(5 Οκτωβρίου)
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Χαριτίνης. Ἡ ἁγία Χαριτίνη εἶναι ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες νεαρὲς γυναῖκες, ποὺ στὸν καιρὸ τῶν ἀρχαίων διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε καιρὸ ποὺ διώκεται ἡ πίστη καὶ ἡ Ἐκκλησία, προτίμησαν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἀνδρεῖο καὶ γενναῖο ἀπ’ ὅ,τι μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε στὸν καιρό μας, ποὺ ὅλοι μας εἴμαστε παραδομένοι στὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ βίου. Μιὰ νεαρὴ γυναίκα, ποὺ μπορεῖ νὰ προτίμησει τὴν οὐράνια δόξα καὶ νὰ περιφρόνησει τὴν ἀπόλαυση τῶν ἐγκοσμίων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντέξει σὲ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια καὶ σὲ σκληρὸ θάνατο, ἀξίζει νὰ τὴ θαυμάσουμε καὶ νὰ τὴν τιμήσουμε κι ὅσο μποροῦμε νὰ τὴν μιμηθοῦμε.
Ἡ ἁγία Χαριτίνη μαρτύρησε στὰ 290 μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ στὰ χρόνια τοῦ βασιλέως στὴν Ἀνατολὴ Διοκλητιανοὺ καὶ τοῦ ἡγεμόνα Δομετίου, στὰ χρόνια δηλαδὴ τοῦ μεγάλου διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὓστερ’ ἀπὸ τὸ Διοκλητιανό, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐξέδωσε τὰ δυὸ διατάγματά του, ποὺ ἄφηναν ἐλεύθερους τούς χριστιανούς, ἂν καὶ μικρότεροι διωγμοὶ ἐδῶ – ἐκεῖ συνεχίζονταν. Ἡ Χαριτίνη ἦταν σκλάβα σὲ κάποιον Κλαύδιο, ποὺ ἂν καὶ δὲν ἦταν χριστιανός, ἀγαποῦσε καὶ σεβότανε τὴ γυναίκα τοῦ σπιτιοῦ του. Θὰ πρέπει νὰ διαβάσουμε τὴν πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιὰ νὰ δοῦμε ποιὰ ἦταν ἡ θέση τῶν δούλων στὰ σπίτια ὄχι μόνο των χριστιανῶν, ἂν εἶχαν οἱ χριστιανοὶ δούλους, ἀλλὰ ὅλων των ἀνθρώπων, ποὺ φοβόντανε τὸ Θεό.
Ὅταν ὁ Δομέτιος ἔμαθε γιὰ τὴ χριστιανὴ Χαριτίνη, ἔγραψε στὸν Κλαύδιο νὰ τοῦ τὴν στείλει γιὰ νὰ τὴν ἀνακρίνει. Εἶναι πολὺ συγκινητικὸς ὁ διάλογος μεταξύ του Κλαυδίου καὶ τῆς σκλάβας του Χαριτίνης. Ὁ Κλαύδιος, ὑποχρεωμένος νὰ ὑπακούσει στὸν ἡγεμόνα Δομέτιο, ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ, ὄχι γιὰ τὴ στέρηση τῆς σκλάβας του, ἀλλὰ γιὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια ποὺ τὴν περίμεναν. Ἡ Χαριτίνη τότε, μὲ πολλὴ πίστη καὶ θάρρος, ἄρχισε νὰ τὸν καθησυχάζει. «Μὴ λυπεῖσαι, Κύριέ μου, τοῦ εἶπε, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ χαίρεις, γιατί ἐγὼ ἀξιώνομαι νὰ γίνω θυσία εὐάρεστη στὸ Θεό». Κι ὁ Κλαύδιος ἀπάντησε «Γυναίκα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ δούλη τοῦ Θεοῦ, θυμήσου μέ, ὅταν θὰ εἶσαι κοντὰ στὸν ἐπουράνιο Βασιλέα». Δὲν ἦταν ἀκόμα χριστιανὸς ὁ Κλαύδιος, μὰ αἰσθανότανε καὶ ὁμιλοῦσε χριστιανικά.
