Ὅταν ὁ Κύριος καὶ μεγάλος Θεὸς καὶ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ Τοῦ ἐπιτελοῦσε πολ¬λᾶ θαύματα διὰ τῆς ἀγαθότητάς Του, ὅπως ἀναφέρεται σχετικὰ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, καὶ ἡ φήμη Τοῦ διαδιδόταν παντοῦ, ἔφτασαν τὰ ἐκπληκτικὰ αὐτὰ γεγονότα καὶ στὰ αὐ¬τιὰ τοῦ Αὔγαρου, τοπάρχη τῆς Ἔδεσσας. Τότε λοιπὸν ὁ Αὔγαρος αἰσθάνθηκε ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ πάει στὰ Ἰε¬ροσόλυμα καὶ νὰ δεῖ μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ μάτια τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτή, γιατί προσβλήθηκε ἀπὸ ἀνίατα νοσήματα. Συγκε¬κριμένα, λέπρα μαύρη ξαπλώθηκε σὲ ὅλο τοῦ τὸ σῶμα καὶ τοῦ κατέτρωγε τὶς σάρκες, ἐνῶ συγχρόνως τὸν κατατυραννοῦσε μία χρόνια καὶ ὕπουλη ἀρθρίτιδα. Καὶ ἡ μὲν λέπρα τοῦ προξένησε μεγάλη ἀσχήμια καὶ τὸν ταλαιπωροῦσε, ἡ δὲ ἀρθρίτιδα τοῦ προκαλοῦσε δριμύτατους καὶ δυσβάστα¬κτους πόνους. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ δύστυχος ἐκεῖνος ἄνθρωπος κλείστηκε στὴν οἰκία του καὶ ἔτσι οἱ ὑπήκοοί του δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ τὸν πλησιάζουν οὔτε νὰ τὸν βλέπουν.
/
Κατὰ τὶς ἡμέρες ὅμως τοῦ ἁγίου Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Αὔγαρος ἔγραψε μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Κύριο καὶ Τοῦ τὴν ἔστειλε μὲ κάποιον ὀνόματι Ἀνανία. Συγχρόνως δὲ ἔδωσε προφο¬ρικὴ ἐντολὴ στὸν κομιστὴ αὐτὸν τῆς ἐπιστολῆς νὰ ζωγραφί¬σει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὸ μέγεθος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου τὸ χρῶμα τῶν τριχῶν καὶ τοῦ προσώπου Του καὶ γενικὰ ὅλο τὸ σωματικό Του παρουσιαστικὸ καὶ τὴν εἰκόνα αὐτὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ τοῦ τὴ φέρει. Καὶ βέβαια ὁ Ἀνανίας γνώριζε ἄριστα τὴ ζωγραφικὴ τέχνη. Ἡ ἐπιστολὴ δὲ τοῦ Αὔγαρου εἶναι ἡ ἕξης:
«Αὔγαρος, ὁ τοπάρχης τῆς πόλεως Ἐδέσσης, πρὸς τὸν Ἰησοῦ Σωτήρα, ἀγαθὸν ἰατρό, ἐμφανισθέντα στὰ Ἱεροσό¬λυμα• Χαῖρε.
Ἔχω ἀκούσει τὰ σχετικὰ μὲ Ἐσένα καὶ γιὰ τὶς ἰάσεις ποὺ Σὺ ἐπιτελεῖς χωρὶς τὴ χρησιμοποίηση φαρμάκων. Καὶ συγκεκριμένα, ὅπως λένε, κάνεις τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν καὶ χωλοὺς νὰ περπατοῦν, λεπροὺς καθαρίζεις, ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ δαίμονες διώχνεις, θεραπεύεις πάσχοντες ἀπὸ μακροχρόνιες ἀσθένειες, νεκροὺς ἀνασταίνεις. Ἔτσι ἐγώ, μόλις ἄκουσα ὅλα αὐτὰ γιὰ Ἐσένα, σχημάτισα τὴ γνώμη ὅτι θὰ συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: Δηλαδή, ἀφοῦ ἐπιτελεῖς τέτοια θαυμαστά, ἢ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἢ εἶσαι Θεός. Γιὰ τοῦτο λοιπὸν μὲ τὸ γράμμα μου αὐτὸ Σὲ παρα¬καλῶ νὰ κάμεις τὸν κόπο νὰ ἔλθεις σ’ ἔμενα, γιὰ νὰ μοῦ θεραπεύσεις τὶς ἀσθένειες ποὺ μὲ βασανίζουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μείνεις ἐδῶ μαζί μου, ἀφοῦ, ὅπως ἄκουσα, οἱ Ἰου¬δαῖοι καταγογγύζουν ἐναντίον Σου καὶ σκοπεύουν νὰ Σὲ κακοποιήσουν. Σὲ πληροφορῶ δὲ ὅτι ἡ πόλη μου εἶναι μὲν πολὺ μικρή, ἀλλὰ εἶναι σεμνὴ καὶ ἥσυχη, καὶ ἔτσι θὰ ἐπαρκέσει καὶ στοὺς δυό μας νὰ κατοικοῦμε σ’ αὐτὴ μὲ εἰρήνη».
Ὁ Ἀνανίας λοιπὸν πῆρε τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Αὔγα¬ρου καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἀναζήτησε τὸν Κύ¬ριο, Τὸν βρῆκε καὶ Τοῦ τὴν ἔδωσε. Μετὰ δὲ τὴν ἐπίδοση τῆς ἐπιστολῆς προσήλωσε σταθερὰ τὸ βλέμμα τοῦ σ’ Αὐτὸν καὶ Τὸν ἀτένιζε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ προσοχή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ σταθεῖ κοντὰ στὸν Κύριο, ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συρρεύσει ἐκεῖ, ἀνέβη σὲ μία πέτρα, ποὺ ἐξεῖχε λίγο ἀπὸ τὸ ἔδαφος, κάθισε πάνω σ’ αὐτὴν καὶ στρέφοντας τὸ βλέμμα τοῦ προσεκτικὰ πρὸς Αὐ¬τὸν σχεδίαζε τὸ πρόσωπό Του πάνω σὲ μία πινακίδα. Ἀλ¬λά, παρὰ τὴν προσπάθειά του καὶ τὴ ζωγραφική του ἰκα¬νότητα, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδώσει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰη¬σοῦ, γιατί τοῦτο, κάθε φορὰ ποὺ αὐτὸς σήκωνε τὸ βλέμμα του καὶ τὸ κοίταζε, παρουσιαζόταν μὲ διαφορετικὴ μορφή. Καὶ βέβαια ὁ Κύριος, ὡς γνώστης τῶν κρύφιων σκέψεων καὶ ἐπιθυμιῶν τῶν ἀνθρώπων, διέγνωσε τὴν πρόθεση τοῦ Ἀνανία καὶ δήλωσε σ’ αὐτὸν ὅτι τὴν ξέρει.
Μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ζήτησε νερὸ νὰ νιφτεῖ. Μόλις νίφτηκε, Τοῦ ἔδωσαν ἕνα ὕφασμα τετράδι¬πλο καὶ σπόγγισε τὸ ἄχραντο καὶ θεῖο πρόσωπό Του. Καὶ τότε, ὢ τοῦ θαύματος!, ἀποτυπώθηκε στὸ ὕφασμα αὐτὸ θεία μορφὴ τοῦ προσώπου Του. Τὸ ὕφασμα λοιπὸν αὐτὸ μὲ τὴ μορφὴ Τοῦ τὸ παρέδωσε στὸν Ἀνανία λέγοντάς του: «Πήγαινε νὰ τὸ δώσεις σ’ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔστειλε». Ἔγρα¬ψε δὲ καὶ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Αὔγαρο μὲ τὸ ἀκόλουθο πε¬ριεχόμενο:
«Εἶσαι εὐτυχής, Αὔγαρε, ἐπειδὴ πίστεψες σ’ ἔμενα, ἂν καὶ δὲν μὲ ἔχεις δεῖ. Γιατί εἶναι γραμμένο γιὰ ἐμένα ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἔχουν δεῖ δὲν πιστεύουν σ’ ἐμένα, γιὰ νὰ πιστέψουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ ἔχουν δεῖ καὶ νὰ ζήσουν. Σχετικὰ δὲ μὲ ἐκεῖνο πού μου ἔγραψες, νὰ ’ρθω δηλαδὴ σ’ ἐσένα, σὲ πληροφορῶ ὅτι πρέπει νὰ τελειώσω ὅλα τὰ ἔργα, γιὰ τὰ ὁποία στάλθηκα στὸν κόσμο, καί, ἀφοῦ τὰ τε¬λειώσω, νὰ ἀναληφθῶ πρὸς τὸν Πατέρα μου, ὁ Ὁποῖος καὶ μὲ ἀπέστειλε στὴ γῆ. Ὅμως μετὰ τὴν ἀνάληψή μου θὰ σοῦ ἀποστείλω ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητές μου, ὀνόματι Θαδδαῖο, ὁ ὁποῖος καὶ τὶς ἀσθένειές σου θὰ θεραπεύσει, καὶ ζωὴ αἰώνια καὶ εἰρήνη, σ’ ἐσένα καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι μαζί σου, θὰ χαρίσει, καὶ τὴν πόλη σου θὰ βοηθήσει ἀρκε¬τᾶ, ὥστε νὰ μὴν τὴν καταβάλει κανένας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της».
Στὸ τέλος δὲ τῆς ἐπιστολῆς Του ὁ Κύριος ἔβαλε ἑπτὰ σφραγίδες, οἱ ὁποῖες ἦταν σημαδεμένες μὲ ἑβραϊκὰ γράμ¬ματα, τὰ ὁποία, μεταφερόμενα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀποδίδονται μὲ τὴ φράση «Θεοῦ θέα θεῖον θαῦμα».
Ὁ Αὔγαρος ὑποδέχτηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Ἀνανία καὶ ἀμέσως, ἀφοῦ προσέπεσε καὶ προσκύνησε μὲ πίστη καὶ πόθο πολὺ τὴν ἄχραντη Εἰκόνα τοῦ Κυρίου, θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του• μόνο στὸ μέτωπό του παρέμει¬νε ἡ λέπρα. Μετὰ δὲ ἀπὸ τὸ σωτήριο πάθος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄνοδό Του στοὺς οὐρανοὺς πῆγε στὴν Ἔδεσσα ὁ ἀπόστολος Θαδδαῖος, ὁ ὁποῖος βάπτισε καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους τους ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε λοιπὸν ὁ Αὔγαρος, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, κα¬θαρίστηκε καὶ ἀπὸ τὸ μικρὸ ἐκεῖνο ὑπόλειμμα τῆς λέπρας ποὺ εἶχε μείνει στὸ μέτωπό του.
Ἔκτοτε ὁ Αὔγαρος σεβόταν καὶ τιμοῦσε παντοιοτρόπως τὸ θεῖο ὁμοίωμα τῆς μορφῆς τοῦ Κυρίου. Ἤθελε ὅμως νὰ τὸ τιμοῦν παρομοίως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὰ ἄλλα καλὰ ποὺ ἔπραξε, πρόσθεσε καὶ τὸ ἑξῆς: Ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας, ἐπίσημος πολίτης τῆς Ἔδεσσας, εἶχε στήσει τὸν ἀνδριάντα τοῦ μπροστὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὴ δημόσια πύλη τῆς πόλεως. Ἔτσι, καθένας ποὺ ἤθελε νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη ὄφειλε νὰ προσκυνήσει τὸν ἀνδριάντα αὐτόν, εὐχόμενος καὶ ἀποδίδοντας σεβασμό, καὶ μετὰ νὰ εἰσέλθει.
