πολὺ περισσότερο τὴν πτώχειά τους. Καὶ πρόσεχε λοιπὸν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ποιὰ δύναμη παρουσίασε τὸ πάθος αὐτό. Διότι ἐκεῖνον ποὺ ἦλθε πρὸς τὸν Κύριο μὲ χαρὰ καὶ προθυμία, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς τὸν προέτρεψε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ χρήματα, τόσο πολὺ τὸν ἐξουθένωσε καὶ κατέβαλε τὶς δυνάμεις του, ὥστε δὲν τὸν ἄφησε οὔτε κὰν νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅσα τοῦ εἶπε, ἄλλ΄ ἔφυγε σιωπηλός, σκυθρωπὸς καὶ καταλυπημένος.
Τί λέγει λοιπὸν ὁ Χριστός; «Πόσον δύσκολα θὰ εἰσέλθουν οἱ πλούσιοι στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν», κατηγορώντας ὄχι τὰ χρήματα, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ εἶναι δοῦλοι σ΄ αὐτά. Ἐὰν δὲ θὰ εἰσέλθει δύσκολα ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πολὺ πιὸ δύσκολα θὰ εἰσέλθει ὁ πλεονέκτης. Διότι ἐὰν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τὸ νὰ μὴ δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιὰ ἐπισωρρεύει τὸ νὰ παίρνει καὶ τὰ πράγματα τῶν ἄλλων. Ἀλλὰ μὲ ποιὸ σκοπὸ ἔλεγε στοὺς μαθητές Του ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθει ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐφόσον ἤσαν πτωχοὶ καὶ δὲν εἶχαν τίποτε; Μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς διδάξει νὰ μὴν ντρέπονται τὴν πτωχεία καὶ ἀπολογούμενος κατὰ κάποιο τρόπο πρὸς αὐτοὺς γιὰ τὸ ὅτι δὲ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἔχουν τίποτε.
Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς εἶπε ὅτι εἶναι δύσκολο, ἐν συνέχειᾳ τονίζει ὅτι εἶναι καὶ ἀδύνατο, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀδύνατο, ἄλλ΄ ἀδύνατον σὲ ὑπερβολικὸ βαθμό, πράγμα ποὺ τὸ φανέρωσε μὲ τὸ παράδειγμα τῆς καμήλου καὶ τῆς βελόνης. Διότι λέγει? «εὐκολότερο εἶναι νὰ περάσει μία κάμηλος ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνης, παρὰ νὰ εἰσέλθει ὁ πλούσιος στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἀποδεικνύεται λοιπὸν ἐξ αὐτοῦ ὅτι δὲ θὰ εἶναι τυχαῖα ἡ ἀμοιβὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι πλούσιοι καὶ μποροῦν νὰ ζοῦν μὲ εὐσέβεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ δείξει δηλαδή, ὅτι χρειάζεται πολλὴ χάρη ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ τὸ κατορθώσει αὐτό. Ἐπειδὴ λοιπὸν ταράχθηκαν οἱ μαθητές του, εἶπε? «Στοὺς ἀνθρώπους μὲν αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, στὸν Θεὸ ὅμως τὰ πάντα εἶναι δυνατά». Δὲν εἶπε φυσικὰ αὐτὰ τὰ προηγούμενα λόγια γιὰ νὰ ἀπελπιστοῦμε καὶ νὰ παραιτηθοῦμε μὲ τὴ σκέψη ὅτι εἶναι ἀδύνατα, ἀλλὰ τὸ εἶπε μὲ σκοπό, ὥστε, ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος νὰ σπεύσουμε μὲ εὐκολία στὸν ἀγώνα καὶ ἐπικαλούμενοι καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στοὺς καλοὺς αὐτοὺς ἀγῶνες μας, νὰ ἐπιτύχουμε τὴν αἰώνιο ζωή.
[…]Ἑπομένως γιὰ νὰ μὴ στενοχωριόμαστε γιὰ περιττὰ πράγματα, ἀφοῦ ἀποβάλουμε τὴν σφοδρὴ ἐπιθυμία γιὰ τὰ χρήματα, ποὺ συνεχῶς μας λυπεῖ καὶ οὐδέποτε ἀνέχεται νὰ σταματήσει, ἂς στραφοῦμε πρὸς μία ἄλλη, πού μας κάνει μακαρίους καὶ εἶναι πολὺ εὔκολη, καὶ ἂς ἐπιθυμήσουμε τοὺς θησαυροὺς τῶν οὐρανῶν. Διότι πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴν δὲν ὑπάρχει οὔτε κόπος τόσο μεγάλος, τὸ δὲ κέρδος εἶναι ἀπερίγραπτο, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτύχει ἐκεῖνος ποὺ κατὰ κάποιον τρόπον ἐπαγρυπνεῖ, φροντίζει καὶ περιφρονεῖ τὰ παρόντα? ἐνῶ ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ εἶναι δοῦλος τῶν ὑλικῶν πραγμάτων καὶ ἔχει δώσει ἐξ ὁλοκλήρου τὸν ἑαυτὸν τοῦ εἰς αὐτὰ ἅπαξ καὶ διὰ παντός, ὁπωσδήποτε αὐτὸς θ’ ἀναγκαστεῖ κάποτε νὰ τὰ ἀποχωριστεῖ.
[…]Ἀναλογιζόμενοι ὅλα αὐτά, ἂς βγάλουμε ἀπὸ μέσα μας τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία τῆς διαρκοῦς ἀπόκτησης χρημάτων, καθὼς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι μας στερεῖ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ στὴν τωρινή μας γεμίζει μὲ συνεχῆ ἄγχη καὶ στενοχώριες καὶ προβλήματα? καὶ ἐρχόμενος κάποτε ὁ θάνατος ἀπρόσμενά μας παίρνει γυμνοὺς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ μὲ τόσο κόπο συσσωρεύσαμε ὅσο ζούσαμε καὶ μὲ τόσο ἄγχος προσπαθήσαμε νὰ περιφρουρήσουμε γιὰ νὰ μή μας τὰ ἁρπάξουν, καὶ φεύγουμε χωρὶς νὰ σύρουμε πίσω μας τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, παρὰ μόνον τὰ τραύματα καὶ τὶς πληγὲς τὰ ὁποία πῆρε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ ψυχὴ καὶ φεύγει. Καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε περιττὴ βιοτικὴ μέριμνα, τὰ αἰώνια ἀγαθὰ νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μετὰ τοῦ ὁποίου στὸν Πατέρα μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα, δύναμις καὶ τιμή, τώρα κὰ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἔργα, Πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», τόμος 11Α, σέλ. 210-233)
(Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)