ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´
Τὸ πανάγιο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας
Μέχρις ἐδῶ σοῦ πρόσφερα, ὅπως εἶδες, ἀναγνώστη μου, τέσσερα ὅπλα, ποὺ σοῦ εἶναι ἀπαραίτητα στὸν πόλεμο αὐτόν, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ νικήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου· δηλαδή, τὸ νὰ μὴν ἔχῃς θάρρος στὸν ἑαυτό σου, τὸ νὰ ἐλπίζῃς στὸν Θεό, τὸ νὰ ἀγωνίζεσαι πάντοτε καὶ τὸ νὰ προσεύχεσαι. Τώρα σοῦ δείχνω ἄλλο ἕνα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πανάγιο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διότι ὅπως τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἔτσι εἶναι καὶ ὅπλο ἀνώτερο ἀπὸ τὰ ἄλλα. Τὰ τέσσερα ὅπλα ποὺ εἴπαμε, παίρνουν τὴν δύναμι ἀπὸ τὶς ἀξιομισθίες καὶ τὴν χάρι ποὺ μᾶς ἀξίωσε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὅπλο εἶναι αὐτὸ τὸ ἴδιο Αἷμα καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα μὲ τὴν ψυχὴ καὶ μὲ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἐκεῖνα γίνεται ἡ μάχη κατὰ τῶν ἐχθρῶν μὲ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸ ὅπλο ὅμως πολεμοῦμε ἐκείνους μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς πολεμεῖ μαζὶ μὲ ἐμᾶς. Διότι ὅποιος τρώγει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ πίνει τὸ Αἷμα του, μένει μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς μὲ αὐτὸν «Ὅποιος τρώει τὴ σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, μένει σ᾿ ἐμένα κι ἐγὼ σ᾿ αὐτόν» (Ἰω. 6,56).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ἂν νικήσουμε τὸν ἐχθρό, τὸν νικοῦμε μὲ τὴν δύναμι τοῦ αἵματος αὐτοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στὴν Ἀποκάλυψι: «Νίκησαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀρνίου» (12,11).
Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ μυστήριο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ἅγιο, καὶ αὐτὸ τὸ ὅπλο, μᾶλλον αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ μυστήριο αὐτό, μπορεῖ νὰ πραγματοποιῆται (νὰ βάνεται εἰς πρᾶξιν) μὲ δυὸ τρόπους, δηλαδὴ νὰ τὸ δέχεται κανεὶς μυστηριακά, δηλαδὴ μὲ εὐλάβεια, πολὺ συχνὰ καὶ ὅσες φορὲς μπορέσῃ, (ἂν βέβαια δὲν ἔχῃ κάποιο ἐμπόδιο ἀπὸ τὸν Πνευματικό) μὲ τὴν ἀπαραίτητη προετοιμασία, δηλαδή, συντριβή, ἐξομολόγησι, ἱκανοποίησι καὶ τὴν νηστεία ποὺ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν δύναμί του· καὶ πρέπει κανεὶς νὰ τὸ λαμβάνῃ πνευματικὰ καὶ νοερὰ κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμή, γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μὴ σταματήσῃς νὰ τὸ λαμβάνῃς μὲ τὸν δεύτερο τρόπο πολλὲς φορές, καὶ ὅταν μπορῇς, σύμφωνα μὲ τὸν πρῶτο τρόπο ποὺ ἀκολουθεῖ.
Πῶς πρέπει κανεὶς νὰ δέχεται τὸ πανάγιο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, δηλαδὴ πῶς πρέπει νὰ δέχεται μυστηριακὰ τὸν Χριστό.
Σὲ διάφορες περιπτώσεις μποροῦμε νὰ πλησιάζουμε σὲ αὐτὸ τὸ θειότατο μυστήριο, τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε πρέπει νὰ κάνουμε διάφορα πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι διαιρεμένα σὲ τρεῖς περιόδους: Πρὶν ἀπὸ τὴν Μετάληψι, τὸν καιρὸ τῆς Μεταλήψεως καὶ μετὰ τὴν Μετάληψι. Πρὶν ἀπὸ τὴν Μετάληψι πρέπει νὰ καθαρισθοῦμε μὲ τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τόσο τῆς θανάσιμης ὅσο καὶ τῆς μὴ θανάσιμης ἁμαρτίας ποὺ κάναμε καὶ νὰ φυλάξουμε τὸν Κανόνα ποὺ θὰ μᾶς δώσῃ ὁ Πνευματικός. Καὶ μὲ τὴν διάθεσι ὅλης μας τῆς καρδιᾶς νὰ δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, μὲ ὅλη μας τὴν ἰσχὺ καὶ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σὲ ὅ,τι τοῦ ἀρέσει. Ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος σὲ αὐτὸ τὸ μυστήριο μᾶς δίνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν Θεότητα καὶ μὲ τὶς ἀξιομισθίες του. Καὶ σκεπτόμενοι ὅτι τὸ δῶρο μας, συγκρίνοντάς το μὲ τὸ δικό του, εἶναι λίγο καὶ σχεδὸν μηδαμινό, πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ἔχουμε τόσο μεγάλο δῶρο, ὅσο ποτὲ δὲν τοῦ πρόσφεραν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀνθρώπινα καὶ οὐράνια, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὸ δώσουμε στὴν θεία του Μεγαλειότητα.
Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὅταν θέλῃς νὰ δεχθῇς τὸ Μυστήριο αὐτό, γιὰ νὰ καταστραφοῦν καὶ οἱ δικοί του καὶ οἱ δικοί σου ἐχθροί, προτοῦ νὰ μεταλάβης, ἄρχισε ἀπὸ τὸ ἑσπέρας ἢ καὶ νωρίτερα νὰ σκέπτεσαι πόσο ἐπιθυμεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ δώσῃς ἐσὺ τόπο στὴν καρδιά σου μὲ τὸ Μυστήριο αὐτό, γιὰ νὰ ἑνωθῆ μαζί σου καὶ νὰ σὲ βοηθήσῃ νὰ νικήσῃς κάθε σου πάθος.
Αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου εἶναι τόσο μεγάλη καὶ ἀμέτρητη ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβη μέχρι τὸ ὕψος της κτιστὸς νοῦς. Ἐσύ, ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσῃς κάπως νὰ τὴν χωρέσῃς στὸ νοῦ σου, πρέπει νὰ βάλῃς καλὰ στὸ νοῦ σου δυὸ πράγματα: Τὸ ἕνα εἶναι ἡ ἀνέκφραστη ἐπιθυμία ποὺ ἔχει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ βρίσκεται μέσα μας. Διότι αὐτὴ τὴν ἕνωσι μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ὀνομάζει τρυφὴ καὶ εὐχαρίστησι δική του: «Ἡ εὐχαρίστησί μου εἶναι μὲ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων». Τὸ ἄλλο εἶναι νὰ σκεφθῇς καλὰ ὅτι ὁ Θεὸς μισεῖ πολὺ τὴν ἁμαρτία, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι αἰτία στὸ νὰ ἑνώνεται ὁ Θεὸς μαζί μας, πρᾶγμα ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθυμεῖ, καὶ εἶναι ἀντίθετη στὶς θεϊκές του τελειότητες. Διότι ὁ Θεὸς ὄντας ἐκ φύσεως ἀπόλυτο ἀγαθό, καθαρὸ φῶς καὶ ἄπειρη ὡραιότητα, δὲν μπορεῖ παρὰ ἐκ φύσεως νὰ μισῇ καὶ νὰ συχαίνεται ἀμέτρητες φορὲς τὴν ἁμαρτία, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἀπόλυτο κακό, σκοτάδι, ἔλλειψι καὶ ἀνυπόφορη ἀσχήμια στὶς ψυχές μας. Καὶ αὐτὸ τὸ μῖσος τοῦ Θεοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας εἶναι τόσο δυνατὸ καὶ τόσο πολύ, ὥστε γιὰ τὴν καταστροφή της δόθηκε διαταγὴ καὶ ἔγιναν ὅλα τὰ ἔργα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Νέας Διαθήκης καὶ μάλιστα ἐκεῖνα τοῦ Παναγίου Πάθους τοῦ Υἱοῦ του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγουν μερικοὶ θεολόγοι καὶ διδάσκαλοι, ὅτι γιὰ νὰ ἐξαλείψῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς κάθε πταῖσμα καὶ τὸ πιὸ μικρὸ ἀκόμη, ἂν ἦταν ἀνάγκη καὶ ἔπρεπε, ἦταν ἕτοιμος νὰ παραδοθῆ καὶ σὲ χιλιάδες πάλι θανάτους.
