ΕΝΑΣ ΑΝΗΣΥΧΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Ὁ Χριστιανισμὸς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο σὰν μία πνευματικὴ ἐπανάσταση. Στὴν ἐπαναστατικὴ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀντέδρασε τὸ κατεστημένο της τότε ἐποχῆς. Τὸ κατεστημένο, ὄχι μόνον ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἀντιδραστικῆς τάξεως τῶν ἀρχόντων, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια ὁρισμένων ταπεινωτικῶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἠθικῶν ἀρχῶν, τὶς ὁποῖες ἐδέχετο καὶ ἐφήρμοζε ὁ λαός. Ὅταν ὑποταγεῖ κανεὶς εἰς τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες του, συνηθίζει σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, ὅποιος ἐπιχειρήσει νὰ τὸν βγάλει ἀπ’ αὐτήν, γίνεται ἐχθρός του.

Μὲ πρωτοφανῆ ἐχθρότητα λοιπὸν ἀντιμετωπίστηκε ὁ Χριστιανισμὸς στὰ πρῶτα του βήματα ἀπὸ τὸ πάσης φύσεως κατεστημένο. Ἐπαγγελματίες ποὺ δὲν τοὺς συνέφερε ἡ λιτὴ καὶ ἁπλὴ χριστιανικὴ ζωή, φιλόσοφοι ποὺ ἔχαναν τοὺς μαθητᾶς των καὶ ὁ ὄχλος ποὺ δὲν εὕρισκε στὸν Χριστιανισμὸ τὸν κόλακα ἀλλὰ τὸν τιμητὴ τῶν κακιῶν του, ξεσήκωσαν πρωτοφανῆ ἐκστρατεία κατασυκοφαντήσεως καὶ ἀποδυναμώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ἡ ἀλήθεια, μία ἀλήθεια ποὺ αἰῶνες περίμενε ἡ ἀνθρωπότητα, καθόταν στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου, ὅπως συμβαίνει συνήθως σὲ κάθε ἐποχή. Καὶ σὲ κάθε ἐποχή, ὁ γνήσιος ἄνθρωπος, ὁ ἀσυμβίβαστος, ὁ ἀνήσυχος, ὁ δυναμικὸς ἄνθρωπος, καλεῖται νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀλήθεια, ἔστω κι ἂν αὐτὸ σημαίνει γκρέμισμα καὶ ἀφανισμὸ τῆς προηγούμενης πνευματικῆς του ὑποδομῆς καὶ ὑλικὴ κακοπάθεια.
Τὸ δρόμο καὶ τὰ βήματα ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἀλήθεια μία ἐκλεκτὴ προσωπικότητα τοῦ δεύτερου αἰῶνος μετὰ Χριστόν, τῆς ταραγμένης αὐτῆς ἐποχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστιανισμὸς γνήσιος, ἐνθουσιώδης καὶ ἀγωνιστικός, ξεχυνόταν μέσα στὴ λυσσασμένη ἀντίδραση τῶν πολλῶν, γιὰ νὰ κατακτήσει τὸν κόσμο, θὰ παρακολουθήσουμε ἐδῶ σύντομα.
Ἀνήσυχος στὴ νεότητά του μᾶς παρουσιάζει ὁ Ἰουστίνος, ὁ υἱὸς τοῦ Πρίσκου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Βακχείου, Οἱ γονεῖς του, ἐξελληνισμένοι Ρωμαῖοι, ζοῦσαν στὴ Φλαβία Νεάπολη, ἡ ὁποία κτίσθηκε πάνω στὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας σαμαρειτικῆς πόλεως Συχέμ, ἐκεί οπου ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στὴ Σαμαρείτιδα τὸ ζωντανὸ νερὸ τῆς διδασκαλίας του, ποὺ σβήνει γιὰ πάντα τὴν πνευματικὴ δίψα. Σ’ αὐτὸ τὸ νερὸ ἔσβησε καὶ ὁ νεαρὸς Ἰουστίνος τὴ δίψα του, ἀφοῦ δοκίμασε πολλὲς ἄλλες πηγές. Ἡ Φλαβία Νεάπολη μὲ τὴ συνένωση τοῦ ἀρχαίου σαμαρειτικοῦ τῆς παρελθόντος καὶ τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ παρόντος ἦταν ἕνα ἀξιόλογο κοσμοπολίτικο κέντρο. Κυκλοφοροῦσαν στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ὅλα τα θρησκευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ρεύματα καὶ ἦταν ἔτσι ἕνα ἰδανικὸ περιβάλλον γιὰ μεταφυσικὲς ἀναζητήσεις.
