(1770-1800)
Ὁ δι’ ἀπαγχονισμοῦ μαρτυρικῶς τελειωθεῖς στὴ Ρόδο λαμπρὸς γόνος τῆς Ὕδρας
Ἀνάμεσα στοὺς πολύφωτους ἀστέρες ποὺ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἔλαμψαν μὲ τὴ σθεναρὴ ὁμολογία καὶ τὴ μαρτυρικὴ τελείωσή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζοφερῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται καὶ ὁ δὶ’ ἀπαγχονισμοῦ μαρτυρήσας στὴ Ρόδο στὶς 14 Νοεμβρίου 1800 ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ὁ λαμπρὸς αὐτὸς γόνος τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἁγιοσκεπάστου νήσου τῶν Ὑδραίων, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν νεομαρτύρων, ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖο ἐγκαλλώπισμα τῶν νήσων τῆς Ὕδρας καὶ τῆς Ρόδου.
Ὁ γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀήττητος ἀθλητὴς τῆς εὐσεβείας, Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, γεννήθηκε στὴν εὔανδρο νῆσο Ὕδρα τὸ 1770 καὶ συγκεκριμένα στὴ συνοικία τῆς Κιάφας τῆς πόλεως τῆς Ὕδρας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς ποὺ ὀνομάζονταν Μιχαὴλ καὶ Μαρίνα Δημαμά. Οἱ δύσκολες συνθῆκες ἐπιβίωσης στὸ ἱστορικὸ αὐτὸ νησὶ τοῦ Ἀργοσαρωνικοῦ τὸν ἀνάγκασαν νὰ ἐγκαταλείψει τὴ φίλτατη πατρίδα του καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν τύχη τοῦ σ’ ἕναν νέο τόπο, ὁ ὁποῖος θὰ τοῦ πρόσφερε ἐπαγγελματικὴ ἐξέλιξη καὶ σταδιοδρομία. Ἔτσι παρὰ τὴν ἄρνηση τῆς μητέρας του, τῆς Μαρίνας, νὰ φύγει ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος ἀπὸ κοντά της, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ βοηθοῦσε τὴν οἰκογένειά της νὰ ξεπεράσει τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐκεῖνος σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν φεύγει κρυφὰ γιὰ τὸ ξακουστὸ νησὶ τῆς Ρόδου μὲ τὸ σημαντικότατο ἐμπορικὸ λιμάνι.
Φτάνοντας στὴ Ρόδο συνάντησε δύο συμπατριῶτες του, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονταν στὸν ροδίτη ναυπηγὸ Καμπούρη. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισε ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος νὰ δουλεύει στὸν ταρσανὰ κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Τούρκων, ἀλλὰ λίγο ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει αὐτὴ τὴν ἐργασία καὶ νὰ βρεῖ ἀπασχόληση στὸ παντοπωλεῖο τοῦ Νικολάου Καλογλου στὴν περιοχὴ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ὅπου εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει Τούρκους, Ἑβραίους, Ἀρμένιους, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ντόπιους. Χάρη στὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν τιμιότητά του ἔγινε ἰδιαίτερα συμπαθὴς στὸ ἀφεντικό του, ἐνῶ μέσα ἀπὸ τὶς γνωριμίες ποὺ ἔκανε, ἀπόκτησε φίλους. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Τοῦρκος Χασᾶν Κιρζά, ὁ ὁποῖος τοῦ προξένευσε τὴν ἀδελφή του, τὴ Μενιρέμ, γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Μόλις ὅμως τὸ ἀφεντικὸ τοῦ πληροφορήθηκε αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸν ἀπέλυσε ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ ἔτσι ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἄνεργος.