Τὸ ἀκάθαρτο λοιπὸν αὐτὸ ἄγαλμα ὁ Αὔγαρος τὸ γκρέμισε καὶ τὸ ἐξαφάνισε, ἐνῶ στὴ θέση τοῦ ἔστησε τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, ἀφοῦ πρῶτα τὴν προσκόλλησε σὲ σανίδα, τὴν καλλώ¬πισε καὶ ἔγραψε τὴν ἐπιγραφή• «Χριστὲ ὁ Θεός, ἐκεῖνος ποὺ ἐλπίζει σ’ Ἐσένα δὲν ἀποτυγχάνει ποτέ». Ἀκολούθως ἐξέδωσε νόμο, κατὰ τὸν ὁποῖο, κάθε εἰσερχόμενος στὴν πό¬λη διὰ τῆς πύλης ὄφειλε πρῶτα νὰ ἀπονέμει τὸν πρέποντα σεβασμὸ καὶ προσκύνηση στὴ θαυματουργὸ καὶ τίμια ἐκεί¬νη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔπειτα νὰ εἰσέρχεται. Τὸ εὐσεβὲς δὲ αὐτὸ θέσπισμα τοῦ Αὔγαρου διατηρήθηκε σὲ ἰσχὺ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ γιοῦ του. Ἔπειτα ὅμως τὸ κατάργησε ὁ ἐγγονός του. Αὐτός, ὅταν ἔγινε το¬πάρχης, ἀρνήθηκε τὴν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ προσχώρησε στὴν εἰδωλολατρία. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ στήσει στὴν πόλη πάλι ἕνα δαιμονικὸ ἄγαλμα καὶ νὰ γκρεμίσει τὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ τοπάρχη τὴν πληροφορήθηκε διὰ θείας ἀποκαλύψεως ὁ ἐπίσκοπός της πόλεως καὶ ἔλαβε τὴν ἐπιβαλλόμενη πρόνοια. Συγκεκριμένα, ἐπειδὴ τὸ πάνω ἀπὸ τὴν πύλη μέρος ἦταν κυλινδροειδές, ἀφοῦ ἄναψε λυ¬χνάρι μπροστὰ ἀπὸ τὴ θεία Εἰκόνα, ἔβαλε πάνω μία κερα¬μίδα. Κατόπιν ἔφραξε ἐξωτερικὰ τὸ μέρος ἐκεῖνο μὲ ἀσβέ¬στη καὶ πλίνθους καὶ ἔτσι διαμόρφωσε στὸ τεῖχος ἑνιαία καὶ ὁμαλὴ ἐπιφάνεια. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲ φαινόταν πλέον ἡ ἱερὴ Εἰκόνα, σταμάτησε κάθε ἐνέργεια ὁ ἀσεβὴς ἐκεῖνος τοπάρχης καὶ δὲν πραγματοποίησε τὴν ἀνόσια ἀπόφασή του. Στὸ μεταξὺ πέρασαν χρόνια πολλά, ὥστε ξεχάστηκε πλέον ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν κρυμμένη ἡ θεία Εἰκόνα.
/
Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Χοσρόης, ἀφοῦ κυ¬ρίευσε καὶ λεηλάτησε τὶς πόλεις τῆς Ἀσίας, ἔφτασε καὶ στὴν Ἔδεσσα θέτοντας σὲ ἐφαρμογὴ κάθε τρόπο, γιὰ νὰ τὴν κυριεύσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔριξε σὲ φόβο καὶ ἀγωνία τοὺς κατοίκους. Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν ἀπελπίστηκαν, ἀλλὰ κατέφυγαν στὸ Θεὸ καὶ Τὸν παρακάλεσαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια γιὰ τὴ σωτηρία τους, τὴν ὁποία καὶ ἀμέσως βρῆκαν. Συγκεκριμένα, μία νύχτα ἐμφανίστηκε στὸν ἐπίσκοπο Εὐλάβιο μία γυναίκα μεγαλοπρεπέστατη καὶ τοῦ εἶπε: «Πή¬γαινε καὶ πάρε τὴ θεία καὶ ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Σωτήρα ποὺ εἶναι κρυμμένη πάνω ἀπὸ ἐκείνη τὴν πύλη τῆς πόλεως -τοῦ ἔδειξε ἀκριβῶς τὸν τόπο- καὶ τὰ πάντα θὰ ἔχουν αἴσιο ἀποτέλεσμα».
Μετὰ τὴν ὀπτασία καὶ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ ὁ Εὐλάβιος ἔσπευσε στὸν ὑποδειχθέντα τόπο καί, ἀφοῦ ἔσκαψε πάνω ἀπὸ τὴν πύλη, ὢ τοῦ θαύματος! βρῆκε τὴ θεία Εἰκόνα ἀλώβητη καὶ τὸ φιτίλι τοῦ λύχνου ἀναμμένο, ἂν καὶ εἶχαν περάσει τόσα πολλὰ χρόνια. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά• ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο, περισσότερο θαυμαστό: Στὴν προστατευτικὴ κέ¬ραμο, ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ μπροστὰ ἀπὸ τὸ λυχνάρι, βρή¬κε ἀποτυπωμένο ἀπαράλλακτο ὁμοίωμα τῆς πρωτότυπης καὶ ἀχειροποίητης Εἰκόνας τοῦ Κυρίου. Οἱ κάτοικοι δὲ τῆς πόλεως, μόλις ἀντίκρισαν τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα καὶ τὸ πανομοιότυπο, ἀχειροποίητο ἐπίσης, ὁμοίωμά της, ποὺ τοὺς ἔδειξε ὁ ἐπίσκοπος Εὐλάβιος, ἔνιωσαν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Ἐν συνέχειᾳ ὁ Εὐλάβιος πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὴ θεία Εἰκόνα καί, κάνοντας λιτανεία καὶ ἀναπέμποντας εὐχαρι¬στήριους ὕμνους καὶ προσευχὲς στὸ Θεό, ἔφτασε στὸ ση¬μεῖο τῆς πόλεως, στὸ ὁποῖο οἱ Πέρσες ἄνοιγαν ὄρυγμα. Ἔγιναν δὲ αὐτοὶ ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τὸν ἦχο τῶν χάλκινων σκαπτικῶν ἐργαλείων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν. Μόλις λοιπὸν οἱ κάτοικοι καὶ οἱ Πέρσες πλησίασαν μεταξύ τους, ὁ Ἐπί¬σκοπος ἔσταξε λάδι ἀπὸ τὸ λυχνάρι ἐκεῖνο τῆς ἀχειρο¬ποίητης εἰκόνας πάνω στὰ προετοιμασμένα ξύλα, τὰ ὁποῖα καὶ ἅρπαξαν ἀμέσως φωτιά, ἡ ὁποία ἐξαφάνισε παντελῶς ὅλους τους Πέρσες ποὺ βρίσκονταν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ καὶ ἡ φωτιά, ποὺ ἄναψαν οἱ Πέρσες ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴν ἔτρεφαν διαρκῶς μὲ πλῆθος κομμένων δένδρων, μόλις πλησίασε ὁ ἐπίσκοπος Εὐλάβιος κρατώντας τὴ θεία Εἰκόνα, στράφηκε ἐναντίον τους. Συγκεκριμένα, φύσηξε ξαφνικὰ βίαιος ἄνεμος μέσα ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὰ ἔξω καί, στρέφοντας τὶς τεράστιες φλόγες πρὸς τοὺς Πέρσες, τοὺς κατέκαιγε. Ἔτσι λοιπὸν αὐτοί, ἀφοῦ ἔπαθαν περισσό-τερα ἀπὸ ὅσα ἔλπιζαν νὰ πράξουν στὴν Ἔδεσσα, ἀναχώρησαν ἀπὸ αὐτὴν ἄπρακτοι.
Ἐπειδὴ δὲ ὅλα τὰ σπουδαία καὶ πολύτιμα συγκεντρώ¬νονταν στὴ βασιλεύουσα τῶν πόλεων, στὴν Κωνσταντινού¬πολη, καὶ ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀποθησαυρισθεῖ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καλά, καὶ ἡ ἱερὴ αὐτὴ καὶ ἄχραντη Εἰκόνα, ὁ βασιλιὰς Ρωμανὸς κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια νὰ πλου¬τίσει καὶ μὲ τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρὸ τὴ Βασιλεύουσα. Ἔτσι, κατὰ διάφορους καιροὺς ἔστειλε ἀνθρώπους του στὴν Ἔδεσσα ζητώντας τὴ θεανδρικὴ Εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Πρὸς τὸ σκοπὸ δὲ αὐτὸ προσέφερε στὸν ἀμιρὰ δώδεκα χιλιάδες ἀργυρὰ νομίσματα, ἄφησε ἐλεύθερους διακόσιους Σαρακηνούς, τοὺς ὁποίους ἔτυχε τότε νὰ ἔχει αἰχμαλώτους, καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι στὸ ἑξῆς τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα δὲν θὰ πραγματοποιοῦν ἐπιθέσεις στὶς περιοχὲς τῶν Σαρακηνῶν. Καὶ βέβαια, ὕστερα ἀπὸ τὶς προσφορὲς αὐτὲς τοῦ Ρωμανοῦ στὸν ἀμιρὰ τῆς Ἔδεσσας, τὸ αἴτημά του ἰκανο-ποιήθηκε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἀμιρὰς ἐνέδωσε καὶ παραχώρησε στὸ Ρωμανὸ τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα, οἱ ἐπίσκοποι, ὁ Σαμοσάτων καὶ ὁ Ἐδέσσης, καὶ μερικοὶ ἄλλοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ ἅγιο ἐκεῖνο ἀπεικόνισμα καὶ τὴν πρὸς Αὔγαρο ἐπιστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Καθ’ ὁδὸν μάλιστα ἔγιναν καὶ πολλὰ θαύματα. Ὅταν δὲ οἱ μεταφέροντες τὴν ἱερὴ Εἰκό¬να ἔφτασαν στὸ θέμα Ὀπτίματο καὶ στὸ Ναὸ τῆς Θεοτό¬κου, τὸν λεγόμενο τοῦ Εὐσεβίου, προσέτρεξαν μὲ πίστη σ’ αὐτὴν πολλοὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορα νοσή¬ματα, καὶ βρῆκαν τὴν ὑγεία τους. Ἐκεῖ τότε προσῆλθε καὶ ἕνας δαιμονισμένος, ὁ ὁποῖος εἶπε τοὺς ἑξῆς, τρόπον τινά, προφητικοὺς λόγους: «Ἀπόλαυσε, Κωνσταντινούπολη, δό¬ξα, τιμὴ καὶ χαρά• καὶ σύ, Πορφυρογέννητε, ἀπόλαυσε τὴ βασιλεία σου». Πάραυτα δὲ ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν βασάνιζε.
Κατὰ τὸ ἔτος 6452 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, δηλαδὴ τὸ 944 μ.Χ. στὶς 15 Αὔγουστου οἱ ἀνωτέρω μνημονευθέντες ἐπίσκοποι ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας τὸ ἅγιο ἀπεικόνισμα. Ἐκεῖ πῆγαν ἀμέσως στὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου καὶ ὑποδέχτηκαν περιχαρῶς καὶ προσκύνησαν τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Κυ¬ρίου οἱ βασιλεῖς, οἱ ἄρχοντες καὶ ὁ λαός. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, δηλαδὴ στὶς 16 Αὐγούστου, μετὰ τὸν ἀσπασμὸ καὶ τὴν προσκύνηση, ἀφοῦ σήκωσαν στοὺς ὤμους τοὺς τὴν Εἰ¬κόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πατριάρχης Θεοφύλακτος, οἱ νέοι βα¬σιλεῖς (ὁ γέροντας βασιλιὰς Ρωμανὸς Ἀ’ ἦταν ἄρρωστος καὶ δὲν παρέστη), καθὼς καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς Γερουσίας μὲ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προέπεμψαν μὲ τὴν πρέπουσα δορυφορία τὴν ἱερὴ Εἰκόνα μέχρι τὴ Χρυσὴ Πύλη. Ἔπειτα, παίρνοντας τὴν πάλι ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ μυριάδες λαμπάδες καὶ φῶτα, τὴ μετέφεραν στὸν περιώνυμο καὶ μέ¬γιστο Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ἀφοῦ καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν ὅ,τι ἅρμοζε κατὰ τὴν τάξη, ἀνέβηκαν στὰ βασιλικὰ ἀνά¬κτορα καὶ εἰσελθόντες στὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου, τὸν ἐπονο¬μαζόμενο τοῦ Φάρου, ἀπέθεσαν ἐκεῖ τὸ τίμιο καὶ ἅγιο Ἐκτύπωμα τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς δόξα τῶν χριστιανῶν, πρὸς φύλαξη τῶν βα¬σιλέων, πρὸς ἀσφάλεια ὅλης της πόλεως καὶ πρὸς εἰρήνη καὶ σταθερότητα τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Μὲ τοὺς Ἁγίους μας, Συναξαριστὴς μηνὸς Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονία, σ.82-90)

 

Α’.     Συνηθίζουν ὃσοι ἀγαποῦν κάτι ὑπερβολικά νὰ μιλοῦν πάντοτε γι’ αὐτό καὶ νύχτα καὶ μέρα νὰ τὸ φαντάζονται μὲ τὸ μυαλό τους. Ἂς μὴ μοῦ ζητήσει λοιπόν κανείς νὰ ἐξηγήσω γιὰ ποιὸν λόγο συνέθεσα πρὸς τιμήν τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ μου αὐτήν τὴν τρίτη ὁμιλία, ὓστερα ἀπό δύο προηγούμενες, σὰν ἓνα δῶρο γιὰ τὴν κοίμησή της. Διότι τὴν συνέθεσα, θεία καὶ ἱερή ὁμήγυρις, ὄχι γιὰ νὰ κάνω τὸ χατήρι της, ἀλλά γιὰ νὰ παραθέσω σὲ μένα καὶ σὲ σᾱς ποὺ εἶσθε παρόντες ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια τροφή, κατάλληλη γιὰ τὴν ἱερή αὐτή νύχτα, καὶ γιὰ νὰ σᾶς προσφέρω πνευματική χαρά. Γιατί, ὃπως βλέπετε, ἒχουμε ἒλλειψη τροφίμων. Γι’ αὐτό λοιπόν προετοιμάζω τὸ τραπέζι, ἂν καὶ βέβαια χωρίς πολυτέλεια οὒτε ἀνταξίως τῆς Κυρίας ποὺ μᾶς ἒχει προσκαλέσει, αλλ’ ὃμως ἒνα τραπέζι ποὺ μπορεῖ ὅσο εἶναι δυνατόν, νὰ λιγοστέψει τὴν πεῖνα μας. Γιατί αὐτή δὲν ἒχει ἀνάγκη ἀπό τά ἐγκώμιά μας, ἀλλά ἐμεῖς ἒχουμε ἀνάγκη ἀπό τή δόξα της. Γιατί πῶς νὰ δοξασθεῖ αὐτό ποὐ ἢδη ἒχει δοξασθεῖ; Πῶς νὰ φωτισθεῖ ἡ πηγή τοῦ φωτός; Read more

