4 Φεβρουαρίου
Ἀνάμεσα στοὺς φωτεινοὺς ἀσκητές, διαπρεπεῖς πατέρες καὶ πολύτιμους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ τιμώμενος στὶς 4 Φεβρουαρίου τόσο ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ὂ «ἱερατικῆς καὶ ἀσκητικῆς πολιτείας κανὼν» κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο, ὂ «ἀγγελικὸν ἀντικρυς μετελθῶν βίον» κατὰ τὸν ἱστορικὸ Εὐάγριο.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε γύρω στὸ 350 μ.Χ. στὸ Πηλούσιο τῆς Αἰγύπτου, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ βορειοανατολικὸ ἄκρο τοῦ δέλτα τοῦ Νείλου, κοντὰ στὴ σημερινὴ κωμόπολη Τινὲχ καὶ τὸ Πὸρτ Σάιντ. Μάλιστα ἡ ἐρειπωμένη πλέον σήμερα πόλη τοῦ Πηλουσίου τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν προσωνυμία «Πηλουσιώτης». Οἱ εὐσεβεῖς, ἐνάρετοι καὶ πλούσιοι γονεῖς του διέκριναν ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὴ φιλομάθειά του καὶ ἐπιμελήθηκαν τὴν ὑψηλὴ μόρφωση καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀνατροφή του. Γύρω στὸ 370 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος πῆγε στὴν περιώνυμη πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας γιὰ νὰ σπουδάσει. Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ φοίτησε στὴν περίφημη Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου διευθυντὴς ἦταν ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλός, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ ὁ διδάσκαλός του. Σπούδασε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, ἀλλὰ παράλληλα μελετοῦσε καὶ τὰ ἔργα τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῶ καθημερινὰ ἐντρυφοῦσε μέσα στὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε θαυμαστῆς καὶ ὑπέρμαχος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ συστηματικὸς μελετητὴς τῶν ἔργων του. Παράλληλα ἦταν καὶ ἔνθερμος μιμητὴς τοῦ ὕφους καὶ τῶν ἰδεῶν του καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀγωνίσθηκε μὲ θάρρος γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν ἐπαναγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὰ δίπτυχα τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας ὕστερα ἀπὸ τὴ διαμάχη καὶ τὴ σύγκρουση τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐκθρόνιση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Ἱεροῦ Πατρός. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διακρίνοντας τὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν εὐρεία θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ἱερατικὴ καὶ μοναχική του πορεία ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ πρότυπό του τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ ὡς μόνιμο μέλημά του τὴν ἀνόθευτη διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μετὰ τὶς σπουδὲς καὶ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του, τὸ Πηλούσιο τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀνέπτυξε μεγάλο ἱεροκηρυκτικὸ ἔργο. Ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς καθοδηγητὴς ἑκατοντάδων ψυχῶν, οἱ ὁποῖες κοντά του ἔβρισκαν τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση. Ἀπέκτησε κύρος καὶ πνευματικὴ ἀκτινοβολία καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε πολλοὶ τὸν θεωροῦσαν ἄνδρα ἁγιότητος καὶ ἀπαστράπτουσας ἀρετῆς.
