«Τότε ἂν σᾶς πεῖ κανείς, «νά, ὁ Χριστὸς εἶναι στὰ ἀπόμερα δωμάτια, νά, ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὴν ἔρημο», μὴν πηγαίνετε νὰ τὸν βρεῖτε» (Ματθ. 24, 26). Τὰ λέει αὐτὰ ὁ Χριστὸς ἀναφερόμενος στὴ Δευτέρα Παρουσία Του καὶ μιλᾶ γιὰ τοὺς ψευδοπροφῆτες, τοὺς ψευδόχριστους καὶ γιὰ τὸν Ἀντίχριστο, γιὰ νὰ μὴν πλανηθεῖ κανεὶς καὶ πέσει στὴν παγίδα του. Read more

Τίποτα δὲν προξενεῖ τόση εὐχαρίστηση ἀλλὰ καὶ τόση ὑγεία, ὅσο το νὰ τρώει καὶ νὰ πίνει κανεὶς μὲ κριτήριο τὴν πραγματικὴ ἀνάγκη τοῦ σώματός του, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν παίρνει βάρος μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ κανονικό. Καὶ γιὰ νὰ πεισθεῖς, παρατήρησε πρῶτα ἐκείνους ποὺ τρῶνε μὲ μέτρο κι ὑστέρα ἐκείνους ποὺ τρῶνε ὑπερβολικά. Τὰ σώματα τῶν πρώτων εἶναι κατὰ κανόνα γερά, ὑγιῆ, εὔρωστα, μὲ ὄργανα ποὺ λειτουργοῦν ὁμαλά, ἐνῶ τῶν ἄλλων εἶναι πλαδαρά, βαριά, δυσκίνητα καὶ εὐπρόσβλητα ἀπὸ ἀσθένειες. Αὐτό, λοιπόν, εἶναι εὐχάριστο; Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ λαίμαργος αἰσθάνεται πραγματικὰ ἡδονή, τρώγοντας πολλὰ καὶ ποικίλα φαγητά; Ἀλλὰ πότε ὑπάρχει ἀληθινὴ ἡδονή; Read more

Κυριακή Στ΄ Ματθαίου
Ματθ. θ΄, 1-8
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, ὁμιλία κθ΄

1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. 4 καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις. 9 Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. Read more

Συχνὰ οἱ γονεῖς παραμελοῦν τὴν ψυχικὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν.
Κάθε πατέρας προκειμένου νὰ ἐκπαιδεύσει τὰ παιδιά του στὶς καλὲς τέχνες, στὰ γράμματα καὶ στὴ ρητορικὴ καταβάλλει κάθε προσπάθεια, γιὰ τὴ μόρφωση ὅμως τῆς ψυχῆς τοῦ κανεὶς δὲν φροντίζει.

Ὅταν τὸ παιδὶ εἶναι ἄρρωστο στὸ σῶμα, κανεὶς δὲν ἀρνεῖται νὰ τὸ στείλει σὲ μακρινὸ ταξίδι γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀρρώστια του. Ὅταν ὅμως πάσχει ἡ ψυχή, κανεὶς δὲν ἀσχολεῖται μὲ αὐτή, ἀλλὰ ὅλοι χάνουμε τὸ θάρρος μας, ὅλοι ἀδιαφοροῦμε, ὅλοι ἀμελοῦμε! Read more

 images (2)“Πάσα … βλασφημία ἀρθήτω ἀφ’ ὑμῶν σύν πάσῃ κακία”. (Ἐφ. 4, 31)

Πρόλογος

Τήν χαρακτήρισαν ὡς ἐθνικό πάθος· μεγάλο στίγμα καί πληγή κοινωνική. Ἄλλη μιά ἐπίδοση τοῦ νεοέλληνα μέ πρωτοπορία παγκόσμια…
Δυστυχῶς, καί στίς μέρες μας ἡ βλασφημία ἐξακολουθεῖ νά μολύνει μέ τήν παρουσία της τούς δρόμους, τά ἐργοστάσια, τά γραφεῖα, τά σχολεῖα, τά γήπεδα, τό στρατό… Τά ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγιας, ὁ Τίμιος Σταυρός, τά ἱερά καί ὅσια τῆς πίστεώς μας, εὐκαίρως-ἀκαίρως διασύρονται καί σπιλώνονται ἀδιάντροπα. Πρόκειται πράγματι γιά πάθος πού ρυπαίνει τήν κοινωνική ἀτμόσφαιρα καί στιγματίζει τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό μας… Read more

«…Ἔχεις ὅμως καὶ τρίτη ὁδὸ μετάνοιας. Κι ἀνέφερα πολλὲς ὁδοὺς μετάνοιας, γιὰ νὰ σοῦ κάνω μὲ τὴν ποικιλία τῶν ὁδῶν εὔκολη τὴ σωτηρία. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ τρίτη ὁδός; Ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἔχε ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐξάλειψες τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἔχεις καὶ γι’ αὐτὴν ἀπόδειξη ἀπὸ τὴ θεία Γραφή, ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου (Λουκᾶ 18, 10). Ἀνέβηκαν, λέγει, ὁ Φαρισαῖος καὶ Τελώνης στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν καὶ ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του. Ἐγὼ δὲν εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὸς ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, οὔτε ὅπως αὐτὸς ὁ Τελώνης. Ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή, ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν καταδίκασες, γιατί λύπησες καὶ τὸν πλησίον σου; Δὲν σοὺ ἄρκεσε ἡ οἰκουμένη, κι ἔφτασες νὰ καταδικάσεις καὶ τὸν Τελώνη; Ὅλους λοιπὸν τοὺς κατηγόρησες καὶ δὲν λυπήθηκες οὔτε τὸν ἕνα αὐτὸν ἄνθρωπο. «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, οὔτε ὅπως αὐτὸς ὁ Τελώνης: Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατο ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχούς.» Εἶπε λόγια ἀλαζονικά. Ἄθλιε ἄνθρωπε, καλὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες καὶ τὸν πλησίον σου Τελώνη; Δὲν χόρτασες μὲ τὴν κατηγορία τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ κατέκρινες κι ἐκεῖνον ποῦ ἦταν μαζί σου; Read more

images (2)ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«…. ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολέμησες ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ σὲ δέχθηκε…»