Φωνὴ κεράτινης σάλπιγγας, ποὺ νὰ ἀντηχῆ δυνατώτερα ἀπὸ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ νὰ συγκλονίζη τὰ πέρατα, ἀπαιτεῖ ἕνας λόγος πρὸς τιμὴν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἡμέρας, ἀγαπητοί μου. γι’ αὐτὸ καὶ κινδυνεύει ν’ ἀποτύχη τώρα, καθὼς ἀκούγεται προερχόμενος ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς φωνητικό μου ὄργανο. Ἡ Κυρία ὅμως καὶ Βασίλισσα τοῦ παντός, ἔτσι καθὼς εἶναι ἀφιλόδοξη, θὰ δεχτῆ νομίζω κι αὐτὸν ἐδῶ τὸν σύντομο καὶ πενιχρὸ λόγο ποὺ τῆς προσφέρουμε οἱ δοῦλοι της, ὅμοια μὲ ἐκείνους τοὺς διεξοδικοὺς καὶ ἀστραφτερούς των σπουδαίων ὁμιλητῶν, μὲ τὸ νὰ παρακινεῖται σὲ συμπάθεια ἀπὸ τὶς προσευχὲς αὐτοῦ ποὺ μὲ προστάζει νὰ ὁμιλήσω. ἐπειδὴ ἀκριβῶς καὶ ἕνα μόνο πράγμα προσέχει ἡ φιλάγαθη: τὴν πρόθεσι. Read more

Ὁ κατὰ κόσμον Νικόλαος γεννήθηκε στὴν Πελοπόννησο στὰ μέσα του 15ου αἰῶνος ἀπὸ ἐπιφανεῖς κι εὐσεβεῖς γονεῖς. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ διδάχθηκε στὴν πατρίδα του. Δασκάλους εἶχε τὸν Εὐθύμιο καὶ τὸν ἱερομόναχο Ἰωσήφ. Τὸν δεύτερο ἀκολούθησε στὴν περιοδεία του. Στὴν Ἐπίδαυρο συνάντησαν τὸν ἐνάρετο ἀσκητὴ Ἀντώνιο. Ὁ Νικόλαος ὑποτάχθηκε σὲ αὐτὸν καὶ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἐκάρη μοναχὸς κι ὀνομάσθηκε Νήφων. Εἶχε ὡς ἐργόχειρο τὴν καλλιγραφία. Μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Γέροντός του Ἀντωνίου θέλησε νὰ ὑποταχθεῖ σὲ ἄλλο Γέροντα. Πληροφορήθηκε γιὰ τὸν ἐνάρετο καὶ σοφὸ Ἁγιορείτη ἱεραπόστολο Ζαχαρία καὶ πῆγε νὰ τὸν συναντήσει στὴν Ἤπειρο. Ὁ ἱερομόναχος Ζαχαρίας τὸν πῆρε στὴ συνοδεία του. Ὁ Νήφων τὸν ἀκολούθησε πιστὰ στὶς ἱεραποδημίες του στὴν Ἤπειρο, Βόρεια Ἤπειρο, Μακεδονία κι Ἀχρίδα, ὅπου κήρυττε μαζί του. Στὴν Ἀχρίδα κλῆρος καὶ λαὸς ζήτησαν νὰ γίνει ὁ σεβαστὸς κι ἀγαπητὸς Ζαχαρίας ἐπίσκοπός τους. Ἐκεῖνος παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ τελικὰ δέχθηκε. Τότε ὁ Νήφων ζήτησε νααναχωρήσει σὲ ἥσυχο μέρος. Ὁ Γέροντάς του δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀποχωρισθεῖ, γιατί τὸν ἤθελε συμπαραστάτη καὶ συνεχιστῆ τοῦ ἔργου του. Μόνο κατόπιν θείου ὁράματος ὁ Ζαχαρίας τοῦ ἐπέτρεψε νὰ φύγει λέγοντας: «Ὕπαγε, ὢ τέκνον, ὅπου σὲ ὁδηγήση ὁ Κύριος, τὸν ὅποιον παρακαλῶ ὁ ἀνάξιος νὰ μὲ ἀξιώση νὰ σὲ δῶ πάλιν εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, ὅταν βέλη ἢ θεία πρόνοια». Read more

Οὐ θαῦμα βρύειν θαυμάτων πληθὺν ξένην,
Μορφὴν θεουδὴ θαυματεργάτου Λόγου.