Γύρω στὸ 400 μ.Χ. ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ «ἐν τῷ κόσμω» καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μοναστήρι τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν γέροντα καὶ «μόνος πρὸς μόνον τὸν Θεὸν γενόμενος» ἀσκήθηκε στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀκτημοσύνη, τὴν προσευχή, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν περισυλλογὴ γιὰ νὰ γίνει σύντομα «τῶν μοναστῶν τὸ κλέος». Μελετοῦσε ἀδιάλειπτα τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων καὶ ἔφτασε σὲ τέτοιο ἁγιοπνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ σὲ τέτοια πνευματικὴ ὡριμότητα, ὥστε ἑκατοντάδες πιστοὶ τὸν ἀναζήτησαν καὶ ἀφοῦ βρῆκαν τὸ μοναστήρι, στὸ ὁποῖο μόναζε, τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ οἰκοδομηθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ βροῦν λύση στὰ προβλήματά τους. Στοὺς πολυάριθμους ἐπισκέπτες πρόσφερε μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ παροιμιώδη φιλοξενία, προέτρεπε δὲ τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι φιλόξενοι, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ σὲ ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐπιπλήττει δριμύτατα ὅσους δὲν προσφέρουν φιλοξενία σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης κατέστη μὲ τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ τὸν ἐνάρετο βίο τοῦ ἐπόπτης ὅλων των μοναστηριῶν καὶ τῶν μοναχῶν τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ μὲ τὶς συνεχεῖς νουθεσίες του στήριζε καὶ καθοδηγοῦσε πνευματικά τούς μοναχούς. Ἐπιπλέον ὁδήγησε τὰ μοναστήρια σὲ τέτοια πνευματικὴ ἀκμὴ καὶ λάμψη, ὥστε ἀναδείχθηκαν φωτεινοὶ φάροι καὶ ἰσχυροὶ προμαχῶνες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Τὸ ὁλοένα καὶ αὐξανόμενο πλῆθος τῶν χριστιανῶν, τὸ ὁποῖο κατέφθανε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ καθοδηγηθεῖ πνευματικά, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ μὲ περισσότερη ἡσυχία στὴν προσευχή, τὴ μελέτη καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ πνευματική του ὡριμότητα μὲ τὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἡ πολυμάθειά του τὸν ἀνέβασαν σὲ τέτοιο ὑψηλὸ ἐπίπεδο σοφίας καὶ διανόησης, ὥστε ἀπέκτησε τὸ χάρισμα νὰ ἑρμηνεύει καὶ τὰ πιὸ δύσκολα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ δίνει τὴν ἀπαιτούμενη λύση καὶ ἀπάντηση σὲ κάθε ἀπορία καὶ σὲ κάθε πρόβλημα πιστοῦ, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ στὴν ἔρημο τὸν ἀναζήτησαν ἑκατοντάδες ταλαιπωρημένες ψυχές. Μάλιστα ἀναπτύχθηκε μεταξύ τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν χριστιανῶν μιὰ μοναδικὴ καὶ ἀξιομνημόνευτη ἀλληλογραφία, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν σωζομένων ἐπιστολῶν του ποὺ ἀνέρχονται σὲ 2.000 καὶ διακρίνονται γιὰ τὴ λακωνικότητα, τὸ κομψὸ ὕφος καὶ συχνὰ τὸν ποιητικό τους λόγο. Οἱ πολυάριθμες αὐτὲς ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἕνα ἄριστο θησαυροφυλάκιο συμβουλευτικῆς σοφίας καὶ πείρας, πραγματεύονται δογματικὰ καὶ ἀπολογητικὰ θέματα, θέματα ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς καὶ θέματα μὲ ἠθικοθρησκευτικὸ περιεχόμενο, ἀπευθύνονται δὲ σὲ διάφορες τάξεις: σὲ αὐτοκράτορες, ἐπισκόπους, ἱερεῖς, μοναχούς, πλούσιους, φτωχοὺς καὶ λογίους. Μὲ τὸν πύρινο λόγο του στὶς ἐπιστολὲς ἔφτασε ὁ σοφὸς καὶ ἀσκητικὸς Ἅγιος Ἰσίδωρος νὰ ἐπιπλήξει καὶ νὰ ἐλέγξει μὲ αὐστηρότητα ἀκόμη καὶ αὐτοκράτορες καὶ ἰσχυροὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς παροτρύνει νὰ συναισθανθοῦν τὰ λάθη τους καὶ νὰ ἐπανορθώσουν, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Πατριάρχη Θεόφιλο, τὸν Ἐπίσκοπο Πηλουσίου Εὐσέβιο καὶ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Στὶς ἐπιστολὲς του ἀπαντοῦσε πάντοτε μὲ γνώμονα τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς καὶ μὲ ὁδηγὸ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὴ βαθειὰ πίστη καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς διακρίσεως καὶ τῆς συνέσεως. Παρόλο ποὺ ἦταν αὐστηρὸς καὶ ἀνυποχώρητος στὴν ἁμαρτία, τὴν ἀδικία, τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἦταν ταυτόχρονα εὐαίσθητος, προσιτὸς καὶ ἀνθρώπινος.