Τὸν παρακάτω συγκλονιστικὸ λόγο ἐκφώνησε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὰ 399, ἕνα ἔτος ἀφοῦ εἶχε ἀνεβεῖ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Εὐτρόπιος ἦταν ἕνας, εὐνοῦχος ὑπηρέτης τῶν ἀνακτόρων ὁ ὅποιος κατάφερε νὰ φτάσει στὸ ἀξίωμα τὰ ὑπάτου, τοῦ κορυφαίου δηλαδὴ κρατικοῦ ἀξιώματος. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς σκληρότητας καὶ τῆς φιλαργυρίας τοῦ ἔγινε ἰδιαίτερα ἀντιπαθὴς ἀπὸ τὸ λαὸ καὶ μάλιστα ὁ στρατὸς ἀπαίτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ τὸν θανατώσει. Τότε ὁ φοβερὸς αὐτὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν κατέφυγε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸ φρικτὸ τέλος ποὺ τὸν περίμενε. Ὁ Χρυσόστομος τὸν δέχτηκε καὶ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσει τὸν ὑπόδικο στοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν κυκλώσει τὸ ναό. Στὸ μεταξὺ ὁ λαὸς εἶχε σπεύσει νὰ ἀντικρίσει τὸν πρώην παντοδύναμο διώκτη νὰ τρέμει μπροστὰ στὸ Ἱερὸ θυσιαστήριο.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἐπιθυμοῦσαν τὴν παράδοσή του στὴν ἐξουσία, ὥστε νὰ τιμωρηθεῖ ὅπως τοῦ ἄξιζε. Τότε ὁ ἅγιος μὲ τὴν ὁμιλία του ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἄδραξε τὴν εὐκαιρία καὶ δίδαξε στοὺς χριστιανοὺς σχετικὰ μὲ τὴν ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων καὶ ταυτόχρονα κίνησε τὶς καρδιές τους σὲ ἔλεος ἀπέναντί του ἀξιολύπητου ἀξιωματούχου. Μόνο ἕνας Χρυσόστομος, ὡς ρήτορας καὶ ὡς ἅγιος, ποὺ ἦταν θὰ μποροῦσε ταυτόχρονα καὶ νὰ μιλήσει ὠμὰ γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ Εὐτροπίου ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ φανεῖ σκληρός. Ὁ λόγος τοῦ μάλιστα προκάλεσε στοὺς πιστοὺς τὴ συμπάθεια, τὴν ἀμνησικακία καὶ τὴν ἐπιθυμία ἀνταποδόσεως καλοῦ ἀντὶ κακοῦ ἀπέναντί του πρώην τυράννου καὶ διώκτη τους. Νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ Εὐτρόπιος εἶχε εἰσηγηθεῖ καὶ εἶχε πάρει τὴν ἔγκριση τοῦ αὐτοκράτορα τὴν προηγούμενη χρονιὰ γιὰ νὰ ἀκυρωθεῖ ὁ νόμος ποὺ ὅριζε ὅτι οἱ ναοὶ ἦταν ἄσυλα ἀπαραβίαστα.

*****

Σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις, ἀλλὰ πρὸ παντὸς σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο νὰ ποῦμε· «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλησιαστής 1, 2). Ποῦ εἶναι τώρα ἡ λαμπρότης τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος; Ποῦ τὰ χαρωπὰ φῶτα; Ποῦ τὰ χειροκροτήματα καὶ οἱ συνοδεῖες καὶ οἱ πολυέξοδες τελετές; Ποῦ εἶναι οἱ στέφανοι καὶ τὰ ἀκριβὰ διαμερίσματα; Ποῦ ὁ θόρυβος τῆς πόλεως καὶ οἱ ζητωκραυγὲς στὰ ἱπποδρόμια καὶ οἱ κολακευτικὲς ἀρχές; Ὅλα αὐτὰ διάβηκαν.

Φύσηξε ἀγέρας καὶ μὲ μιᾶς ὅλα τα φύλλα τὰ ἔριξε κάτω, δείχνοντας μᾶς γυμνό το δέντρο καὶ σαλευόμενο ἀπὸ τὴ ρίζα του. Ἦταν τόσο δυνατὸ αὐτὸ τὸ δρολάπι, ποὺ ἀπείλησε νὰ ξεριζώσει τὸ δέντρο καὶ νὰ τὸ διαλύσει ὁλότελα. Ποῦ εἶναι τώρα οἱ ἐπίπλαστοι φίλοι; Ποῦ εἶναι τὰ συμπόσια καὶ τὰ δεῖπνα; Ποῦ εἶναι τὸ μελισσολόι τῶν παρασίτων καὶ τὸ ἁψὺ κρασὶ ποὺ χυνόταν ὁλημερὶς καὶ οἱ ποικίλες τέχνες τῶν μαγείρων καὶ οἱ ὑπηρέτες τῆς ἐξουσίας ποὺ μιλοῦσαν καὶ ἔκαναν περιποιήσεις μὲ πρόθυμη καλοσύνη; Νύχτα ἦταν ὅλα ἐκεῖνα καὶ ὄνειρο, καὶ σὰν χάραξε ἡ μέρα, ἀφανίσθηκαν. Ἦταν ἄνθη ἐαρινά, καὶ σὰν πέρασε ἡ ἄνοιξη, ὅλα μαράθηκαν. Σκιὰ ἦταν καὶ γοργοπερπάτησε. Καπνὸς ἦταν καὶ διαλύθηκε. Πομφόλυγες ἦταν καὶ ἔσκασαν. Ἀράχνης ἱστὸς ἦταν καὶ ἔσπασε.

Γι’ αὐτό, τοῦτο τὸν πνευματικὸ λόγο ψάλλουμε πάνω σ’ αὐτά, λέγοντας: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Αὐτὸς ὁ λόγος καὶ στοὺς τοίχους καὶ στὰ ἱμάτια καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πόρτες καὶ στὰ κατώφλια καὶ πρὸ παντὸς στὴ συνείδηση τοῦ καθενὸς διαρκῶς πρέπει νὰ εἶναι γραμμένος καὶ νυχτοήμερα νὰ τὸν μελετᾶμε. Ἐπειδὴ ἡ ἀπατηλότης τῶν πραγμάτων καὶ τὰ προσωπεῖα καὶ ἡ ὑπόκρισις ἀπὸ τοὺς πολλοὺς νομίζονται σὰν ἀλήθεια. Αὐτὸν τὸν λόγο πρέπει πάντα καὶ ὅλες τὶς ὧρες καὶ παντοῦ ὁ ἕνας νὰ λέγει στὸν ἄλλο καὶ ν’ ἀκούει ἀπὸ τὸν πλησίον του: «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης».

Δὲν σοῦ ἔλεγα ἀκατάπαυστα πῶς ὁ πλοῦτος εἶναι ἄστατος; Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν μ’ἀνεχόσουν. Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἀγνώμων δοῦλος; Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἤθελες νὰ τὸ παραδεχτεῖς. Ἰδοὺ τώρα τὰ γεγονότα βοοῦν ὅτι ὄχι μόνο ἄστατος, ὄχι μόνο ἀγνώμων, ἀλλὰ καὶ φονιὰς εἶναι γιατί αὐτός σε ἔκαμε νὰ τρέμεις τώρα καὶ νὰ φοβᾶσαι. Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅταν διαρκῶς μὲ ἀπειλοῦσες, ἐπειδή σου μιλοῦσα τὴ γλώσσα τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἐγὼ σὲ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς κόλακες; Ὅτι ἐγὼ ποῦ σὲ ἤλεγχα, ἤμουν περισσότερο μὲ τὸ μέρος σου ἀπὸ ὅ,τι ἐκεῖνοι ποῦ σου χαρίζονταν; Δὲν πρόσθετα σ’ ἐκεῖνα τὰ λόγια μου τὸ ὅτι εἶναι καλύτερά τα τραύματα τῶν φίλων ἀπὸ τὰ πρόθυμα φιλήματα τῶν ἔχθρων; Ἂν ὑπέμενες τὰ τραύματά μου, δὲν θὰ σοῦ γεννοῦσαν τὸ θάνατο τὰ φιλήματα ἐκείνων·γιατί οἱ δικές μου πληγὲς ἑτοίμαζαν τὴν ἀνάρρωσή σου, ἐνῶ οἱ ἀσπασμοὶ ἐκείνων σου ἑτοίμαζαν τὴν ἀπώλεια.

Ποῦ εἶναι τώρα οἱ οἰνοχόοι; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ξεπηδοῦσαν μπροστά σου στὶς ἀγορὲς καὶ σὲ στεφάνωναν μ’ ἕνα σωρὸ ἐγκώμια; Ἀποτραβήχτηκαν, ἀρνήθηκαν τὴ φιλία, στάθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία σου, γιὰ νὰ σωθοῦν. Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν κάνω τὸ ἴδιο. Δὲν σὲ προσπέρασα ἀδιάφορος. Ἔπεσες καὶ σὲ περιμαζεύω καὶ σὲ φροντίζω. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολέμησες ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της καὶ σὲ δέχθηκε· τὰ θέατρα ποὺ ἐνίσχυσες καὶ ποὺ γιὰ χάρη τοὺς συχνὰ ἀγανακτοῦσες ἐναντίον μας, σὲ πρόδωσαν καὶ σὲ ἄφησαν νὰ πεθάνεις. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε πάψει νὰ σοῦ λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι ἔτσι; Θέλεις νὰ διαπόμπευσης τὴν Ἐκκλησία καὶ ὁδηγεῖς τὸν ἑαυτό σου στὸ χεῖλος τοῦ κρημνοῦ. Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν τὰ λογάριαζες. Καὶ τὰ μὲν ἱπποδρόμια, ἀφοῦ σου κατέφαγαν τὸν πλοῦτο, ἀκόνισαν τὸ ξίφος ποὺ θὰ σὲ θανάτωνε· ἡ δὲ Ἐκκλησία ποὺ δέχθηκε τὴν παράλογη ὀργή σου, κάνει τώρα τὸ πᾶν γιὰ νὰ σὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ βρόχια τοῦ θανάτου.

Καὶ λέγοντας τώρα αὐτά, δὲν μπαίνω σὲ ὀνειδισμό, ἀλλὰ θέλω νὰ κάνω πιὸ ἀσφαλεῖς ἐκείνους ποὺ σὲ τριγυρίζουν ἐδῶ (δηλαδὴ τὸ ἐκκλησίασμα) δὲν ἀναξέω τὰ ἕλκη τοῦ τραυματισμένου, ἀλλὰ θέλω νὰ φυλάξω σὲ ὑγεία ἐκείνους ποὺ ὡς τώρα δὲν λαβώθηκαν· δὲν καταποντίζω τὸ ναυαγό, ἀλλὰ θέλω ἐκείνους ποὺ πλέουν μὲ πρίμο ἀγέρα νὰ τοὺς διδάξω πῶς νὰ μὴ βουλιάξουν. Καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό; Ἂν νιώσουμε τὶς μεταβολὲς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αὐτός, ἂν εἶχε φοβηθεῖ αὐτὲς τὶς μεταβολές, δὲν θὰ τὸν εὕρισκαν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ αὐτὸς οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του οὔτε ἀπὸ ἄλλους γινόταν καλύτερος, ἐσεῖς λοιπὸν ποὺ εἶστε πνευματικὰ πλούσιοι, πάρτε ἕνα κέρδος ἀκόμη ἀπὸ τὴ συμφορά του· γιατί, δὲν εἶναι τίποτε πιὸ τιποτένιο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Ὅπως καὶ νὰ τὰ ὀνομάσει κανείς, ἡ πραγματικότης θὰ εἶναι ἰσχυρότερη. Ἂν καπνό, ἂν χόρτο, ἂν ὄνειρο, ἂν ἐαρινὰ ἄνθη, ἂν ὁ, τιδήποτε τὰ ὀνομάσει, πολὺ πιὸ ἄστατα κι ἐφήμερα εἶναι καὶ πιὸ τιποτένια ἀπὸ τὸ τίποτε. Καὶ ὅτι μαζὶ μὲ τὴν εὐτέλεια ἔχουν καὶ τὸ ἀπόκρημνο, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τούτη τὴν περίπτωση. Ποιὸς ἦταν ψηλότερα ἀπ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ἄνθρωπο; Δὲν θάμπωσε ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ τὰ πλούτη του; Ἀλλὰ ἰδοὺ ποὺ κατάντησε πιὸ ἀξιολύπητος κι ἀπὸ τοὺς δεσμῶτες, πιὸ ταπεινωμένος κι ἀπὸ τοὺς δούλους, πιὸ ἀνεχος κι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πεθαίνουν τῆς πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα καὶ βάραθρα καὶ δήμιους καὶ σύρσιμο στὸ θάνατο. Καὶ δὲν ξέρει, δὲν ἔχει τὴν εὐχαρίστηση νὰ ξέρει τουλάχιστον πότε θὰ πεθάνει, ἀλλὰ μέσα στὸ καταμεσήμερο βρίσκεται σὲ σκοτάδι πυκνό. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσω δὲν θὰ μπορέσω νὰ παραστήσω μὲ τὸν λόγο τὴν ἀγωνία του, τὴν ἀγωνία του νὰ περιμένει κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τὸ θάνατο. Ἀλλὰ τί χρειάζονται τὰ λόγια μου, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι εἰκόνα καὶ ὑπογραφὴ τῶν ὅσων λέγω; Χθές, ὅταν ἦλθαν σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸ παλάτι γιὰ νὰ τὸν πιάσουν, ἔτρεξε στὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπο μὲ παγωμένη ὄψη ποὺ καὶ τώρα ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τέτοια· τὰ δόντια τοῦ χτυποῦν, τρέμει καὶ λύνεται τὸ κορμί του, ἡ φωνὴ τοῦ ράγισε, παράλυσε ἡ γλώσσα του κι ὅλα πάνω σ’ αὐτὸν δείχνουν μιὰ ψυχὴ παγωμένη.

Καὶ τὰ λέγω αὐτὰ ὄχι ὀνειδίζοντας, ὄχι μπαίνοντας ἀδιάκριτα στὴ συμφορά του, ἀλλὰ θέλοντας νὰ μαλακώσω τὴ δική σας καρδιὰ καὶ νὰ σᾶς παρακαλέσω ἔλεος καὶ νὰ σᾶς πείσω ὅτι ἀρκετὴ στάθηκε γι’ αὐτὸν ἡ τιμωρία. Ὑπάρχουν ἀνάμεσα μας ἄσπλαχνοι καὶ ἄδικοι, ποὺ θὰ κατηγορήσουν καὶ μένα γιατί τὸν δέχθηκα πεσμένο μπροστὰ στὸ ἱερὸ βῆμα θέλοντας, λοιπόν, μὲ τὰ λόγια μου νὰ μαλακώσω καὶ ν’ ἀλλάξω τὴν ἀπανθρωπιά τους, γι’ αὐτὸ διαδηλώνω τὴ συμφορὰ τοῦ ἄνθρωπου ἐδῶ.

Γιὰ τί πράγμα ἀγανακτεῖς, ἀγαπητέ; πές μου. Γιατί -λέγει- στὴν Ἐκκλησία κατέφυγε ἐκεῖνος ποὺ ἀσταμάτητα τὴν πολεμοῦσε. Μὰ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπρεπε περισσότερο νὰ δοξάζεις τὸ Θεό, ποὺ τὸν ἄφησε νὰ ἔλθει σὲ τέτοια ἀνάγκη, ὥστε καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ φιλανθρωπία της νὰ μάθει. Τὴ δύναμη, βλέποντας πῶς ἔπεσε ἐνῶ θαρροῦσε ὅτι ἦταν νικητής της· τὴ φιλανθρωπία, βλέποντας πῶς ἡ Ἐκκλησία ποὺ πολεμήθηκε ἀπ’ αὐτὸν τώρα βάζει ἀσπίδα νὰ τὸν προστατέψει καὶ τὸν δέχεται κάτω ἀπὸ τὶς πτέρυγές της καὶ τὸν ἀσφαλίζει ὁλότελα καὶ χωρὶς νὰ μνησικακήσει γιὰ ὅ,τι ἐκεῖνος ἔπραξε ἐναντίον της, τοῦ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της μὲ μητρικὴ στοργή.

Αὐτὸ εἶναι τρόπαιο ἀπ’ ὅλα τα τρόπαια λαμπρότερο, αὐτὸ εἶναι νίκη περιφανής, αὐτὸ ντροπιάζει καὶ καταισχύνει εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους, αὐτὸ εἶναι φῶς θριάμβου στὸ πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἀφοῦ πῆρε αἰχμάλωτο τὸν ἐχθρό, τώρα τὸν λυπᾶται, κι ἐνῶ ὅλοι τὸν ἄφησαν ἔρημο, αὐτὴ μόνη σὰν μητέρα φιλόστοργη κάτω ἀπὸ τὰ παραπετάσματά της, τὸν ἔκρυψε καὶ στάθηκε ἀντιμέτωπη στὴ βασιλικὴ ὀργή, στὴ μανία τοῦ ὄχλου, στὸ γενικό, ἀκράτητο μίσος. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος στολισμὸς τοῦ θυσιαστηρίου. Ποιὸς στολισμὸς -θὰ πεῖς- ὁ ἀκάθαρτος καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ συλητὴς ν’ ἀγγίζει τὸ θυσιαστήριο; Μὴ τὸ λές· ἐπειδὴ καὶ ἡ πόρνη ἄγγιξε τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ τόσο μιασμένη καὶ ἀκάθαρτη· καὶ δὲν ἦταν αὐτὸ λάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ θαῦμα καὶ ὕμνος μέγας· γιατί δὲν ζημίωσε τὸν καθαρὸ ἡ ἀκάθαρτη, ἀλλὰ τὴ μιασμένη πόρνη ὁ καθαρὸς καὶ ἄμωμος τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἄγγιγμα. Μή, λοιπόν, μνησικακεῖς, ἄνθρωπε. Ὅλοι εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου ποὺ ἔλεγε ἐνῶ τὸν σταύρωναν: «ἅφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιούσι» (Λουκ. 23,33).

Ἀλλὰ θὰ πεῖς, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπετείχισε τὴν Ἐκκλησία ὡς καταφύγιο ποὺ ἦταν, μὲ διάφορα διατάγματα καὶ νόμους. Ἀλλὰ νὰ ποὺ μὲ τὰ γεγονότα ἔμαθε τὸ κακὸ ποὺ ἔπραξε καὶ μὲ τὴν εἴσοδό του ἐδῶ πρῶτος αὐτὸς κατάργησε τὸ νόμο ποὺ ἔκαμε κι ἔγινε θέαμα οἰκτρό της οἰκουμένης κι ἐνῶ εἶναι βουβὸς ὅμως ἔτσι σὰν νὰ μιλᾶ καὶ νὰ φωνάζει: Μὴ κάνετε τέτοια, γιὰ νὰ μὴ πάθετε τέτοια.

Ὑψώνεται μὲς ἀπὸ τὴ συμφορά του σὰν διδάσκαλος καὶ τώρα εἶναι ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο μεγάλη λάμψη, φοβερότατο δίδαγμα. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔχει δεμένο τὸ λιοντάρι. Ὅταν θέλουν νὰ ἀπεικονίσουν τὴ δόξα ἑνὸς βασιλέως, δὲν θ’ἀρκεσθοῦν νὰ τὸν παραστήσουν καθήμενο πάνω στὸ θρόνο καὶ νὰ τοῦ φορέσουν τὴν ἁλουργίδα καὶ νὰ τοῦ βάλουν στὸ μέτωπο τὸ διάδημα. Ἀλλὰ θὰ ζωγραφίσουν ἐπίσης, κάτω ἀπὸ τὸ πόδι του, τοὺς νικημένους βαρβάρους, μὲ δεμένα τὰ χέρια πίσω, καὶ τὰ κεφάλια στὸ χῶμα. Καὶ ὅτι δὲν χρειάζονται λόγια γιὰ ἕνα τέτοιο δίδαγμα, οἱ ἴδιοι το παραδέχεσθε μὲ τὴ βία μὲ τὴν ὁποία ὅλοι τρέξατε ἐδῶ γιὰ νὰ δεῖτε τὸ θέαμα. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη καὶ λαμπροφόρος. Ὅσο λαὸ ἔβλεπα τὸ Πάσχα συναθροισμένο ἐδῶ, βλέπω καὶ σήμερα. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἂν καὶ ἀμίλητος, ὅλους σας κάλεσε, σαλπίζοντας μὲς ἀπὸ τὸ γεγονὸς τὸ ἴδιο πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Καὶ κόρες τοὺς θαλάμους, καὶ γυναῖκες τοὺς γυναικωνίτες, καὶ ἄντρες τὴν ἀγορὰ ἄδειασαν καὶ τρέξατε ὅλοι ἐδῶ, γιὰ νὰ δεῖτε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐλεγχόμενη κι ἀπὸ τὰ ἐφήμερα ἀγαθὰ ἀπογυμνωμένη καὶ τὸ χθεσινὸ ξετσίπωτο πρόσωπο, ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ ἀναίδεια, πλυμένο ἀπὸ τὸ σφουγγάρι τῆς ντροπῆς τῶν πραγμάτων καὶ ξεβαμμένο ἀπὸ τὰ ψιμύθια ὁλότελα. Γιατί ἡ καλοπέραση ποὺ δίνουν οἱ πλεονεξίες εἶναι πρόστυχη προσωπίδα σὰν γραϊδίου ὄψης βαμμένη.

Αὐτοῦ του καταντήματος εἶναι μεγάλη ἡ εὐγλωττία· τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔλαμπε καὶ φαινόταν ἀπὸ παντοῦ, τὸν ἔκαμε νὰ εἶναι τώρα ὁ πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ ὅλους.

Ἂν πλούσιος μπεῖ ἐδῶ, μεγάλο θὰ εἶναι τὸ κέρδος ποὺ θὰ πάρει. Γιατί, βλέποντας ἀπὸ τί ψηλὴ κορφὴ κρημνίσθηκε ἐκεῖνος ποὺ ἔσειε τὴν οἰκουμένη ὅλη, καὶ πῶς τώρα εἶναι ζαρωμένος καὶ δειλότερος ἀπὸ λαγὸ καὶ βάτραχο, καὶ χωρὶς δεσμὰ σ’ αὐτὴ τὴν κολόνα κολλημένος καὶ ἀντὶ μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ φόβο σφιγμένος γύρω της καὶ τρέμοντας, τότε ὁ πλούσιος θὰ αἰσθανθεῖ μέσα του νὰ πέφτει ὁ πυρετὸς τῆς ἀπληστίας, νὰ σωριάζεται ὁ ἐγωισμός του, κι ἀφοῦ φιλοσοφήσει ὅπως πρέπει πάνω στ’ ἀνθρώπινα, θὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὰ πράγματα ἐκεῖνα ποὺ μὲ λόγια διδάσκουν οἱ ἅγιες Γραφές, ὅτι δηλαδή· «πάσα σὰρξ χόρτος, καὶ πάσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπε» (Ἡσ. 40, 6-7). Ἐπίσης «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψάλμ. 36, 2). Ἐπίσης «ὅτι… ὡσεὶ καπνὸς αἳ ἡμέραι (αὐτοῦ)» (Ψάλμ. 101, 4) κ.τ.λ.

Ἂν πάλι μπεῖ ἐδῶ ὁ φτωχὸς καὶ ὑψώσει τὰ μάτια τοῦ σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸν ἑαυτό του οὔτε θὰ στενοχωρηθεῖ γιὰ τὴ φτώχειά του. Ἀλλὰ θὰ αἰσθανθεῖ εὐγνωμοσύνη στὴ φτώχειά του, γιατί τοῦ εἶναι ἄσυλο καὶ λιμάνι ἀκύμαντο καὶ τεῖχος ἀσφαλές. Καὶ βλέποντας ὅ,τι βλέπει, θὰ προτιμήσει χίλιες φορὲς νὰ μείνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται παρὰ ν’ἀποκτήσει γιὰ λίγο τὸν κόσμο ὁλόκληρο κι ὕστερα νὰ κινδυνεύει νὰ χάσει καὶ τὴν ἴδια τοῦ τὴ ζωή.

Βλέπεις ὅτι ὄχι μικρὴ ἡ ὠφέλεια εἶναι καὶ στοὺς πλουσίους καὶ στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς ταπεινοὺς καὶ στοὺς δοξασμένους καὶ στοὺς δούλους καὶ στοὺς ἐλευθέρους ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐδῶ καταφυγή. Βλέπεις πῶς γιατρεύεται ὁ καθένας μόνο καὶ μόνο ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ θέαμα.

Ἄρα σᾶς μαλάκωσα τὸ πάθος, σᾶς ξερίζωσα τὴν ὀργή; Ἄρα σᾶς ἔσβησα τὴν ἀπανθρωπιά; Ἄρα σᾶς ὁδήγησα σὲ συμπάθεια; Νομίζω πῶς τὸ πέτυχα καὶ μάλιστα σὲ μεγάλο βαθμό. Μοῦ τὸ δείχνουν τὰ πρόσωπά σας καὶ οἱ πηγὲς τῶν δακρύων σας. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ πέτρα ἔγινε χῶμα παχὺ καὶ μαλακό, ἐμπρὸς ἃς βλάστηση τὸ ἔλεος, ἃς κυματίσουν τὰ στάχυα τῆς συμπαθείας μᾶς κάτω ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ κι ἃς πέσουμε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν βασιλέα, ἡ μᾶλλον ἃς παρακαλέσουμε τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ μαλακώσει τὸ θυμὸ τοῦ βασιλέως, νὰ κάνει ἁπαλὴ τὴν καρδιά του καὶ νὰ μᾶς δώσει ὁλόκληρη τὴ χάρη ποὺ θὰ τοῦ ζητήσουμε. Καὶ ἤδη, ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ποὺ αὐτὸς κατέφυγε ἐδῶ, δὲν σημειώθηκε μικρὴ μεταβολὴ στὶς διαθέσεις τοῦ βασιλέως. Γιατί, σὰν ἔμαθε ὁ βασιλεὺς πῶς κατέφυγε σὲ τοῦτο τὸ ἱερὸ ἄσυλο, ἔβγαλε λόγο μακρὸ μπροστὰ στὸ στρατόπεδο, ποὺ τοῦ ζητοῦσαν νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει ἐξαιτίας τῶν ἐγκλημάτων του, καὶ γαλήνευσε τὸν στρατιωτικὸ θυμό. Καὶ εἶπε ὅτι δὲν πρέπει μόνο τα φταιξίματα, ἀλλὰ καὶ τὰ κατορθώματά του νὰ λογαριασθούν, δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἔνιωθε τὴν ἀγανάκτησή τους, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπινη κατανόηση. Κι ὅταν πάλι ἦλθαν ἕως ἐδῶ γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν βασιλέα τους, μ’ ἄγριες φωνὲς καὶ ἔξαλλες χειρονομίες καὶ σείοντας τὰ δόρατα, αὐτὸς ἐδῶ ἀφήνοντας νὰ ρέουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ ἡμερότατα μάτια του καὶ δείχνοντας τοὺς τὴν ἱερὰ τράπεζα ὅπου εἶχε καταφύγει, κόπασε τὴν ὀργή τους.

