ΜΕΛΕΤΗ ΛΒ’
Στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, στὴν ὁποία ὀφείλουμε νὰ χαροῦμε μαζὶ
Α’. Μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀναστήθηκε.
Β’. Μὲ τὴν ἁγιώτατη μητέρα του.
Γ’. Μὲ τὸ σῶμα μας.
Α’.
Σκέψου, ἀγαπητέ, ὅτι ἐμεῖς παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν προφήτη Δαυὶδ ποὺ λέει νὰ εὐφραινώμαστε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου λέγοντας· «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα, τὴν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος· ἃς χαροῦμε καὶ ἃς εὐφρανθοῦμε σ’ αὐτὴν» (Ψαλμ. 117, 23), εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πρῶτα ἀπ’ ὄλα να χαροῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος στὴν χαρμόσυνη Ἀνάστασί του ἀπέκτησε πάλι, καὶ μάλιστα μὲ ἀμέτρητο κέρδος ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶχε χάσει στὸ πάθος του. Τέσσερα πράγματα εἶχε χάσει τότε· την χαρά, την ωραιότητα, τηντιμὴ καὶ την ζωή.Τώρα, ὅμως ποῦ ἀναστήθηκε, ἔλαβε πάλι τὴν ζωή· ἀλλὰ τί εἴδους ζωή; μία ζωή, ποὺ θανάτωσε ἐντελῶς τὸν θάνατο καὶ γι’ αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ πάντα μόνο ζωή, χωρὶς νὰ φοβᾶται νὰ δεχθῆ ἄλλη φορᾶ τὸν θάνατο· «Ὁ Χριστός ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲν θὰ πεθάνη πιά· ὁ θάνατος δὲν ἔχει πιὰ ἐξουσία ἐπάνω του» (Ρωμ. 6, 9).
Ἔλαβε πάλι τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἐξουσία, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ποὺ προηγουμένως λογαριαζόταν κατώτερος ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ καταφρονεῖτο χειρότερα ἀπὸ ἕνα σκουλήκι, τώρα ἀνασταίνεται καὶ ἀρχίζει νά βασιλεύη στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ· γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε μετὰ τὴν Ἀνάστασι· «Μοῦ δόθηκε κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ» (Ματθ. 28, 18). Έλαβε πάλι τὴν χαρά, ἐπειδὴ γκρεμίστηκαν ἐντελῶς τὰ μεσότοιχα, ποὺ κρατοῦσαν προηγούμενως ἐκεῖνο τὸ πέλαγος τῆς χαρᾶς μόνο στὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ Κυρίου· καὶ τώρα ὄλο τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς ἐκείνης ποὺ ἦταν δέσμιο γιὰ τριάντα τρία ὁλόκληρα χρόνια, ξεχύθηκε, γιὰ νὰ πλημμυρίση τὶς κατώτερες δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ τὰ μέλη τοῦ λυτρωτῆ. Γι’ αὐτὸ καί, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν τάφο, ὁ πρῶτος λόγος ποὺ ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ἅγιο στόμα του, φανέρωνε αὐτὴ τοῦ τὴν χαρά· «Καὶ νά, τὶς συνάντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τὶς εἶπε χαίρετε» (Ματθ. 28, 9). Έλαβε πάλι τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν δόξα, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἦταν χθὲς καὶ προχθὲς ἄμορφος, ἄδοξος, ἀνείδεος, τώρα ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα σὰν ἕνας νυμφίος ἀπὸ τὸν νυφικὸ θάλαμο, πάρα πολὺ ὡραῖος, ὅλος δόξα, ὅλος μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἡλίου· ἐπειδὴ ἡ χάρις καὶ ἡ δόξα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀναστήθηκε, εἶναι τόσο ὑπερβολική, ποὺ στὸν οὐρανὸ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀνώτατη μακαριότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ ὅλων των αἰσθήσεών μας. Καὶ θὰ εἶναι ἀρκετὴ νὰ γνωρίση σὲ ὅλους τους μακαρίους, τόσο ἀγγέλους ὅσο καὶ ἀνθρώπους, ἕναν παράδεισο, μέσα στὸν ὁποῖο θὰ εὐφραίνονται ἀχόρταγα σὲ ὅλους τους αἰῶνες· θέλεις νὰ τὸ καταλάβης καλλίτερα;
Σχημάτισε μὲ τὸν νοῦ σου ἕναν ἥλιο τόσο λαμπρό, ποὺ μὲ τὸ φῶς του νὰ σκεπάζη χιλιάδες ἥλιους, ὅπως καὶ αὐτὸς ὁ αἰσθητὸς ἥλιος σκεπάζει ὅλα τα ἄστρα. Τώρα, ἕνας ἥλιος τόσο λαμπρός, θὰ εἶναι σὰν ἕνα μικρὸ κάρβουνο συγκρινόμενος μὲ τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τὸ ὁποῖο μὲ τὴν ὑπερβολική του λάμψι θὰ ἀπορροφήση τὴν λάμψι τόσων μυριάδων μακάριων σωμάτων τῶν ἁγίων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ καθένα θὰ εἶναι λαμπρότερο ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἥλιο, καθὼς εἶναι γραμμένο· «Τότε οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὡς ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ πατέρα τοὺς» (Ματθ. 13, 43)· ἐδῶ το «ὡς» δὲν σημαίνει ὁμοίωσι, ἀλλά υπεροχη·δηλαδὴ θὰ λάμψουν περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Θεοφυλακτος.Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα καὶ ὡραιότητα ποὺ ζητοῦσε ὁ Χριστὸς μὲ τόση παράκλησι ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα τοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος λεγοντας· «Δόξασε μέ, σύ, πατέρα, κοντά σου μὲ τὴν δόξα ποὺ εἶχα μαζί σου, πρὶν νὰ ὑπάρξη ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5)· μὲ αὐτὰ τὰ λόγια δείχνει, ὅτι ἐπιζητοῦσε και ήθελε νὰ ἐξαπλωθῆ ἡ δόξα τῆς θεότητάς του, γιὰ νὰ δοξασθῆ πάρα πολὺ ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρωπότητά του, διότι χωρὶς αὐτὴ τὴν δόξα καὶ ὡραιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν δόξα καὶ μακαριότητα καὶ στὴν συνέχεια κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνη μακάριος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος· διότι ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ ἔμεινε σὰν γέφυρα ἀνάμεσα στὸν Κτίστη καὶ στὰ λοιπὰ χτίσματα, δέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅλο το πλήρωμα τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητάς του, τὸ μετριάζει κατὰ κάποιο τρόπο κι ἔτσι μέσα ἀπὸ αὐτὴ μεταδίδει τὴν δόξα αὐτή σε ὅλους τους μακάριους καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους. Ἀλλά δεν τὴν μεταδίδει ὅπως ἡ ἴδια τὴν δέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀκέραιη καὶ ὁλόκληρη, διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν δεχθῆ ἔτσι κανένα ἁπλὸ κτίσμα· ἀλλὰ συσκιασμένη καὶ μετριότερη, γιὰ νὰ τὴν δεχθοῦν οἱ μακάριοι, τόσο οἱ ἄγγελοι, ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι.
Το ὄτι οι ἄγγελοι δέχονται τὴν δόξα καὶ μακαριότητα μέσα ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαρτυρεῖ ὀ Αρεοπαγίτης Διονύσιος λεγοντας ὅτι τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων μετέχουν στὴν φωτοδοσία τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μὲ κάποιες εἰκόνες ἀλλὰ μὲ ἄμεση μετουσία στὴν γνῶσι τῶν θεουργικῶν τοῦ φώτων [Τὰ λόγια τοῦ θείου Διονυσίου, ποὺ ἀναφέρει γιὰ τὴν πρώτη τάξι τῶν Θρόνων, τῶν Χερουβὶμ καὶ τῶν Σεραφὶμ εἶναι τὰ ἑξῆς: «Ἐπίσης ἀξιώνονται νὰ μετέχουν τοῦ Ἰησοῦ ὄχι ἀπὸ εἰκόνες πλασμένες μ’ εὐλάβεια ποὺ ἀποτυπώνουν σὲ μορφὲς τὸ καθ’ ὁμοίωσι, ἀλλὰ πλησιάζοντας τὸν πραγματικὰ μὲ μία ἄμεση πρώτη μετουσία τῆς γνώσεως τῶν θεϊκῶν φώτων» (Περὶ οὐρανίου ἱεραρχίας, κέφ.ζ’)]. Καὶ ὁ σοφός Θεοδωρητος ὁ Κύρου λεγει: «Μετὰ τὴν σάρκωσι φανερώθηκε ὁ Θεὸς στοὺς ἀγγέλους ὄχι σὲ ὁμοίωμα τῆς δόξας του, ἀλλὰ χρησιμοποιώντας σὰν περιβολὴ τὸ ἀληθινὸ καὶ ζωντανὸ κάλυμμα τῆς σάρκας» (Διάλ. ἃ’ κατὰ Εὐτυχ.)· ο άγιος Ἰσαάκμαλιστα λέει, ὅτι «πρὶν ἀπὸ τὴν σάρκωσι δὲν μποροῦσαν οἱ ἄγγελοι νὰ εἰσέλθουν στὰ ὑψηλότερα μυστήρια τῆς θεώσεως, ὅταν ὅμως ἔλαβε σάρκα ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀνοίχθηκε θύρα μέσω τοῦ Ἰησοῦ» (Λόγ. πδ’ σέλ. 478). Καὶ πάλι· «Αὐτὴ ἡ πρώτη τάξις τῶν ἀσωμάτων μὲ θάρρος λέει, ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ ἔχει διδάσκαλό της τὸν μεσίτη Ἰησοῦ ἐκεῖνον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δέχεται τὴν γνῶσι καὶ τὴν μεταδίδει στοὺς κατωτέρους» (αὐτόθι σέλ. 477).