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς κληρικοὺς ποὺ διακονοῦν σ’ αὐτή, ἀλλὰ καὶ δὲν δίστασε νὰ καυτηριάσει τοὺς φαύλους κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του, ἐναντίον τῶν ὁποίων συνέγραψε ἐλεγκτικὲς ἐπιστολὲς ἐπιδιώκοντας νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση. Στηλίτευσε μὲ αὐστηρότητα τὰ θλιβερὰ φαινόμενα τῆς σιμωνίας καὶ τῆς φιλαργυρίας στοὺς κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμίδων, φαινόμενα ποὺ δυστυχῶς ἀκόμη καὶ σήμερα τραυματίζουν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, προσβάλλουν τὴν ἀποστολὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν ἀξίων κληρικῶν καὶ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. Ἐνδεικτικὸς εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς ἐπιστολῶν ποὺ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος γιὰ τοὺς μιαρούς, φιλάργυρους, ἐγωιστές, φλύαρους, πονηρούς, ματαιόδοξους, σιμωνιακοὺς καὶ ἀπερίσκεπτους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι μόλυναν μὲ τὸν βίο καὶ τὴ συμπεριφορὰ τοὺς τὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, ὅπως ὁ Ζώσιμος, ὁ Μάρων καὶ ὁ Μαρτινιανός, ἐνῶ δὲν παραλείπει νὰ στιγματίσει καὶ τοὺς ὑποψήφιους ἐπισκόπους ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀνέλθουν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο μὲ ἀνεντιμότητα, διαπράττοντας τὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς σιμωνίας. Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του παρουσιάζει τὴν ἱεροσύνη ὡς θεῖο ἀξίωμα καὶ ὡς οὐράνιο ἀγαθό, τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἀνάμεσα στὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρώτη καὶ νὰ μεταβάλλει πρὸς τὸ ἀνώτερο τὴ δεύτερη. Ἐπιπλέον ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς πρέπει νὰ ἔχει ἀσκηθεῖ στὴν ὑπακοή, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ νὰ ἔχει ἐπιδοθεῖ ὁ ἴδιος σὲ πνευματικὸ ἀγώνα γιὰ νὰ εἶναι κεκοσμημένος μὲ ἀρετὲς καὶ ἔτσι νὰ μπορέσει ὀρθὰ νὰ καθοδηγήσει τὶς ἀνθρώπινες ψυχές. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ του ὁ Ἅγιος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα γιὰ τὸν ἱερέα: «Ἄπτει λύχνον ὁ Θεὸς Ἱερέα καὶ τίθησιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν λυχνίαν τῆς ἐαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας, ἴνα ἑξαστράπτη φωτισμὸν τὴ Ἐκκλησία καὶ δογμάτων καὶ πράξεων», ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνάξιους κληρικούς, τοὺς ὁποίους ἀποκαλεὶ «ἐπιδρομεῖς», ἀναφέρει ὅτι ὅταν κάποιος νόθος καὶ ἀνάξιος εἰσέλθει μὲ τὴ βία στὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης, τότε ὁ στολισμὸς τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος μεταβάλλεται σὲ ἀπρέπεια. Παράλληλα ὑπογραμμίζει ὅτι τὸ νὰ σφάλει καὶ νὰ ἁμαρτάνει κάποιος λαϊκὸς εἶναι φοβερό, τὸ νὰ σφάλει ὅμως ἱερωμένος εἶναι φοβερότερο, ἐνῶ θεωρεῖ ἀναγκαῖο το μέτρο σὲ ὅλα, ἀκόμη καὶ στὴν τροφή, τὴν κατοικία, τὴν ἐνδυμασία, τὴ φωνὴ καὶ τὸ βάδισμα. Ἔτσι εἶναι ἀνούσιο νὰ νηστεύει κανεὶς ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ νὰ πλουτίζει ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μὲ αὐστηρότητα ἀντιμετώπιζε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος καὶ αὐτοὺς ποὺ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν ἐπίσκοποι χωρὶς νὰ ἔχουν τὴ συναίσθηση τῆς βαρύτατης πνευματικῆς ἀποστολῆς τους, ἀλλὰ καὶ τῶν πολλαπλῶν ὑποχρεώσεων καὶ τῶν πολυεύθυνων καθηκόντων τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀπέναντι στὸν λαὸ ποὺ καλοῦνται νὰ διαποιμάνουν.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἐπιστολὲς ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἔγραψε καὶ δύο θαυμάσιες πραγματεῖες, ἡ μία μὲ τίτλο: «Λόγος πρὸς Ἕλληνας», στὴν ὁποία ὑπερασπίζεται τὴ Θεία Πρόνοια ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὴν ἀρνοῦνται καὶ ἡ δεύτερη μὲ τίτλο «Περὶ τοῦ μὴ εἶναι εἱμαρμένην», στὴν ὁποία ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπαρξία τῆς μοίρας. Ὁ πάνσοφος καὶ πανόλβιος Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ὁ «γράμμασι τῆς θείας σοφίας καὶ τῆς ἔξω ἐξησκημένος» ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο καὶ στὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, ὅπως τῆς αἵρεσης τοῦ Νεστορίου. Μάλιστα ζήτησε μέσω ἐπιστολῆς του ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ νὰ συμμετάσχει ὁ ἴδιος στὴ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 431 μ.Χ., ἐνῶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας ζήτησε νὰ μετριάσει τὸ μένος του ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου. Στοὺς λόγους του ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος προβάλλει πάντοτε τὴ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Μεγάλων Πατέρων καὶ κυρίως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν ὁποῖο θεωρεὶ «τῶν ἐν Βυζαντίω καὶ πάσης Ἐκκλησίας ὀφθαλμόν», ἐνῶ θεωρεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὠς «τὸ μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας». Κάποια στιγμὴ ἔφθασε ὅμως καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου τὸν κάλεσε κοντά Του. Ἔτσι στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 437 μ.Χ. καὶ ἔχοντας ἐπιστρέψει στὸ ἀγαπημένο τοῦ μοναστήρι, ἐγκατέλειψε τὴν ἐπίγεια ζωὴ γιὰ νὰ παραμείνει στὴ συνείδηση τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης ὡς ἕνας ταπεινός, σοφός, ἐνάρετος καὶ πολυγραφότατος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Ἐκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
* Δημητρακοπούλου Σοφοκλέους Γ., Ἰσιδώρου Πηλουσιώτη Ἐπιστολές, Ἔκδοσις Συλλόγου Διακονίας καὶ Ἀποπερατώσεως Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίων Ἰσιδώρων Λυκαβηττοῦ, Ἀθήνα 1998
* Ἐνισλείδου Χρήστου Μ., Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωροι τοῦ Λυκαβηττοῦ Ἀθηνῶν, Ἔκδοσις Ἅ΄, Ἀθῆναι 1952
* Θύμη Κωνσταντίνου Π., Βίος τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, Ἱστορικόν του ἐν Κορακιάνα Ἱεροῦ Ναοῦ καὶ Θαύματα ἀπὸ τὴν Τοπική μας Παράδοση, Κέρκυρα 1996
* Μηλίτση Γεωργίου Θ., Διδασκάλου, Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, Τρίκαλα 2006
* Φούσκα Κωνσταντίνου Μ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, Ἀθήνα 1994
* Ψιλάκη Νίκου, Βυζαντινὲς Ἐκκλησίες καὶ Μοναστήρια τῆς Κρήτης, Ἐκδόσεις Καρμάνωρ, Ἡράκλειο Κρήτης χ.χ.
Ἔργα καὶ θέσεις
Ἔργα
Ὁ Ἰσίδωρος ἔγραψε χιλιάδες ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες διατύπωνε τὶς ἀπόψεις του σὲ διάφορα ζητήματα πρακτικῆς ἀλλὰ καὶ θεωρητικῆς φύσης(1) Ἀπὸ αὐτὲς ἔχουν διασωθεῖ πάνω ἀπὸ 2000. Κατὰ το Λεξικὸ τῆς Σούδας ο Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης συνέγραψε τρεῖς χιλιάδες ἐπιστολές, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένες στὴν ἑρμηνεία της Αγίας Γραφῆς, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τον Νικηφόρο Κάλλιστο οι ἐπιστολὲς τοῦ φθάνουν τὶς δέκα χιλιάδες(2). Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ὑπολοιπους ασκητικούς συγγραφεις, ὁ Ἰσίδωρος δὲν ἀπασχολήθηκε μὲ τὴν μυστικὴ θεωρία ἀλλὰ μὲ ἠθικὰ ζητήματα. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἄλλωστε ἡ ἐπανάληψη σὲ ἀρκετὲς ἐπιστολές του, τοῦ ρητού αρετης οὐδὲν ἴσον(1).