Εἰς τᾶς ἡμέρας τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Τιβερίου ἐν ἔτει φό?΄ [576], ἔγινεν ἕνα θαῦμα μέγα καὶ παράδοξον. Μία γυναίκα Μαρία ὀνομαζομένη, συγκλητικὴ καὶ φιλόχριστος, πατρικία κατὰ τὸ ἀξίωμα, χήρα οὖσα, ἔπεσεν εἰς ἕνα πάθος χαλεπὸν καὶ ἀνιάτρευτον. Ἀπελπισθεῖσα λοιπὸν ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτὸν τῆς εἰς τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν αὐτῆς ἕνα τοιοῦτον ἀγαθὸν συλλογισμόν: ἤγουν ἀπεφάσισεν ἡ γυνὴ αὔτη, καὶ ἔστειλεν εἰς τοὺς Ἱερεῖς, ὀποῦ ὑπηρέτουν εἰς τὴν ἁγίαν δεσποτικὴν καὶ ἀχειροποίητον εἰκόνα τοῦ Κυρίου1, παρακαλοῦσα αὐτοὺς νὰ ἔλθουν πρὸς αὐτήν. Ὅταν δὲ ἦλθον ἐκεῖνοι, ἔπεσεν ἡ γυνὴ εἰς τοὺς πόδας αὐτῶν λέγουσα, παρακαλῶ σας, αὐθένται μου, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐσυγχώρησε νὰ παιδεύωμαι διὰ τᾶς πολλᾶς ἁμαρτίας μου, ἀπὸ τὴν δεινὴν ταύτην καὶ ἀνιάτρευτον ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο θέλω καὶ ἀγαπῶ ἡ ταλαίπωρος, ἀγκαλὰ καὶ εἶμαι ἀνάξια, νὰ δεχθῶ εἰς τὸν εὐτελῆ μου οἶκον διὰ τῶν ἁγίων σας εὐχῶν, τὸν δεσποτικὸν καὶ ἀχειροποίητον χαρακτήρα τοῦ Κυρίου μας εἰς ἡμέρας τεσσαράκοντα, ἴσως δι’ αὐτοῦ ποιήση ἔλεος ὁ Κύριος εἰς ἐμέ. Οἱ δὲ Ἱερεῖς γνωρίζοντες τὴν καλὴν ζωὴν καὶ τὴν πνευματικὴν κατάστασιν τῆς γυναικός, ἔφερον εἰς τὸν οἶκον τῆς τὸν ἅγιον χαρακτήρα, καὶ εὐθὺς ὀποῦ ἄνοιξαν τὴν θήκην αὐτοῦ, ἔπεσεν ἡ γυνὴ καὶ ἐπροσκύνησεν αὐτόν. Εἴτα πέρνουσα λεπτὸν πανίον ἀπὸ βαμβάκι, ἐμέτρησε τὴν ἁγίαν εἰκόνα, καὶ τὸ πανίον ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὴν αὐτὴν ἁγίαν εἰκόνα, καὶ οὕτως ἀποθέσασα ταύτην μέσα εἰς καθαρὸν σκρινὶον καὶ σφαλίσασα, ἔβαλεν εἰς τὸ παρεκκλήσιον, ὀποῦ εἶχεν ἐν τῷ οἴκῳ της. Ἀνάψασα δὲ καὶ κανδήλαν λαμπρᾶν ἔμπροσθεν τῆς θείας εἰκόνος, ὑπηρετοῦσεν αὐτὴν ἕως ἡμέρας τεσσαράκοντα.
Ὅταν δὲ ἐτελείωσαν αἳ τεσσαράκοντα ἡμέραι, ἄρχισαν οἱ πόνοι τοῦ πάθους τῆς γυναικὸς νὰ γίνωνται τόσον δυνατοὶ καὶ ἀνυπόφοροι, ὥστε ὀποῦ δὲν ἐδύνετο νὰ σηκωθῆ ἀπὸ τὴν κλίνην της. Καλέσασα δὲ μίαν ἀπὸ τᾶς δουλεύτρας της, τὴν ὁποίαν ἤξευρε καθαρωτέραν ἀπὸ τᾶς ἄλλας, λέγει πρὸς αὐτήν, φέρε μοὶ τὴν θήκην τῆς ἁγίας εἰκόνος διὰ νὰ προσκυνήσω αὐτήν, καὶ εὕρω ὀλίγην ἄνεσιν ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸν πόνον ὀποῦ μὲ κρατεῖ. H δὲ δουλεύτρα πηγαίνουσα εἰς τὸ παρεκκλήσιον, εἶδεν ἕνα θαῦμα φοβερὸν καὶ παράδοξον. Εὐγῆκε γὰρ μία φλόγα πυρὸς ἀπὸ τὴν ἁγίαν ἐκείνην θήκην, ἡ ὁποία ἀνέβαινεν ἕως εἰς τὴν στέγην τοῦ παρεκκλησίου, καὶ ἐσκέπαζεν ὅλον τὸ βῆμα, καὶ ἀπὸ τὴν στέγην ἐκατέβαινε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ καίη κανένα μέρος τοῦ παρεκκλησίου. Ἐκπλαγεῖσα δὲ ἡ δουλεύτρα διὰ τὸ βλεπόμενον θαῦμα, ἔπεσε κατὰ γῆς. Πηγαίνουσαι δὲ ἄλλαι δουλεύτριαι, καὶ βλέπουσαι αὐτὴν κατὰ γῆς ἐρριμμένην, ἐφανέρωσαν τοῦτο εἰς τὴν κυρὰν αὐτῶν. H δὲ φοβηθεῖσα μεγάλως, ἐκατέβη ἀπὸ τὴν κλίνην της, καὶ μὲ βίαν μεγάλην ἐπῆγεν εἰς τὸ παρεκκλήσιον. Βλέπουσα δὲ τὴν φλόγα, ἐφώναξε τό, Κύριε ἐλέησον. Ἔπειτα ἔστειλε καὶ ἔφερεν ὀγλίγωρα τοὺς Ἱερεῖς καὶ ὑπηρέτας τῆς ἁγίας εἰκόνος, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς ἠκολούθησε καὶ λαὸς πολύς. Βλέποντες δὲ ὅλοι τὸ παράδοξον, κατεπλάγησαν καὶ ὅσον ἀνέβαινε καὶ ἐκατέβαινεν ἡ φλόγα, ὡσὰν τὸ πανὶ τοῦ καραβῖου, ὅταν ριπίζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον, τόσον καὶ αὐτοὶ ἔκραζον τό, Κύριε ἐλέησον, εἰς ὤρας πολλᾶς. Ποιήσαντες δὲ εὐχὴν οἱ Ἱερεῖς, κατέπεσεν ἡ φλόγα. Εἴτα ἀνοίξαντες τὴν θήκην, εὐρήκαν τὴν ἁγίαν καὶ δεσποτικὴν καὶ ἀχειροποίητον εἰκόνα ἀβλαβῆ καὶ ὁλόκληρον. Ὅθεν πέρνοντες τὸ βαμβακερὸν ἐκεῖνο πανίον, ὀποῦ ἔβαλεν ἡ πατρικία ἐπάνω τῆς εἰκόνος, ὢ τοῦ θαύματος! εὐρήκαν εἰς αὐτὸ τυπωμένον ἄλλον χαρακτήρα ἀχειροποίητόν του Κυρίου, ὅμοιον μὲ τὸν πρωτότυπον.
Ὅθεν ὅλοι δοξάσαντες τὸν Θεὸν διὰ τὸ παράδοξον τοῦτο, ἀσπάσθηκαν τὸν τυπωθέντα ἅγιον χαρακτήρα τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα πέρνοντες αὐτόν, ἔβαλαν ἐπάνω εἰς τὸν πόνον τῆς γυναικός, καὶ εὐθέως ὁ πόνος κατέπαυσε, τὸ πάθος ἔφυγεν, ἡ γυνὴ ἰατρεύθη, καὶ γενομένη τελείως ὑγιής, ἐσηκώθη δοξάζουσα τὸν Θεόν. Ὕστερον δὲ ἀπὸ μερικοὺς χρόνους, προγνωρίσασα τὸν θάνατόν της ἡ τιμιωτάτη ἐκείνη γυνὴ (ἐπειδὴ ἦτον σκεῦος ἐκλεκτόν), ἔλαβε φροντίδα διὰ νὰ φανερώση τὸν ἅγιον χαρακτήρα εἰς τὸ ἐν τῇ Μελιτινῇ τῆς Ἀρμενίας εὐρισκόμενον Μοναστήριον τῶν Καλογραίων, τὸ ἐπ’ ὀνόματι τιμώμενον τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου. Εὐρισκομένης δὲ τῆς γυναικὸς εἰς τοῦτον τὸν λογισμόν, ἰδοὺ καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν Δομετιανὸς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Μελιτινῆς, ὁ ἐξάδελφος ὧν τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, ὁμοῦ μὲ τοὺς πρώτους ἄρχοντας τῆς Μελιτινῆς, ὡσὰν νὰ ἤθελε στείλη τινὰς αὐτοὺς ἐπίτηδες. Ὅθεν ἡ τιμία πατρικία ἀκούσασα τὸν ἐρχομόν τους, ἐνεχείρισε τὴν ἁγίαν εἰκόνα εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον, λέγουσα καὶ τὸν σκοπόν της, διὰ τὸν ὁποῖον ἀποστέλλει αὐτὴν εἰς τὸ ἐκεῖ Μοναστήριον. Δὲν πρέπει δὲ νὰ ἀφήσωμεν σιωπημένον καὶ τὸ δεύτερον θαῦμα, ὀποῦ ἐποίησεν ἡ ἁγία αὔτη εἰκὼν τοῦ Κυρίου, ὅταν οἱ Πέρσαι ἐκούρσευον τὰ μέρη τῶν Ρωμαίων, ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἡρακλείου ἐν ἔτει χίε΄ [615]. Τότε γὰρ αἳ ρηθεῖσαι Καλογραῖαι τοῦ ἐν Μελιτινῇ Μοναστηρῖου, φοβούμεναι, μήπως σκλαβωθώσιν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ἐκεῖνο, καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ ἐπειδὴ αὐταὶ ἦτον ἀπὸ γένη εὐγενικά, διὰ τοῦτο ἔδωκεν εἰς αὐτᾶς ὁ τότε Πατριάρχης Σέργιος ἕνα Μοναστήριον. Μαθῶν δὲ πὼς αὐταὶ εἶχον τὸν ἅγιον καὶ ἀχειροποίητον χαρακτήρα τοῦ Κυρίου, ἐπῆρεν αὐτὸν ἀπὸ τᾶς Καλογραίας χωρὶς νὰ θέλουν. Ἀλλ’ ὅμως κατ’ ἐκείνας τᾶς ἡμέρας, ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης, ἠκολούθησαν εἰς τὸν Πατριάρχην πολλαὶ καὶ ἀλλεπάλληλοι θλίψεις. Δηλαδὴ βασιλέως ἀγανάκτησις κατ’ αὐτοῦ, θάνατοι αἰφνίδιοι τῶν συγγενῶν του καὶ φίλων, ταραχαὶ διάφοροί της Ἐκκλησίας. Ἀπορώντας δὲ ὁ Πατριάρχης διὰ ποὶαν τάχα αἰτίαν, ἀκολουθοῦν εἰς αὐτὸν οἱ τοιοῦτοι πειρασμοί, βλέπει εἰς τὸ ὄνειρόν του ἕνα φοβερὸν ἄνδρα ἐστώτα, καὶ λέγοντα εἰς αὐτόν• δὸς ὀπίσω ὀγλίγωρα ἐκεῖνο, ὀποῦ ἐπῆρες ἀδίκως ἀπὸ τὸ Μοναστήριον.
Σηκωθεῖς δὲ ἀπὸ τὸν ὕπνον, ἐκάλεσε τοὺς ἀνθρώπους του, καὶ ἐρῶτα αὐτοὺς λέγων• τί πολλαὶ εἶναι αἳ θλίψεις αὐταὶ ὀποῦ μοὶ ἀκολουθοῦν; καὶ διὰ ποὶαν αἰτίαν ἐγὼ ὑπομένω ταύτας; μάλιστα ὀποῦ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην, εἶδον ἕνα φοβερὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος μοὶ ἔλεγε, δὸς ὀπίσω ἐκεῖνο, ὀποῦ ἔλαβες ἀδίκως ἀπὸ τὸ Μοναστήριον• καὶ ἐγὼ δὲν ἠξεύρω τίνος πράγμα ἐπῆρα. Οἱ δὲ ἄνθρωποί του λέγουσιν εἰς αὐτόν• Δέσποτα, μὴ συλλογίζεσαι τίποτε, ἐπειδὴ καὶ κανένα ποτὲ δὲν ἀδίκησας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τῶν δαιμόνων εἶναι καὶ αἳ θλίψεις, καὶ αἳ φαντασίαι ὀποῦ σοὶ ἔρχονται. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην νύκτα, πάλιν ἐφάνη εἰς τὸν Πατριάρχην ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος, καὶ λέγει εἰς αὐτὸν μὲ αὐστηρότητα. Δὸς ὀπίσω ὀγλίγωρα ἐκεῖνο, ὀποῦ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Ἀναλήψεως• δὲν ἠξεύρεις, ὅτι αἳ Καλογραῖαι εἶναι ξέναι καὶ ἀπαρηγόρητοι, ἐπειδὴ καὶ ἦλθον ἐδῶ φεύγουσαι ἀπὸ τὴν πατρίδα τῶν; Ἐξυπνήσας δὲ ὁ Πατριάρχης λέγει πρὸς τὸν κουβουκλείσιόν του• ἀδελφέ, ὅταν ἔλαβες ἀπὸ τᾶς Καλογραίας τὸν Δεσποτικὸν χαρακτήρα, πῶς τοῦτο ἐνόμισαν; O δὲ ἀπεκρίθη• πολλὰ βαρὺ Δέσποτα τοῦτο ἐφάνη εἰς αὐτᾶς• καὶ ἀνίσως εἶχον δύναμιν, ἤθελάν μας ἐκδικηθοῦν. Τότε ἐκατάλαβεν ὁ Πατριάρχης, καὶ ἐκατηγόρησε διὰ τοῦτο τὸν ἑαυτόν του. Ὅθεν μὲ πολλὴν ὀγλιγωράδα καὶ μὲ τιμὴν ἀπέστειλεν εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Καλογραίων τὸν ἅγιον χαρακτήρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἐνάτην του Νοεμβρίου μηνός. Καὶ λοιπὸν κατέπαυσαν μὲν οἱ πειρασμοὶ καὶ αἳ θλίψεις τοῦ Πατριάρχου, αἳ δὲ Καλογραῖαι ἐχάρησαν, μὲ τὸ νὰ ἀπέλαβον τὴν ἐκ τῆς ἁγίας εἰκόνος προερχομένην χαρὰν καὶ παρηγορὶαν τῶν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ἀχειροποίητος χαρακτὴρ νοεῖται ἴσως ἐδῶ, ὂν ἀπονιψάμενος ὁ Κύριος ἔτι ζῶν, ἐνετύπωσεν εἰς τὸ ἅγιον μανδύλιον, καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν τῷ Αὐγάρῳ, περὶ οὐ γράφεται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην του παρόντος Αὐγούστου. Τέσσαρες γὰρ ἀχειροποίητοι χαρακτῆρες, ἢ εἰκόνες ἦτον τοῦ Κυρίου. Πρῶτος μέν, ὁ τῷ Αὐγάρῳ πεμφθεῖς. Δεύτερος, ὁ ἐν τῷ ἁγίῳ κεραμίω ἐντυπωθεῖς, τῷ ὄντι ἔμπροσθεν τοῦ ρηθέντος πρώτου χαρακτῆρος• ὡς τοῦτο ἱστορεῖται κατὰ τὴν δεκάτην ἕκτην του Αὐγούστου. Τρίτος ὁ ἐν Καμουλιανοὶς εὑρεθεῖς, ὂν ὁ Κύριος συγκαταβᾶς τὴ Ἀκυλίνη, ἀπένιψε τὸ ἅγιον αὐτοῦ πρόσωπον, καὶ εἰς μανδύλιον ἐνετύπωσε• περὶ οὐ ὅρα εἰς τὴν ἐνάτην του παρόντος Αὐγούστου. Τέταρτος δὲ ἀχειροποίητος χαρακτήρ, εἶναι οὗτος, ὀποῦ ἀναφέρεται ἐδῶ.
(ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ/. Ἐκδόσεις Δόμος, 20

Εἰς τὸν Λαυρέντιον.

Τὸν Λαυρέντιον λάβρακα Χριστοῦ λέγω,
Ἐπ’ ἐσχάρας ἀνθραξιν ἐξωπτημένον.
Εἰς τὸν Ξύστον.

Τέλους ἀθλητῶν καὶ κλέους τυχεῖν θέλων,
Ἤθλησας ἄθλον Ξύστε τὸν διὰ ξίφους.
Εἰς τὸν Ἰππόλυτον.

Τὸν Ἰππόλυτον ἰπποδέσμιον βλέπω,
Ἐναντίον πάσχοντα τὴ κλήσει πάθος.
Ὤπτησαν δεκάτη Λαυρέντιον ἠΰτε ἰχθύν. Read more

 (8 Αὐγούστου)

Μία μεγάλη πλειάδα Νεομαρτύρων ἦταν νεαρὰ παιδιά, ἀγόρια καὶ κορίτσια, τὰ ὁποῖα, παρὰ τὸ ἄγουρο τῆς ἡλικίας τους, ἐνέταξαν τὴν ἑδραία πίστη τους στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, ἀπέναντι στοὺς ἀλλόθρησκους Ὀθωμανοὺς τυράννους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ τοὺς ἐξισλαμίσουν καὶ αὐτόματα νὰ χάσουν καὶ τὴν ἑλληνική τους συνείδηση. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ άγιος Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος.
Γεννήθηκε στά 1663 στήν Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, στὰ μαῦρα χρόνια, ποὺ Τὸ Γένος μας καὶ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων ζοῦσαν κάτω ἀπὸ μία, ἀπὸ τῆς πιὸ τυραννικὲς περιόδους τῆς ἱστορίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοὶ καὶ φτωχοί, ἀλλὰ θεοσεβούμενοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνάθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Στάλαξαν στὴν παιδική του ψυχὴ τὴν πίστη στὸν μόνο ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο μᾶς γνώρισε ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς καὶ Λόγος Του, Ἰησοῦς Χριστός. Νὰ ἔχει προσήλωση στὴν ἁγία Ἐκκλησία Του, τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο κάθε ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν συχνὰ στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἐκεῖνος ἔτρεχε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση γιὰ νὰ βοηθᾶ τὸν ἱερέα καὶ τὸν ψάλτη τοῦ χωριοῦ. Ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ τοὺς θεωρεῖ φίλους του, νὰ κουβεντιάζει ὧρες ὁλόκληρες μαζί τους. Ἰδιαίτερα σέβονταν καὶ ἀγαποῦσε τὴν Παναγία μας καὶ τὸν ἅγιο Γεώργιο, ὁ ὁποῖος…

εἶχε ὑποφέρει καὶ εἶχε πεθάνει ἡρωικὰ γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστό.

᾿Εκ γῆς ἀπελθὼν Ὅρ ἐμός, λέγει χάρις,
Ὑπὲρ τὸν Ὁρ πέφυκε τὸν σόν, ὡ Νόμε.

Ὁ Ὅσιος καὶ θαυμάσιος Πατὴρ ἡμῶν ἐχρημάτισεν εἰς τὸ ὄρος τῆς Νιτρίας προεστὼς χιλίων ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπολιτεύοντο ζωὴν ἀγγελικήν. Εἶχε φθάσει εἰς ἡλικίαν ἐνενήκοντα ἐτῶν, καὶ παρ᾿ ὅλα ταῦτα ἧτο ὅρθιος, ὑγιής, λαμπρὸς εἰς τὸ πρόσωπον, ἔχων τὰς αἰσθήσεις, τὴν σοφίαν καὶ σύνεσιν ἀνελλιπῆ, καὶ μάλιστα πληρέστατα, ὡς νὰ ηὔξανεν ὁμοῦ μὲ τὴν ἡλικίαν ἡ ἀρετὴ καὶἡ σύνεσις. Εἶχε δὲ χωριστὴν χάριν Θεοῦ, ὥστε τὸν ηύλαβοῦντο καὶ οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ βάρβαροι. Read more

Συνήθειαν ἔχουσιν οἱ πολεμικοὶ καὶ ἔμπειροι στρατιῶται, ὅταν μέλλωσι νὰ ἔλθουν εἰς πόλεμον μὲ κανένα ἰσχυρόν τους ἐχθρόν, νὰ ἐτοιμάζωνται προτήτερα μὲ κάθε πολεμικὴν μηχανήν, νὰ ἁρματώνονται μὲ τὰ πλέον φοβερώτερα καὶ στερεώτερα ἅρματα, νὰ βάνουν εἰς τὸ στῆθος τὸν θώρακα, εἰς τὴν κεφαλὴν τὴν περικεφαλαίαν, εἰς τὴν ζώνην τὴν δίστομον ρομφαίαν, καὶ εἰς τὸ λοιπὸν σῶμα νὰ ἐνδύουν τὰ ἐπίλοιπα ἅρματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἤθελαν φανῆ νικηταί, κατατροπώνοντες ἐκεῖνον τὸν ὑπερήφανον καὶ αὐθάδη ἐχθρόν τους, διὰ νὰ κερδίσουν τὴν ἀγάπην ἑνὸς ἐπιγείου καὶ φθαρτοῦ Βασιλέως, καὶ διὰ νὰ ἀπολαύσουν ὀλίγην τιμὴν πρόσκαιρον καὶ μάταιον. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπον καὶ οἱ Χριστιανοί, ὡσὰν ὀποῦ εἶναι στρατιῶται τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ, καὶ ἔχουν παντοτινὸν καὶ ἄσπονδον πόλεμον μὲ τὸν νοητὸν ἐχθρὸν τὸν ψυχοφθόρον διάβολον, πρέπει πάντοτε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς τὸν πόλεμον, πάντοτε ἁρματωμένοι μὲ τὰ θεϊκὰ ἅρματα, πάντοτε σιδηροφορεμένοι μὲ τὸ ἀκαταμάχητον ὅπλον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, μὲ τὰ ὁποία ἤθελαν δυνηθῆ νὰ νικήσουν αὐτὸν τὸν ψυχόλεθρον ἐχθρόν, διὰ νὰ λάβουν παρὰ Θεοῦ τὸν ἀμάραντον στέφανον. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἠξεύρομεν, πὼς δὲν παρακινεῖ τὸν στρατιώτην ἄλλο κανένα πράγμα περισσότερον εἰς τὸν πόλεμον, ὅσον τὸ παράδειγμα τῶν καλῶν στρατηγῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ θέλοντας νὰ διεγείρω τοὺς ἀληθινοὺς στρατιώτας τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κατὰ τοῦ διαβόλου πόλεμον, ἔλαβα σκοπὸν νὰ φέρω εἰς αὐτοὺς τὴν δυνατὴν προτροπήν, κομίζοντας εἰς τὸ μέσον τὰ ἠρωϊκὰ ἄθλα, καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρώτας τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἠμῶν Νικάνορος? ὁ ὁποῖος ἐφάνη ἕνας πολεμικώτατος στρατηγὸς ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, καὶ τὸν ἐκατατρόπωσε μὲ τὴν ἀγγελικήν του διαγωγήν. Τούτου λοιπὸν τοῦ θεοφόρου Πατρὸς τὸν θεάρεστον βίον θέλοντας νὰ διηγηθῶ σήμερον, παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀντίληψιν, νὰ δώσητε ὀλίγην προσοχήν, διὰ νὰ καρποφορηθῆτε τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ νὰ λάβητε περισσότερον προθυμίαν εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν, ἀκούοντας τὰ ὅσα ἐκατώρθωσε καὶ ὑπέμεινε ὁ μέγας οὗτος καὶ θαυματουργὸς Πατὴρ ἠμῶν. Read more

Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἕνας ἅγιος ἅνθρωπος ὀνόματι ῎Αβαρος διέτρεχε τὶς περιοχὲς τῆς Μεσοποταμίας κηρύττοντας τὸ Εὐαγγελιο τῆς Σωτηρίας στοὺς συμπατριῶτες του. Μία ἡμέρα ποὺ βρισκόταν στὴν ἀγορὰ ἔπεσε στὴν ἀντίληψή του ἕνα νέο ἀγόρι μὲ τὸ ὅνομα Δομέτιος ποὺ ἐπιδιδόταν μὲ ζῆλο στὴν μελέτη τῆς θρησκείας καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἀποστραφέι τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων γιὰ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια. ῾Η πίστη, ποὺ τόσο συγγεχυμένα ἀναζητοῦσε μέχρι τότε, κέρδισε τὸν Δομέτιο καὶ ζήτησε νὰ καταρτισθεῖ κοντὰ σὲ χριστιανούς, ἐκεῖνοι ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ ἀποκαλύψουν τὰ μυστήριά τους σὲ ἕναν εἰδωλολάτρη. Προσπάθησε μάλιστα νὰ πείσει τοὺς γονεῖς του νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸ πῦρ καὶ τὰ εἴδωλα, ματαίως ὅμως. ῎Ετσι μολις ἐνηλικιώθηκε ἐγκατελιειψε τὴν πατριδα του γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν Νίσιβη, στὴν μεθόριο τῆς Ρωμαϊκῆς καὶ τῆς Περσικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Read more

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.

Οἱ ἅγιοι ἑπτὰ Παῖδες, Μαξιμιλιανός, Ἑξακουστωδιανός, Ἰάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ἰωάννης καὶ Κωνσταντῖνος, ἔζησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οἱ νέοι αὐτοί, μόλις βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία καὶ ὕστερα ἀπὸ συνετὴ σκέψη καὶ ἐκτίμηση, μοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχοὺς καὶ μπῆκαν καὶ κρύφτηκαν μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκαν νὰ λυθοῦν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος καὶ νὰ μὴν παραδοθοῦν στὸν αὐτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ Θεό. Ὁ Αὐτοκράτορας δέ, ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο, τοὺς ἀναζήτησε, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ προσφέρουν θυσίες στὰ εἴδωλα. Μόλις ὅμως ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνοι εἶχαν πεθάνει στὸ σπήλαιο, πρόσταξε καὶ ἔφραξαν μὲ μανδρότοιχο τὸ στόμιο τοῦ σπηλαίου αὐτοῦ. Read more

2 Αὐγούστου 

Ἔχεις Σιὼν πάμπολλα θεῖα καὶ ξένα,
Νεκρὸν Στεφάνου δὸς πόλει Κωνσταντίνου.

Δευτερίῃ νέκυος Στεφάνου γίνετ’ ἀνακομιδή.

Ἀφ’ οὗ ἐπέρασαν χρόνοι πολλοὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, ἤτοι χρόνοι τδ΄ [304], καὶ ἀφ’ οὗ ἐτελειώθησαν διὰ τοῦ μαρτυρίου πολλοὶ Χριστιανοί, τότε ἡ εἰρήνη διεδέχθη τὴν ταραχήν, καὶ ἡ οἰκουμένη ἐγέμωσεν ἀπὸ ἐλευθερίαν καὶ ἡσυχίαν. Καὶ ὅλαι μὲν αἱ φυλακαί, εὐκερώθησαν ἀπὸ τοὺς φυλακωμένους Χριστιανούς, ὅλα δὲ τὰ βασανιστήρια τῶν τυράννων, ἔπαυσαν, ἐπειδὴ καὶ ἐβασίλευσεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ χριστιανικώτατος καὶ πρῶτος βασιλεὺς τῶν Ὀρθοδόξων. Read more

αρχείο λήψης (3)(Β’ Μακ. 6,18- 7,42)

Πρόλογος
Στὸν δεύτερο π.Χ. αἰώνα οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀντιμετώπισαν πρωτοφανῆ πίεσι ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς τους Σελευκίδες, διαδόχους του Μ. Ἀλεξάνδρου, νὰ ἀρνηθοῦν τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ προσχωρήσουν στὴν εἰδωλολατρεία. Οἱ διωγμοὶ ἦταν σκληροὶ καὶ μάλιστα γιὰ τριάμιση χρόνια ἐπί Ἀντιόχου Δ’ τοῦ Ἐπιφανοῦς, ὁπότε ἐκδηλώθηκε τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀντίθεης μανίας. Δημιουργήθηκαν λαμπροί μάρτυρες, ὁλοζώντανες ἀποδείξεις τῆς δυνάμεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὰ μαρτύρια αὐτὰ ποὺ χρονικὰ τοποθετοῦνται στὶς ἔσχατες ἡμέρες τῆς Π. Διαθήκης, προεικονίζουν ἀντίστοιχους ἄθλους ποὺ θὰ λάβουν χώρα στὶς ἔσχατες ἡμέρες τῆς Κ. Διαθήκης, στὰ τριάμιση χρόνια ποὺ θὰ ἐκδηλωθῆ τὸ ἀντίθεο μένος τοῦ Ἀντίχριστου. Read more

Ὁ Ἅγιος Εὐδόκιμος, ὁ θαυμαστός, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοφίλου τοῦ Εἰκονομάχου (829-842 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία. Ὁ πατέρας του Βασίλειος καὶ ἡ μητέρα του Εὐδοκία ἦταν εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ καὶ τὸν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου». Εἶχαν πολλὰ πλούτη καὶ ἦταν ἔνδοξοι καὶ περιφανεῖς, διότι ὁ πατέρας του ἔφερε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου.

