(27 Νοεμβρίου)
Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς στὴν περσικὴ πόλη Ἔλαπα ἢ Βηλάτ, ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς Πίστεως καὶ νυμφεύθηκε μιὰ χριστιανὴ κοπέλα. Ὁ Πέρσης βασιλιὰς Ἰσζδιγέρδης ἐκτιμοῦσε τὸν Ἰάκωβο γιὰ τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δεξιότητές του καὶ τὸν κατέστησε ἀξιωματοῦχο στὴν αὐλή του. Κολακευμένος ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ βασιλιά, παραπλανήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ θυσιάζει κι αὐτὸς στὰ εἴδωλα ποὺ προσκυνοῦσε ὁ Πέρσης ἡγεμόνας.
Πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς ἡ μητέρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακώβου. Τοῦ ἔγραψαν τότε μιὰ ἐπιστολὴ ἐπιτιμητική, θρηνολογώντας γιὰ τὸ κατάντημά του νὰ γίνει ἀποστάτης τῆς Πίστεως καὶ πνευματικὰ νεκρὸς καί, τέλος, τὸν ἱκέτευαν νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸν Χριστό. Συγκλονισμένος ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ διάβασε ὁ Ἰάκωβος μετάνιωσε πικρὰ καὶ μὲ παρρησία πῆγε στὸν βασιλιὰ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὀργισμένος ὁ βασιλιάς, τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο μ’ ἕνα ἰδιαίτερα φρικτὸ μαρτύριο: θὰ κατατεμάχιζαν τὸ σῶμα του, σταδιακά, μέχρι νὰ ἐκπνεύσει. Οἱ δήμιοι ἐκτέλεσαν κατὰ γράμμα τὴ διαταγὴ τοῦ μοχθηροῦ Ἰσζδιγέρδη καὶ κατέκοψαν πρῶτα τα δάχτυλα τῶν ἄκρων τοῦ Ἰακώβου, ὕστερά τα χέρια, τὰ πόδια, τοὺς βραχίονες, τοὺς ὤμους. Στὸ τέλος ἔμεινε μόνο ἡ κοιλιὰ καὶ τὸ κεφάλι του, ποὺ ἀποκόπηκαν ἐπίσης. Σὲ κάθε κατατομὴ μέλους ὁ συντετριμμένος ἀπὸ τὴ μετάνοια μεγαλομάρτυρας ἀνέπεμπε εὐχαριστία στὸν Θεό. Οἱ πληγὲς τοῦ ἀνέβρυζαν μιὰ ἄρρητη εὐωδία, σὰν κυπαρισσιοῦ. Καθαρθεῖς ἀπὸ τὴ βαριὰ ἁμαρτία του μέσα στὸ λουτρὸ τοῦ αἵματός του, ὁ ἐξαίσιος Ἰάκωβος παρέδωσε τὴ ψυχή του στὸν Χριστό, τὸν Θεό, καὶ πέρασε ἐνδόξως στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ περὶ τὸ ἔτος 400. Ἡ τιμία κάρα του βρίσκεται στή Ρώμη καὶ μέρος τῶν λειψάνων του στὴν Πορτογαλία, ὅπου τιμοῦν τὴ μνήμη του στὶς 23 Μαΐου.
/Ὅταν οἱ δήμιοι ἀπέκοψαν τὸν ἀντίχειρα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, ἐκεῖνος ἀνεβόησε: «Προσδεξαι, Κύριε, τὸν πρῶτο κλάδο, ποὺ σὰν τὴν ἄμπελο κλαδεύεται, ὥστε ἐν καιρῶ νὰ βλαστήσει νέος κλάδος». Στὴν ἀποκοπὴ τοῦ δεύτερου δακτύλου τοῦ εἶπε: «Δέξου, Κύριε, καὶ τὸν δεύτερο κλάδο τοῦ δέντρου ποὺ ἐφύτευσεν ἡ δεξιά Σου». Στὸ τρίτο δάκτυλο ποὺ τοῦ ἀπέκοψαν εἶπε: «Εὐλογῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα». Στὴν ἀποκοπὴ τοῦ τέταρτου ἀναφώνησε: «Σὺ ποὺ δέχθηκες τὴ δοξολογία ἀπὸ τὰ τέσσερα Ἱερὰ ζῶα (σύμβολα τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν), δέξου τὸ μαρτύριο τοῦ τέταρτου δακτύλου μου». Στὸ πέμπτο δάκτυλο ποὺ τοῦ ἔκοψαν, εἶπε: «Ἃς εἶναι πεπληρωμένη ἡ χαρά μου ὅπως τῶν πέντε φρονίμων παρθένων στὴ γαμήλια ἑορτή!». Στὴν ἀποκοπὴ τοῦ ἕκτου δακτύλου, εἶπε: «Δόξα Σοί, Κύριε, ὁ ὁποῖος τὴν Ἕκτη Ὥρα ἐξέτεινες τὰ πανάχραντα χέρια Σου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, διότι μὲ ἀξίωσες νὰ Σοῦ προσφέρω τὸ ἕκτο μου δάκτυλο». Ὅταν τοῦ ἔκοψαν τὸ ἕβδομο δάκτυλο, εἶπε: «Ὅπως ὁ Δαυὶδ Σὲ αἰνοῦσε ἑπτάκις τῆς ἡμέρας, Σὲ ὑμνολογῶ διὰ τοῦ ἑβδόμου δακτύλου μου ποὺ ἀπετμήθη πρὸς χάριν Σου». Μετὰ τὸ ὄγδοο ποὺ ἀποκόπηκε, εἶπε: «Τὴν ὄγδοη ἡμέρα Σύ, Κύριε, περιετμήθης». Μετὰ τὴν ἀποκοπὴ τοῦ ἐνάτου εἶπε: «Τὴν ἔνατη ὥρα, Χριστέ μου, παρέδωσες τὸ Πνεῦμα Σου στὰ χέρια τοῦ Πατρός Σου, κι ἐγώ Σου προσφέρω εὐχαριστία τὸ μαρτύριο τοῦ ἐνάτου δακτύλου μου». Στὴν ἀποκοπὴ τοῦ δεκάτου δακτύλου, εἶπε: «Ἐν δεκαχόρδω ψαλτηρίω Σοῖ ψαλῶ, Θεέ μου, καὶ Σὲ εὐχαριστῶ ὅτι μὲ ἀξίωσες νὰ ὑπομείνω τὴν ἀποκοπὴ τῶν δέκα δακτύλων τῶν δύο χειρῶν μου, γιὰ τὶς Δέκα Ἐντολὲς ποὺ ἐγράφησαν σὲ δύο πλάκες». Ὤ! Ἐξαίσια πίστη καὶ ἀγάπη! Ὢ εὐγένεια ψυχῆς τοῦ ἀνδρείου ἀθληφόρου τοῦ Χριστοῦ Ἰακώβου.