Μεγαλωμένος στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς του, εἰδωλολάτρης ἐκ καταγωγῆς, ψάχνει κατ’ ἀρχὴν μέσα στὸ χῶρο τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου νὰ βρεῖ λύση στὰ μεταφυσικά του προβλήματα, νὰ συναντήσει τὴν ἀλήθεια. Τὴν περιπλάνησή του ἀπὸ τὴ μία φιλοσοφικὴ σχολὴ στὴν ἄλλη, μᾶς τὴν περιγράφει παραστατικὰ ὁ ἴδιος στὴν ἀρχὴ ἑνὸς διαλογικοῦ του ἔργου, στὸ «Διάλογο πρὸς Τρύφωνα», ὅπου διασώζετο τὴ συζήτηση ποὺ ἔκανε μὲ ἕνα Ἑβραῖο ἀρχιραβίνο. Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ ἐρώτηση τοῦ Ἑβραίου γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι ἡ φιλοσοφία του, ἐκθέτει μὲ ζωντάνια τῆς ἀναζητήσεις του. Πίστευε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ τίμιο ἀνάμεσα σ’ ὅλα τα ἀποκτήματα τοῦ ἀνθρώπου. Σκοπὸς τῆς εἶναι νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο κοντὰ στὸ Θεό. Πραγματικοὶ δὲ ὅσιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν στρέψει τὸ νοῦ τοὺς σ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Ἀπὸ πόθο λοιπὸν νὰ γίνει καὶ αὐτὸς ἀληθινὸς φιλόσοφος ἔγινε μαθητὴς ἑνὸς στωικοῦ φιλοσόφου. Παρέμεινε ἀρκετὸ καιρὸ κοντά του, ἀλλὰ μάταια περίμενε νὰ ἀκούσει κάτι οὐσιαστικὸ περὶ τοῦ Θεοῦ ὁ δάσκαλός του, ἐκτός του ὅτι δὲν ἐγνώριζε τὰ σχετικὰ προβλήματα, ἔλεγε ἐπὶ πλέον ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαία αὐτὴ ἡ γνώση. Ἐγκαταλείπει πικραμένος τὸν στωικὸ φιλόσοφο, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ σχολὴ ἑνὸς φημισμένου περιπατητικοῦ φιλοσόφου. Ἡ ἀπογοήτευση τοῦ ἐδῶ εἶναι μεγαλύτερη? γιατί ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας ἡμέρα ὁ μεγάλος διδάσκαλος τοῦ ἐζήτησε νὰ ὁρίσουν τὰ δίδακτρα, ὥστε νὰ μὴ ἀποβαίνει ἀνωφελὴς ἡ φοίτηση. Στὴ χρηματικὴ ἀμοιβὴ ἔβλεπε ὁ φιλόσοφος τὴν ὠφέλεια τῆς φιλοσοφίας. Αὐτὸ ἔδειχνε ὅτι δὲν ἦταν καν φιλόσοφος. Τὸν ἐγκαταλείπει λοιπὸν καὶ αὐτὸν μὲ μεγαλωμένη τὴ λαχτάρα νὰ βρεῖ ἕνα σωστὸ φιλόσοφο. «Τῆς δὲ ψυχῆς ἔτι μου σπαργώσης ἀκοῦσαι τὸ ἴδιον καὶ τὸ ἐξαίρετόν της φιλοσοφίας, προσῆλθον εὐδοκιμούντι μάλιστα Πυθαγορεῖο, ἀνδρὶ πολὺ ἐπὶ τῇ σοφία φρονούντι» 1. Στὸν Πυθαγόρειο πίστεψε ὅτι θὰ σταματοῦσε τὸ σπαρτάρισμα τῆς ψυχῆς του καὶ εὕρισκε τὴν ἀλήθεια. Ἄλλες ὅμως δυσκολίες τὸν περιμένουν ἐδῶ? ὁ πυθαγόρειος σὰν ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴ γνώση τῆς φιλοσοφίας τοῦ συνέστησε νὰ μάθει μουσική, ἀστρονομία καὶ γεωμετρία. Ἡ ἀγωνία τοῦ Ἰουστίνου νὰ πλησιάσει τὴν ἀλήθεια. Ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα, τὸν ὁδήγησε νὰ ἀπορρίψει τὴ σύσταση τοῦ πυθαγορείου διδασκάλου, γιατί ἡ μάθηση αὐτῶν τῶν πραγμάτων θὰ ἀπαιτοῦσε πολὺ χρόνο. Μέσα στὴν ἀμηχανία του γιὰ τὸ τί ἔπρεπε στὴ συνέχεια νὰ κάμει, σκέφθηκε νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Πλατωνικούς, ποὺ κι αὐτοὶ εἶχαν μεγάλη φήμη. Σ’ ἕνα πλατωνικὸ λοιπὸν φιλόσοφο ποὺ μόλις εἶχε φθάσει στὴν πόλη τοὺς