Ἀλλ’ ἃς προσθέσουμε κι ἐμεῖς τώρα τὴ δική μας συμπεριφορά. Ποιᾶς συγχωρήσεως θὰ εἴσαστε ἄξιοι, ἂν ὁ βασιλεὺς ποὺ ὑβρίσθηκε δὲν μνησικακεῖ, καὶ σεῖς ποῦ τίποτε τέτοιο δὲν πάθατε θὰ φανερώνατε τόση ὀργή; Καὶ πῶς, σὰν διαλυθεῖ αὐτὴ ἡ σύναξη καὶ παύση αὐτὸ τὸ θέαμα, θὰ προσεγγίσετε τὰ ἅγια μυστήρια καὶ θὰ φέρετε στὰ χείλη σᾶς τὴν προσευχὴ ἐκείνη ποὺ ὁ Κύριος μας πρόσταξε νὰ λέμε: «ἅφες ἠμίν… (καθὼς) καὶ ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν» (Μάτ. 6, 12) ἂν ἀπαιτητὲ τιμωρία;

Ἔκανε μεγάλες ἀδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δὲν θὰ τὸ ἀρνηθοῦμε οὔτε ἐμεῖς. Ἀλλὰ τώρα δὲν εἶναι καιρὸς δικαστηρίου, ἀλλὰ ἐλέους· ὄχι εὐθύνης, ἀλλὰ φιλανθρωπίας· ὄχι ἀνακρίσεως, ἀλλὰ συγχωρήσεως· ὄχι καταδικαστικῆς ψήφου, ἀλλὰ οἴκτου καὶ χάριτος. Ἃς μὴ φλογίζεται λοιπὸν κανένας ἀπὸ ὀργή, ἃς μὴ προβάλλει ἐμπόδια, ἀλλὰ καλύτερα ἃς δεηθοῦμε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ δώσει σὲ τοῦτο τὸ πλάσμα τοῦ προθεσμία ζωῆς, νὰ ἑξαρπάσει ἀπὸ τὴ σφαγὴ ποὺ τὸ ἀπειλεῖ γιὰ νὰ πληρώσει τὰ φταιξίματα ποὺ ἔκαμε, καὶ ὅλοι μαζὶ ἃς προσέλθουμε στὸν φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλώντας ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ὀνόματος τοῦ θυσιαστηρίου, νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πρόσπεσε στὴν ἅγια Τράπεζα.

Ἂν τὸ πράξουμε αὐτό, καὶ ὁ βασιλεὺς θὰ τὸ δεχθεῖ καὶ ὁ Θεὸς πρὶν καὶ πάνω ἀπὸ τὸν βασιλέα θὰ τὸ ἐπαινέσει καὶ μεγάλη ἀμοιβὴ θὰ μᾶς ἀποδώσει γιὰ τὴ φιλανθρωπία ποὺ θὰ δείξουμε. Γιατί, καθὼς ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ τὸν ὠμὸ καὶ ἀπάνθρωπο, ἔτσι στὸν ἐλεήμονα καὶ φιλάνθρωπο εἶναι προσηνὴς καὶ γεμάτος φίλτρο. Καὶ ἂν μὲν αὐτὸς εἶναι δίκαιος, τοῦ πλέκει λαμπρότερα στέφανα· ἂν δὲ ἁμαρτωλός, παρατρέχει τὰ ἁμαρτήματα, ἀμείβοντας τὴ συμπάθεια ποὺ ἔδειξε ὁ ἁμαρτωλός, στὸν συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Πρ. Ὠσηὲ 6,6 καὶ Μάτ. 9,13). Καὶ παντοῦ της Γραφῆς βλέπει τὸ Θεὸ νὰ ζητᾶ ἀκριβῶς αὐτὸ καὶ νὰ τὸ λέγει λύση τῶν ἁμαρτημάτων.

Ἔτσι λοιπόν, κι ἐμεῖς τώρα θὰ τὸν κάνουμε ἴλεω, ἔτσι θὰ λύσουμε καὶ τὰ δικά μας φταιξίματα, ἔτσι θὰ στολίσουμε τὴν Ἐκκλησία, ἔτσι καὶ ὁ φιλάνθρωπος βασιλεὺς θὰ μᾶς ἐπαινέσει, καθὼς εἶπα προηγουμένως, καὶ ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς χειροκροτήσει καὶ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης θὰ μάθουν τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἡμερότητα τῆς πόλεως αὐτῆς, καὶ θὰ γεμίσει ἡ γῆ ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ παραδείγματός μας.

Γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε, λοιπόν, τὰ τόσα αὐτὰ ἀγαθά, ἃς προσπέσουμε, ἃς παρακαλέσουμε, ἃς δεηθοῦμε, ἃς ἁρπάξουμε ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ κινδύνου τὸν αἰχμάλωτο, τὸν φυγάδα, τὸν ἱκέτη, γιὰ νὰ πετύχουμε κι οἱ ἴδιοι των μελλόντων ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Περιοδικὴ ἔκδοση Ἱεροῦ Ναοὺ Ἁγίου Γεωργίου Γιαννιτσῶν
Τεῦχος 21
Νεομβριος 2010

πηγή

Ἀλήθεια, ποιὸ λιμάνι μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ λιμάνι τῆς Ἐκκλησίας; Ποιὸς παράδεισος μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸν παράδεισο τῶν συγκεντρωμένων πιστῶν; Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ φίδι ποὺ γυρεύει νὰ μᾶς βλάψει, μόνο ὁ Χριστὸς ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ μυστικά. … Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ ‘τᾶν λάθος ἂν θεωρούσαμε τὴν ἐκκλησία πιὸ σπουδαία ἀπὸ τὴν κιβωτό. Γιατί ἡ κιβωτὸς δεχόταν βέβαιά τα ζῶα καὶ τὰ διατηροῦσε ζῶα. Ἡ ἐκκλησία ὅμως δέχεται τὰ ζῶα καὶ τὰ ἀλλάζει. Τί ἐννοῶ μ’ αὐτό: Μπῆκε στὴν κιβωτὸ ἕνα γεράκι, βγῆκε πάλι γεράκι, μπῆκε ἕνας λύκος, βγῆκε πάλι λύκος. Ἐδῶ μπαίνει κανεὶς γεράκι καὶ βγαίνει περιστέρι, μπαίνει λύκος καὶ βγαίνει πρόβατο, μπαίνει φίδι καὶ βγαίνει ἀρνὶ, ὄχι ἐπειδὴ μεταβάλλεται ἡ φύση του, ἀλλὰ ἐπειδὴ διώχνεται μακριὰ ἡ κακία. Read more

