17 Φεβρουαρίου
Καταγωγὴ
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων, ὁ ἔνδοξος μάρτυς αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ, κατήγετο, ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια τῆς Καππαδοκίας καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλιά. Ἔζησε δὲ στὰ χρόνια τοῦ Ρωμαίου χριστιανομάχου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, ποὺ βασίλευε στὴ Δύση τὸ 264 – 285 μ.Χ.
Εἰς τὸ Τάγμα τῶν Τηρώνων
Ὁ μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ὁ Τήρων δὲν παρουσιαζόταν σὰν χριστιανὸς νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη στὸν Ἀληθινὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ φόβο γιὰ τὰ μαρτύρια, ἀλλὰ γιατί νόμιζε, πὼς δὲν ἦταν ἀκόμη ἐνδεδειγμένο ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ μαρτυρήσει. Θέλησε, λοιπὸν νὰ ἐξακριβώσει, ἂν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ μαρτυρήσει τότε. Γι αὐτὸ ἔκαμε τὸ ἕξης:
Ὁ Θεόδωρος ἦταν νεοσύλλεκτος καὶ ὑπηρετοῦσε στὸ Τάγμα τῶν Τηρώνων, δηλαδὴ τῶν νεοσυλλέκτων. Ἦταν δὲ ἔξυπνος καὶ γενναῖος. Τὸ τάγμα αὐτὸ ἦταν ἐκλεκτὸ καὶ τὸ στείλανε στὴν Ἀνατολή, διὰ νὰ φυλάξει χὰ ἀνατολικὰ σύνορα τοὺ κράτους. Στὸ τάγμα τῶν Τηρώνων τοποθέτησαν τὸν Θεόδωρο, λίγο προτοῦ ξεκινήσουν γιὰ τὴν Ἀνατολή. Ἀρχηγὸς τοῦ τάγματος ἦτο ἕνας Βρίγκας ὀνόματι. Φθάσανε στὴν πόλη τῶν Εὐχαΐτων. Ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα, κατήγετο ὁ ἄλλος ἅγιος Θεόδωρος, ὁ Στρατηλάτης, ποὺ μαρτύρησε καὶ αὐτὸς λίγο ἀργότερα τὸ 323 μ.Χ. Κοντά, λοιπόν, στὰ Εὐχάϊτα, πενῆντα περίπου χιλιόμετρα ἤτανε ἕνα δάσος. Σ’ αὐτὸ εἶχε ἐμφανιστεῖ ἕνα φίδι πολὺ μεγάλο καὶ ἕνεκα αὐτοῦ δὲν τολμοῦσε νὰ περάσει κανεὶς ἀπὸ ἐκεῖ. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὸ φόβο τους ἐγκατέλειψαν τὰ κτήματά τους, ποὺ εἶχαν ἐκεῖ κοντά. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, θέλοντας νὰ δοκιμάσει ἐὰν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μαρτυρήσει, πῆγε καβαλάρης στὸ δάσος. Ἔψαξε πολὺ νὰ βρεῖ τὸ θηρίο ἐκεῖνο, ἀλλὰ δὲν τὸ βρῆκε. Κουρασμένος τώρα βγῆκε στὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ δάσος καὶ κοιμήθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο ἑνὸς δένδρου. Τὴν ὥρα ἐκείνη διάβαινε ἀπὸ ἐκεῖ μιὰ πλούσια γυναίκα, ποὺ τὴν λέγανε Εὐσεβία. Ἦταν πονόψυχη. Γι’ αὐτὸ τὸν ξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε:
—Παλληκάρι μου, ἂν θέλεις τὴ ζωή σου, φεύγα ἀπὸ τὸν καταραμένο αὐτὸν τόπο. Πῶς κοιμᾶσαι ξένοιαστος; Ἐδῶ μέσα ἔχει κάπου τὴ φωλιὰ του τὸ θηρίο.
—Ποιά εἶσαι σύ; ρώτησε τὴν γυναίκα ὁ Ἅγιος.
—Ἐγώ, τοῦ ἀποκρίθηκε, εἶμαι μιὰ Χριστιανή. Ἐδῶ ἔχω κτῆμα, ἀλλὰ θὰ τὸ ἀφήσω, διότι πολλοὺς ἐδῶ τους ἔφαγε τὸ φίδι αὐτό, ὁ δράκοντας. Γι’ αὐτό σε παρακαλῶ, φύγε καὶ σύ, διότι κινδυνεύεις.
—Μή φοβᾶσαι, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος. Σήμερα θὰ λήξει ἡ ἱστορία αὐτή. Ὁ Χριστός μας θὰ σᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτόν.
Τότε ὁ Ἅγιος ἔκαμε τὸ Σταυρό του, καβαλλίκεψε τὸ ἄλογό του καὶ μπῆκε πάλι μέσα στὸ δάσος. Ἐκεῖ σ’ ἕνα μέρος ἄκουσε θόρυβο. Κατευθύνεται πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ βλέπει τὸ ἑρπετὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴ φωλιά του. Ἦταν φοβερὸ καὶ ἔκαμε ἕνα σφύριγμα τρομερό. Ὁ Ἅγιος κάνει τὸ σταυρό του, ὁρμᾶ κατ’ ἐπάνω του καὶ τὸ κτυπᾶ στὸ κεφάλι μὲ τὸ κοντάρι του. Τὸ θηρίο ἀπὸ τὸν πόνο σύριξε δυνατά, στριφογύρισε τὴν οὖρα του, σφάδασε καὶ ψόφησε. Τότε ὁ Ἅγιος βγῆκε χαρούμενος ἀπὸ τὸ δάσος, γιατί κατάλαβε, ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ μαρτυρήσει. Διότι, ὅπως νίκησε τὸν αἰσθητὸ δράκοντα, ἔτσι θὰ νικοῦσε καὶ τὸν νοητὸ δράκοντα τὸν διάβολο. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀπάλλαξε τὸν τόπον ἐκεῖνον ὁ Ἅγιος, πῆγε κατ’ εὐθείαν στὸ τάγμα του.
Ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει
Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοὺς Βρίγκας, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του θέλησε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Οἱ ἄλλοι στρατιῶτες πηγαίνανε καὶ θυσιάζανε. Ὁ Θεόδωρος ὅμως ἔμενε στὴ σκηνή του. Αὐτὸ ἦταν ἡ αἰτία νὰ φανερωθεῖ, ὅτι ἦταν Χριστιανός. Ὁ Βρίγκας μάζεψε ὅλο το τάγμα του καὶ ρώτησε τὸν Ἅγιο ἐὰν εἶναι Χριστιανός. Ὁ Ἅγιος τούς ἀπάντησε μὲ θάρρος ὅτι εἶναι Χριστιανός. Τότε ὁ ἀρχηγὸς τους προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ὥστε νὰ μὴν ρεζιλευτεῖ καὶ νὰ μὴν γίνει παραβάτης τῶν Βασιλικῶν διαταγῶν. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοῦ ἀποκρίθηκε καθαρά:
—Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνοῦμαι. Σοῦ τὸ ἐπαναλαμθάνω καὶ πάλιν, ὅτι Χριστιανὸς εἶμαι, τὸν Χριστό μου προσκυνῶ καὶ Αὐτοῦ εἶμαι στρατιώτης.
Ὁ Βρίγκας σκέφτηκε τότε νὰ τοῦ δώσει μία μέρα νὰ τὸ σκεφτεῖ καλύτερα. Πίστευε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πὼς θὰ ἄλλαζε ὁ Ἅγιος καὶ θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Κατόπιν καλέσανε καὶ ἐξέτασαν ἄλλους Χριστιανούς. Ὁ Θεόδωρος ὅμως ἐρχότανε κοντά τους καὶ τοὺς ἔδινε θάρρος, γιὰ νὰ μὴ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό.
Καίει τὸν Βωμὸ τῆς Ρέας
Οἱ τύραννοι τὴν νύκτα ἐκείνη τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς τοὺς φυλάκισαν. Ὁ Θεόδωρος ὅμως πῆγε διὰ νυκτὸς καὶ ἔβαλε φωτιὰ σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ βωμὸ τῆς θεᾶς Ρέας. Καὶ τοῦτο διὰ νὰ δείξει καὶ διὰ τῶν πραγμάτων, ὅτι αὐτὸς μὲν εἶναι χριστιανός, οἱ εἰδωλολατρικοὶ δὲ θεοί, τοὺς ὁποίους προσκυνοῦσαν ἐκεῖνοι, ἤσαν ξύλα ἀναίσθητα. O ἐμπρησμὸς αὐτὸς ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ γίνει μεγάλη σύγχυσης στὰ Εὐχάϊτα. Τὸν Ἅγιο ὅμως, ὅταν ἔβαλε τὴ φωτιά, τὸν εἶδε ὁ ὑπηρέτης τοὺ βωμοῦ, ὀνόματι Κρονίδης. Αὐτός, λοιπόν, συνέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ τὸν πῆγε στὸν ἀρχηγὸ τοῦ τόπου, τὸν Πόπλιο. Ὁ Θεόδωρος πῆγε εὐχαρίστως.
Ὅταν ὁ Πόπλιος ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιο, γιὰ τὴν πίστη του καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἔκαψε τὸν βὠωμό τῆς Ρέας μὲ πολὺ θυμὸ τοῦ εἶπε:
—Ἀσεβέστατε, αὐτὴ εἶναι ἡ τιμὴ πού δίδεις στοὺς μεγάλους θεούς; Ἀντὶ νὰ θυσιάσεις στὸ βωμὸ τῆς μεγάλης Ρέας, σὺ τὸν ἔκαψες; Καὶ πὼς τόλμησες, ἀνόητε, καὶ ἔκαμες τὴν παρανομία; Δὲν φοβήθηκες τὰ βασιλικὰ διατάγματα;
—Ἀρχηγέ Πόπλιε, τοῦ εἶπε μὲ θάρρος ὁ Ἅγιος. Ὁμολογῶ, ὅτι ἔκαψα τὸν βωμὸ τῆς Ρέας, διότι θέλησα νὰ δοκιμάσω, ἐὰν εἶναι ἀληθινὴ θεά. Ἀλλὰ εἶδα, ὅτι ἦταν ξύλο ξερὸ καὶ ἀναίσθητο. Ἑπομένως τέτοια τιμὴ πρέπει στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ μάτια ἔχουν καὶ δὲν βλέπουν, αὐτιὰ καὶ δὲν ἀκοῦνε, στόμα καὶ δὲν μιλοῦνε. Τί θεοὶ εἶναι τὰ ἄλαλα ξύλα;
Στὴ φυλακὴ μὲ τοὺς Ἀγγέλους
Ὁ ἡγεμόνας ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ πῆ τίποτε σ’ αὐτά, διέταξε καὶ τὸν ἔδειραν. Ἀφοῦ τὸν ἔδειραν πολύ, τοῦ εἶπε:
—Γιά νὰ φανῶ ἐπιεικὴς ἐγώ, ἐσὺ τὸ πῆρες ἐπάνω σου. Ἀλλὰ θὰ σὲ βάλω στὰ βάσανα καὶ στὶς τιμωρίες καὶ τότε θὰ ὑποταχθεῖς καὶ μὴ θέλοντας στὶς βασιλικὲς διαταγές.
—Ὅπως δὲν δέχεσαι σύ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, τὰ δικά μου λόγια, ἔτσι δὲν δέχομαι καὶ ἐγὼ τὰ δικά σου. Οἱ φοβερισμοί σου δὲν μὲ φοβίζουν. Οἱ ἀπειλές σου τὰ μικρὰ παιδιὰ φοβίζουν, ὄχι ὅμως καὶ μένα, ποὺ ἔχω τὴ δύναμη χοὺ Χριστοῦ μου. Γιὰ μένα αὐτὰ εἶναι χαρὰ καὶ ἀγαλλίασης. Τὶς τιμωρίες σου δὲν τὶς λογαριάζω, διότι ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ μου θὰ τὶς ἐλαφρώσει. Ὅτι θέλεις κάμε μου. Ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, ἔξω φρενῶν ἔγινε καὶ ἔτριζε τὰ δόντια του ἀπὸ τὰ νεῦρα του. Διέταξε δὲ τοὺς ὑπηρέτες νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ μὴν τοῦ δώσουν οὔτε νερό, οὔτε ψωμί, οὔτε τίποτε ἄλλο ὥσπου νὰ πεθάνει. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Ὁ Χριστὸς ὅμως, ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινε, γιὰ τὴν ἀγάπη Του, δὲν τὸν ἄφησε, ἀλλὰ τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα τοὺ φανερώθηκε καὶ τοῦ εἶπε:
— Χαῖρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου. Μὴ στενοχωρεῖσαι καθόλου, γιατί σὲ ἔδειραν γιὰ τὴν ἀγάπη μου. Ἐγώ, ὅπως πάντοτε, εἶμαι μαζί σου. Σὲ λίγες μέρες θὰ ‘ρθεῖς στὴ Βασιλεία μου. Πρόσεξε νὰ μὴ πάρεις τροφὴ ἀπὸ τὰ χέρια τους. Ἡ Χάρις μου θὰ σὲ τρέφει. Χαῖρε λοιπὸν καὶ εὐφραίνου.
Μετὰ ταῦτα ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε καὶ ὁ Ἅγιος ἔμεινε πάλι μόνος του στὴ φυλακή, χαίροντας καὶ ψάλλοντας. Μαζί του ὅμως ψέλνανε καὶ Ἄγγελοι. Ἀπ’ ἔξω οἱ φύλακες, ποὺ τοὺς ἄκουγαν, νομίζανε ὄχι ἤσαν Χριστιανοὶ στὴ φυλακὴ καὶ ψάλλανε μαζί. Εἴδανε ὅμως, ὅτι ἡ φυλακὴ ἦταν κλειστὴ καὶ σφραγισμένη μὲ τὴ βασιλικὴ σφραγίδα. Ἀπαραβίαστη. Κοιτάζανε τότε ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα καὶ εἴδανε μέσα πολλοὺς ἄνδρες λευκοντυμένους, ποὺ ψάλλανε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο. Τρέχουν τότε ἀμέσως στὸν ἡγεμόνα καὶ τοῦ λένε:
—Μέσα στὴ φυλακὴ βρίσκονται πολλοὶ Χριστιανοί. Δὲν ξέρουμε ὅμως ἀπὸ ποὺ μπῆκαν.
Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἡγεμόνας, φοβήθηκε. Πῆρε μαζί του ὅλη τὴν φρουρὰ του καὶ μετέβη στὴ φυλακή. Τοποθέτησε γύρω της τοὺς στρατιῶτες μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ προσέχουν καὶ ἂν μὲν εἶναι Χριστιανοὶ νὰ τοὺς συλλάβουν. Αὐτὸς μπῆκε μέσα στὴ φυλακή. Ἄκουσε μὲν πολλοὺς νὰ ψάλλουν, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε κανένα, ἕκτος ἀπὸ τὸν Θεόδωρο, ποὺ ἦταν δεμένος καὶ ἀσφαλισμένος στὸ ξύλο. Φοβήθηκε, βγῆκε ἔξω καὶ ἔκλεισε τὴ φυλακὴ πάλι. Διέταξε ὅμως νὰ δίνουν εἰς τὸν Θεόδωρο κάθε μέρα λίγο νερὸ καὶ μιὰ οὐγκιὰ ψωμί, δηλαδὴ εἴκοσι πέντε γραμμάρια. Οἱ φύλακες, σύμφωνα μὲ τὴ διαταγή, πήγανε τὴν τροφὴ στὸν Ἅγιο. Αὐτὸς ὅμως δὲν τὴν δέχτηκε.
Ὑποσχέσεις καὶ μαρτύρια
Τὸ πρωὶ διέταξε ὁ ἡγεμόνας καὶ βγάλανε τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴ φυλακή. Ὅταν τὸν πήγανε μπροστά του καὶ αὐτὸς μὲ κολακεῖες καὶ ψευδολογίες προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Καὶ ὁ Ἅγιος του ἀπάντησε:
—Πόπλιε, μὴ νομίζεις, ὄχι μὲ τέτοιες κολακεῖες καὶ ψευδολογίες θὰ μοῦ ἀλλάξεις τὴν πίστη μου. Μάθε τὸ καλά, ὄχι καν πῦρ μὲ κάψει, κάν θάλασσα μὲ πνίξει, κάν ξίφος μὲ κόψει, κάν θηρία μὲ φάγουν, κάν τὸ σῶμα μου κατακόψεις σὲ χίλια δυὸ κομμάτια, ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι καὶ γι’ αὐτὸν θέλω νὰ τιμωροῦμαι.
Ὁ ἡγεμὼν ἀκούγοντας αὐτά, θαύμασε διὰ τὴν τόλμη καὶ ἀποφασιστικότητα τοῦ Ἁγίου. Κατόπιν ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν κρεμάσουν μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Μὲ χέρια δὲ σιδερένια τοῦ ἔξυναν τὸ σῶμα, ὥστε φανήκανε τὰ πλευρά του. Ὁ Ἅγιος ὑπέμενε καρτερικά τούς τρομεροὺς πόνους, ψάλλοντας τό: «Εὐλογήσω τὸν Κύριον ἐν παντὶ καιρῶ, διὰ παντὸς ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν εἶδε ὅτι οὔτε μὲ αὐτὰ τὰ βασανιστήρια κατόρθωσε νὰ τοῦ ἀλλάξει τὴν πίστη, διέταξε νὰ τὸν ξεκρεμάσουν καὶ τοῦ εἶπε:
—Δέν ντρέπεσαι, ἄθλιε, νὰ ἐλπίζεις ἀκόμη, ὄχι θὰ σὲ σώσει ἕνας κακοθάνατος, ὁ Ναζωραῖος; Σὲ ἐκεῖνον πιστεύεις, πού δὲν μπόρεσε νὰ βοηθήσει τὸν ἐαυτόν του;
—Τέτοια ντροπή, ἀσεβέστατε, μακάρι νὰ τὴν ἔχω πάντοτε ἐγὼ καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Μάρτυς.
Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔγινε σύγχυσης καὶ ἀναταραχὴ ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ὁ Πόπλιος φοβήθηκε μήπως γίνει στάση καὶ λέγει στὸν Ἅγιο Θεόδωρο:
—Ἄς ἀφήσουμε τὰ πολλὰ λόγια καὶ πές μου καθαρά: Θέλεις νὰ θυσιάσεις στοὺς θεοὺς ἢ νὰ βασανισθεῖς ἀκόμη.
—Ἀσεβέστατε ἄνθρωπε, ἀπάντησε ὁ Μάρτυς, δὲν φοβᾶσαι, τὸ Θεό. Ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία, καὶ σὺ μὲ διατάζεις νὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ νὰ προσκυνήσω τὰ ἀναίσθητα ξύλα.
—Σε ἀφήνω λίγη ὥρα νὰ σκεφθεῖς, τοῦ εἶπε. Καὶ ὅταν πέρασε ἡ λίγη αὐτὴ ὥρα τοῦ λέγει:
—Καλλίτερα θέλεις νὰ εἶσαι μὲ μᾶς ἢ μὲ τὸν Χριστό σου;
—Μέ τὸν Χριστό μου ἤμην, εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι, τοῦ ἀπάντησε σταθερὰ ὁ Μάρτυς.
Μετὰ τὴν ἀπάντησι αὐτὴ ὁ ἡγεμὼν ἔβγαλε τὴ θανατικὴ ἀπόφαση.
Στὴ φωτιὰ
«Ἐπειδὴ ὁ Θεόδωρος ἀντετάχθη εἰς τὰ βασιλικὰ προστάγματα, ἀρνήθηκε τοὺς θεούς μας καὶ πιστεύει εἰς τὸν Ἰησοῦν, νὰ τὸν κάψετε, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἔκαψε τὸν ναὸ τῆς θεᾶς Ρέας». Παρέλαβαν τότε δεμένο τὸν Ἅγιο οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν μετέφεραν εἰς τὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἔβγαλε τὴν ζώνη, τὰ ροῦχα καὶ τὰ ὑποδήματά του. Οἱ στρατιῶτες διὰ νὰ μὴ ταραχθεῖ καὶ φύγει θέλησαν νὰ τὸν καρφώσουν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Μάρτυς τοὺς εἶπε:
—Ἀφήστε με ἀκάρφωτο. Ὁ Χριστός μου, πού μοῦ ἔδωκε τὴ δύναμη καὶ ὑπέμεινα τὶς ἄλλες τιμωρίες, θὰ μὲ δυναμώσει καὶ χώρα νὰ βαστάξω τὸ πῦρ. Οἱ στρατιῶτες, πράγματι, δὲν τὸν καρφώσανε, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸν ἔδεσαν. Ὁ Ἅγιος εἶπε τότε τὴν ἑξῆς προσευχή:
—Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ μονογενές τοῦ Ἀθανάτου Πατρός, ὁ ὁποῖος διὰ τὴν σωτηρία μᾶς ἦλθες εἰς τὴν Γῆ, Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἀξίωσες νὰ ὑποστῶ βάσανα καὶ τιμωρίες γιὰ Σένα. Σὲ δοξολογῶ, διότι μὲ ἀξίωσες νὰ μιμηθῶ τὸ πάθος Σου. Σὲ ὑμνολογῶ, διότι μὲ ἐνδυνάμωσες νὰ μαρτυρήσω, γιὰ τὴν ἀγάπη Σου. Ἀξίωσέ με τῆς Βασιλείας Σου. Ἀλλὰ καὶ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ βρίσκονται τώρα στὴ φυλακὴ γιὰ τὸ ὄνομά Σου, ἀξίωσέ τους νὰ μαρτυρήσουν καὶ νὰ πεθάνουν γιὰ Σένα, ὅπως ἐγώ. Τὴν ὥρα δέ, ποὺ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος προσευχόταν, ἕνα Χριστιανός, ὀνόματι Κλεόβουλος, τὸν κοίταζε καὶ δάκρυζε. Τοῦ λέγει τότε ὁ Ἅγιος:
—Κλεόβουλε ἀδελφέ, σὲ περιμένω. Ἔλα.
Συνέχισε δὲ ὁ Ἅγιος τὴν προσευχή του γιὰ λίγο ἀκόμη καὶ κατόπιν πήδησε μέσα στὴ φωτιά, ποὺ ἔκαιε, δοξάζοντας τὸν Θεό! Θαῦμα ἐξαίσιο τότε ἔγινε: Ἡ φλόγα ἔγινε ἁψίδα καὶ περιεκύκλωσε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου, χωρὶς νὰ τὸ θίξει καθόλου! Ὁ Ἅγιος ὅμως προσευχόμενος, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ εἰς χείρας τοῦ Θεοῦ. Παρουσιάσθηκε τότε ἡ Εὐσεβία. Αὐτὴ κατόρθωσε, ἀφοῦ ἔδωσε ἀρκετὰ χρήματα, νὰ πάρει τὸ ἅγιο λείψανό του καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει εἰς τὰ Εὐχάϊτα. Κάθε δὲ χρόνο τὸν ἑόρταζε καὶ τὸν εἶχε βοηθό της σὲ κάθε δύσκολη περίσταση τῆς ζωῆς της. Καὶ ὄχι μόνον αὐτή, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς τοῦ τόπου ἐκείνου τὸν εἴχανε γιατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Εἰς τὰ Εὐχάϊτα κτίσθηκε μεγαλοπρεπὴς Ναός, ὅπου φυλλάσσετο καὶ τὸ τίμιό του λείψανο. Ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα κατόπιν ξαπλώθηκε ἡ τιμὴ τοῦ Μάρτυρος Θεοδώρου σὲ ὅλη τὴ χριστιανοσύνη. Στὴν Κωνσταντινούπολη κτίσθηκαν πολλοὶ Ναοὶ εἰς τιμήν του. Ὁ σπουδαιότερος ἦτο «ἐν τοῖς Σφωρακίοις». Καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας, εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως ὕπαρχει περικαλλὴς Βυζαντινὸς Ναὸς τιμώμενος ἐπ’ ὀνόματι τῶν «Ἁγίων Θεοδώρων» τοῦ Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καὶ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων ὀνομάζεται καὶ «Φανερωτής». Καὶ τοῦτο, διότι φανερώνει σὲ ὅσους τὸν παρακαλοῦν μὲ πίστη τὰ πράγματα, ποὺ ἔχουν χαμένα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β΄.
Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγὴ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθεῖς, ὡς ἄρτος ἠδύς, τὴ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.