προσεκολλήθη Ἰουστίνου στὸ τέλος τῶν ἀναζητήσεών του. Μὲ πολὺ ἐνθουσιασμὸ ἄκουγε τὶς πλατωνικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸν νοητὸ κόσμο, γιὰ τὴ θεωρία τῶν ἰδεῶν, καὶ πίστευε πὼς σὲ λίγο θὰ ἔφθανε στὸ στόχο τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας, στὴ θέα δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ. Ἃς ἀκούσουμε πόσο δυνατά μας τὸ λέγει ὁ ἴδιος? «Καὶ μὲ ἤρει σφόδρα ἥ των ἀσωμάτων νόησις, καὶ ἡ θεωρία τῶν ἰδεῶν ἀνεπτέρου μου τὴν φρόνησιν, ὀλίγου τὲ ἐντὸς χρόνου ὤμην σοφὸς γενονέναι καὶ ὑπὸ βλακείας ἤλπιζον αὐτίκα κατ’ ὄψεσθαι τὸν θεόν? τοῦτο γὰρ τέλος τῆς Πλάτωνος φιλοσοφίας» 2 .
Ὁ Πλατωνισμὸς ἱκανοποίησε κατ’ ἀρχὴν τὸν Ἰουστίνο. Οἱ ἀμφιβολίες ὅμως ἄρχισαν σιγὰ-σιγὰ νὰ τὸν δέρνουν καὶ πάλι? τὸ κενὸ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν εἶχε γεμίσει ὁλόκληρο. Κάτι τελειότερο πρέπει νὰ ὑπάρχει? ποιὸς ὅμως θὰ τὸν χειραγωγοῦσε πρὸς τὰ ἐκεῖ; Ἔπειτα δὲν ὑπῆρχε ἄλλο σοβαρὸ φιλοσοφικὸ ἢ θρησκευτικὸ σύστημα, γιὰ νὰ ζητήση τὴ βοήθειά του. Τὸ Χριστιανισμὸ τὸν ἀντιμετώπιζαν μὲ εἰρωνεία καὶ σαρκασμὸ οἱ φιλόσοφοι σὰν θρησκεία τῶν βαρβάρων καὶ γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ στὸ λαό, λόγω τῆς ἠθικῆς του αὐστηρότητος, δὲν ἦταν συμπαθής.
Ἡ διαίσθηση ὅμως τοῦ Ἰουστίνου τὸν ἔστρεφε διαρκῶς πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν τοῦ εἶχαν κάμει ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Μήπως ὅλα ὅσα διέδιδαν γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ ἤσαν πλεκτάνη καὶ συκοφαντία καὶ ψεύδη, ποὺ εἶχαν σκοπὸ νὰ ἀποδυναμώσουν τὴν ἕλξη του καὶ νὰ τὸν κάνουν ἀκίνδυνο γιὰ τὸ κατεστημένο; Κυρίως δυὸ πλευρὲς τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν ἔβαλαν σὲ σκέψεις τὸν πλατωνικό μας φιλόσοφο. Ἡ καθαρότης, αὐστηρότης τῆς ἠθικῆς των ζωῆς καὶ ἡ ἀφοβία καὶ τὸ θάρρος μὲ τὰ ὁποῖα ἀντιμετώπιζαν τὸ θάνατο. Συγκρίνει τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μὲ τὰ ἀντίστοιχά της ζωῆς τῶν Ἐθνικῶν καὶ διαπιστώνει τὴν ὑπεροχή τους. Καμία φιλοσοφία δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ βελτιώσει τόσο πολὺ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ σαρκολατρία καὶ ἡ πορνεία ἐσφράγιζαν καὶ ἐμόλυναν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἠθικῆς ζωῆς τῶν Ἐθνικῶν? ὁ ἄνδρας ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος τὴ γυναίκα του στὴ διαφθορά, δὲν δίσταζε δὲ καὶ νὰ διαφθείρει ὁ ἴδιος τὴν κόρη του. Οἱ ὑψηλότερες ἰδέες περνοῦσαν ἀπαρατήρητες. Κανένας δὲν πείσθηκε ἀπὸ τὸ Σωκράτη νὰ πεθάνει ὑπὲρ τῆς διδασκαλίας του, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους. Στο Χριστιανισμὸ ἀντιθέτως ὅλοι ἀσκοῦν τέτοια ἠθική, ὥστε καὶ ἡ ἐπιθυμία μόνον καὶ τὸ πονηρὸ βλέμμα θεωροῦνται ἁμαρτία. Χιλιάδες εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πέθαναν γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι καὶ ἀγράμματοι 3.