Ἡ πλάνη πάντα αὐτοκαταστρέφεται καί, παρόλο ποὺ δὲν τὸ θέλει, στηρίζει σὲ ὅλα τὴν ἀλήθεια. Πρόσεξε: Ἔπρεπε ν᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε.Ἔ, λοιπὸν ὅλα αὐτὰ τὰ κατοχυρώνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί! Ἐφ᾿ ὄσoν ἔφραξαν μὲ τὸν βράχο καὶ σφράγισαν καὶ φρούρησαν τὸν τάφο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει καμία κλοπή. Ἀφοῦ ὅμως δὲν ἔγινε κλοπὴ καὶ ἐν τούτοις ὁ τάφος βρέθηκε ἄδειος, εἶναι ὁλοφάνερο καὶ ἀναντίρρητο ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶδες πὼς καὶ μὴ θέλοντας στηρίζουν τὴν ἀλήθεια;Ἀλλὰ καὶ πότε θὰ τὸν ἔκλεβαν οἱ μαθηταί; Τὸ Σάββατο; Μὰ ἀφοῦ δὲν ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸν νόμο νὰ κυκλοφορήσουν. Κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι θὰ παραβίαζαν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ τολμοῦσαν αὐτοὶ οἱ τόσο δειλοὶ νὰ βγοῦν ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι; Καὶ μὲ ποῖο θάρρος θὰ ριψοκινδύνευαν γιὰ ἕνα νεκρό; Προσμένοντας ποία ἀνταπόδοση; Ποία ἀμοιβή; Καὶ στ᾿ ἀλήθεια, ποῦ στηρίζονταν; Στὴ δεινότητα τοῦ λόγου τους; Ἀλλὰ ἦταν ἀπ᾿ ὅλους ἀμαθέστεροι. Στὰ πολλά τους πλούτη; Ἀλλὰ δὲν εἶχαν οὔτε ραβδὶ οὔτε ὑποδήματα. Μήπως στὴν ἔνδοξη καταγωγή τους; Ἀλλὰ ἦταν οἱ ἀσημότεροι τοῦ κόσμου. Μήπως στὸ πλῆθος τους; Ἀλλὰ δὲν ξεπερνοῦσαν τοὺς ἕνδεκα, ποὺ κι αὐτοὶ σκόρπισαν. Read more

saint-chrisostomosΓιατί περιεργάζεσαι ξένα κάλλη; Γιατί περιεργάζεσαι ἐρωτικὰ πρόσωπο ποῦ δὲν εἶναι δικό σου; Γιατί ὁδηγεῖσαι πρὸς τὸ γκρεμό; Γιατί βάζεις τὸν ἑαυτό σου μέσα σὲ δίχτυα αἰχμαλωσίας;

Ἀπόλαυσε τ’ ἀγαθά του γάμου καὶ ὅτι σου προσφέρει ἡ νόμιμη καὶ εὐλογημένη σχέση, καὶ ἀσφαλίσου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς ξένης ἀπόλαυσης. Read more


images (1)“Μὰ ἔχασα τὸ μονάκριβο παιδί μου”, θὰ πεῖ ἴσως κάποιος, “ποὺ πάνω του στήριζα τόσες ἐλπίδες”. Καὶ τί μ’ αὐτό; Εὐχαρίστησε τὸ Θεό, ποὺ πῆρε τὸ παιδί σου, καὶ τότε δὲν θὰ εἶσαι κατώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὁδήγησε τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαὰκ στὸ βουνὸ γιὰ νὰ τὸν θυσιάσει, ὓστερ’ ἀπὸ θεία ἐντολή. Ὅπως ἐκεῖνος ἀγόγγυστα πρόσφερε τὸ μονάκριβο παιδί του στὸ Θεό, ἔτσι πρόσφερέ το κι ἐσύ, καὶ δὲν θὰ πάρεις μικρότερη ἀμοιβή. Μὴν κλαῖς, μὴ βαρυγγωμᾶς, μὴν ἀναστενάζεις. Πὲς ὅ,τι εἶπε καὶ ὁ μακάριος Ἰώβ, ὅταν ἔχασε ὅλα του τὰ παιδιά: «Ὁ Κύριος μου τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος μου τὰ πῆρε. Ὅπως φάνηκε καλὸ στὸν Κύριο, ἔτσι κι ἔγινε. Ἃς εἶναι τ’ ὄνομά Του δοξασμένο παντοτινὰ» (Ἰὼβ 1:21). Ἔτσι ἀποστόμωσε καὶ τὴ γυναίκα του, λέγοντάς της μάλιστα καὶ τοῦτα τὰ λόγια, ποὺ προκαλοῦν τὸ θαυμασμό μας: «Ἂν δεχτήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κυρίου τὰ ἀγαθά, δὲν θὰ ὑπομείνουμε καὶ τὶς συμφορές;» (Ἰὼβ 2:10). Ἔτσι νὰ σκέφτεσαι κι ἐσύ, καθὼς μάλιστα τὸ παιδί σου δὲν ἔπεσε στὰ χέρια ἐχθροῦ ἢ κακούργου, ἀλλὰ πῆγε κοντὰ στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γι’ αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ σένα καὶ ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον τοῦ καλύτερα ἀπὸ σένα. Κοίτα πόσα παιδιά, ποὺ βρίσκονται στὴ ζωή, ἔκαναν μαρτυρικὴ τὴ ζωὴ τῶν γονιῶν τους.
Read more

IMG_3812c«Ἀγαθὸν» λέει, «εἰσελθεῖν εἰς οἰκίαν πένθους ἤ εἰς οἰκίαν γέλωτος»(1). Ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ψυχὴ μολύνεται. Γιατί, ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα ὅμοια μὲ αὐτοὺς νὰ ζεῖς τρυφηλά, παρακινεῖσαι σὲ σπατάλη. Ἂν δὲν ἔχεις τὴ δυνατότητα, δέχτηκες ἀφορμὴ λύπης. Στὸ σπίτι ὅμως ποὺ πενθεῖ τίποτα τέτοιο δὲ συμβαίνει, ἄλλα καὶ ἂν ἀκόμα δὲν μπορεῖς νὰ ζεῖς τρυφηλά, δὲν πόνεσες, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα, περιορίζεσαι.

Πραγματικὰ σπίτια πένθους εἶναι τὰ μοναστήρια, ὅπου ὑπάρχει σάκκος καὶ σποδός, ὅπου μόνωση, ὅπου καθόλου γέλιο, οὔτε πλῆθος βιωτικῶν πραγμάτων, ὅπου κυριαρχεῖ νηστεία, ὅπου ὕπνος κάτω στὸ χῶμα, ὅπου ὅλα εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κνίσσα, αἵματα, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ταραχή, ἀπὸ πολυκοσμία.

Read more



1.Νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του,καὶ νὰ φυλάσσει τὰς ἐντολᾶς αὐτοῦ,νὰ ἀγαπᾶ δὲ τὸν πλησίον του(τὸν συνάνθρωπό του),ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἐαυτόν του,σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου,ὁ ὁποῖος εἶπεν·Ἐὰν τὰς ἐντολᾶς μου τηρήσετε,μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπη μου(Ἰωάν.ἴε’ 10).Θὰ μείνετε δὲ εἷς τὴν ἀγάπην,ποὺ σᾶς ἔχω,ἐὰν φυλάξετε τὰς ἐντολᾶς μου.Καὶ πάλιν·Ἐν τούτω γνώσονται πάντες,ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἔστε,ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(Ἰωάν.ἰγ’ 35).Μὲ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶσθε μαθηταί μου,ἐὰν ἔχετε ἀγάπην ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον.

Read more

 << μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε (Ματθ. ζ’ 1) περὶ βίου ἐστίν, οὗ περὶ πίστεως>> (Χρυσοστόμου, PG.63,232).

saint-chrisostomosὉ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομός μας διδάσκει εἰς τοὺς λόγους τοῦ τὴν σωστὴ ἑρμηνεία τῶν λέξεων ΚΑΤΑΚΡΙΣΙΣ καὶ ΔΙΚΑΙΑ ΚΡΙΣΙΣ λέγοντας τὰ ἑξῆς

Η ΚΑΚΗ ΚΡΙΣΗ (ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ)

α) Δι’ ὅσους ἐπικρίνουν τοὺς ἱερεῖς καὶ δι’ ὅσους τοὺς σέβονται. Read more

Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ ἄθεων αἱρετικῶν καὶ περὶ σημείων τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος τούτου. Εἰπώθηκε καθὼς αὐτὸς ἑτοιμαζόταν νὰ ἐκδημήσει ἀπὸ τοῦ σώματος.

Εἰς τό Ἀρχαίο Κείμενο, Ἐδώ

α. Ὀδυνηρός ὁ λόγος, καθὼς εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος, ὅπως μου ἔχει δηλωθεῖ, ἀλλὰ καὶ γεμάτος πολλὴ χαρά.  Ἀπὸ τὴν μιὰ εἶναι ὀδυνηρός, διότι δὲν θὰ σᾶς ξαναμιλήσω.  Ἀπὸ  τὴν ἄλλη εἶναι γεμάτος χαρά, διότι ἔφθασε ὁ καιρὸς ν’ ἀναχωρήσω καὶ νὰ βρεθῶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «Οὐκέτι λαλήσω μὲθ΄ ὑμῶν» (Ἰωάν. 14.30).

Καὶ τώρα θὰ μιλήσω μὲ πόνο καρδιᾶς περὶ τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ τῶν ἄθεων αἱρετικῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος ἔλεγε, «Πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τὶμ 3.13), καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς σᾶς μίλησα ἤδη. Διότι πολλὲς ὁμιλίες ἔκανα μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως πολὺ καλὰ γνωρίζετε ἐσεῖς ποὺ ἀγαπᾶτε τὸ Θεό. Σχεδὸν σὲ κάθε ὁμιλία ἀναφερθήκαμε σ’ αὐτούς, ἂν θυμάστε τὰ ὅσα εἴπαμε χθές. Read more

saint-chrisostomosΠῶς ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός; Στὸ βασικὸ αὐτὸ ἐρώτημα ἂς μὴν προσπαθήσουμε ν ἀπαντήσουμε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τῆς δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, γιατὶ ὁ ἄπιστος δὲν θὰ τὸ παραδεχθεῖ. Ἂν τοῦ ποῦμε ὅτι ἀνέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, ἔδιωξε δαιμόνια, οὔτε τότε θὰ συμφωνήσει. Ἂν τοῦ ποῦμε ὅτι ὑποσχέθηκε ἀνάσταση νεκρῶν, βασιλεία οὐρανῶν καὶ ἀνέκφραστα ἀγαθά, τότε ὄχι μόνο δὲν θὰ συμφωνήσει, ἀλλὰ καὶ θὰ γελάσει. Read more

images (2)Στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀμέλεια εἶναι καταστροφικές. Ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμάρτημα, ἡ ἀπελπισία δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκωθεῖ? κι ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὄρθιος, ἡ ἀμέλεια τὸν κάνει νὰ πέσει. Ἡ ἀπελπισία στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ? ἡ ἀμέλεια δὲν τὸν ἀφήνει ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ τὸν βαραίνουν. Ἡ ἀμέλεια σὲ κατεβάζει καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς οὐρανούς, ἐνῶ ἡ ἀπελπισία σὲ γκρεμίζει ὁλότελα στὴν ἄβυσσο τῆς κακίας. Κοίτα νὰ δεῖς τὴ δύναμη ποὺ ἔχουν καὶ οἱ δύο. Read more

saint-chrisostomosἩ ζωὴ μᾶς εἶναι γεμάτη ἀπὸ ταραχὴ καὶ σύγχυση καὶ ὁ βίος μᾶς εἶναι φορτωμένος ἀπὸ πολλοὺς θορύβους καὶ ἀκαταστασίες. Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ταλαιπωροῦνται τὸ ἴδιο, πολλὲς φορὲς μάλιστα ὁ πλούσιος περισσότερο ἀπὸ τὸ φτωχό. Στεναχωριέται ἐπίσης καὶ ὁ ἄρχοντας καὶ ὁ ἀρχόμενος, καὶ ὁ πολύτεκνος πατέρας καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει κανένα παιδί. Ἡ ταραχὴ καὶ ἡ στενοχώρια δὲν ὀφείλονται στὴν ξαφνικὴ ἀλλαγὴ τῶν καταστάσεων, ἀλλὰ σὲ μᾶς τοὺς ἴδιους καὶ στὶς ἰδέες μας. Ὅταν αὐτὲς εἶναι ὀρθὲς καὶ σωστές, κι ἂν ἀκόμη ξεσηκώνονται ἀπὸ παντοῦ τρικυμίες, ἐμεῖς θὰ ἔχουμε συνεχῶς ψυχικὴ γαλήνη καὶ ἠρεμία.  Read more

Λιμάνια πνευματικὰ οἱ ναοὶ

image1Μὲ λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις. πνευματικὰ λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ’ αὐτὰ καταφεύγουμε, ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σώζει ἀπὸ τὴν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ’ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ σιγουριὰ καὶ ν’ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη πολλή. Read more

images (1)Θέλετε νὰ σᾶς πῶ καὶ ἄλλη αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία φοβόμαστε τὸ θάνατο; Γιατί δὲν ζοῦμε ἐνάρετη ζωὴ καὶ δὲν ἔχουμε καθαρὴ συνείδηση. Ἀλλιῶς ὁ θάνατος δὲν θὰ μᾶς τρόμαζε. Ἀπόδειξέ μου ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ σφάξε μὲ τώρα κιόλας. Θὰ σοῦ χρωστάω μάλιστα καὶ χάρη γιὰ τὴ σφαγή μου, ἀφοῦ θὰ μὲ στείλεις γρήγορα σ’ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά. Read more