Ότι δὲ και οι μακάριοι ἅγιοι μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Ἰησοῦ βλέπουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, βεβαίωσε ὁ Κύριος λέγοντας· «Πατέρα, θέλω ὅπου εἶμαι ἐγώ, νὰ εἶναι μαζί μου καὶ ἐκεῖνοι πού μου ἔδωσες γιὰ νὰ βλέπουν τὴν δόξα μου» (Ἰω. 17, 24)· καὶ δὲν σταματάει μέχρις ἐδῶ, ἀλλὰ προσθέτει· «τὴν ὁποία μου ἔδωσες», γιὰ νὰ φανερώση μὲ αὐτὸ τὴν δόξα, ποὺ δόθηκε στὴν ἀνθρώπινη φύσι του. Ὢ δόξες! ὢ λαμπρότητες! ὢ μεγαλεία της Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου! Πραγματικὰ «αὐτὴ εἶναι ἡ ἡμέρα, τὴν ὁποία δημιούργησε ὁ Κύριος». Διότι τὴν δεύτερη καὶ τρίτη ἡμέρα δημιούργησε τὸ πρωτόγονο ἐκεῖνο φῶς καὶ τὴν τέταρτη, πέμπτη, ἕκτη καὶ ἕβδομη εἶχε τὸ φῶς ὁ ἥλιος ποὺ τὸν δημιούργησε τὴν τέταρτη μέρα. Τὴν Κυριακή, ποὺ εἶναι καὶ ἡ πρώτη μέρα, τὴν δημιούργησε ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξι μόνος καὶ ἄμεσα καὶ κατὰ τὴν κοσμογενεσία, (γιατί σύμφωνα μὲ τοὺς θεολόγους τὸ φῶς τῆς πρώτης ἡμέρας δὲν ἄρχισε ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μεσημέρι), καὶ τώρα πάλι μόνος ὁ νοητὸς Ἥλιος Χριστὸς τὴν δημιούργησε, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸ μνῆμα σὰν ἀπὸ ὁρίζοντα· καὶ αὐτὴ ἡ Κυριακὴ τώρα, βέβαια, εἶναι εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἐνῶ τότε θὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ὄγδοος αἰώνας [Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ τὰ βεβαιώνει ὀ μέγας Βασίλειος· διότι απορωντας ὁ ἅγιος γιατί ὁ Μωυσῆς ὠνόμασε τὴν Κυριακὴ μία καὶ ὄχι πρώτη, λέγει· «Θέλοντας λοιπόν, νὰ ἑλκύση τὸν νοῦ μας πρὸς τὴν μέλλουσα ζωή, ὠνόμασε μία τὴν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος τὴν ἀπαρχὴ τῶν ἡμερῶν, τὴν συνομίληκη τοῦ φωτός, τὴν ἁγία Κυριακή· αὐτὴν ποὺ ἔχει τιμηθῆ μὲ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Λέγει. «Ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (ὁμιλ. β’ εἰς τὴν Ἑξαήμερον). Τὸ ὅτι ἡ Κυριακὴ πρόκειται νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ὄγδοος αἰώνας λέει πάλι ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὀ μέγας Βασίλειος· «Ἐπειδή, ὁ λόγος γνωρίζει, ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη πρόκειται νὰ εἶναι ἀνέσπερη καὶ ἀδιάδοχη καὶ ἀτέλειωτη, τὴν ὁποία καὶ ὁ ψαλμωδὸς τὴν ὠνόμασε ὄγδοη, γιατί βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἑβδομαδιαῖο κύκλο, τότε εἴτε τὴν ἀναφέρεις ὡς ἡμέρα εἴτε ὡς αἰώνα, τὴν ἴδια ἔννοια ἔχει» (ὅ. π.). Σχεδὸν τὰ ἴδια λένε γιὰ τὴν Κυριακὴ καὶ ὀ θεολόγος Γρηγόριος στην Πεντηκοστὴ καὶ ὀ Νύσσης καὶ ὀΧρυσόστομος ερμηνευοντας τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ 6ου ψαλμοῦ ὑπὲρ τῆς ὀγδόης. Καὶ ὀΘεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος “στην Καινὴ Κυριακή”. Γι’ αὐτὸ και η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅλη τὴν διακαινήσιμη ἑβδομάδα τὴν ὑπολογίζει ὡς μία ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Κυριακῆς, γιὰ νὰ δείξη μὲ αὐτό, ὅτι ὅλος ὁ ἐβδοματικὸς αὐτὸς αἰώνας τῆς παρούσας ζωῆς πρόκειται νὰ γίνη μία ἡμέρα, ἡ ὄγδοη καὶ Κυριακή, ποὺ θὰ εἶναι ὁ ὄγδοος ἐκεῖνος αἰώνας τῆς μέλλουσας ζωῆς· διότι κατὰ τὸ μεσονύκτιό της Κυριακῆς πρόκειται νὰ γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἔλθη ὁ Χριστός, ὁ ἄδυτος ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὅπως ἀναφέρουν οἱ θεοφόροι Πατέρες. Λοιπόν, ἐκείνη ἡ Κυριακή, ἀφοῦ δεχθῆ γιὰ μία φορὰ τὸ φῶς ἀπὸ τὶς ἀκτίνες ἐκείνου τοῦ ἥλιου, δὲν θὰ ἔχη πλέον ἑσπέρας ἀλλὰ θὰ εἶναι μία ἀνέσπερη ἡμέρα καὶ ἀδιάδοχη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων]. Πραγματικά! «Ἃς ἀναστηθῆ ὁ Θεὸς καὶ ἃς διασκορπισθοῦν οἱ ἐχθροί του» (Ψάλμ. 117, 23)· οἱ ἐχθροί του δαίμονες· ὁ ἐχθρός του θάνατος· ὁ ἐχθρός του ἡ ἁμαρτία· ὁ ἐχθρός του ἅδης· οἱ ἐχθροί του Ἰουδαῖοι ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν μισοῦν. Πράγματι κινδύνευε τὸ καράβι νὰ πνίγη καὶ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίση νὰ ταξιδεύη, μέχρι ποὺ ὁ Ἰωνὰς ρίχθηκε στὴν θάλασσα καὶ τὸν κατάπιε τὸ κῆτος. Καράβι είναι ὁ κόσμος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήση στὸ ἀγαθό· θᾶλασσα ειναί τα πάθη καὶ οἱ θλίψεις τοῦ κόσμου· Ἰωνάς ο Χριστός· κήτος ηταν ὁ θάνατος καὶ ὁ ἅδης. Ρίχθηκε ὁ Χριστὸς στὴν θάλασσα καὶ τὰ πάθη· τὸν κατάπιε ὁ θάνατος καὶ ὁ ἅδης· και επειδὴ ἡ ζωοποιὸς θεότητα δὲν χωρίσθηκε οὔτε ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα, ποὺ βρισκόταν στὸν τάφο, οὔτε ἀπὸ τὴν ψυχὴ ποὺ κατέβηκε στὸν ἅδη, γι’ αὐτὸ νέκρωσε καὶ τὸν θάνατο, νέκρωσε καὶ τὸν ἅδη καὶ ἀναστήθηκε τριήμερος καὶ ἔτσι ὁ κόσμος ποὺ κινδύνευε σώθηκε· «Ὅπως ὁ Ἰωνὰς ἦταν στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν καρδιὰ τῆς γῆς τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες» (Ματθ. 12, 40).
Τώρα ἐσύ, ἀδελφέ, μπορεῖς νὰ μελετήσης αὐτὲς τὶς ἀλήθειες καὶ νὰ μὴ γεμίση ἡ καρδιά σου ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν ὑπέρτατη εὐδαιμονία καὶ δόξα, στὴν ὁποία βλέπεις ὅτι ἔφθασε ὁ Λυτρωτής σου μὲ την Ανάστασι ὄχι μόνον κατὰ τὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ πανάγιο σῶμα του; Γι’ αὐτὸ ἐπιθύμησε, λοιπόν, ν’ ἀπολαύσης ὅλες τὶς χάρες τῶν ἀγγέλων καὶ ὅλων των ἁγίων, που συναναστήθηκαν σήμερα καὶ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸν ἅδη, γιὰ νὰ συγχαρῆς μαζί τους τὸν ἀναστάντα Δεσπότη καὶ γιὰ νὰ εὐφρανθῆς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ γιὰ τὴν καινούργια αὐτὴ χαρὰ καὶ δόξα καὶ νίκη του, στοχαζόμενος πὼς ἡ δική του χαρὰ εἶναι καὶ χαρὰ δική σου· ἡ δική του δόξα εἶναι καὶ δόξα δική σου· καὶ ἡ δική του νίκη εἶναι καὶ νίκη δική σου· καὶ γενικά, ὅσα προνόμια καὶ ἀξιώματα ἔλαβε αὐτὸς μὲ τὴν Ἀνάστασί του, ὅλα γίνονται καὶ δικά σου μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν θερμή σου ἀγάπη πρὸς αὐτόν. Δικά του ὡς κεφαλῆς ποὺ εἶναι· δικά σου ὡς μέλους ποὺ εἶσαι· ἐκείνου ὡς πατέρα· καὶ δικά σου ὡς υἱοῦ· ἐκείνου ὡς ἀρχιστράτηγου καὶ βασιλιὰ καὶ δικά σου ὡς στρατιώτη καὶ ὑποτακτικοῦ του βασιλιά· ἐκείνου ἀγαπώμενου καὶ ἐσένα ὡς ἀγαπώντα, ἐπειδή η ἀγάπη ἔχει φυσικὸ ἰδίωμα νὰ κάνη κοινά τα τῶν φίλων, σύμφωνα μὲ τὴν παροιμία: «Τὰ τῶν φίλων κοινά». Καὶ ὅπως χθὲς καὶ προχθὲς γίνατε κοινωνοι στα πάθη καὶ στὴν θλίψι τοῦ Κυρίου μὲ την πίστι καὶ την αγάπη, ἔτσι καὶ σήμερα, εἶναι δίκαιο νὰ γίνετε κοινωνοι στην χαρά, στὴν δόξα καὶ στὴν Ἀνάστασί του· «Κατὰ τὸ μέτρο ποὺ γίνεσθε κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, νὰ χαίρεσθε, γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι καὶ ὅταν ἀποκαλυφθῆ ἡ δόξα τοῦ» (Ἃ’ Πέτρ. 4,13).
Και ἂν ὁ Ἀβραάμ, τρεῖς χιλιάδες χρόνια πρίν, εἶδε αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτήρα καὶ χάρηκε, ὅταν ἔλαβε ζωντανὸ τὸν γυιό του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος· «Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας σᾶς αἰσθάνθηκε ἀγαλλίασι, διότι περίμενε νὰ δὴ τὴν ἡμέρα μου καὶ τὴν εἶδε καὶ χάρηκε» (Ἰω. 8, 56)· πῶς λοιπόν, ἐσύ, ἀδελφέ, νὰ μὴ χαρῆς σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποία ἡ φθορὰ μεταβλήθηκε σὲ ἀφθαρσία, ὁ θάνατος σὲ ζωή, ὁ ἀκάνθινος στέφανος σὲ ρόδα καὶ ἄνθη, ὁ κάλαμος, ἡ λόγχη, τὰ καρφιά, ὁ σταυρὸς καὶ τὰ λοιπὰ ὄργανα τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀτιμίας ἔγιναν ὄργανα δόξης καὶ ἀπαθείας; Πῶς νὰ μὴ εὐφρανθῆς αὐτὴν τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία οι ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ ἀγάλλονται ἀπολαμβάνοντας καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν Ἀνάστασι τὴν σωτηρία; δηλαδὴ τὴν τέλεια ἀτρεψία καὶ ἀκινησία πρὸς τὸ κακό, τὴν ὁποία δὲν εἶχαν προηγουμένως, ὅπως μαρτυρεῖ ὀ Θεολόγος Γρηγόριος στον λόγο του στὸ Πάσχα λέγοντας· «Σήμερα σωτηρία στὸν κόσμο, καὶ ὅσος ὁρατὸς καὶ ὅσος ἀόρατος»· καὶ ὁ σχολιαστὴς του Νικήτας [Τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Νικήτα εἶναι τὰ ἑξῆς· «Οἱ ἄγγελοι ὄντας δυσκίνητοι πρὸς τὸ κακὸ ἀλλ’ ὄχι ἀκίνητοι, μετὰ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν, λοιπόν, καὶ ἀκίνητοι, ὄχι ἀπὸ τὴν φύσι, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ· ἡ ἀτρεψία τοὺς εἶναι ἡ σωτηρία τους, διότι δὲν φοβοῦνται πλέον τὴν μεταβολὴ πρὸς τὸ χειρότερο καὶ τὴν καταστροφή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτήν. Ἀκίνητοι, ὅμως, ἔγιναν οἱ Ἄγγελοι πρὸς τὸ κακὸ μετὰ τὴν Ἀνάστασι, ἐπειδὴ καὶ ἔμπρακτα ἔμαθαν ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστὸ τὴν ταπείνωσι, ὁ ὁποῖος ταπεινώθηκε ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλὰ κυρίως ἐπειδὴ καταδέχθηκε νὰ πλένη τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του καὶ ἔγινε ὑπήκοος μέχρι τῶν παθῶν καὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς». Γι’ αὐτὸ και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ειπε· «Ἀπὸ ἐδῶ οἱ ἄγγελοι δέχθηκαν τὴν ἀτρεψία, ἔμπρακτα μαθαίνοντας ἀπὸ τὸν Κύριο, ὄτι δρομος, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς κάνει ὅμοιους μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι ἡ ἔπαρσις, ἀλλὰ ἡ ταπείνωσις» (Λόγος εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν)] ἑρμηνεύει· Οἱ προπάτορες στὸν ἅδη εὐφραίνονται, ὅσοι εἶναι στὰ μνήματα ἀνασταίνονται, οἱ Ἀπόστολοι στὴν γῆ χαίρονται καὶ ὁ ἅδης ὁ ἴδιος πανηγυρίζει μαζὶ μὲ ὅλα τα ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια καὶ ἄλλο δὲν ἀκούγεται σὲ κάθε μέρος παρὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Πῶς ἐσὺ νὰ μὴ χαίρεσαι αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς χαρᾶς ποὺ εἶναι τῶν «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων», κατὰ τονΘεολόγο Γρηγόριο; Ἄνοιξι τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στὶς ἐποχές· ἥλιος ἀνάμεσα στ’ ἄστρα, χρυσὸς ἀνάμεσα στὰ μέταλλα καὶ βασίλισσα τῶν ἡμερῶν μεταξὺ ὅλων των ἡμερῶν τοῦ χρόνου; Γνώριζε ὅτι, ἂν δὲν χαρῆς πνευματικὰ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κακὸ σημάδι γιὰ σένα ὅτι δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ ἄρα δὲν εἶσαι ἀληθινὸς χριστιανὸς ἀλλὰ ξένος καὶ ἀλλότριος του Χριστοῦ, διότι δὲν συγχαίρεις στὴν χαρὰ καὶ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου σου.
Γι’ αὐτό, ἀδελφέ, ἄναψε στὴν καρδιά σου μία φλόγα ἀγάπης πρὸς τὸν ἀναστάντα Χριστό, εὐφραινόμενος στὴν εὐτυχία καὶ στὸ δικό του καλὸ περισσότερο, ἀπ’ ὅσο θὰ εὐφραινόσουν, ἂν ἦταν δικό σου. Καὶ ἐπειδή σημερα ἔγιναν καινούργια ὅλα, τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος· «Τὰ ἀρχαῖα πέρασαν, ἔχουν γίνει ὅλα καινούργια» (Β’ Κορ. 5, 17)· καινούργιος ὁ τάφος· καινούργια τα σινδόνια· καινούργια ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου·καινούργιοι oι ἀναστάντες προπάτορες καὶ δίκαιοι· καινούργιος ὁ οὐρανός· καινούργια ἡ γῆ· ψάλλε καὶ σύ, λοιπόν, καινούργια ἄσματα, ὅπως σὲ προστάζει ὁ Δαβίδ· «Ψάλατε στὸν Κύριο καινούργιο τραγούδι» (Ψάλμ. 149, 1). Καὶ συλλογίζου καινούργιους λογισμούς· κᾶνε ἔργα καινούργια· ζῆσε ζωὴ καινούργια καὶ ἀντάξια της καινούργιας Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ἐσὺ ὅταν βαπτίσθηκες συμπέθανες καὶ συντάφηκες μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὴν ἁγία κολυμβήθρα καὶ συναναστήθηκες μαζί του καὶ ὑποσχέθηκες νὰ ζήσης μία καινούργια ζωή, ὅπως λέει ὀ Παῦλος· «Μὲ τὸ βάπτισμα ἔχουμε ταφὴ μαζί του στὸν θάνατο ὥστε, ὅπως ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς μὲ τὴν δόξα τοῦ Πατέρα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε μία νέα ζωὴ» (Ρωμ. 6, 4). Πρέπει νὰ ντραπῆς ποὺ μέχρι τώρα παρέβαινες τὴν ὑπόσχεσι αὐτὴ κι ἔζησες μία ζωὴ παλιὰ καὶ διεφθαρμένη· καὶ ἀποφάσισε ἀπὸ σήμερα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ ἀνακαινίσης τὴν πρώτη ἐκείνη ὑπόσχεσι, ποὺ ἔδωσες στὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ νὰ ζήσης μία ἄλλη, καινούργια ζωή· ὄχι μὲ διασκεδάσεις καὶ ξεφαντώματα καὶ χοροὺς καὶ τραγούδια· ὄχι μὲ φιληδονίες καὶ φιλοδοξίες· ὄχι μὲ φιλαργυρίες καὶ ἄλλες ἁμαρτίες· διότι αὐτὰ εἶναι τῆς παλιᾶς ζωῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, που απέβαλες στὸ ἅγιο Βάπτισμα καί, ὅποιος τὰ κάνει αὐτά, θὰ πεθάνη· «Διότι, ἐὰν ζῆτε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς σάρκας θὰ πεθάνετε» (Ρωμ. 8, 13). Ἀλλὰ μὲ την παρθενία καὶ τὴν ἀφθαρσία τοῦ σώματος· μὲ την καθαρότητα και απαθεια της ψυχῆς· μὲ τηνπνευματικῆ γνῶσι καὶ θεωρία τοῦ νοὺ καὶ μὲ τὶς ὑπολοιπες αρετές που δίνουν ζωή, καὶ με καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι γνωρίσματα τῆς νέας ζωῆς τοῦ καινούργιου ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἔζησε μία νέα ζωή, ἐλεύθερη μέχρι καὶ ἀπὸ τα αδιάβλητα πάθη της ἀνθρωπίνης φύσεως ὅπως ἡ πείνα, ἡ δίψα, τὸ ψύχος καὶ τὰ λοιπά, ἔτσι κι ἐσύ, ἀφοῦ μὲ τὴν πίστι ἀναστήθηκες μὲ τὸν Χριστό, ὀφείλεις νὰ ζῆς ἐλεύθερος τουλάχιστον ἀπὸ τὰ διαβλητὰ πάθη καὶ ἁμαρτίες καὶ νὰ διατηρῆς καθαρὴ αὐτὴ τὴ νέα ζωὴ πού σου χάρισε ὁ Χριστός·καὶ μὴ σὲ πλανήση ὁ διάβολος λέγοντάς σου αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες· “τώρα εἶναι ἀνάστασις καὶ λαμπρή· φάγε, πιὲς διασκέδαζε, ξεφάντωνε”. Διότι λέει ὀ ιερὸς Χρυσοστομος ότι, μολονότι πέρασε ὁ καιρὸς τῆς νηστείας, ὁ καιρὸς ὅμως τῆς ἐγκράτειας εἶναι πάντοτε μαζί μας καὶ μάλιστα διότι ἡ Ἁγία Πεντηκοστὴ ἀκολουθεῖ καὶ μᾶς ἀναμένει καὶ μᾶς προσμένει καὶ πρέπει τὶς ἡμέρες αὐτὲς νὰ καθαριζώμαστε, γιὰ νὰ δεχθοῦμε στὴν ψυχὴ μᾶς τὴν ἔλευσι καὶ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διότι ἔτσι ψάλλει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας· «Ἀφοῦ διδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νέο καὶ καινούργιο τρόπο ζωῆς ἃς τὸν διατηρήσουμε μέχρι τέλους, ἰδιαίτερα, ὅμως ἃς φροντίσουμε, νὰ ἀπολαύσουμε τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀΜέγας Βασίλειος ειπε· «Πῶς θὰ μᾶς ὑποδεχθῆ ἡ Πεντηκοστή, ὅταν μὲ τέτοιο τρόπο περιφρονήθηκε ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα; Τὴν Πεντηκοστὴ ἔγινε σὲ ὅλους φανερὴ ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ἐπιδημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐσύ, ὅμως, πρόλαβες καὶ ἔκανες τὸν ἑαυτό σου κατοικητήριο τοῦ ἀντίθετου πνεύματος, ἔγινες ναὸς εἰδώλων, ἀντὶ νὰ γίνης ναὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐνοίκησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐπέσυρες ἔτσι τὴν κατάρα τοῦ Προφήτη, ποὺ εἶπε ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ· “Θὰ μεταστρέψω τὶς ἑορτές τους σὲ πένθος” (Ἀμῶς 6, 16)». (Στὸ τέλος τοῦ λόγου