ςὉ ᾿Αββᾶς Δανιὴλ διηγήϑη ὅτι κάποτε ζούσε εἰς τὴν Βαθυλῶνα μία νέα, ϑυγάτηρ ἑνὸς ἄρχοντος τοῦ τόπου, ἡ ὁποία εἶχε μέσα της δαιμόνιον. Ο πατὴρ τῆς κόρης αὐτῆς ἐγνώριζε κάποιον Μοναχόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπα καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐζήτει ἐπιμόνως νὰ ϑεραπεύσῃ τὴν κόρην του. Ὁ Μοναχὸς τοῦ ἀπήντησε:
-Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ϑεραπεύσῃ τὴν κόρην σου, παρὰ μόνον κάποιοι ἀναχωρηταί, τοὺς ὁποίους γνωρίζω· ἐὰν ὅμως τοὺς παρακαλέσωμεν, δὲν ϑὰ δεχϑοῦν, ἀπὸ μετριοφροσύνην, ἕνα τέτοιο πρᾶγμα. Αὐτὸ εἶναι προτιμότερον νὰ κάνωμεν· ὅταν ϑὰ ἔλθουν εἰς τὴν ἀγορὰν διὰ γὰ πωλήσουν τὰ ἐργόχειρά των, νὰ προσποιηϑῆτε, ὅτι, δῆϑεν, ϑέλετε γὰ ἀγοράσετε ἐργόχειρα καὶ νὰ τοὺς φωνάξετε εἰς τὸ σπίτι σας, διὰ νὰ τοὺς δώσετε τὰ χρήματα. Ὅταν δὲ ἔλθουν, νὰ ἀπαιτήσητε νὰ κάνουν προσευχὴν διὰ τὴν ϑεραπείαν τῆς κόρης, ὁπόταν ἐλπίζω, ὅτι ϑὰ ϑεραπευϑῇ ἡ ϑυγάτηρ σου.
Πράγματι λοιπὸν ἐξῆλϑον εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ εὗρον τὸν μαϑητὴν ἑνὸς Γέροντος, ὁ ὁποῖος ἐκάϑητο, διὰ νὰ πωλήσῃ τὰ ἐργόχειρά του. Τὸν ἐπῆραν ἀμέσως οἱ ἄνϑρωποι τοῦ ἄρχοντος, μαζὶ μὲ τὰ ζεμπίλια του καὶ τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸ σπίτι του, διὰ νὰ παραλάβῃ τὰ χρήματα τῆς ἀξίας τῶν ἐργοχείρων.
Μόλις ὅμως εἰσήργετο, τὸν συνάντησεν ἡ δαιμονιζομένη καὶ τὸν ἐρράπισεν. Ὁ Μοναχὸς τότε ἐγύρισε καὶ τὴν ἄλλην σιαγόνα, ἐφαρμόζων τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει· «ἐὰν κάποιος σὲ κτυπήσῃ εἰς τὸ ἕνα μάγουλο, νὰ γυρίσῃς πρὸς αὐτὸν καὶ τὸ ἄλλο». Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ ἐβασάνισε τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος εἶπε μὲ ἀπαισίας κραυγάς· «Ὦ βία! ἡ ἐντολὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ μὲ ἐκδιώκει», ἀμέσως δὲ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην κατέστη ὑγιὴς καὶ ἐσωφρονίσϑη.
Τὸ περιστατικὸν αὐτὸ τὸ ἐγνωστοποίησαν εἰς τοὺς Γέροντας, οἱ ὁποῖοι ἐδόξασαν τὸν Θεὸν καὶ εἶπαν, ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν ἐκμηδενίζει τόσον τὴν ὑπερηφάνειαν τοῦ διαβόλον, ὅσον ἡ ταπείνωσις, τὴν ὁποίαν ἐμπνέει ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.
Γεροντικόν