Θεολογία
Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰσιδώρου ἀναφέρεται σὲ δογματικὰ θέματα. Πίστευε ὅτι ὁ μοναχισμὸς εἶναι τὸ ἰδεῶδες της χριστιανικῆς τελειότητας καὶ θεωροῦσε ὅτι τρία πράγματα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς: ἡ προσευχή, ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ πίστη. Ὁ ἀντιρρητικός του λόγος ἀπευθύνεται ἐξίσου πρὸς τους Ιουδαίους καὶ τοὺς ἐθνικούς. Κατὰ τὸν Ἰσίδωρο, ἠ Αγία Γραφῆ ειναι ὁ ὁδηγὸς ἀπέναντι στὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ ἡ πηγὴ βάση τῆς ὁποίας διακήρυττε τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἑνότητα τῆς οὐσίας Του καὶ καὶ τὴ διάκριση τῶν ὑποστάσεων(3).
Ἡ χριστολογία τοῦ εἶναι πλησιέστερη πρὸς τὴ σχολὴ τῆς Ἀντιόχειας, παρὰ πρὸς τὴ σχολὴ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Τὰ ἔργα του, ποὺ παρουσιάζουν καὶ μεγάλο ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον, περιέχονται στην Patrologia Graeca του Migne.
Ἀσχολήθηκε μεταξὺ ἄλλων καὶ μὲ τὴν ὑπόθεση του Νεστoρίου, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀντίπαλος, παρόλα αὐτὰ προέτρεψε τὸν συγγενῆ του Κύριλλο Ἀλεξανδρείας νὰ τηρήσει μετριοπαθῆ στάση ἔναντί του Νεστορίου, ἔκκληση ποὺ τελικὰ δὲν εἰσακούστηκε καθὼς ὁ Κύριλλος, ὄντας σὲ θέση ἰσχύος μετὰ τὴν καταδίκη του Νεστοριανισμού απο τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης, σκλήρυνε τὴ στάση τοῦ[4].
Ἠθικὰ καὶ κοινωνικὰ ζητήματα[Ἐπεξεργασία | ἐπεξεργασία κώδικα]
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θεσμὸ τοῦ γάμου, τὸν θεωροῦσε ὡς ἀναγκαῖο ἀλλὰ κατώτερο ἀπὸ τὴν παρθενία. Ἀναγνώριζε πὼς στον τίμιο γάμο οφειλουν νὰ ἀποδίδονται τὰ πρέποντα ἐγκώμια, ἡ ἀξιολόγηση ὅμως πρέπει νὰ γίνεται μὲ βάση τα κοσμικὰ καὶ ὄχι τα ουράνια κριτηρια[5]. Σχετικὰ μὲ τὴ φιλία, πίστευε πὼς ἡ ἀνισότητα ἀποτελεῖ βλαβερὸ παράγοντα[6].
Γιὰ τὴν ἱεροσύνη καὶ τοὺς ἱερωμένους πίστευε πὼς ἡ μὲν ἱεροσύνη ἀποτελεῖ εὐθύνη καὶ ἀπαιτεῖ σκληρὴ ἐργασία, πατρικὴ κηδεμονία, φροντίδα, προστασία, κόπους, θυσίες καὶ κινδύνους. Κατὰ τὸν Ἰσίδωρο ἡ ἱερωσύνη δὲν συνεπάγεται ἄνεση, πολυτέλεια, ἐξουσία καὶ τυραννία καὶ γιὰ αὐτὸ δὲν δικαιολογεῖται ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἀπόκτησή της. Σὲ ὅτι ἀφορᾶ δὲ τοὺς ἱερωμένους, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰσίδωρο, γνήσιος ἱερέας δὲν εἶναι ὁ γενικὰ ἐνάρετος ἀλλὰ αὐτὸς τοῦ ὁποίου ἡ ἀρετὴ πηγάζει ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό του κόσμο. Μάλιστα ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ δρᾶ ὡς διάκονος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ὡς πολιτικὸ πρόσωπο ἀποφεύγοντας τὶς ἐντάσεις καὶ τὶς ἐπάρσεις καὶ ἔχοντας ὡς στόχο τὴν εἰρηνικὴ διακονία. Παράλληλα, ὁ φιλάργυρος ἱερέας στιγματίζεται ὡς ἄξιος σαρκασμοῦ ἐνῶ στηλιτεύεται τὸ γεγονὸς πὼς στὴν ἐποχή του, οἱ φορεῖς τῆς Ἐκκλησίας ἀπώλεσαν, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο, τὸν εὐαγγελικὸ καὶ ἀποστολικό τους βίο μὲ ἐπακόλουθο τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν κοσμικὴ ἐξουσία[7][8].
