Μὴ ἀπιστῇς εἰς τὴν ἀνάστασιν· ἡ σκέψις αὐτὴ εἶναι διαβολικἠ καί καταβάλλει μεγάλην προσπάθειαν ἐδῶ ὁ διάβολος, ὄχι μόνον διὰ νὰ ὑπάρξῃ ἀπιστία εἰς τὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως, ἀλλά καί διὰ νὰ καταργηθοῦν καί τἀ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Ὁ ἀνθρωπος δηλαδὴ ποὺ δὲν προσδοκᾷ νἀ ἀναστηθῇ καὶ νὰ δώσῃ λόγον τῶν πράξεών του, δὲν θὰ ἐνδιαφερθῇ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς διὰ τὴν ἀρετὴν· μὴ ἐνδιαφερὁμενος δὲ διὰ τὴν ἀρετὴν θἀ ὲκδηλὡσῃ ἐν συνεχείᾳ ἀπιστίαν διὰ τὴν ἀνάστασιν. Τό ἓνα δηλαδὴ προκαλεῖ τὸ ἀλλο, ὴ ἀπιστία τὴν κακίαν καί ἡ κακία τὴν ἀπιστίαν. Ὅταν δηλαδὴ συνείδησις εἶναι γεμάτη ἀπὸ πονηρίας, ἐπειδὴ φοβεῖται καί τρέμει τὴν μέλλουσαν τιμωρίαν, ἐφ᾽ ὅσον δὲν θέλει νὰ λάβῃ τὴν παραμυθίαν μὲ τὴν μεταστροφὴν εἰς τὸ καλόν, θέλει νὰ ἀναπαυθὴ μὲ τὴν ἀπιστίαν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ σὺ λέγεις ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις οὔτε κρίσις, καὶ ἐκεῖνος θὰ εἰπῇ. ‘ Ἑπομένως οὔτε καί ἐγὼ θὰ δώσω λόγον διὰ τὰ παραπτώματα μου. ’Αλλ’ όμως τί λέγει ὁ Χριστός; «Πλανᾶσθε, διότι δὲν γνωρίζετε τὰς Γραφάς, οὔτε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ».
Δὲν θὰ ἐδημιούργει τόσα πολλὰ ὁ Θεός, ἐὰν βεβαίως δὲν ἐπρόκειτο νὰ μᾶς ἀναστήσῃ, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀφήσῃ εἰς τὴν διάλυσιν καί τὸν πλήρη ἀφανισμόν· δὲν θὰ είχεν ἐκτείνει τοῦτον τὸν οὐρανόν, δὲν θὰ είχε δημιουργὴσει ἐδῶ κάτω τὴν γῆν, δὲν θὰ είχε πλάσει ὅλα τὰ ἀλλα πρὸς χάριν αὐτῆς μόνον τῆς συντόμου ζωῆς. Καί ἂν αὐτὰ τὰ ἐχῃ δημιουρὴσει διὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν, τί δὲν θὰ κάμη διὰ τὴν μέλλουσαν; ᾽Εὰν ὅμως δὲν θὰ ὑπάρξῃ μέλλουσα ζωὴ, ὴμεῖς διὰ τὸν ἑξῆς λόγον εἴμεθα πολὺ ἀναξιὠτεροι τῶν ὅσων ἔγιναν πρὸς χάριν μας· ὁ οὐρανὸς δηλαδὴ καί ἡ γῆ καί ὴ θάλασσα καί οί ποταμοί, ἀκόμη καί μερικὰ ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι μονιμὠτερα ἀπὸ ὴμᾶς· ὴ κορώνη π.χ. καί τὸ γένος τῶν ἐλεφάντων καὶ πολλὰ ἄλλα ζῶα χαίρονται τὴν παροῦσαν ζωὴν περισσότερον χρόνον. Ὁ βίος ό ίδικός μας είναι σύντομος καί ἐπίπονος, ἐνῷ ὁ βίος ἐκείνων δὲν είναι τέτοιος, ἀλλὰ μακρὸς καὶ μᾶλλον εἶναι ἀπηλλαγμένος στενοχωριας καί φροντίδων.
Τί λοιπόν, εἰπέ μου; τοὺς δούλους τοὺς ἐκανε ἀνωτὲρους τῶν κυρίων; Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴ σκέπτεσαι, ἄνθρωπε, κάτι τέτοια καὶ μὴ φαίνεσαι πτωχὸς εἰς τὴν διάνοιαν μήτε νὰ ἀγνοῆς τὸν πλοῦτον τοῦ Θεοῦ, τὴν στιγμὴν ποὺ ἐχεις τέτοιον κύριον· διότι ἀληθῶς, ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἤθελε νὰ σὲ κάμη ἀθάνατον, ἀλλὰ σὺ δὲν ὴθέλησες. Πρἀγματι ἐνδείξεις ἀθανασίας ὴσαν ἐκεῖνα, δηλαδὴ ὴ συνομιλία μὲ τὸν Θεόν, ὴ ἐλλειψις ἀπὸ τὴν ζωὴν ταλαιπωριῶν, ὴ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ λύπην καί φροντίδας καἰ κόπους καί τὰ ἄλλα τὰ θνητὰ στοιχεῖα, διότι ὁ ᾽Αδὰμ δὲν είχεν ἀνάγκην οὔτε ἐνδυμάτων οὔτε στέγης οὔτε κανενὸς ἀλλου πράγματος αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἀλλ’ ὡμοίαζε μᾶλλον μὲ τοὺς ἀγγέλους καί πολλὰ ἐκ τῶν μελλόντων ἐγνώριζεν ἐκ τῶν προτέρων καὶ ἦτο πλήρης πολλῆς σοφίας. Καὶ μάλιστα ὅ,τι ἔκανεν ὁ Θεὸς κρυφίως σχετικῶς μὲ τὴν γυναῖκα, τοῦτο ὲκεῖνος τὸ ἐγνώριζε, διὰ τοῦτο καὶ ἔλεγε: «Τοῦτο τώρα εἶναι ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ μου καὶ σὰρξ ἀπὸ τὴν σάρκα μου». Ὁ δὲ πόνος ἀργότερον ἐδημιουργήθη, ἀργότερον ὁ ἱδρώς, ἀργότερον ἡ αἱσχύνη καὶ ἡ δειλία καὶ τὸ ἀπαρρησίαστον, ἐνῷ τότε δὲν ὑπῆρχε λύπη οὔτε ὀδύνη οὔτε στεναγμός. ᾿Αλλὰ ὁ ’Αδὰμ. δὲν ἔμεινεν εἰς τὴν τιμητικὴν ἐκείνην κατάστασιν…
ΕΠΕ τόμος 18 (Πρός Κορινθίους λόγος ΙΖ΄)