Ὁ Εὐδόκιμος, ἂν καὶ καταγόταν ἀπὸ τόσο ξακουστὸ γένος, δοξαζόταν περισσότερο καὶ θαυμαζόταν γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ τὰ χαρίσματά του. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν νέος ἔνδοξος καὶ ἀξιωματοῦχος, ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς μέσα στὴν κοινωνία, ὡστόσο διαβιοῦσε ζωὴ ἐνάρετη καὶ μὲ ἄκρα σωφροσύνη, ἀντιτασσόμενος στὰ κελεύσματα τοῦ πονηροῦ. Read more

Ἐς ἀχλυῶδες καὶ τὸ πῦρ τῆς καμίνου
πρὸς τὴν καλὴν λάμπουσαν ἠν Ἰουλίτταν.

Ἰουλίττα ἡ Μάρτυς, ἐκ Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καταγομένη, ἐτιμήθη καὶ ὑπὸ τοῦ μεγάλου Βασιλείου δι᾿ ἐγκωμίου. Αὕτη εἶχε κρίσιν μὲ ἅρπαγα τινα καὶ πλεονέκτην, ὁ ὁποῖος ἔκοψε μὲν τὸ περισσότερον μέρος τῶν κτημάτων της, ἐσφετερίσθη δὲ ἀδίκως τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ χωρία καὶ τὰ ζῷα καὶ τοὺς δούλους καὶ ὅλην ἐπὶ τέλους τὴν περιουσίαν της, καταφρονήσας τὸ δίκαιον ὁ φιλάδικος, καὶ ἐρειδόμενος εἰς συκοφαντίας, ψευδολογίας, ψευδομαρτυρίας καὶ εἰς δωροδοκίας τῶν δικαστῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Ἁγἰα ἤρχισε νὰ ἁποκαλύπτῃ τὴν τυραννίαν καὶ τὸν πλεονεκτικὸν τρόπον, τὸν ὁποῖον μετεχειρίζετο ἐναντίον της ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, τούτου ἕνεκα ὁ ἀδικητὴς διέβαλεν αὐτὴν εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Καισαρείας λέγων, ὅτι εἶναι͵ Χριστιανή, καὶ ὅτι δὲν λατρεύει τοὺς θεοὺς τοῦ βασιλέως καὶ ὅτι ὡς τοιαύτη δὲν πρέπει νὰ μετέχῃ κοινῶν δικαιωμάτων μετὰ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. Read more

Οὗτος ὁ θεῖος καὶ μέγας Καλλίνικος ἦτον ἀπὸ τὴν καλὴν καὶ εὔφορον χώραν τῶν Κυλίκων• καὶ ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας ἔσεβετο τὸν ἄληθη Θεόν, τὸν Σωτήρα κι Ποιητὴν ἅπασής της κτίσεως ,τὰ δὲ εἴδωλα ὡς δόλια ὃ ἄδολος πρὸς τὸν Χριστόν, καὶ εὔχρηστος νέος ἐμίσει ἓξ ὅλης του τῆς καρδίας, καὶ τὰ ἔπομπευε, κηρύττωντας φανερὰ μεγαλοφώνως τὴν πλάνην ἔκεινων καὶ ματαιότητα.
Ἦτον δὲ καταπολλὰ γνωστικὸς καὶ λόγιος, ὅθεν μὲ τὰ γλυκύτατα, καὶ φρόνιμά του λόγια, ἔσυρνεν ὡς ἄλλη τὶς σειρήνα τοὺς ἄκροατας πρὸς τοῦ λόγου τοὺ• καὶ ὡς ὃ μαγνίτης τὸν σίδηρον, οὕτως ἔτραβιζε καθένα μὲ τὴν ἐνάρετον καὶ θαυμασίαν πολιτείαν του. Ἔχωντας οὒν πόθον νὰ φέρη καὶ ἄλλους πολλοὺς ἄχρηστους εἷς τὸν Χριστὸν ὃ χρηστότατος, ὑπῆγε καὶ ὡς ἄλλα Κάστρη, καὶ ἔκηρυτε παντοῦ τὴν εὐσέβειαν. Read more

  1. Παύλος ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν κατήγετο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Πατήρ του ἦτο Μιχαὴλ ὁ βασιλεὺς ὁ Κουροπαλάτης, ὁ καὶ Ραγκαβὲ λεγόμενος, ὁ ὁποῖος μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὰς καθημερινὰς ἀταξίας όπου τότε ἐγίνοντο, ὡς εἰρηνικὸς όπου ἦτο καὶ θεοφοβουμενος, παρῃτήθη τῆς βασιλείας, γενόμενος μοναχὸς εἰς ἕνα Μοναστήριον ἰδικόν του κτίριον, τὴν κλῆσιν Μυρέλαιον, καὶ ζήσας θεαρέστως ἀνεπαύθη ἐκ Κυρίῳ, ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἦτο ἡ θαυμαστὴ κατὰ τὴν ἀρετὴν Προκοπία, Θυγάτηρ Νικηφόρου βασιλέως τοῦ Γενικοῦ καὶ ἀδελφὴ Σταυρακίου τοῦ βασιλέως. Αὕτη εἰς τὸ ὅραμά της τὴν νύκτα ὅπου ἐπρόκειτο νὰ γεννήσῃ, εἶδεν ὅτι ἐγέννησεν ἐπάνω εἰς μίαν θημωνίαν σίτου ἕνα ἀρσενικὸν ἀρνίον, ὅταν δὲ κατέβη ἀπὸ τὴν θημωνίαν ἦλθαν δύο λέοντες διὰ νὰ τὸ καταξεσχίσουν, τὸ δὲ ἀρνίον ἀντιπολεμοῦσε μὲ αὐτούς, καὶ ὅτι βλέπουσα ἡ βασίλισσα τοῦτο, ἔτρεξε μὲ μεγάλην σπουδὴν διὰ νὰ βοηθήσῃ τὸ ἀρνίον, ὅταν δὲ ἐπῆγε κοντὰ εἰς αὐτό, εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ἀρνίον, ἀλλὰ παιδίον ἀρσενικόν, ἐβάστα δὲ εἰς χεῖράς του ἕνα σταυρόν, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν δύναμιν ἐθανάτωσε τοὺς λέοντας. ᾿Εξεγερθεῖσα τότε τοῦ ὕπνου ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐγέννησε τὸν μακάριον Προκόπιον, ὅτι οὕτως ὠνομάσθη εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα. Read more

(Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται στὶς 28 Ἰουλίου)

1. ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΓΟΥΝ ΓΙΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

H ἁγία Εἰρήνη, ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γεννήθηκε τὸ 835 μ.Χ. ὅταν ἀκόμα βασίλευε στὸ Βυζάντιο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Θεόφιλος.
Ὁ αὐτοκράτορας αὐτὸς ἔγραψε μιὰ ἀπὸ τὶς χειρότερες σελίδες στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σφοδρότερους διῶκτες τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Ὅταν τὸ 842 μ.Χ. πεθαίνει, ἀναλαμβάνει τὴν διακυβέρνηση τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἡ εὐσεβεστάτη σύζυγός του Θεοδώρα, μέχρι νὰ ἐνηλικιωθεῖ ὁ γιὸς του ὁ Μιχαὴλ Γ΄ , ὁ ἐπονομαζόμενος μέθυσος. Read more

27 Ἰουλίου

Γέννηση καὶ παιδικὴ ἡλικία

Γονεῖς του ἦταν ὁ Εὐστόργιος καὶ ἡ Εὐβούλη, ἕνα ἀπὸ τὰ πλούσια ἀντρόγυνα τῆς Νικομήδειας, καθόσον ὁ ἄντρας ἦταν μέλος τῆς Συγκλήτου. Ἦταν ὅμως ὁ Εὐστόργιος εἰδωλολάτρης. Ἀντίθετα ἡ γυναίκα του Εὐβούλη ἄνηκε στὴ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Νικομήδειας. Ἀπὸ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἀντρόγυνο τοῦ εἰδωλολάτρη Εὐστόργιου καὶ τῆς πιστής χριστιανῆς Εὐβούλης γεννήθηκε ὁ Παντολέων. Ὅπως ἦταν φυσικό, ἡ μὲν μητέρα του ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς ἔσπειρε στὴν εὔπλαστη ψυχὴ καὶ στὸ νοῦ τοῦ παιδιοῦ της τὰ σπέρματα τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ ζωῆς, ὁ δὲ πατέρας προσπάθησε νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων. Ἡ μητέρα του τὸν ἄφησε ὀρφανό, ἀφοῦ ἔφυγε ἐνωρὶς ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Read more