Ἰδιαίτερα καυστικὲς ἦταν οἱ ἀπόψεις του γιὰ τὰ ἄτομα ποὺ καταφεύγουν σὲ ἄδικες κριτικές. Χαρακτηριστικά, ἀναφέρει πὼς ἀρκετοὶ ἄνθρωποι εἴτε δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ δίκαιο ἢ ἀρκετὲς φορὲς ἂν καὶ τὸ ἀντιλαμβάνονται, ἡ κρίση τοὺς ἐπηρεάζεται ἀπὸ παράγοντες ὅπως ὁ φόβος, ἡ ἀνανδρία, ἡ μνησικακία, ἡ φιλία, ὁ χρηματισμὸς κλπ[9]. Παράλληλα ἐκλάμβανε ὡς μὴ κατανοητὴ τὴν ἄρνηση καταβολῆς τοῦ μισθοῦ ἀπὸ τὸν ἐργοδότη πρὸς τὸν ἐργαζόμενο, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἡ ἐργασία ἀφορᾶ μια θεάρεστη πραξη ὅπως λ.χ. ἡ ἀνοικοδόμηση ἱεροῦ ναοῦ καὶ θεωροῦσε ἐπιβεβλημένη τὴν τιμωρία ἔναντί σε κάθε ἀδικία ποὺ πραγματοποιεῖται σὲ βάρος τῶν φτωχῶν ἐργαζόμενων[10].
Στὸ ζήτημα τῆς συμμετοχῆς σὲ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις, ὁ Πηλουσιώτης προχώρησε σὲ διάκριση ἀνάμεσα στὸν ἐπιθετικὸ καὶ τὸν ἀμυντικὸ πόλεμο ἐνῶ ἔδινε συμβουλὲς γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλει νὰ συμπεριφερθεῖ κάποιος κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς πολέμου[11].
- Παναγιώτου Κ. Χρήστου, 2005, σ. 241. Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία – Πατέρες καὶ Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἐκδοτικὸς Οἴκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, τόμος Α’.
- Στυλιανὸς Βαγιανός, 2005, σ. 38. Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία – Πατέρες καὶ Θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἐκδοτικὸς Οἴκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, τόμος Α’.
- Εἰρήνη Ἀρτέμη, Ἡ περὶ Τριαδικοῦ Θεοῦ διδασκαλία Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη καὶ ἡ σχέση της μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Διδακτορικὴ Διατριβή, ΕΚΠΑ, Ἀθήνα, 2012, σ. 5.
- Βλ. Ἰω. Φειδά, 2002, Βλασίου Ἰω. Φειδά, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι 2002, γ’ ἔκδοση, τόμος Ἃ’ σ. 607 – 608.
- Αποστόλου Β. Νικολαΐδη, Ἄκρα καὶ μεσότητες – Ἀπὸ τὴν ἀριστοτελικὴ στὴν πατερικὴ μεσότητα, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2008, σ. 104.
- Αποστόλου Β. Νικολαΐδη, 2008, σ. 263.
- Αποστόλου Β. Νικολαΐδη, 2006, σ. 197.
- Απόστολος Β. Νικολαΐδης, Δόγματα καὶ Κοινωνία, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2009, σ. 128 – 129, 131.
- Ἀπόστολος Β. Νικολαΐδης, 2009, σ. 308.
- Ἀποστόλου Β. Νικολαΐδη, 2006, σ. 286.
- Ἀπόστολος Β. Νικολαΐδης, Κριτικὴ Θεωρία καὶ Κοινωνικὴ Λειτουργία τῆς Θρησκείας, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2005, σ. 291 – 292.