Ἕνας ὅμως Τοῦρκος φίλος του μεσολάβησε στὸν Τοῦρκο ἡγεμόνα Χασᾶν Καπιτᾶν γιὰ νὰ προσληφθεῖ στὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι ὁ Κωνσταντῖνος βρῆκε ἐργασία στὸ σαράι, τὸ ὁποῖο ἦταν τὸ παλάτι τοῦ Τούρκου ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνέθεσε νὰ περιποιεῖται τὸ ἀγαπημένο τοῦ ἄλογο, τὴν Ἐσταφέτ. Σύντομα ἀπόκτησε τὴν εὔνοια καὶ τὴ συμπάθεια τοῦ Χασᾶν, γεγονὸς ποὺ συντέλεσε στὸ νὰ ἀπολαμβάνει ἐπὶ τρία χρόνια μία ἄνετη καὶ τρυφηλὴ ζωὴ μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ ἀπολαύσεις. Ὅταν μάλιστα νίκησε σὲ ἀγῶνες σκοποβολῆς στὸ «τζιρίτι», στὸν μεγάλο διαγωνισμὸ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μπαϊραμιοῦ, ὅπου χάρη στὴν ἐπιτυχία τοῦ Κωνσταντίνου κέρδισε ὁ Χασᾶν, στήθηκε στὸ σαράι τρικούβερτο γλέντι. Τότε ὁ Τοῦρκος ἡγεμόνας βρῆκε τὴν εὐκαιρία καὶ ἀφοῦ μέθυσε τὸν νεαρὸ Κωνσταντῖνο, κατόρθωσε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει. Στὴ συνέχεια μετονομάσθηκε σὲ Χασᾶν καὶ ἀφοῦ ὑποβλήθηκε σὲ περιτομή, τοῦ φόρεσε τὸ ἄσπρο σαρίκι.
Τὸ θλιβερὸ γεγονὸς τοῦ ἐξισλαμισμοῦ τοῦ Κωνσταντίνου ἔγινε γνωστὸ στοὺς χριστιανοὺς φίλους του, ἀλλὰ καὶ στὴ μακρινὴ πατρίδα του, τὴν Ὕδρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἀπέστειλε στὴ μητέρα τοῦ χρήματα μὲ κάποιον γνωστό, ἐκείνη δὲν τὰ δέχθηκε, ἀλλὰ τὰ σκόρπισε μέσα στὴ θλίψη καὶ τὴν ἀπογοήτευσή της. Κάποια στιγμὴ ἀποφάσισε ὁ ἴδιος νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ μητέρα του στὴν Ὕδρα, ἀλλὰ φτάνοντας στὸ νησὶ ἐνδεδυμένος πλέον μὲ τουρκικὴ ἀμφίεση, ἀντιμετώπισε τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπόρριψη τῶν συμπατριωτῶν του. Ὅταν ἔφτασε στὸ πατρικό του σπίτι, ἡ μητέρα του δὲν τὸν δέχθηκε. Μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα στὴν ἔκκλησή του νὰ τοῦ ἀνοίξει, λέγοντάς της ὅτι εἶναι ὁ γιὸς τῆς ὁ Χασᾶν ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴ Ρόδο, ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν γέννησε κανέναν Χασᾶν, ἀλλὰ τὸν Κωνσταντῖνο, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φύγει. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι δὲν τὸν δέχθηκε οὔτε ἡ νονά του, ἡ ὁποία ἔσπασε τὸ πήλινο δοχεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε πιεῖ νερὸ ὁ ἐξομώτης, φοβούμενη ὅτι θὰ μολυνθεῖ.
Συντετριμμένος ἀπὸ τὸ τρομερὸ ὀλίσθημά του καὶ αἰσθανόμενος βαρύτατη τὴ συνείδησή του, ἀφοῦ εἶχε προδώσει τὴν ἀμώμητο χριστιανική του πίστη, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Ρόδο. Ὅσα χρήματα λάμβανε, τὰ μοίραζε στοὺς φτωχούς, ἐνῶ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητος γιὰ τὴν πνευματικὴ συμφορὰ ποὺ τὸν εἶχε βρεῖ. Μέσα ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ τὶς τύψεις ποὺ τὸν βασάνιζαν, ἀποφάσισε νὰ μετανοήσει, νὰ ὁμολογήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα Του. Γι’αὐτὸ καὶ στὴ Ρόδο ἀναζήτησε ἕναν πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸ βαρύτατο ἁμάρτημά του, ζητώντας συγχώρηση. Ὅμως στὴν ψυχοσωτήρια ἀπόφασή του νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πνευματικὸς τὸν συμβούλεψε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Ρόδο καὶ νὰ πάει σὲ μακρινὸ τόπο, γιατί λόγω τῆς νεαρᾶς του ἡλικίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντέξει τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ἀφοῦ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ δεύτερη φορά. Ἀκολουθώντας ὁ Κωνσταντῖνος τὴν προτροπὴ τοῦ πνευματικοῦ του, πέταξε τὴν τουρκική του ἀμφίεση καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κριμαία, ὅπου ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων ὡς γνήσιος χριστιανός. Ἀπὸ τὴν Κριμαία ἀναχώρησε στὴ συνέχεια γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου Πατριάρχης τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἦταν ὁ μετέπειτα ἐθνομάρτυς Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐ΄(1745 – 10 Ἀπριλίου 1821). Μόλις ἔφθασε ὁ Κωνσταντῖνος στὴ Βασιλεύουσα, ἀναζήτησε ἔμπειρο πνευματικό, στὸν ὁποῖο μὲ συντετριμμένη καρδιὰ ἐξομολογήθηκε τὸ βαρύτατο ἁμάρτημά του, ἐνῶ ἀποκάλυψε καὶ τὸν διακαῆ του πόθο νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ πνευματικὸς τὸν παρουσίασε στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ἐ΄, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν νουθέτησε πατρικά, τὸν συμβούλεψε νὰ μεταβεῖ στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ νὰ ἐνισχυθεῖ πνευματικὰ καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα τὸν ἀπέτρεψε ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του Τούρκου ἡγεμόνα Χασᾶν καὶ νὰ ὁμολογήσει τὴ χριστιανική του πίστη, φοβούμενος ὅτι θὰ δειλιάσει μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ βασανιστήρια.
Ἔτσι ἀκολουθώντας πιστὰ τὶς συμβουλὲς τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ καὶ ἔχοντας μαζί του καὶ μία συστατική του ἐπιστολή, ἔφτασε περὶ τὸ 1799 στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, ὅπου ἔμεινε περίπου πέντε μῆνες ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ καὶ κατευθυνόμενος πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς. Ἰδιαίτερα συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν περίφημο πάπα-Σέργιο τῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη (1749-1809), ὁ ὁποῖος κατέστη ὁ ἀλείπτης του, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ τὸν ἐνίσχυσε πνευματικὰ καὶ τὸν προετοίμασε γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στὴ Μονὴ Ἰβήρων ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ παρὰ τὶς προτροπὲς τῶν πατέρων τῆς Μονῆς νὰ ἐγκαταβιώσει ἐκεῖ ὡς μοναχός, ζητώντας τὸ ἔλεος καὶ τὴ συγχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος πυρπολούμενος κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἐπιζητοῦσε τὸ μαρτύριο. Ἔτσι ἔχοντας βιώσει τὴ μετάνοια μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση καὶ λαμβάνοντας τὶς εὐχὲς τῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐλογίες τῆς ἐφόρου καὶ προστάτιδος τῆς Μονῆς Ἰβήρων, Ὑπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, ἐπέστρεψε στὴ Ρόδο ὡς μοναχός, ἀποφασισμένος νὰ ὁμολογήσει τὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Χωρὶς νὰ χάσει χρόνο παρουσιάσθηκε ἐνώπιόν του Χασᾶν Μπέη μὲ καλογερικὸ ράσο, λέγοντάς του ὅτι εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος ποὺ τὸν ἔπεισε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μωαμεθανισμό. Ὁ πασὰς Χασᾶν προσπάθησε νὰ τὸν συνετίσει, προτείνοντάς του νὰ βγάλει τὸ καλογερικὸ μαῦρο ράσο καὶ νὰ ἐνδεδυθεῖ μὲ λαμπρὰ ροῦχα, ἐνῶ τοῦ ὑποσχέθηκε πολλὰ δῶρα καὶ χρήματα. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἐνῶ κάλεσε τὸν Χασᾶν νὰ ἀσπασθεῖ καὶ ἐκεῖνος τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν αἰώνια χαρὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἡ θαρραλέα αὐτὴ ὁμολογία πίστεως τοῦ Κωνσταντίνου ἐξόργισε τὸν Χασᾶν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ φυλακὴ τοῦ «Ζιντανίου» μέσα στὸ Παλάτι τῶν Ἱπποτῶν. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁ Χασᾶν διέταξε νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του. Ὅμως ἡ ἐπιμονὴ τοῦ νεαροῦ ἀθλητοῦ τῆς πίστεως στὸ νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀπορρίπτει τὸν Μωάμεθ ὡς ψευδοπροφήτη, ἀλλὰ καὶ ἡ προτροπή του νὰ γίνει χριστιανὸς ὁ πασὰς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀπολαύσει τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου, ἐξαγρίωσε τὸν Χασᾶν σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ Κωνσταντῖνος ὑποβλήθηκε κατ’ ἐντολήν του σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Ἀφοῦ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα, τοῦ ξερίζωσαν τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς του, τοῦ ξέσκισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ σαγόνια μὲ πέτρες, ἐνῶ παράλληλα τὸν ἔφτυναν στὸ πρόσωπο καὶ τὸν εἰρωνεύονταν, λέγοντάς του: «Ἃς ἔλθει ὁ Χριστός σου, νὰ σὲ σώσει». Στὴ συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὴ φυλακὴ ἁλυσοδεμένο μὲ βαριὲς ἁλυσίδες στὰ πόδια καὶ τὸν λαιμό. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἐνώπιόν του πασᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε, ἐὰν ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό. Ἡ σταθερὴ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἐξόργισε ἀκόμη περισσότερο τὸν Χασᾶν, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν πεντακόσιες φορὲς στὴν πλάτη καὶ τὰ πόδια. Τὸ τραγικὸ ἀποτέλεσμα τῶν νέων σκληρῶν βασανιστηρίων ἦταν νὰ πέσουν τὰ νύχια ἀπὸ τὰ πόδια του, στὴ συνέχεια δὲ αἱμόφυρτος καὶ μισοπεθαμένος ρίχθηκε στὴ φυλακή.
Στὴν τραγικὴ αὐτὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ δέχθηκε μέσα στὸ δεσμωτήριο τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος τοῦ θεράπευσε ὅλες τὶς πληγὲς στὸ σῶμα του καὶ ἀποκατάστησε πλήρως τὴν ὑγεία του. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὸν Χασᾶν, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἄναυδος, ἀφοῦ καθ’ ὑπόδειξη τοῦ γενναίου ἀθλητοῦ τῆς πίστεως παρατήρησε ὅτι οἱ πληγὲς στὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος εἶχαν πλήρως θεραπευθεῖ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ἐπισκέφθηκε μέσα στὴ φυλακὴ καὶ τὸν θεράπευσε. Τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονὸς προκάλεσε ἀναταραχὴ καὶ σύγχυση στὸν Χασᾶν καὶ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ πείσουν τὸν μάρτυρα ὅτι ἡ θεραπεία τῶν πληγῶν τοῦ σώματός του ὀφείλεται σὲ θαῦμα τοῦ Μωάμεθ, γεγονὸς ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε κατὰ τὴν ἄποψή τους στὸ νὰ ἀσπασθεῖ καὶ πάλι τὸν μωαμεθανισμό. Ὅμως ἡ μετὰ παρρησίας ἔνθερμη ὁμολογία τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου γιὰ τὸν Χριστὸ ἐξαγρίωσε καὶ πάλι τὸν Χασᾶν, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κλείσουν καὶ πάλι στὴ φυλακή. Μάλιστα τὸν ὁδήγησαν ἁλυσοδεμένο στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, τὸ λεγόμενο «τουμπρούκι», τὸ ὁποῖο ἦταν ἕνας κορμὸς δένδρου μὲ δύο τρύπες, ὅσο νὰ χωροῦν τὰ πόδια του. Τὸ νέο αὐτὸ βασανιστήριο ὑπέμεινε ὁ νεαρὸς μάρτυς προσευχόμενος στὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος καὶ πάλι φανέρωσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν παρουσία καὶ τὴ δύναμή Του. Ἔτσι μία νύχτα ἡ σκοτεινὴ φυλακὴ ἄστραψε ἀπὸ ἄκτιστο φῶς, τὰ δὲ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Κωνσταντίνου ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὰ δεσμά. Τὸ ἐξαίσιο οὐράνιο αὐτὸ φῶς ἔγινε ἀντιληπτὸ τόσο σὲ χριστιανοὺς ὅσο καὶ σὲ μουσουλμάνους, οἱ δὲ φρουροὶ ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακὴ νόμιζαν ὅτι ἐπίασε φωτιά, γι’ αὐτὸ καὶ τρομοκρατήθηκαν. Μεταξύ των φυλακισμένων ποὺ ἔζησαν τὴν ὑπερφυὴ αὐτὴ παρουσία τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἦταν καὶ δύο ἱερεῖς ἀπὸ τὸ χωριὸ Σορωνή, ἀλλὰ καὶ ἕνας χριστιανὸς ἀπὸ τὸ χωριὸ Σιάννα, ὀνόματι Ἰωάννης Πουλούφας, τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ τὰ ἐγγόνια διηγοῦνταν τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Ὅταν ὁ Χασᾶν πληροφορήθηκε γιὰ τὸ παράδοξο φαινόμενο τῆς παρουσίας τοῦ φωτὸς μέσα στὴ σκοτεινὴ φυλακή, ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ ἀποσιωποιηθεῖ τὸ γεγονός, ἐνῶ διέταξε νὰ συνεχιστοῦν τὰ βασανιστήρια στὸν νεαρὸ ἀθλητὴ τῆς πίστεως. Μάλιστα μία ἡμέρα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ὁ Κωνσταντῖνος προσευχόταν, ἕνας βάρβαρος ἰμάμης σήκωσε τὸ χέρι του γιὰ νὰ τὸν χαστουκίσει. Ἀμέσως τὸ χέρι τοῦ ἔγινε κατάμαυρο, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὸν τρόμο στοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε δὲν ξανατόλμησαν νὰ τὸν χτυπήσουν. Ὁ θαρραλέος ὁπλίτης τοῦ Χριστοῦ, Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ἔμεινε πέντε μῆνες μέσα στὴν ὑγρὴ καὶ σκοτεινὴ φυλακή, δεχόμενος ἀγόγγυστα κάθε εἴδους ταλαιπωρία καὶ προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ ὄνομα τοῦ Ὁποίου ἐπιζητοῦσε νὰ μαρτυρήσει. Μόνο ἕνας εὐλαβὴς χριστιανὸς τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ τοῦ ἔφερνε τὴ Θεία Κοινωνία, μὲ τὴν ὁποία ἔπαιρνε θάρρος, δύναμη καὶ ἐλπίδα γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγώνα του.
Ὁ Χασᾶν δίσταζε ὅμως καὶ φοβόταν νὰ θανατώσει τὸν προσηλωμένο στὴ χριστιανικὴ πίστη Κωνσταντῖνο, διότι ὁ καπετὰν Γιώργης Βούλγαρης ποὺ ἦταν συμπατριώτης τοῦ Κωνσταντίνου, ἦταν ναύαρχος στὸν στόλο του καὶ θὰ τὸν ἔστελνε νὰ καταστείλει τὴν ἐξέγερση στὴν Ἀττάλεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χασᾶν ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν καπετὰν Γιώργη γιὰ νὰ ζητήσει τὴ γνώμη του γιὰ τὸ τί θὰ ἔπρεπε νὰ πράξει μὲ τὸν Κωνσταντῖνο. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπάντησε νὰ τὸν μεταχειρισθεῖ ὅπως νομίζει καὶ θέλει. Τότε ὁ Χασᾶν προτοῦ τὸν ὁδηγήσει στὸν τόπο τῆς θανατικῆς ἐκτέλεσης, τὸν κάλεσε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ τὸν ρώτησε, ἐὰν μετανοεῖ καὶ ἐὰν ἀποκηρύσσει ὅλα ὅσα ὁμολόγησε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ὁ γενναῖος Κωνσταντῖνος ὁμολόγησε γιὰ ἄλλη μία φορὰ μὲ ξεχωριστὴ παρρησία τὴν ἀγάπη του στὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ Χριστό, τοῦ δήλωσε δὲ τὴ σταθερή του πρόθεση καὶ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴ δόξα Του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος του ἀποκάλυψε ὅτι εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς ποὺ θὰ λάμβανε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος μὲ τὴ μαρτυρική του τελείωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ φέρουν Θεία Κοινωνία μέσα στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ κοινωνήσει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ αἷμα καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι τὰ ξημερώματα τῆς 14ης Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1800, ἡμέρας ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Φιλίππου, ὁδηγήθηκε κατ’ ἐντολὴν τοῦ Χασᾶν στὴ θέση Μανδράκι τῆς πόλεως Ρόδου, ὅπου σ’ ἕναν μεγάλο πλάτανο δέχθηκε τὸν δὶ’ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο. Ἔτσι ὁ ἐξ Ὕδρας τριαντάχρονος Κωνσταντῖνος Δημαμᾶς κρεμάσθηκε στὴν ἀγχόνη καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο μὲ τόση παρρησία ὁμολόγησε, τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ νὰ δοξάζεται ἐσαεὶ ὡς κλέος καὶ καύχημα τῶν νεομαρτύρων, ὡς ἀήττητος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀγαλλίαμα ἁπάντων των ὀρθοδόξων, ὡς τερπνότατον ἐντρύφημα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εὔοσμο κρίνο, ὡς κατάπτωση τῆς πλάνης τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι τὴν ἴδια νύχτα, κατὰ τὴν ὁποία ἐτελειώθη μαρτυρικῶς δὶ’ ἀγχόνης ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ἕνας μεγάλος φωτεινὸς Σταυρὸς ἔλουσε μὲ τὸ φῶς τοῦ τὸ δένδρο τοῦ μαρτυρίου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὸν δὶ’ ἀγχόνης θάνατο τοῦ Ἁγίου, ὁ μοιραῖος πλάτανος καταστράφηκε ἀπὸ ἀνεμοστρόβιλο, ἐνῶ μετὰ ἀπὸ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀπεβίωσε προσβεβλημένος ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια ὁ Χασᾶν, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ Κωνσταντίνου πάνω σ’ ἕνα σωρὸ ἀπὸ ξύλα. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου παρέλαβε ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἀγάπιος καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ τὶς πρέπουσες τιμὲς πίσω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Εἰσοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου τῆς πόλεως Ρόδου. Τὸ 1921 ἀνακαλύφθηκε ἡ μαρμάρινη πλάκα ποὺ τοποθέτησε ἀργότερα ὁ συμπατριώτης τοῦ Κωνσταντίνου, Κωνσταντῖνος Καφᾶς, καὶ ἡ ὁποία βρίσκεται σήμερα ἐντοιχισμένη στὸν δεξιὸ τοῖχο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ.
Τὸ 1803, τρία χρόνια δηλαδὴ μετὰ τὸ ἔνδοξο μαρτύριο καὶ τὴν ταφὴ τοῦ νεομάρτυρος Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἦρθε στὴ Ρόδο ἡ μητέρα του, ἡ Μαρίνα Δημαμά, καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ υἱοῦ της, τὰ μετέφερε στὴν Ὕδρα καὶ τὰ τοποθέτησε ὡς ἀνεκτίμητο πνευματικὸ θησαυρὸ στὸ χρονολογούμενο ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα περιώνυμο Μοναστήρι τῆς Παναγίας Φανερωμένης, τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ σημερινὸς Ἱερὸς Καθεδρικὸς Ναὸς τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου στὴν πόλη τῆς Ὕδρας. Στὴ Ρόδο παρέμεινε ἡ ὠλένη τῆς χειρὸς τοῦ Ἁγίου, τὴν ὁποία κράτησε γιὰ εὐλογία ὁ ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου, π. Ἰωάννης. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ λείψανο φυλάσσεται μέχρι σήμερα σὲ ἀργυρὴ λειψανοθήκη καὶ λιτανεύεται μὲ τὴν πρέπουσα ἐκκλησιαστικὴ λαμπρότητα στὶς 14 Νοεμβρίου, κατὰ τὸν ἐτήσιο λαμπρὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου τῆς πόλεως Ρόδου, Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου…
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Ἐκπαιδευτικὸς
Βιβλιογραφία
- Ἐγκόλπιον Ἡμερολόγιον Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρόδου 2006.
- Κώτη Κωνσταντίνου Γ., Οἱ Ἅγιοί της Δωδεκανήσου, Β’ Ἔκδοσις, Ρόδος 2001.
- Μπήτρου Γεωργίου – Γελαδάκη Χρήστου, Τὰ ἁγιοβάδιστα νησιὰ – Βίοι τῶν Ἁγίων της Τοπικῆς Ἐκκλησίας Ι. Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἐρμιονίδος καὶ Τροιζηνίας, Ἐκδόσεις Σκοπὸς τοῦ Λόγου, Β΄ Ἔκδοση, Αἴγινα 2003.
- Πρακτικὰ Διορθόδοξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος – Νεομάρτυρες Προάγγελοι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους», Ὕδρα 2007.
- Σαχίνη Γεωργίου Ν., Ἐκκλησάκια – Ἐκκλησίες – Ἐρημοκκλήσια Ὕδρας, Πειραιεὺς 1972.
- Χονδροπούλου Σώτου, Κωνσταντῖνος ὁ Νεομάρτυς ὁ Ὑδραῖος, Ἐκδόσεις Καινούργια Γῆ, Ἀθήνα 2010.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!