Ἡ ἁγία Χαριτίνη ὁδηγήθηκε δεμένη μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Δομέτιο. Γιατί τάχα τὴν ἔδεσαν; Δὲν ἦταν φόβος νὰ φύγει, ἀλλὰ ἡ κακία δὲν εἶναι μόνο ἀπάνθρωπη, ἀλλὰ καὶ δειλή. Χωρὶς δισταγμό, ἡ ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της καὶ οἱ βασανιστές της, γιὰ νὰ τὴν ἐξευτελίσουν, τῆς ξύρισαν τὴν κεφαλή, τὴν ἔβαλαν ἐπάνω σ’ ἀναμμένα κάρβουνα κι ἐπάνω στὶς πληγὲς στῆς ἔχυσαν ξύδι καὶ ἁλάτι. Ἔμπηξαν ὑστέρα στὰ στήθια τῆς αἰχμηρὰ σουβλιὰ κι ἔκαψαν τὰ πλευρά της μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ μετὰ ὀλ’ αὐτὰ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ της μιὰ βαρεία πέτρα καὶ τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Σὲ ὂλ’ αὐτὰ τὴν φύλαξε ὁ Θεός, κι ὅταν τὴν ξανάπιασαν, τὴν ἔσυραν ἐπάνω σε ἀναμμένα κάρβουνα καὶ τῆς ξερίζωσαν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὰ νύχια.
Ἔμενε ὅμως ἀκόμα κάτι, λιγότερο ἀλγεινὸ στὸ σῶμα, ἀλλὰ περισσότερο ὀδυνηρὸ στὴ ψυχή. Αὐτὸ θὰ τὴν πονοῦσε περισσότερο ἀπ’ ὅλα καὶ θὰ ἦταν ὅλο καταισχύνη στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἐξάντλησε ὅλα τα βασανιστήρια κι ὅταν σὲ ὅλα εἶδε πὼς ἡττήθηκε, ὁ ἡγεμόνας εἶπε νὰ κλείσουν τὴν ἁγία σὲ πορνοστάσιο. Ἡ σκοτισμένη του σκέψη κι ἡ πωρωμένη συνείδηση ἦταν ἀκόμα σὲ θέση νὰ καταλάβει πόσο μεγάλο μαρτύριο ἦταν αὐτὸ γιὰ μιὰ χριστιανὴ γυναίκα. Γιὰ κάτι τέτοιο ἔχουνε νὰ μᾶς ποῦν πολλὰ παραδείγματα πολλῶν γυναικών, καὶ στὴν ἀρχαία Ἀντιόχεια μὲ τὴν ἁγία Πελαγία καὶ στὸ Ζάλογγο καὶ τὴν Ἀραπίτσα στὰ νεώτερα χρόνια.
Ἡ ἁγία Χαριτίνη, ὅπως ἦταν στὰ χέρια τῶν δημίων της, δὲν μποροῦσε οὔτε στὸ γκρεμὸ νὰ πέσει οὔτε στὸ ποτάμι, γιὰ νὰ μὴ ντροπιαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Προσευχήθηκε λοιπὸν κι ὁ Θεὸς τὴν πῆρε «πρὶν τὸν τῆς παρθενίας ἀπολέση στέφανον». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴν ὁμιλία του στὴν ἁγία μάρτυρα Πελαγία τὴν ἀρχίζει μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ ταιριάζουν καὶ στὴν ἁγία Χαριτίνη «Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Καὶ γυναῖκες θανάτου λοιπὸν καταπαίζουσι, καὶ κόραι καταγελῶσι τελευτῆς… Ταῦτα δὴ πάντα διὰ τὸν ἐκ παρθένου Χριστὸν γέγονεν ἠμὶν τὰ ἀγαθά». Ἃς ἔχει δόξα ὁ Θεός! Ὄχι μόνο ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες περιφρονοῦν τὸ θάνατο καὶ κορίτσια τό ἔχουν χαρά τους νὰ πεθάνουν. Κι ὀλ’ αὐτὰ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγνὴ παρθένο Θεοτόκο. Ἀμήν.
(+Μητροπ. Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Εἰκόνες Ἔμψυχοι, σ.273)