Οἱ σκέψεις αὐτὲς συνέφεραν τὸν Ἰουστίνο ἀπὸ τὶς πλατωνικὲς ὀνειροπολήσεις του. Εἶδε στὸ Χριστιανισμὸ τὴ φιλοσοφία ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀλλάξει πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο τόσο, ὥστε μὲ ἀφοβία νὰ ἀντιμετωπίζει τὸν θάνατο. Καὶ στὸ στάδιο αὐτὸ κάποια ἡμέρα ποὺ βγῆκε περίπατο γιὰ περισυλλογὴ καὶ αὐτοσυγκέντρωση, ἕνας Χριστιανὸς πρεσβύτης τοῦ ἐγκρέμισε ὅλα τα πλατωνικὰ κατάλοιπα καὶ τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. «Ἀπὸ τότε, λέγει, ἄναψε θεϊκὴ φωτιὰ μέσα μου, καὶ μὲ ἐκυρίευσε ἱδρώτας γιὰ τοὺς ἄνδρας ποὺ εἶναι φίλοι καὶ κήρυκες τοῦ Χριστοῦ. Βρῆκα ἐπὶ τέλους τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία καὶ ἔγινα πραγματικὸς φιλόσοφος» 4
Χριστιανὸς πλέον ὁ Ἰουστίνος δὲν ἐγκαταλείπει τὸ φιλοσοφικὸ τρίβωνα? τὸν φορεῖ τώρα μὲ περισσότερη σιγουριά, γιατί βρῆκε τὴν ἀλήθεια. Ιδρύει χριστιανικὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ στὴ Ρώμη καὶ εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἐπιτυχία του, ὥστε ἀδειάζουν οἱ σχολὲς τῶν ἐθνικῶν φιλοσόφων. Ὁ κυνικὸς φιλόσοφος Κρήσκης, τὸν ὁποῖον ἀποστόμωσε σὲ δημόσια φιλοσοφικὴ συζήτηση, τὸν καταγγέλλει ὡς Χριστιανό. Καὶ ἐνώπιόν του ἔπαρχου τῆς Ρώμης Ρουστικοῦ δίδεται στὸν Ἰουστίνο ἡ εὐκαιρία νὰ κάνει καὶ αὐτὸς αὐτὸ ποὺ ἐθαύμαζε στοὺς Χριστιανούς? νὰ σταθεῖ ἄφοβα μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου.
– Ποιὰ εἶναι ἡ φιλοσοφία σου; Τὸν ρωτᾶ ὁ ἔπαρχος.
– Προσπάθησαν πολλὲς φιλοσοφίες νὰ μάθω, ἀναπαύθηκα ὅμως στὴ Χριστιανικὴ φιλοσοφία, ἔστω κι ἂν αὐτὴ δὲν ἀρέσει στοὺς ψευδοδόξους, εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ μάρτυρος.5
Αὐτὴ τελικῶς τὸν ὁδήγησε στὸ θάνατο τὸ 165 μ.Χ μαζὺ μὲ ἕξη ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς τῆς Σχολῆς του. Τὸ μαρτύριο τοῦ ἐσφράγισε τὴ φιλοσοφία του? καὶ τὰ δύο μαζὺ ἔγιναν τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ ἀνήσυχου κυνηγοῦ τῆς ἀλήθειας. Σ’ ὅλους εἶναι γνωστὸς ὡς Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς.
Στὶς ἀναζητήσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, τῶν νέων κυρίως, ποὺ ἀνάμεσα στὶς πολλὲς φιλοσοφίες τοῦ καιροῦ μᾶς ψάχνουν γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὁ Ἰουστίνος εἶναι πρότυπο πνευματικοῦ ὁδηγοῦ. Ταιριάζει πολὺ στὸν τύπο τοῦ σύγχρονου πνευματικοῦ ἀνθρώπου? ἀνήσυχος, ἐρευνητικός, χωρὶς φανατισμοὺς καὶ προκαταλήψεις, ἐλέγχει, συζητᾶ, δοκιμάζει. Δὲν κατεδίκασε ἐξ’ ὁλοκλήρου τὶς φιλοσοφίες ποὺ γνώρισε, πρὶν γίνει Χριστιανὸς τὶς τοποθέτησε ἁπλῶς στὶς πραγματικές τους διαστάσεις. Είναι ἀνθρώπινα, ἀτελῆ κατασκευάσματα, περιέχουν σπέρματα μόνο της ἀλήθειας. Ο Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἀλήθειας, ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου του Λόγου στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πέρα λοιπὸν ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη φιλοσοφία ὁδηγεῖ τοὺς κυνηγοὺς τῆς ἀλήθειας ὁ Ἰουστίνος. Τοὺς ὁδηγεῖ ἀκόμη καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ὅπως κατάντησε μέσα στον κόσμο, μὲ τοὺς τόσους ἱστορικούς του συμβιβασμούς, πρὸς τὸν γνήσιο Χριστιανισμό, στὸ Χριστιανισμὸ ποὺ ἐνθουσίασε καὶ εἵλκυσε καὶ τὸν ἴδιο. Σ’ ἕνα Χριστιανισμὸ ποὺ κάνει τὴ θεωρία πράξη, ποὺ τὴν ἀγάπη, τὴν ἰσότητα, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἁγνότητα, τῆς ἀδελφοσύνη, δὲν τὰ περιορίζει στὴ διδασκαλία, ἀλλὰ τὰ ἐπεκτείνει καὶ στὴ ζωή. Στὸν ἐφαρμοσμένο Χριστιανισμὸ βρῆκε ὁ Ἰουστίνος τὴν ἀληθινὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἀφοβία μπροστὰ στὸ θάνατο. Ὅτι ἐθαύμαζε στὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, τὸ ἐφήρμοσε καὶ ὁ ἴδιος, δὲν ὑπάρχει καλύτερη μέθοδος «φιλοσόφου βίου».
Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Θεοδρομία τεῦχος 1 Ἰανουάριος -Μάρτιος 2008

1)Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, 2, ΕΠΕ ‘Ἀπολογηταὶ 1,264-268.
2)Αὐτόθι.
3)Ἀπολογία Ἃ’ 15, ΕΠΕ, Ἀπολογηταὶ 1,96 Ἀπολογία Β’, 10, Αὐτόθι, 220 καὶ Ἀπολογία Β’, 12, Αὐτόθι 222.
4)Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, 8, Αὐτόθι 284: «Ἐμοῦ δὲ παραχρῆμα πῦρ ἐν τῇ ψυχὴ ἀνήφθη καὶ ἔρως ἔχει μὲ τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων οἱ εἰσὶ Χριστοῦ φίλοι? διαλογιζόμενος τὲ πρὸς ἐμαυτὸν τοὺς λόγους αὐτοῦ ταύτην μόνην εὕρισκον φιλοσοφίαν ἀσφαλῆ τὲ καὶ σύμφορον».
5)Μαρτύριον τῶν ἁγίων Ἰουστίνου, Χαρίτωνος, Χαρίτους, Εὐελπίστου, Ἱέρακος, Παίονος καὶ Λιβεριανοῦ 2 ἐν Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τὰ Μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν ΕΠΕ, σέλ. 90.Ρούστικος ἔπαρχος εἶπε: Ποίους λόγους μεταχειρίζη; Ιουστίνος εἶπε?Πάντας λόγους ἐπειράθην μαθεῖν, συνεθέμην δὲ τοῖς ἀληθέσι λόγοις, τοῖς τῶν Χριστιανῶν, καν μὴ ἀρέσκωσι τοῖς ψειδολόγοις.

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

πηγή