Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ ἕναν ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν ἐπισκοπή του καὶ πῆγε στὴ Θεούπολη καὶ δούλευε βοηθώντας τοὺς κτίστες.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν κόμης τῆς Ἀνατολῆς ὁ Ἐφραίμιος, ἄνδρας ἐλεήμων καὶ πονόψυχος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνοικοδομοῦνταν τὰ δημόσια κτίρια, ἐπειδὴ εἶχε πέσει ὅλη ἡ πόλη ἀπὸ τὸ σεισμό. Μία νύχτα λοιπὸν βλέπει ὁ Ἐφραίμιος στὸν ὕπνο του τὸν ἐπίσκοπο νὰ κοιμᾶται κι ἕνα στύλο πύρινο νὰ κατεβαίνει πάνω του ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὄχι μία καὶ δυό, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς κι ἔμεινε ἔκθαμβος. Γιατί τὸ θαῦμα ἦταν φοβερὸ καὶ σὲ γέμιζε ἔκπληξη. Καὶ συλλογιζόταν τί νὰ εἶναι ἄραγε τοῦτο; Γιατί δὲν ἤξερε ὁ Ἐφραίμιος ὅτι ὁ ἐργάτης ἦταν ἐπίσκοπος. Καὶ πὼς ἦταν δυνατὸ νὰ τὸ ξέρει ὅτι ἦταν ἐπίσκοπος, ὅταν ἔβλεπε μαλλιὰ ἄγρια καὶ βρώμικα ροῦχα καὶ ἄνθρωπο ἀσήμαντο, φτωχὸ καὶ ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν πολλὴ ὑπομονή, τὴν ἄσκηση καὶ ἐργασία κι ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού φέρνει ὁ κόπος ὁ πολύς; Read more