ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΟΙ, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν χωριστά, ἐπεσκέφθησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καἱ λέγει ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν εἰς τὸν ἄλλον:
– Θέλω νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν ᾿Αββᾶν Ζήνωνα, νὰ τοῦ ἔμπιστευθῶ κάποιον λογισμόν µου.
-Καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιον θέλω: ἀπήντησεν ὁ ἕτερος.
Ὁ καθένας δὲ ἰδιαιτέρως ἐξωμολογήθησαν εἰς τὸν ᾿Αββᾶν Ζήνωνα τοὺς λογισμούς των.
Ὁ πρῶτος, καθὼς ἐξωμολογεῖτο, ἔπεσεν εἰς τὰ πόδια τοῦ Γέροντος καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα τὸν παρεκάλει νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν Θεὸν δι’ αὐτόν,
Ὁ Γέρων εἶπεν εἰς αὐτόν:
-Πήγαινε, μὴ προδώσις τὸν ἑαυτόν σου, καὶ μὴ κατηγορήσῃς κανένα καὶ μὴ παραµελήσῃς τὴν εὐχήν σου.
᾿Αναχωρήσας ἀπὸ τὸν ᾿Αββᾶν Ζήνωνα ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς ἐθεραπεύθη.
Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ἀφοῦ εἶπε τὸν λογισµόν του εἰς τὸν Γέροντα, προσέθεσε μὲ ἀδιαφορίαν καὶ χωρὶς ὄρεξιν διορθώσεως· εὐχήσου, πάτερ δι ἐμένα, δὲν τὸ ἐζήτησεν ὅμως μὲ ἐπιμονὴν καὶ ψυχικὴν ἀγωνίαν,