κατὰ μεθυόντων). Ευχαρίστησε τὸν Κύριο γιὰ τὰ χαρίσματα, πού σου ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν Ἀνάστασί του καὶ ἰδιαίτερα διότι μὲ τὴν ἀνάστασί του σὲ ἔκανε καινούργιο ἀντὶ παλιό· «Ἐὰν κανεὶς εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, αὐτὸς εἶναι καινούργια κτίσις» (Β’ Κορ. 5, 17). Καὶ ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τοὺς νηπτικοὺς καὶ θεοσοφοὺς Πατέρες τρεις εἶναι οἱ ἀναστάσεις ποὺ ἐνεργοῦνται μυστικὰ καὶ ἠθικὰ στὸν ἄνθρωπο, ἡ μία του σώματος, ἡ ἄλλη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἄλλη τοῦ νοὺ [Μὴ ἀπορήσης, ἀναγνώστα, ἂν λέμε ἐδῶ τρεῖς ἀναστάσεις, ἐνῶ στὸν ἑπόμενο συλλογισμὸ τῆς Μελέτης αὐτῆς ἀναφέρουμε δύο ἀναστάσεις, ψυχῆς καὶ σώματος· διότι αὐτές σε δυὸ συμπεριλαμβάνονται, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ, ἐπειδὴ ὁ νοῦς μὲ τὴν ἐπίνοια ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ψυχή]· ἡ μία της ἀρετής που κατορθώνεται μὲ τὴν πρακτικὴ φιλοσοφία, ἡ ἄλλη τοῦ λόγου, ποὺ κατορθώνεται μὲ τὴν θεωρία τῶν ὄντων καὶ τὴν πνευματικὴ γνῶσι καὶ ἡ ἄλλη της υπέρλογης σιγής που κατορθώνεται μὲ τὴν ἁρπαγὴ πρὸς τὸν Θεό. Παρακάλεσε τὸν Κύριο, ποὺ ἀναστήθηκε σήμερα, νὰ ἐνεργήση καὶ σὲ σένα μὲ τὴν χάρι τοῦ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀναστάσεις καὶ νὰ ζωοποιήση τὸ σῶμα σου, ποὺ νεκρώθηκε ἀπὸ τὴν ἐμπάθεια, τὴν ψυχή σου, ποὺ νεκρώθηκε ἀπὸ τὴν ἡδυπάθεια, καὶ τὸν νοῦ σου, ποὺ νεκρώθηκε ἀπὸ τὴν προσπάθεια· καὶ ἔτσι, ἀφοῦ ζωοποιήση αὐτὰ τὰ τρία μέρη μὲ τὴν ἀπάθεια, νὰ σὲ ἀξιώση νὰ ἀναστηθῆς ἀπὸ ἐδῶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ὄχι μόνο μὲ τὴν ἁπλὴ πίστι, ἀλλὰ μὲ τὴν πείρα καὶ μὲ τὴν νοερὴ αἴσθησι, ὥστε νὰ λὲς ἀληθινὰ καὶ ὄχι μὲ τὰ λόγια μόνο το· «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον»· καὶ νὰ βασιλεύη καὶ νὰ ζῆ ὁ Χριστὸς μόνο μέσα σου κι ἐσὺ ἀντίστροφα νὰ βασιλεύεσαι καὶ νὰ ζῆς μόνο μέσα στὸν Χριστό, σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία πού σου δίνει ὁ Ἀπόστολος· «Ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν, νὰ μὴ ζοῦν πλέον γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πέθανε γι’ αὐτοὺς καὶ ἀναστήθηκε» (Β’ Κορ. 5, 15).
Β’
Σκέψου, ἀγαπητέ, ὄτι κατα δεύτερο λόγο ἔχουμε χρέος νὰ συγχαροῦμε μὲ τὴν Παναγία Παρθένο, ποὺ ὅταν εἶδε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της ὅτι ἀναστήθηκε, γέμισε ἀμέσως ἀπὸ τόση μεγάλη χαρὰ ὅσο μεγάλη ἦταν καὶ ἡ θλίψη ποὺ δοκίμασε στὰ Πάθη του.
Οἱ πόνοι καὶ οἱ θλίψεις της μετριοῦνται μὲ τὴ γνώση ποὺ εἶχε γιὰ τὴν ἄπειρη ἀξιότητα τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου, καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς σ’ αὐτόν, ὄχι μόνο σὰν Θεό, καὶ σὰν γέννημα τῶν σπλάγχνων της, ἀλλὰ σὰν μονογενῆ Υἱό της καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ μόνη ἦταν μητέρα τοῦ χωρὶς πατέρα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἄφηναν τὴν ἀγάπη της νὰ μοιρασθεῖ σὲ ἄλλα πράγματα, ἀλλὰ τὴν πολλαπλασίαζαν μόνο στὸ γλυκὸ τῆς Υἱό.
Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸν γνώριζε περισσότερο, τὸν ἀγαποῦσε καὶ περισσότερο, ἀπ’ ὅσο τὸν γνώριζαν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό. Ἑπομένως μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ Παναγία Παρθένος ἔπασχε στὸ Πάθος τοῦ Υἱοῦ τῆς περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔπασχαν ὅλα μαζί τα κτίσματα· κι ὅτι ἡ λύπη της δὲν συγκρίνεται μὲ καμιὰ ἄλλη, παρὰ μόνο τὴ λύπη, ποὺ δοκίμασε ὁ ἀγαπημένος τῆς Ἰησοῦς. «Καὶ τὴ δική σου ψυχὴ θὰ διαπεράσει ρομφαία» (Λουκ. 2,35).
Ἀφοῦ ὅμως αὐτὴ πρώτη πῆγε κατὰ τὸ μεσονύκτιο γιὰ νὰ δεῖ τὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ της καὶ ἀφοῦ γι’ αὐτὴ καὶ μόνη ἔγινε ὁ σεισμὸς καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ συνήθης διακονητὴς καὶ τροφεὺς καὶ εὐαγγελιστής της, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, κύλησε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ πόρτα τοῦ τάφου καὶ καθόταν πάνω σ’ αὐτὴν ἀστραπόμορφος καὶ λευκὸς σὰν τὸ χιόνι. Ἀφοῦ λέω, κατέβηκε ὁ θεῖος Γαβριήλ, ὢ , πὼς μετατράπηκε ἀμέσως σὲ ὑπερβολικὴ χαρὰ ἡ ὑπερβολική της λύπη! Ὢ πόσο ἀγαλλίασε τὸ πνεῦμα της, ὅταν εἶδε, ὅτι γι’ αὐτὴν μόνο ἀνοίχθηκε ὁ τάφος τοῦ Υἱοῦ της! Ὅπως γιὰ χάρη τῆς Θεοτόκου ἀνοίχθηκαν στοὺς ἀνθρώπους τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, ἔτσι καὶ γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωοποιὸς τάφος τοῦ Κυρίου, ὅπως λέει ὁ μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
Αὐτὴ πρώτη εἶδε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της! Ὢ πόσο εὐφράνθηκε, ὅταν πλησιάζοντας στὸν ἀγαπητό της Ἰησοῦ ἐπίασε μὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη τὰ ἅγια πόδια του καὶ τὰ προσκύνησε! Κι ὅταν εἶδε γεμάτα ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τὰ μέλη τοῦ γλυκύτατου Υἱοῦ της, τὰ ὁποῖα πρὸ ὀλίγου ἤσαν ὅλα καταξεσχισμένα, ἄτιμα καὶ ἄμορφα! Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως πόσο χάρηκε, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸ θεῖο στόμα τοῦ Υἱοῦ τῆς τὸν χαροποιὸ ἐκεῖνο λόγο, ποὺ τῆς εἶπε, τὸ «χαῖρε»· μολονότι καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει, ὅτι ἦταν μαζί της καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἐπίασε καὶ αὐτὴ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου, καὶ ἄκουσε καὶ αὐτὴ τὸ χαῖρε, μὲ σκοπὸ νὰ μὴν ἀμφισβητεῖται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἂν τὴν μαρτυροῦσε μόνο ἡ Παναγία μητέρα τοῦ λόγω τῆς φυσικῆς οἰκειότητας, καθὼς τὸ ἀποδεικνύει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (καὶ ὁ Ξανθόπουλος στὸ συναξάρι τοῦ Πάσχα). Ποιὸς νοῦς μπορεῖ νὰ καταλάβει τί εἴδους τελειότητα ἀγάπης καὶ χαρᾶς ὑπῆρξε ἀνάμεσα στὴ Θεοτόκο καὶ στὸ Χριστό, ἀνάμεσά σε μιὰ τέτοια Μητέρα καὶ σ’ ἕνα τέτοιο Γιό;
Λοιπόν, ἀδελφὲ ἂν ἡ Θεοτόκος εἶναι φυσικὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, θετὴ δὲ καὶ πνευματικὴ μητέρα ὅλων των Χριστιανῶν καὶ μάλιστα τέτοια μητέρα ὥστε, καθὼς ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλλει νὰ μὴ ἀποκαλέσουμε πατέρα στὴ γῆ, ἐπειδὴ κυρίως ἕνας εἶναι ὁ πατέρας μας, ὁ ἐπουράνιος. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔχουμε δίκιο νὰ ποῦμε ὅτι κι ἄλλη μητέρα δὲν ἔχουμε παρὰ μόνο τὴ Θεοτόκο. Ἄν, λέω, ἡ Θεοτόκος εἶναι μητέρα τῶν χριστιανῶν, χρωστᾶς καὶ σὺ ἀδελφὲ σὰν χριστιανὸς καὶ γιὸς τῆς Παρθένου νὰ συγχαρεῖς σ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη χαρά της. Ἂν στὸν καιρὸ τῆς τόσης εὐτυχίας της, δὲν συγχαρεῖς μὲ τὴν Παναγία, ἀσφαλῶς θὰ φανεῖς ἀνάξιος της ἀγάπης της. Καὶ ἂν φανεῖς ἀνάξιος τῆς ἀγάπης της, θὰ φανεῖς ἀνάξιος γιὰ νὰ γίνεις δεκτὸς κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη της· κι ἂν αὐτὴ ἡ μητέρα ὅλων μας, δὲν σὲ δεχθεῖ κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη της ἀλλοίμονον σὲ σένα! Ποιὰ ἐλπίδα σου ἀπομένει γιὰ τὴ σωτηρία σου; Αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τοῦ ἐλέους καὶ ὅλες οἱ χάριτες τοῦ Θεοῦ περνοῦν μέσ’ ἀπὸ τὰ χέρια της τόσο στὸν οὐρανό, ὅσο καὶ στὴ γῆ, τόσο στοὺς ἀγγέλους, ὅσο καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ μόνη ὄντας μεθόριο μεταξύ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων, παίρνει ἀπὸ τὴν Τρισήλιο Θεαρχία ὅλες τὶς ὑπερφυσικὲς δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα καὶ τὰ μεταδίδει σὰν φιλανθρωπότατη βασίλισσα σ’ ὅλες τὶς τάξεις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἔχουν πρὸς αὐτήν. Εἶναι λοιπὸν αὐτὴ μόνη ἡ ταμιοῦχος ταυτόχρονα καὶ χορηγός τοῦ πλούτου τῆς θεότητος καὶ χωρὶς τὴ μεσιτεία της δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει κανεὶς τὸ Θεό, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, καθὼς λέει γι’ αὐτὴν ὁ μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος στὸν πρῶτο λόγο του στὰ Εἰσόδια.
Θέλησε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ εἶναι οἱ πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου νόμοι ἀπαράβατοι, γιὰ νὰ δίνεται ἀπὸ αὐτὸν ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνία σ’ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους αὐτὴ πρεσβεύει: «ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ μιλάει μὲ σοφία καὶ σύνεση καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα της καὶ πλούτισαν» (Παροιμ. 29, 28). Καὶ ὁ ἅγιος Γερμανὸς λέει ἀπευθυνόμενος στὴν Παρθένο «Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ σὲ παρακούσει ὁ Θεός, ἐπειδὴ πειθαρχεῖ “κατὰ πάντα, καὶ διὰ πάντα, καὶ σὲ ὄλα” σὲ σένα ποὺ εἶσαι ἡ ἀληθινὴ καὶ ἄχραντη μητέρα του» (Λόγος στὴν Κοίμηση).
Νὰ χαίρεσαι λοιπὸν μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ μαζὶ μ’ αὐτὴν τὴ Δέσποινα, τ’ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, τῆς χαρᾶς τὸ δοχεῖο, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴν πρώτη δόθηκε ἡ χαρὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀναστάση, στὸν Εὐαγγελισμό της, καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση, σήμερα.
Νὰ χαίρεσαι μαζὶ μὲ τὴ Θεοτόκο, καθὼς χαίρεται μαζί της καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ἀσματικῶν τροπαρίων της ψάλλοντάς της χαρμόσυνα καὶ πανηγυρικά, τώρα μέν: «ὁ ἄγγελος ἐβόα τὴ Κεχαριτωμένη, ἁγνὴ Παρθένε χαῖρε καὶ πάλιν ἐρῶ χαῖρε. ὁ σὸς Υἱὸς ἀνέστη τριήμερος ἐκ τάφου», τώρα δέ: «Σὺ δὲ ἁγνὴ τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἀναστάντα κατιδοῦσα σὸν Υἱὸν καὶ Θεόν, χαίροις σὺν Ἀποστόλοις, Θεοχαρίτωτε ἁγνή». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: «τὴν γὰρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν, ἔδει καὶ τὴ δόξη τῆς σαρκός σου, ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς».( Αὐτὴ ποὺ ὡς μητέρα ὑπερβολικὰ πόνεσε στὸ πάθος σου, ἔπρεπε νὰ ἀπολαύση ὑπερβολικὴ χαρὰ γιὰ τὴ δόξα τοῦ σώματός σου).
Τί λέω; Νὰ χαίρεσαι μαζὶ μὲ τὴ Θεοτόκο, καθὼς χαίρεται μαζί της καὶ ὅλη ἡ ἄλογη κι ἀναίσθητη κτίση καὶ πανηγυρίζει στὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της καὶ τῆς προσφέρει τὰ ὡραιότερα καὶ σπουδαιότερα δῶρα καὶ τὶς χάριτες τῆς γλυκύτατης ἄνοιξης. Δὲν βλέπεις καὶ μὲ τὰ μάτια σου, πῶς τώρα ὁ οὐρανὸς εἶναι διαυγέστερος; Ὅτι ὁ δίσκος τῆς σελήνης εἶναι λαμπρότερος καὶ πιὸ ἀσημένιος, καὶ ὅλα τα ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ φαίνονται καθαρότερα; Δὲν βλέπεις πὼς τώρα ἡ γῆ εἶναι στεφανωμένη μὲ τὰ πολυποίκιλά της χορτάρια, μὲ τ’ ἀνοιγμένα διάφορα δένδρα της καὶ μὲ τὰ ποικιλόχρωμα καὶ εὐωδέστατα ἄνθη καὶ τριαντάφυλλά της, ποὺ ἄλλα μὲν βγῆκαν τελείως ἀπὸ τοὺς κάλυκές του καὶ παρουσιάζουν σ’ ὅσους τὰ βλέπουν τὴ ροδοπνοὴ χάρη τους, ἐνῶ ἄλλα βγῆκαν λίγο καὶ ἄλλα εἶναι κλεισμένα ἀκόμη μέσα σ’ αὐτούς; Δὲν ἀκοῦς μὲ τ’ αὐτιά σου τὴ συμφωνία καὶ τὴν παναρμόνια μουσική, ποὺ τώρα συνθέτουν μὲ τὶς γλυκύτατες φωνὲς τοὺς πάνω στὰ χρυσοπράσινα καὶ πυκνόφυλλα δένδρα τ’ ἀηδόνια, τὰ χελιδόνια, τὰ τρυγόνια, τὰ κοτσύφια, οἱ κοῦκοι, οἱ πέρδικες, οἱ κίσσες, τ’ ἀγριοπερίστερα, οἱ σπίνοι καὶ τὰ ὑπόλοιπα πουλιά; Πῶς συναγωνίζονται νὰ νικήσουν τὸ ἕνα το ἄλλο μὲ τὰ ποικιλόφθογγα καὶ γοργογλυκόστροφα κελαδήματά τους; Καὶ πῶς κατασκευάζουν μὲ τόση τέχνη τὶς φωλιές τους; Πῶς τὰ θηλυκὰ κάθονται καὶ ζεσταίνουν τ’ αὐγὰ μέσα σ’ αὐτές, ἐνῶ τὰ ἀρσενικὰ πετοῦν τριγύρω καὶ κελαηδοῦν γλυκύτατα; Δὲν βλέπεις πῶς τώρα οἱ βρύσες τρέχουν καθαρότερα; Πῶς τὰ ποτάμια τρέχουν πλουσιότερα καὶ ποτίζουν ὅπου περνοῦν τὴ γῆ; Πῶς τὰ περιβόλια εὐωδιάζουν; Πῶς τὸ χορτάρι κυμματίζει; Πῶς τὰ μικρὰ καὶ τρυφερὰ ἀρνάκια πηδοῦν καὶ χορεύουν μέσα στοὺς χορτιαριασμένους κάμπους καὶ τὰ χωράφια; Δὲν βλέπεις πῶς οἱ ἐργατικὲς μέλισσες βγαίνουν τώρα ἀπὸ τὶς κυψέλες τους, βουίζουν γλυκύτατα καὶ πετοῦν τριγύρω στοὺς κάμπους καὶ τὰ περιβόλια, ρουφᾶνε τὰ ἄνθη καὶ πλάθουν τὶς κηρῆθρες τους,τοποθετώντας τὶς εὐθεῖες γραμμὲς ἀπέναντι ἀπὸ τὶς γωνίες γιὰ περισσοτέρη ἀσφάλεια καὶ ὀμορφιὰ τοῦ ἔργου τους καὶ κατασκευάζουν τὸ γλυκύτατο μέλι; Δὲν βλέπεις πῶς τώρα οἱ ἄνεμοι ἡσυχάζουν; Πῶς φυσᾶ ἡ γλυκειὰ αὔρα; Πῶς ἡ θάλασσα εἶναι γαλήνια καὶ ἤρεμη· πῶς οἱ ναῦτες ταξιδεύουν ἄφοβα καὶ πῶς τὰ δελφίνια συνταξιδεύουν μὲ τὰ πλοῖα φυσώντας καὶ κολυμπώντας χαριτωμένα καὶ ξεπροβοδίζουν τοὺς ναῦτες χαρούμενα; … Δὲν βλέπεις πῶς τώρα ὅλα τα ὁρατὰ δημιουργήματα, ὅπου καὶ ἂν γυρίσεις νὰ δεῖς, εἶναι τερπνά, εἶναι εὐώδιαστα, δροσερά, χαρούμενα καὶ εὐχαριστοῦν τὶς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος; Καὶ πῶς φαίνονται σὰν νὰ συναναστήθηκαν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ αὐτὰ καὶ ζωντάνεψαν ποὺ ἦταν πρωτύτερα σὰν νεκρωμένα καὶ πεθαμένα ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὸ ψύχος τοῦ χειμώνα;
Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, νὰ χαίρεσαι καὶ σὺ ἀδελφὲ μὲ τὴ Θεοτόκο, καθὼς χάρηκαν καὶ οἱ θεῖες Μυροφόρες, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, ἡ Σαλώμη καὶ ἡ Ἰωάννα. Μπορεῖς, ἂν θέλεις, νὰ γίνεις καὶ σὺ στὴ ψυχὴ σὰν αὐτές, ὅπως σὲ προτρέπει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος λέγοντας: «κι ἂν εἶσαι κάποια Μαρία, ἢ Σαλώμη, ἢ Ἰωάννα, δάκρυσε τὰ χαράματα, δὲς πρώτη το λίθο κυλισμένο, ἴσως καὶ τοὺς ἀγγέλους κι αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ»· τὰ λόγια αὐτὰ ἐρμηνεύοντας ὁ σχολιαστὴς Νικήτας λέει: «Μαρία Μαγδαληνὴ εἶναι κάθε ψυχὴ πρακτική, ποὺ καθαρίστηκε μὲ τὸ λόγο τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, σὰν ἀπὸ δαιμόνια, ἀπὸ τὴν «προσπάθεια» (προσκόληση) τῆς πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς. Σαλώμη, ποὺ ἑρμηνεύεται εἰρήνη, εἶναι ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ νίκησε τὰ πάθη καὶ ὑπέταξε τὸ σῶμα στὴ ψυχή, ἀπέκτησε μὲ τὴ θεωρία τὴ γνώση τῶν ὄντων τῶν πνευματικῶν νοημάτων καὶ γὶ αὐτὸ κατέχει τὴν τέλεια εἰρήνη. Ἰωάννα πάλι, ἑρμηνεύεται περιστερά, καὶ εἶναι ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἡ ἄκακη καὶ γονιμότατη στὶς ἀρετές, ποὺ ἀπέβαλε κάθε πάθος μὲ τὴν πραότητα καὶ εἶναι θερμὴ στὸ νὰ γεννᾶ τὰ πνευματικὰ νοήματα μὲ γνώση καὶ διάκριση.
Ἂν γίνη τέτοια ἡ ψυχή σου ἀγαπητέ, πήγαινε σὰν τὶς Μυροφόρες μὲ προθυμία καὶ ταχύτητα – γιατί ὁ ὄρθρος αὐτὸ φανερώνει – στὸν τάφο, δηλαδὴ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου, ποὺ εἶναι κρυμμένος ὁ λόγος τῶν ἐπίγειων καὶ τῶν οὐράνιων καὶ ζήτησε μὲ δάκρυα νοητὰ καὶ αἰσθητὰ νὰ μάθεις, ἂν ἀναστήθηκε ὁ λόγος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως, ποὺ εἶναι μέσα σου. Ἂν ζητήσεις μὲ τέτοιο τρόπο, πρῶτα θὰ δεῖς νὰ φεύγει ἀπὸ τὴν καρδιά σου ὁ λίθος, δηλαδὴ ἡ πώρωση τῆς ἀσάφειας τοῦ λόγου, καὶ ἀφοῦ φύγει αὐτὴ θὰ δεῖς τοὺς ἀγγέλους, δηλαδὴ τὶς κινήσεις τῆς συνειδήσεώς σου νὰ σοῦ κηρύττουν, ὅτι ἀναστήθηκε μέσα σου ὁ λόγος τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς γνώσεως, ποὺ εἶχε νεκρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· ἐπειδὴ στὴ ψυχὴ τοῦ φαυλοβίου ἀνθρώπου ὁ λόγος δὲν ἐνεργεῖ, ἀλλὰ εἶναι σὰν νεκρός. Ἔπειτα θὰ δεῖς κι αὐτὸν τὸν ἴδιο το λόγο νὰ σοῦ ἐμφανίζεται στὸ νοῦ γυμνὸς καὶ χωρὶς τύπους καὶ σύμβολα καὶ νὰ γεμίζει τὶς νοερὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς σου ἀπὸ χαρὰ πνευματική. Ἀφοῦ λοιπὸν πληροφορηθεῖς ἔτσι τὴν Ἀνάσταση τοῦ λόγου μὲ τὴν πρακτικὴ Μαρία, δηλαδὴ τὴ Μαγδαληνή, ποὺ εἶναι τύπος τῆς πρακτικῆς ἀσκήσεως, νὰ χαίρεσαι μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη Μαρία, τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ τύπος τῆς θεωρητικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἀφοῦ πῆγε πρώτη καὶ εἶδε μιὰ φορὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ της, πληροφορήθηκε καὶ ἡσύχασε καὶ δὲν ξαναπῆγε στὸν τάφο, σὰν τὶς ἄλλες μυροφόρες, ἐπειδὴ ἡ θεωρία προηγεῖται καὶ ἀντιλαμβάνεται ἁπλὰ καὶ ἄμεσα, ἐνῶ ἡ πράξη ἀκολουθεῖ καὶ ἀποκτᾶ τὴ γνώση μὲ τὴν πείρα.
Ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ εἶναι τύπος τῆς θεωρίας, καὶ τοῦ Πέτρου, ποὺ εἶναι τύπος τῆς πράξεως, πίστεψε τὰ παραπάνω. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ἔτρεχαν μαζί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλ’ ὅμως ὁ Ἰωάννης ἔφθασε νωρίτερα ἀπὸ τὸν Πέτρο. Καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης βλέπει «τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα» καὶ πιστεύει, ὁ δὲ Πέτρος εἰσέρχεται στὸν τάφο καὶ περιεργάζεται τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ τὰ λοιπὰ καὶ πιστεύει.
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως χαρά, ποὺ μπορεῖς νὰ προξενήσεις στὴ Θεοτόκο, εἶναι νὰ ἀποφασίσεις νὰ νικᾶς τὰ πάθη σου κάθε στιγμὴ καὶ νὰ ζεῖς μὲ ἁγνότητα γιὰ τὴν ἀγάπην τῆς Παρθένου. Γιὰ νὰ γίνεις ἄξιος νὰ σὲ ὑπερασπίζεται καὶ νὰ σ’ ἔχει γιὰ παιδὶ τῆς φρόντιζε νὰ ὑποτάσσεσαι καὶ νὰ δουλεύεις ὅσο μπορεῖς περισσότερο σ’ αὐτὴν καὶ στὸν μονογενῆ της Υἱὸ καὶ παρακάλεσε τὴν νὰ σὲ συμπεριλάβει ἀνάμεσα στοὺς εὐλαβικοὺς δούλους της καὶ νὰ σὲ ἀξιώσει νὰ χαίρεσαι μ’ αὐτὴν αἰώνια στὸν οὐρανό, ψάλλοντας τῆς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαβίδ: «μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάση γενεὰ καὶ γενεά· διὰ τοῦτο λαοὶ ἐξομολογήσονται σοὶ εἰς τὸν αἰώνα καὶ εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος» (Ψαλμ. 44,17), δηλαδή, θὰ θυμηθῶ τ’ ὄνομά σου σ’ ὅλες τὶς γενεές· γι’ αὐτὸ οἱ λαοὶ θὰ σὲ δοξολογήσουν στὸν αἰώνα καὶ στὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος.
Γ’.
Σκέψου, ἀγαπητέ, ὄτι κατα τρίτο λόγο πρέπει νὰ χαροῦμε μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μας·διότι ὁ Κύριος ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲν εὐχαριστήθηκε μόνο μὲ τον τύπο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς του, ποὺ εἶναι τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Διότι τὸ ἅγιο Βάπτισμα αὐτὰ ἔχει ὡς τύπο, ὅπως λέει ὁ θείος Παυλος· «Ἂν ἐνωθήκαμε μαζί του σὲ ἕναν θάνατο σὰν τὸν δικό του, τότε θὰ ἑνωθοῦμε μαζί του καὶ σὲ μία ἀνάστασι σὰν τὴν δική του» (Ρωμ. 6, 5), δὲν εὐχαριστήθηκε, λέω, μὲ τὸν τύπο τῆς ἀναστάσεώς του νὰ συγχωρήση τὸ προπατορικὸ μόνον ἁμάρτημα καὶ νὰ ἀφήση τὴν ποινὴ καὶ τὰ ἀποτελέσματά του νὰ ἐνεργοῦν, ἀλλὰ σήμερα μὲ τὴν πραγματική του ἀναστασι εξαλείφει ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ποινὴ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ποὺ εἶναι ὁ θάνατος· «Τελευταῖος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Ἃ’ Κορ. 15, 26) καὶ ἔτσι μὲ τελειότητα, ὠς νέος Ἀδάμ, σηκώνει ἀπὸ τὴν μέση τὴν ἁμαρτία τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ μὲ ὅλες τὶς ρίζες καὶ τοὺς κλάδους καὶ τοὺς καρπούς της. Διότι μὲ τὴν δύναμι τῆς σημερινῆς ἀναστάσεως χαριζεί σε ὅλους τους ἀνθρώπους τὴν ἀνάστασι τῶν σωμάτων, τόσο ἐκείνων ποὺ πιστεύουν σ’ αὐτόν, ὅσο καὶ ἐκείνων ποὺ ἀπιστοῦν. Καὶ ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι ἀνώτερό το χάρισμα τοῦ νέου Ἀδὰμ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, διότι ὅσοι ἦταν συμμέτοχοι τοῦ ἁμαρτήματος ἐκείνου, ἐκεῖνοι πέθαναν· ὅσοι ὅμως μετέχουν στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀνασταίνονται μόνοι, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν ἔγιναν μέτοχοί της πίστεως ὅπως λέει ὁ κριτικός Φωτιος ερμηνευοντάς το ἀποστολικὸ ἐκεῖνο· «Ἀλλὰ τὸ δῶρο τῆς χάριτος δὲν εἶναι ὅπως τὸ ἁμάρτημα. Διότι, ἐὰν λόγω τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ ἑνὸς πέθαναν οἱ πολλοί, ἡ χάρις καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, περίσσευε στοὺς πολλοὺς» (Ρωμ. 5, 15)·
Και ἡ αἰτία εἶναι ἡ ἑξῆς· ὅπως ὁ Κύριος ἀνέλαβε ὅλη τὴν φύσι τῶν ἀνθρώπων στὴν θεϊκή του ὑπόστασι, ἔτσι ἀνακαίνισε καὶ ὅλη τὴν φύσι, ἀφοῦ ἀνέστησε καὶ αὐτοὺς τοὺς ἄπιστους οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἀδὰμ φυσικὰ καὶ ὄχι προαιρετικά· ἐπειδή, ὅμως δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν στὸν νέο Ἀδάμ, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ σώματά τους τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ ἀναστηθοῦν, θὰ ἔχουν μεγάλη καὶ ἀσύγκριτη διαφορὰ μὲ τὰ σώματα τῶν πιστῶν, ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν. Διότι ἐκεῖνα θὰ εἶναι σκληρά, βαρεία, ἄσχημα, ἄτιμα, μαῦρα, σκοτεινά, ψυχρὰ καὶ χοντρὰ καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά τους πρόκειται νὰ αὐξάνουν ἢ νὰ ἐλαττώνωνται ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπιστία τους καὶ τὴν κακία τους· ἐνῶ ἀντίθετα, τὰ σώματα τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων θὰ εἶναι μαλακά, ἐλαφριά, ὡραῖα, ἔνδοξα, διαφανῆ, φωτεινά, θερμὰ καὶ πνευματικά. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ εὐλογημένα χαρακτηριστικά τους πρόκειται νὰ αὐξάνουν ἢ νὰ ἐλαττώνωνται ἀνάλογα μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἀρετή τους, ὅπως ἀναφέρει γενικὰ γιὰ τὰ γνωρίσματα αὐτὰ ὀ Απόστολος Παύλος στην Ἃ’ πρὸς Κορινθίους κέφ. 15, 42 λέγοντας· «Ἐκεῖνο ποὺ σπείρεται εἶναι φθαρτό, ἐκεῖνο ποὺ ἀνασταίνεται ἄφθαρτο. Σπέρνεται ἄδοξο, ἀνασταίνεται ἔνδοξο· σπέρνεται σὲ κατάστασι ἀδυναμίας, ἀνασταίνεται σὲ κατάστασι δυνάμεως· σπέρνεται σῶμα φυσικό, ἀνασταίνεται σῶμα πνευματικό».
Σκέψου, λοιπόν, ἀδελφέ, πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ δεσπότης μᾶς Ἰησοῦς Χριστὸς ὥστε δὲν θέλησε νὰ εἶναι ἀθάνατος καὶ μακάριος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα χωρὶς ἐμᾶς, ἀλλὰ θέλησε καὶ τὰ δικά μας σώματα νὰ θριαμβεύσουν κατὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ ζοῦν πάλι μαζὶ μ’ αὐτὸν γιὰ πάντα δοξασμένα καὶ μακάρια·«Διότι, ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὸν Ἰησοῦ, θὰ φέρη μαζί του ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Ἃ’ Θεσσαλ. 4, 14). Ἐπειδή με τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασί του μᾶς ἔκανε ἄξιους γιὰ μία τέτοια ζωὴ καὶ μακαριότητα, γενόμενος γιὰ χάρι μᾶς πατέρας μᾶς ἀθάνατος κι ἐμεῖς ἀθάνατα τέκνα του στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, σύμφωνα μὲ τὸν τίτλο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ προφήτης «Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἡσ. 9, 6). Μάλιστα, θέλησε νὰ ὑπηρετήση στὴν ἀνάστασί μας· ὄχι μόνον σὰν μισθὸς δικός μας ἀλλὰ καὶ σὰν ἀρχέτυπο· ὤστε το σῶμα μᾶς ὅταν ἀναστηθῆ, νὰ ἔχη μεγάλη ἀναλογία καὶ ὁμοιότητα συγκρινόμενο μὲ ἐκεῖνο τὸ δοξασμένο δικό του σῶμα· «Θὰ μεταμορφώση τὸ ταπεινό μας σῶμα, ὥστε νὰ λάβη τὴν ἴδια μορφὴ πρὸς τὸ ἔνδοξο σῶμα τοῦ» (Φιλιπ. 3, 21). Καὶ ὅπως ὁ αἰσθητὸς ἥλιος ὅταν στέλνη τὶς ἀκτίνες τοῦ σ’ ἕνα καθαρὸ καθρέφτη, ὁ καθρέφτης ἐκεῖνος γίνεται ἄλλος ἥλιος, ἔτσι κι ὀ νοητὸς Ἥλιος, ὁ Χριστός, στὴν μέλλουσα ἀνάστασι στέλνοντας τὶς ἀκτίνες του στὰ ἀναστημένα σώματά μας, θὰ τὰ κάνη νὰ λάμπουν ὅπως ἄλλοι ἥλιοι ὅμοιοί του, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Τότε οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὅπως τὸν ἥλιο στὴν βασιλεία τοῦ πατέρα τοὺς» (Ματθ. 13, 43).
Ω θαυμάσιες ἐφευρέσεις ποὺ βρῆκε ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετήση! Ὢ ἀσύγκριτα χαρίσματα, ποὺ μᾶς χάρισε μὲ τὴν Ἀνάστασί του! Καὶ τί ἄλλο μεγαλύτερο καὶ θεοπρεπέστερο μποροῦσε νὰ μᾶς χαρίση ἀπ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς χάρισε, δηλαδή το νὰ δοξάση αἰώνια μὲ τόση μεγαλοπρέπεια ὄχι μόνο τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα μας; Ἔστω, ἡ ψυχὴ εἶναι τελικὰ καθαρὸ πνεῦμα· εἶναι συγγενὲς μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰκόνα τῆς θεότητας· γι’ αὐτὸ δὲν φαίνεται τόσο ὑπερβολικὴ ἀγάπη το νὰ πάθη ὁ Κύριος γιὰ νὰ τὴν δοξάση αἰώνια. Αλλά τί εἶδος ὑπερβολὴ ἀγάπης εἶναι αὐτή, τὸ νὰ πάθη τόσο ἕνας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν’ ἀξιώση μιᾶς αἰωνίας δόξας τὸ σῶμα μας ποὺ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη; Που εἶναι ἕνα σκεῦος γεμάτο ἀπὸ δυσωδία καὶ ἀκαθαρσία καὶ ποὺ ἀπομακρύνθηκε μάλιστα τόσες καὶ τόσες φορὲς ἀπὸ τὸ θεϊκό του θέλημα μὲ τὶς κακές του ἐπιθυμίες; Αλήθεια, ἂν ἐμεῖς θέλαμε νὰ καταξεσχίσουμε τὸ σῶμα μας μὲ χίλια μαρτύρια γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό· ἂν θέλαμε νὰ τὸ καρφώσουμε στὸν σταυρὸ γιὰ τὴν ἀγάπη του· η, τὸ λιγότερο, ἂν τὸ κρατούσαμε καθαρὸ ἀπὸ κάθε εἴδους ἁμαρτίας καὶ μολυσμό, πάλι δὲν ἄξιζε τὸ σῶμα μᾶς ν’ ἀπολαύση στὸν οὐρανὸ ἕνα προνόμιο τόσο ὑψηλό, ὥστε νὰ δοξασθῆ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ μας·«Τὰ παθήματα τοῦ παρόντος καιροῦ δὲν ἔχουν καμμία ἀξία συγκρινόμενα μὲ τὴν δόξα, ποὺ πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθῆ» (Ρωμ. 8, 18). Καὶ τώρα να ἀπολαύση αὐτὸ τὸ προνόμιο αὐτὸ τὸ σῶμα, ἀφοῦ πρόσβαλε τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τὸν ἑαυτό του καὶ ἀφοῦ μολύνθηκε μὲ τόσες ἁμαρτίες, μόνο διότι καθαρίστηκε κάπως μὲ τὴν μετάνοια; Αὐτὸ ἐκπλήττει κάθε νοῦ, αὐτὸ ἀφήνει ἄφωνη κάθε γλώσσα.
Ω μακάριες λοιπόν, ποὺ εἶναι οἱ ἐλπίδες τῶν χριστιανῶν, που αναμένουν μὲ βεβαιότητα ν’ ἀπολαύσουν τὰ σώματά τους μία τέτοια ἀνάστασι καὶ δόξα! Αὐτὲς οἱ ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεως κάνουν σήμερα νὰ χαίρωνται οἱ προπάτορες καὶ οἱ προφῆτες. Ὁ Ἄβελ, ποὺ τὸν σκότωσαν· ὁ Νῶε, ποὺ δὲν πιστευόταν· αὐτὸς ποὺ φιλοξενήθηκε στὰ ξένα, δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ· ὁ Ἰώβ, ποὺ λεπρώθηκε· ὁ Μωυσῆς ποὺ διώχθηκε, ὁ Ἀαρῶν, ποὺ συκοφαντήθηκε· ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ποὺ πολεμοῦσε· ὁ πεινασμένος Δαυίδ, ὁ ἀπελπισμένος Ἠλίας, ὁ Ἐλισσαῖος ποὺ τὸν κορόιδευαν, ὁ Ἠσαΐας ποὺ τὸν πριόνισαν· ὁ Ἱερεμίας ποὺ τὸν ἔρριξαν στὸν λάκκο· ὁ Μιχαίας ποὺ τὸν ράπισαν, ὁ Ναβουθαί, ποὺ τὸν λιθοβόλησαν. Αὐτὲς οἱ ἐλπίδες κάνουν νὰ εὐφραίνωνται οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μάρτυρες ὁ Ἰάκωβος καὶ Παῦλος ποὺ ἀποκεφαλίσθηκαν· ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀνδρέας ποὺ σταυρώθηκαν· ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος ποὺ ἤπιε δηλητήριο καὶ ρίχθηκε σὲ βραστὸ λάδι·ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Πολύκαρπος, ποὺ πυρπολήθηκαν· οἱ Γεωργιοι, οἱ Δημήτριοι, οἱ Εὐστάθιοι καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι· αὐτὲς οἱ ἐλπίδες κάνουν σήμερα νὰ χαίρωνται ὅλοι οἱ ὅσιοι καὶ οἱ ἀσκητές, ποὺ περιπλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς σὲ ὅρη καὶ σὲ σπήλαια ταλαιπωρούμενοι καὶ βασανίζοντας τὴν σάρκα τους μὲ διάφορες κακοπάθειες καὶ ὅσο περισσότερο βασανίζονταν, τόσο περισσότερο χαίρονταν· γιατί; για νὰ δεχθοῦν ἐνδοξότερη ἀνάστασι· «Δὲν δέχθηκαν τὴν σωτηρία, γιὰ νὰ ἐπιτύχουν καλλίτερη ἀνάστασι» (Ἑβρ. 11, 35).
Αυτές οἱ μακάριες ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεώς σου πρέπει νὰ κάνουν καὶ σένα, ἀδελφέ, νὰ χαίρεσαι στὶς θλίψεις σου, νὰ πλουτίζης στὴ φτώχειά σου· νὰ παρηγορῆσαι στὶς ἀσθένειές σου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι σὲ ὅλες τὶς δυστυχίες πού σου ἔρχονται· γιατί ὅσο περισσότερο θλιβεῖς καὶ κακοπαθήσεις ἐδῶ, τόσο πιὸ ἔνδοξη ἀνάστασι θὰ δεχθῆς· «Γιὰ νὰ ἐπιτύχουν καλλίτερη ἀνάστασι». Ὥστε, ἂν τυφλωθῆς νὰ χαίρεσαι, γιατί αὐτὰ τὰ μάτια θὰ λαμπρυνθοῦν περισσότερο καὶ θὰ δοῦν καθαρότερα τὸ φῶς τῆς τρισήλιου θεότητας· ἂν μείνης κουλὸς νὰ χαίρεσαι, γιατί αὐτὰ τὰ χέρια θὰ ὑψώνωνται μὲ περισσότερη παρρησία στὸν Θεό· ἂν μείνης κουτσὸς νὰ χαίρεσαι, γιατί θὰ χορεύης καλλίτερα στὸν παράδεισο· ἂν λεπρωθῆ ὅλο σου τὸ σῶμα, νὰ χαίρεσαι, γιατί θὰ ἀναστηθῆ ἐνδοξότερο, λαμπρότερο καὶ ὡραιότερο. Ἂν μετανοῆς καὶ κλαῖς γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, νὰ χαίρεσαι, γιατί μὲ τὰ δάκρυα αὐτὰ θὰ πλυθῆς ἀπὸ κάθε μολυσμὸ καὶ θὰ ἀναστηθῆς καθαρότερος. Και για ποιὸ λόγο τότε φρίττεις καὶ τρέμεις τόσο πολὺ τὴν μετάνοια; γιατί ἀποφεύγεις τόσο κάθε εἴδους πειρασμὸ καὶ θλίψι, ἀντὶ νὰ ἐπιθυμῆς νὰ ἔλθουν ἐπάνω σου ὅλες οἱ τιμωρίες γιὰ νὰ δοκιμασθῆ τώρα σὲ αὐτὲς σὰν τὸ χρυσάφι καὶ νὰ ἀναστηθῆς λαμπρότερος; Και τι νομίζεις; ἕνας ἀναμάρτητος Ἰησοῦς ἦταν ἀνάγκη νὰ πάθη τόσα βάσανα, γιὰ νὰ μπῆ στὴν δόξα, ποῦ ὀφειλόταν στὸ θεϊκὸ σῶμα του γιὰ πολλοὺς λόγους; «Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ τὰ πάθη ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ εἰσέλθη στὴν δόξα του;» (Λουκ. 14, 26)· καὶ σὺ θέλεις νὰ μὴ πάθης τίποτε καὶ νὰ μπῆς στὴν ἴδια δόξα, ἀφοῦ ἔγινες ἀνάξιος γι’ αὐτὴν τόσες φορὲς ὅσες ἁμάρτησες;
Βγάλε ἀπὸ τὸν νοῦ σου αὐτὴ τὴν πλάνη· ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλο το πλῆθος τῶν δικαίων, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψί του, κανένας δὲν μπόρεσε νὰ ἀπολαύση τόση εὐδαιμονία μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μόνο μὲ τὴν μεγάλη θλίψι· «Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν μεγάλη θλίψι» (Ἀποκ. 9, 14)·και συ ἐπιθυμεῖς νὰ γίνη γιὰ σένα μία καινούργια πόρτα στὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ περάσης ἄκοπα καὶ νὰ χαίρεσαι μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ὅλες τὶς ἀπολαύσεις τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ ὑπηρέτησες τὶς αἰσθήσεις σου μὲ ὅλες τὶς ἀπολαύσεις τῆς γῆς; Ἀνόητος ποὺ εἶσαι! Ἕνας Παῦλος χαιρόταν νὰ συγκοινωνῆ μὲ τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ βάσανα καὶ νὰ συμμετέχη στὸν θάνατό του, γιὰ νὰ ἀπολαύση τὴν μελλοντικὴ δόξα τῆς ἀναστάσεως· «Νὰ βρεθῶ ἑνωμένος μαζί του… συμμετέχοντας στὰ παθήματά του, συμμετέχοντας στὸν θάνατό του μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ φθάσω στὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν» (Φιλιπ. 3, 10) καὶ σὺ θέλεις νὰ ἀπολαύσης αὐτὴ τὴν δόξα τῆς ἀναστάσεως τρώγοντας καὶ πίνοντας καὶ χωρὶς νὰ δοκιμάσης καμμία θλίψι καὶ δοκιμασία; πλανεμένος ποὺ εἶσαι ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν διάβολο! Διότι πρέπει νὰ γνωρίζης ὅτι ὅπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλὸς ἀποτελούμενος ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ἀνάστασις εἶναι διπλή, πρώτη καὶ δεύτερη. Ἡ πρώτη εἶναι τῆς ψυχῆς ποὺ τὴν ἐνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν παροῦσα ζωή, μέσα ἀπὸ τὴν ἐργασία των εντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάθαρσι τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν παθῶν, γιὰ τὴν ὁποία ἀνάστασι ἔχει γραφὴ στὴν Ἀποκάλυψι: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη» (Ἀποκάλ. 20, 5). Η δεύτερη ἀνάστασις εἶναι τοῦ σώματος ποὺ πρόκειται νὰ γίνη στὴν συντέλεια τοῦ κόσμου. Καὶ ὅποιος ἀξιωθῆ ἀπὸ ἐδῶ ν’ ἀναστηθῆ κατὰ τὴν ψυχή, αὐτὸς δὲν θὰ δοκιμάση τὸν δεύτερο θάνατο, ποὺ εἶναι ἡ κόλασις ἀλλὰ θὰ ἀναστηθῆ μὲ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ ζήση καὶ νὰ συμβασιλεύση αἰώνια μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι πάλι· «Μακάριος καὶ ἅγιος αὐτὸς ποὺ συμμετέχει στὴν πρώτη ἀνάστασι· ἐπάνω του δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ δεύτερος θάνατος» (Ἀποκ. 20, 6). Όποιος ὅμως δὲν ἀναστηθῆ ἀπὸ ἐδῶ κατὰ τὴν ψυχή, αὐτὸς κινδυνεύει ὄχι νὰ δοξασθῆ μὲ τὴν ἀνάστασι τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ κολασθῆ μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὴν ψυχή. Διότι λέει καὶ ὁ μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος οτι, ὅπως ὁ ἀληθινὸς θάνατος δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία, ὁ αἴτιος τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου, δηλαδὴ τοῦ πρόσκαιρου καὶ τοῦ παντοτινοῦ θανάτου τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἄρχισε μέσα στὸν τόπο τῆς ζωῆς, δηλαδὴ στὸν Παράδεισο, ἔτσι καὶ ἡ ἀληθινὴ ζωή, ποὺ εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἕνωσις μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἀρχίση ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ θανάτου, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Καὶ ὅποιος αὐτὴ τὴν ζωὴ δὲν φροντίσει νὰ τὴν ἀποκτήση ἀπὸ ἐδῶ, αὐτὸς ἃς μὴ ἀπατᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ κενὲς ἐλπίδες ὅτι θὰ τὴν ἀποκτήση ἐκεῖ· «Ὥστε καὶ ἡ πραγματικὴ ζωή, ἡ πρόξενη τῆς ἀθάνατης καὶ τῆς πραγματικῆς ζωῆς ἔχει τὴν ἀρχὴ τῆς σ’ αὐτὸν τὸν τόπο τοῦ θανάτου καὶ ὅποιος δὲν φροντίζει νὰ τὴν ἀποκτήση ἐδῶ στὴν ψυχή του, ἃς μὴ ἀπατᾶ τὸν ἑαυτό του μὲ κενὲς ἐλπίδες ὅτι θὰ τὴν λάβη ἐκεῖ» (Λόγος εἰς τὴν Ξένην).
Πρέπει νὰ ντραπῆς ἀδελφέ, γιὰ τὴν ἄγνοια, ποὺ εἶχες γύρω ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες καὶ γιατί νομισες ὅτι θ’ ἀπολαύσης τὴν μέλλουσα δόξα τῆς ἀναστάσεως χωρὶς θλίψεις καὶ βάσανα· γι’ αὐτό μη ἀφήσης τὸν ἑαυτό σου νὰ πλανηθῆ ἄλλο. Ἀποφάσισε ἀπὸ τώρα καὶ μπρὸς νὰ ὑπομένης θεληματικὰ κάθε κόπο γιὰ τὴν ἀρετή· νὰ ὑπομένης εὐχάριστα καὶ κάθε ἀκούσιο πειρασμὸ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ποὺ σὲ προσμένει. Ὅπως ὁ γεωργὸς γιὰ τὴν ἐλπίδα τῶν καρπῶν ὑπομένει κόπους, χιόνια, βροχές, χειμῶνες καὶ καλοκαίρια· καὶ ὁ πραγματευτὴς γιὰ τὸ κέρδος τρέχει πάνω – κάτω μέσα ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα· καὶ ὁ στρατιώτης γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης δὲν σκέπτεται καθόλου τὸν πόλεμο· καὶ ὁ ἀσθενὴς γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς ὑγείας πίνει μὲ χαρὰ τὰ πικρὰ φάρμακα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή·«Ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, κι ἂν πεθάνη, θὰ ζήση» (Ἰω. 11, 25)· γι’ αὐτὸ παρακάλεσε τὸν νὰ τυπώση μέσα στὴν καρδιά σου αὐτὸν τὸν λογισμό· “Ἐγὼ θὰ ἀναστηθῶ ὁπωσδήποτε καὶ θὰ συνδοξασθῶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, πρέπει, λοιπόν, νὰ ἐτοιμάζομαι“· ὥστε μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ καὶ τὴν ἐλπίδα να καθαρίζης τὶς αἰσθήσεις καὶ ὅλα τα μέλη σου ἀπὸ κάθε εἶδος μολυσμοὺ καὶ ἁμαρτίας, ὅπως εἶναι γραμμένα «Ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα σ’ αὐτόν, ἀγνίζεται, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι ἁγνὸς» (Ἃ’ Ἰω. 3, 3)· καὶ ἔτσι ἐνεργώντας, θὰ ἑτοιμασθῆς ἀπὸ ἐδῶ μὲ μία ζωὴ καθαρή, ἁγία καὶ ἄξια, γιὰ νὰ δεχθῆς ἔμπρακτα τέτοιες ἐξαίρετες ἐπαγγελίες κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο· δηλαδή για νὰ ἀναστηθῆς ὄχι σὲ ἀνάστασι κρίσεως, ὅπως πρόκειται νὰ ἀναστηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ σὲ ἀνάστασι ζωῆς, ὅπως πρόκειται νὰ ἀναστηθοῦν οἱ δίκαιοι· «Ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὸ καλὸ θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ ζωή, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὸ κακὸ θὰ ἀναστηθοῦν γιὰ τὴν καταδίκη» (Ἰω. 5, 29).
(«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ» ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ἔκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὅρους, 2008)
http://alopsis.gr
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!