Ἀπὸ τὶς μελέτες λοιπὸν αὐτὲς καὶ τὶς σκέψεις, ἂν καὶ σὲ πολὺ μικρὸ βαθμό, καταλαβαίνοντας τὸ μέγεθος τῆς ἐπιθυμίας ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς νὰ εἰσέλθη στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ νικήσῃ ἐντελῶς τοὺς ἐχθροὺς τοὺς δικούς Του καὶ τοὺς δικούς σου, θὰ ἀνάψης μέσα σου μία ζωντανὴ ἐπιθυμία νὰ τὸν δεχθῇς, γιὰ νὰ φέρῃ μέσα σου τὸ ἀποτέλεσμα αὐτό. Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ γεμίσῃς ἀπὸ ἀνδρεία καὶ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔλθη νὰ κατοικήσῃ μέσα σου ὁ ἐπουράνιός σου ἀρχιστράτηγος Ἰησοῦς, κάλεσε δυνατὰ πολλὲς φορὲς σὲ πόλεμο τὸ πάθος ἐκεῖνο ποὺ θέλεις νὰ νικήσῃς καὶ κατάβαλέ το μὲ διπλὲς καὶ τριπλὲς ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις, μισώντας το καὶ προβάλλοντας πράξεις ἀρετῆς ἀντίθετες πρὸς τὸ πάθος ἐκεῖνο. Ἔτσι θὰ κάνῃς τὸ ἑσπέρας.
Τὸ πρωὶ πάλι, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία, ρίξε νοερὰ ἕνα σύντομο βλέμμα μέσα σου στὰ σφάλματα ποὺ ἔκανες ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ μετέλαβες μέχρι τότε, ὅσα ἔκανες μὲ τόση ἀφοβία σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε Θεὸς νὰ σὲ βλέπῃ καὶ νὰ σὲ κρίνῃ, οὔτε νὰ ὑπέφερε γιὰ σένα τόσα πάθη ἐπάνω στὸ σταυρό. Γιατὶ καὶ σὺ προτίμησες τὶς σιχαμερὲς καὶ τιποτένιες σου ἐπιθυμίες καὶ ὄχι τὸ θέλημα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σκεπτόμενος ἔτσι μὲ πολλὴ ντροπὴ καὶ μὲ ἅγιο φόβο, θὰ ντραπῆς γιὰ τὴν ἀχαριστία καὶ γιὰ τὴν ἀναξιότητά σου. Ἀλλὰ ὅμως καὶ πάλι σκεπτόμενος μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅτι ἡ ἀμέτρητη ἄβυσσος τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ σου προσκαλεῖ στὰ Μυστήριά του τὴν ἄβυσσο τῆς ἀχαριστίας σου καὶ τῆς μικρῆς σου πίστεως, πλησίασε σὲ αὐτὸν μὲ θάρρος, καὶ χάρισέ του τόπο εὐρύχωρο στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ γίνῃ σὲ αὐτὴν ὁλόκληρος Δεσπότης καὶ Κυρίαρχος. Πῶς καὶ μὲ ποιό τρόπο; Ὅταν διώξης ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου κάθε διάθεσι καὶ ἀγάπη τῶν κτισμάτων, κλείνοντάς την γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθη κάποιος ἄλλος, παρὰ ὁ Θεός σου.
Καὶ ἀφοῦ μεταλάβης μπὲς μέσα ἀμέσως στὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς σου, προσκυνώντας πρῶτα τὸν Κύριο μὲ κάθε ταπείνωσι καὶ εὐλάβεια καὶ μίλησέ του νοερὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν: «Ἐσὺ βλέπεις, τὸ μόνο μου ἀγαθό, πόσο εὔκολα ἐγὼ σὲ βλάπτω καὶ πόση δύναμι ἔχει ἐναντίον μου τὸ πάθος αὐτὸ ποὺ μὲ πολεμεῖ καὶ μόνος μου δὲν ἔχω τὴν δύναμι νὰ ἐλευθερωθῶ. Γι᾿ αὐτὸ δικός σου κυρίως εἶναι ὁ πόλεμος αὐτὸς καὶ ἀπὸ σένα μόνο ἐλπίζω τὴν νίκη, μολονότι εἶναι ἀνάγκη νὰ πολεμῶ κι ἐγώ».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ στρέφοντας τὸ νοῦ σου στὸν ἐπουράνιο Πατέρα, πρόσφερέ του ὡς εὐχαριστία καὶ γιὰ τὴν νίκη τοῦ ἑαυτοῦ σου τὸν εὐλογημένο του Υἱό, ποὺ αὐτὸς σοῦ ἔδωσε στὰ Μυστήρια καὶ ποὺ κρατᾷς πλέον μέσα στὴν καρδιά σου. Καὶ πολεμώντας γενναῖα κατὰ τοῦ πάθους ἐκείνου ποὺ σὲ πολεμεῖ, περίμενε μὲ πίστι τὴν νίκη ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ δὲν ὑπάρχει περίπτωσι νὰ σοῦ στερήσῃ τὴν νίκη, ἂν ἔκανες ἐσὺ ὅ,τι μποροῦσες, κι ἂν ἀκόμη ἀργήσῃ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ τὴν δώσῃ.
Πῶς πρέπει νὰ ἑτοιμαζώμαστε γιὰ τὴν κοινωνία, γιὰ νὰ παρακινηθοῦμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ παρακινηθῇς μὲ τὸ ἐπουράνιο αὐτὸ μυστήριο στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, θὰ σκεφθῇς μὲ τὸ λογισμό σου τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει πρὸς ἐσένα ὁ Θεός, σκεπτόμενος ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μεγάλος καὶ Παντοκράτορας Θεὸς δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὸ ὅτι σὲ ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσι καὶ ὅτι ἔστειλε στὴ γῆ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸ νὰ περπατήσῃ τριάντα τρία χρόνια, γιὰ νὰ σὲ ζητήσῃ καὶ γιὰ νὰ ὑποφέρῃ σκληρότατα πάθη καὶ τὸν βασανιστικὸ θάνατο τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ σὲ ἐξαγοράση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἀκόμη θέλησε νὰ σοῦ τὸν ἀφήσῃ γιὰ τὴν ἀνάγκη καὶ γιὰ τὴν τροφή σου σὲ αὐτὸ τὸ θειότατο Μυστήριο. Σκέψου καλά, παιδί μου, τὰ ἀκατανόητα μεγαλεῖα αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ποὺ τὴν κάνουν σὲ ὅλα της τὰ μέρη πάρα πολὺ τέλεια καὶ ὑπέροχη.
Α´) Διότι ἂν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγάπησε αἰώνια καὶ ἄναρχα, καὶ ὅσο εἶναι αὐτὸς αἰώνιος κατὰ τὴν Θεότητά του, ἄλλο τόσο αἰώνια εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη του, μὲ τὴν ὁποία πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀποφάσισε νὰ μᾶς δώσῃ τὸν Υἱό του μὲ αὐτὸν τὸν θαυμάσιο τρόπο! Γι᾿ αὐτό, εὐφραινόμενος ἐσωτερικά, μπορεῖς νὰ πῇς τὰ ἑξῆς μὲ πνευματικὴ χαρά: Λοιπὸν σὲ ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνιότητας ἦταν ἡ μικρότητά μου, τόσο ψηφισμένη (ὑπολογισμένη) καὶ ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο Θεό, σὲ τέτοιο τρόπο ποὺ αὐτὸς σκεπτόταν γιὰ μένα καὶ ἐπιθυμοῦσε μὲ θέλησι τῆς ἀνεκδιήγητης ἀγάπης του νὰ μοῦ δώσῃ γιὰ βρῶσι τὸν Μονογενῆ του Υἱό;
Β´) Ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες τοῦ κόσμου, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι, ἔχουν κάποιο μέτρο καὶ ὅριο καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπεκταθοῦν περισσότερο. Ἀλλὰ μόνον αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι χωρὶς μέτρο. Καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ θεραπευθῆ ἐντελῶς, ἔδωσε τὸν Υἱό του, ἴσο στὴν μεγαλειότητα καὶ ἀπειρία μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μιᾶς καὶ τῆς ἴδιας οὐσίας καὶ φύσεως. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τόση μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη του, ὅσο εἶναι καὶ τὸ χάρισμα, καὶ ἀντίστροφα τόσο εἶναι τὸ χάρισμα, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο εἶναι τόσο μεγάλα, ὥστε μεγαλύτερο μέγεθος δὲν μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανένας κτιστὸς νοῦς.
Γ´) Ὁ Θεὸς δὲν παρακινήθηκε ἀπὸ καμμιὰ ἀνάγκη νὰ μᾶς ἀγαπήσῃ, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν φυσική του ἀγαθότητα καὶ ἀπὸ τὴν τόσο μεγάλη του ἀγάπη πρὸς ἐμᾶς, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε.
Δ´) Οὔτε κανένα ἔργο ἢ κάποια καλὴ πρᾶξι δική μας μπόρεσε νὰ προηγηθῆ, γιὰ νὰ δείξη ἐκεῖνος ὁ ἄπειρος Θεὸς μία τέτοια ὑπερβολὴ ἀγάπης μὲ τὴν ταλαιπωρία μας. Ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλευθερίας του μόνο, δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ σὲ μᾶς τὰ κτίσματά του, ποὺ εἴμαστε ἐντελῶς ἀνάξιοι.
Ε´) Ἂν σκεφθῇς καλὰ τὴν καθαρότητα τῆς ἀγάπης αὐτῆς, θὰ δῇς ὅτι δὲν εἶναι σὰν τὶς ἀγάπες τοῦ κόσμου, ἀναμεμιγμένη μὲ κάποιο κέρδος προσωπικό. Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἀγαθά μας. Ἐπειδὴ αὐτὸς καὶ μόνος του καὶ χωρὶς ἐμᾶς εἶναι πάρα πολὺ εὐτυχισμένος, μακάριος καὶ πάρα πολὺ ἔνδοξος. Ἔτσι, χρησιμοποίησε τὴν ἀνέκφραστη ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς, ὄχι γιὰ δική του ὠφέλεια, ἀλλὰ γιὰ δική μας!
Αὐτὰ συλλογιζόμενος καλὰ θὰ πῇς στὸν ἑαυτό σου: «Πῶς γίνεται αὐτό; Ἕνας Θεὸς Ὕψιστος νὰ βάλῃ τὴν καρδιά του σὲ ἕνα κτίσμα τόσο χαμηλό; Τί θέλεις, Βασιλιᾶ τῆς δόξης; Τί περιμένεις ἀπὸ ἐμένα, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ λίγη σκόνη καὶ κονιορτός; Βλέπω, καλά, Θεέ μου, στὸ φῶς τῆς ἀγάπης σου, ποὺ εἶναι σὰν φωτιά, ὅτι ἔχεις μόνο ἕνα σκοπό, ποὺ πλέον καθαρὰ μοῦ δείχνει τὴν ἀγάπη σου πρὸς ἐμένα ποὺ εἶναι χωρὶς δόλο. Ἐπειδὴ δὲν μοῦ δίνεσαι γιὰ ἄλλο σκοπὸ πρὸς βρῶσι καὶ πόσι, παρὰ μόνο γιὰ νὰ μὲ μεταβάλλης ὁλόκληρο στὸν ἑαυτό σου, ὄχι διότι ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ ζωντας ἐσὺ σὲ μένα καὶ ἐγὼ σὲ σένα, θὰ μπορέσω νὰ γίνω διὰ μέσου τῆς ἀγαπητικῆς ἑνώσεως ὅπως ἐσὺ ὁ ἴδιος· καὶ ἀπὸ τὴν ἕνωσι τῆς δικῆς μου ἐπίγειας καρδιᾶς καὶ τῆς δικῆς σου τῆς ἐπουράνιας νὰ γίνῃ μέσα μου μία μόνη νοερὴ καὶ θεϊκὴ καρδιά».
Ἀπὸ τέτοιους λογισμούς, λοιπόν, ἐσὺ πρέπει νὰ γεμίσῃς ἀπὸ ἔκπληξι καὶ χαρά, βλέποντας τὸν ἑαυτό σου νὰ ἔχῃ τιμηθῆ τόσο πολὺ καὶ νὰ εἶναι ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὸς μὲ τὴν παντοδύναμη ἀγάπη του δὲν ζητεῖ ἄλλο, οὔτε θέλει κάτι ἄλλο ἀπὸ ἐσένα, παρὰ νὰ τραβήξῃ ὅλη σου τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σὲ ξεχωρίσῃ ὡς πρῶτον ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ κατόπιν καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, διότι εἶσαι κτίσμα· γιὰ νὰ προσφέρῃς ὅλο σου τὸν ἑαυτὸ στὸν Θεὸ ὡς ὁλοκαύτωμα καὶ γιὰ νὰ παρακινῇ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἡ μόνη του ἀγάπη καὶ θεϊκή του ἀρέσκεια τὸν νοῦ σου, τὴν θέλησί σου καὶ τὴν μνήμη σου καὶ νὰ κυβερνᾷ ὅλες σου τὶς αἰσθήσεις. Καὶ βλέποντας μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅτι δὲν μπορεῖ ἄλλο πρᾶγμα νὰ προξενήσῃ σὲ σένα τὰ παρόμοια θεϊκὰ ἀποτελέσματα, ὅπως τὸ πανάγιο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἄνοιξε τὴν καρδιά σου πρὸς αὐτὸ μὲ τὶς ἀκόλουθες ἐρωτικὲς καὶ ἀγαπητικὲς ἐμπνεύσεις καὶ πές: «Ὦ ὑπερουράνια βρῶσις, πότε θὰ ἔλθη ἡ ὥρα ἐκείνη ποὺ ἐγὼ θὰ θυσιασθῶ ὁλόκληρος γιὰ σένα ὄχι μὲ ἄλλη φωτιά, ἀλλὰ μὲ ἐκείνη τῆς ἀγάπης σου; Πότε θὰ ζήσω μόνο ἀπὸ ἐσένα καὶ γιὰ σένα καὶ μόνον γιὰ σένα; Ὤ, πότε, ἡ ζωή μου; Ζωὴ ὡραία, ζωὴ εὐχάριστη καὶ αἰώνια, μάννα οὐράνιο, πότε ἐγὼ νὰ ἀηδιάσω ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐπίγεια βρῶσι καὶ νὰ ἐπιθυμήσω μόνον ἐσένα, νὰ τραφῶ μόνον ἀπὸ ἐσένα; Πότε θὰ γίνῃ αὐτό, ὢ δική μου Γλυκύτητα; Πότε μόνον μου ἀγαθό; Ὦ Κύριέ μου, ἐρασμιώτατε, καὶ παντοδύναμε ἐλευθέρωσε αὐτὴ τὴν ἄθλια καρδιά μου ἀπὸ κάθε προσκόλημμα καὶ ἀπὸ κάθε ἐγκληματικὸ πάθος. Στόλισέ την μὲ τὶς ἅγιες ἀρετές σου καὶ μὲ ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο μπορῶ νὰ κάνω τὸ κάθε τί γιὰ νὰ σοῦ ἀρέσω. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ ἔλθω γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου. Θέλω νὰ σὲ παρακαλέσω καὶ θέλω νὰ σὲ εὐχαριστήσω, νὰ εἰσέλθης σὲ αὐτήν, μέσα στὴν ὁποία, ἐσὺ Κύριε, χωρὶς ἀντίστασι θὰ φέρῃς ἐκεῖνα τὰ ἀποτελέσματα, τὰ ὁποῖα πάντοτε ἐπιθυμεῖς νὰ ἐνεργῇς».
Σὲ αὐτὲς τὶς ἀγαπητικὲς διαθέσεις μπορεῖς νὰ γυμνάζεσαι ἀπὸ τὸ ἑσπέρας καὶ τὸ πρωὶ γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῆς ἱερᾶς Μεταλήψεως. Ἔπειτα, ὅταν πλησιάση ὁ καιρός, σκέψου ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχεις γιὰ νὰ ζήσῃς, ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει μεγαλειότητα ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε, μπροστὰ στὴν ὁποία τρέμουν οἱ οὐρανοὶ καὶ ὅλες οἱ ἐξουσίες! Ὅτι εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν Ἁγίων, ὁ πιὸ καθαρὸς καθρέπτης! Ἡ καθαρότητα ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ, ἀναλογικὰ μὲ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει κανένα κτίσμα καθαρό! Ὅτι εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ σὰν σκουλῆκι τῆς γῆς καὶ σὰν τρυγιὰ (κατακάθι ἀπὸ σταφύλι), θέλησε γιὰ τὴν ἀγάπη τὴν δική σου νὰ καταφρονηθῆ, νὰ ἐμπαιχθῆ, νὰ σταυρωθῆ ἀπὸ τὴν κακία καὶ τὴν παρανομία τοῦ κόσμου!
Ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς ἐκεῖνος στὰ χέρια τοῦ Ὁποίου βρίσκεται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ὅτι ἐσὺ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν μεταλάβης εἶσαι ἀντίθετα ἕνα μηδὲν καὶ ἐξ αἰτίας τῆς κακίας σου ἔγινες χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ἀπὸ κάθε τιποτένιο καὶ ἀκάθαρτο κτίσμα, ἄξιος μόνον νὰ καταντροπιάζεσαι καὶ νὰ ἐμπαίζεσαι ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς δαίμονες! καὶ ὅτι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃς γιὰ τὶς τόσες ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του, καταφρόνησες μὲ τὶς φαντασίες καὶ τὶς ὀρέξεις σου ἕνα τόσο Ὕψιστο καὶ ἀθάνατο Κύριο καὶ καταφρόνησες τὸ πολύτιμα Αἷμα του! Ὅμως ἐκεῖνος παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἐξ αἰτίας τῆς παντοτινῆς του ἀγάπης καὶ τῆς ἀμετάβλητης ἀγαθότητάς του σὲ προσκαλεῖ στὸ θεϊκό του Τραπέζι. Καὶ μερικὲς φορὲς σὲ βιάζει νὰ πᾶς, ἀπειλώντας σε μὲ θάνατο λέγοντάς σου: «Ἂν δὲν φᾶτε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πιεῖτε τὸ Αἷμα του, δὲν ἔχετε μέσα σας ζωή» (Ἰω. 6,53). Καὶ οὔτε σοῦ κλείνει τὴν πόρτα τῆς εὐσπλαγχνίας του, οὔτε σοῦ γυρίζει τὶς θεϊκές του πλάτες, ἂν καὶ σὺ ἀπὸ τὴν φύσι σου εἶσαι γεμάτος ἀπὸ τὴν λέπρα τῆς ἁμαρτίας, χωλός, ὑδρωπικός, τυφλός, δαιμονισμένος καὶ ὑποδουλωμένος στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας!
Αὐτὸ μόνον ζητεῖ ἀπὸ ἐσένα: α´) νὰ πονέσῃ ἡ καρδιά σου γιὰ τὴν λύπη ποὺ τοῦ προξένησες, β´) νὰ μισήσῃς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τὴν ἁμαρτία, μικρὴ καὶ μεγάλη, γ´) νὰ προσφέρῃς ὅλο σου τὸν ἑαυτὸ σὲ αὐτὸν καὶ νὰ δοθῇς μὲ διάθεσι καὶ καρδιακὴ ἀγάπη πάντοτε καὶ γιὰ κάθε πρᾶγμα στὸ θέλημά του καὶ στὴν ὑποταγή του, δ´) νὰ ἐλπίζῃς καὶ νὰ ἔχῃς σταθερὴ πίστι ὅτι αὐτὸς θὰ σὲ συγχωρέσῃ, θὰ σὲ καθαρίσῃ καὶ θὰ σὲ φυλάξῃ ἀπὸ ὅλους σου τοὺς ἐχθρούς.
Καὶ ἀφοῦ στερεωθῇς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ πλησιάσης στὴν Ἁγία Κοινωνία μὲ ἕναν ἅγιο φόβο καὶ ἕνα φόβο ποὺ προκαλεῖ ἀγάπη λέγοντας: «Ἐγώ, Κύριέ μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ ὑποδεχθῶ, διότι τόσες καὶ τόσες φορὲς σὲ λύπησα καὶ ἀκόμη δὲν ἔκλαψα ὅπως ἔπρεπε ποὺ σὲ λύπησα. Ἐγώ, Κύριέ μου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ ὑποδεχθῶ, διότι ἀκόμη δὲν παραδόθηκα εἰλικρινὰ στὴν ἀγάπη σου, στὴν θέλησί σου, στὴν ὑποταγή σου. Ὦ Θεέ μου, Παντοδύναμε καὶ ἀπείρως ἀγαθέ, ἐσὺ μόνος μὲ τὴν δύναμι τῆς ἀγαθότητός σου ἀξίωσέ με νὰ σὲ ὑποδεχθῶ μὲ αὐτὴν τὴν πίστι».
Καὶ ἀφοῦ μεταλάβης, κλείσου ἀμέσως στὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδιᾶς σου καὶ λησμονώντας κάθε κτιστὸ πρᾶγμα, μίλησε μὲ τὸν Θεό σου μὲ αὐτὸν ἢ μὲ παρόμοιο τρόπο: «Ὦ Ὕψιστε Βασιλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, τί σὲ ἔφερε στὴν καρδιά μου, σὲ μένα ποὺ εἶμαι ἄθλιος, φτωχός, τυφλὸς καὶ γυμνός;». Καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ ἀπαντήσῃ: «Ἡ ἀγάπη». Καὶ σὺ πάλι πές: «Ὦ ἀγάπη ἄκτιστη! Ὦ ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις ἐσὺ ἀπὸ ἐμένα;». Καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πῇ ὅτι δὲν θέλει τίποτε δὲν θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ ἀγάπη λέγοντας: «Δὲν θέλῳ νὰ ἀνάψῃ ἄλλη φωτιὰ στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου καὶ σὲ ὅλα τὰ ