Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἦταν δοῦλος στὸ σπίτι τοῦ Ρωμαίου ἄρχοντα Φιλήμονος, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία καὶ ἔγινε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ Ὀνήσιμος ἔκλεψε χρήματα ἀπὸ τὸν κύριό του, ἔφυγε κρυφὰ καὶ ἐπῆγε στὴν Ρώμη, καὶ ἐκεῖ ἀνταμώσας τὸν Ἀπόστολο Παῦλο εἰς τὰ δεσμὰ εὐρισκόμενο, ἐκατηχήθη ἀπὸ αὐτὸν τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν, καὶ βαπτισθεῖς, ἔγινε καὶ αὐτὸς θαυμάσιος εἰς τὴν ἀρετήν.

  Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δὲν ἔκρινε δίκαιο νὰ λυπῆται ὁ Φιλήμων διὰ τὴν κλεψιά καὶ φυγὴ τοῦ δούλου του τούτου Ὀνησίμου, διὰ τοῦτο ἀπέστειλε αὐτὸν πίσω εἰς τὸν αὐθέντη του Φιλήμονα, μαζί μὲ τὴν πρὸς Φιλήμονα συστατικὴ καὶ παραθετικὴ ἐπιστολή, στὴν ὁποία ἀνέφερε γιὰ τὸν Ἅγιο Ὀνήσιμο τὰ ἀκόλουθα:

«Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ Ἰησοῦ … τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν, … χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου, … Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, Ὀνήσιμον, τόν ποτέ σοι ἄχρηστον νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψά σὺ δὲ αὐτόν, τοῦτ’ ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα προσλαβοῦ· ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπὲρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεσμοῖς τοῦ εὐαγγελίου, χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἑκούσιον. Tάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς, οὐκέτι ὡς δοῦλον ἀλλ ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ. Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ. εἰ δέ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει· ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις. Nαί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ. Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις. ἅμα δὲ καὶ ἑτοίμαζέ μοι ξενίαν, ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν…»  

«Τέτοιος ποὺ εἶμαι, ἐγὼ ὁ Παῦλος ὁ ἡλικιωμένος, καὶ τώρα φυλακισμένος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ γιὰ τὸ παιδί μου, τὸν Ὀνήσιμο, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε σοῦ ἦταν ἄχρηστος, τώρα ὅμως εἶναι χρήσιμος καὶ σὲ ἐσένα καὶ σὲ ἐμένα. Σοῦ τὸν ἀποστέλλω πάλι καὶ σὺ δέξου αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ καρδιά μου. Θὰ ἤθελα νὰ τὸν κρατήσω κοντά μου, γιὰ νὰ μὲ ὑπηρετεῖ, ἀντί σοῦ, στὴν φυλακὴ ποὺ εἶμαι χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ κάνω τίποτε χωρὶς τὴν δική σου συγκατάθεση, γιὰ νὰ μὴν γίνει ἡ ἀγαθή σου πράξη ἀναγκαστικὰ ἀλλὰ μὲ τὴν θέλησή σου. Ἴσως γι’ αὐτὸ ἀποχωρίσθηκε προσωρινὰ ἀπὸ ἐσένα, γιὰ νὰ τὸν ἔχεις παντοτινά, ὄχι πλέον σὰν δοῦλο, ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ δοῦλο, σὰν ἀδελφὸ ἀγαπητό, ἰδιαίτερα γιὰ μένα, πόσο μᾶλλον γιὰ σένα καὶ σὰν ἄνθρωπο καὶ σὰν Χριστιανό. Ἐὰν λοιπόν, μὲ θεωρεῖς φίλο, δέξου τον σὰν νὰ ἤμουν ἐγώ».

Ὁ δὲ Φιλήμων δεξάμενος τὸν Ὀνήσιμο σὺν τὴ ἐπιστολή, ἐχάρη, καὶ πάλιν ἀπέστειλε αὐτὸν ὀπίσω εἰς τὸν Παῦλον, νά τόν ὑπηρέτει. Μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου συνελήφθη ὑπὸ τοῦ ἐπάρχου Ρώμης Τερτύλου καὶ ἐξορίσθηκε στοὺς Ποτιόλους τῆς Ἰταλίας. Ὅμως ὁ Ὀνήσιμος συνέχισε μὲ ζῆλο νὰ κηρύττει τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἔπαρχος Τέρτυλος ἐπισκέφθηκε τὸν τόπο ἐξορίας του καὶ πληροφορήθηκε τὴ χριστιανική του δράση, διέταξε νὰ συλληφθεῖ ὁ Ἅγιος καὶ νὰ βασανισθεῖ. Τὸν κτύπησαν ἀλύπητα καὶ μὲ ραβδισμοὺς τοῦ ἔσπασαν τὰ σκέλη. Στὸ τέλος, μετὰ ἀπὸ φρικώδεις βασάνους, ὁ Ἅγιος Ὀνήσιμος μαρτύρησε καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τὸ τίμιο λείψανό του παρέλαβε καὶ ἐνταφίασε μία πλούσια ἀλλὰ εὐσεβὴς Ρωμαία Χριστιανή.
Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου εἶχε ἀνεγερθεῖ κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη.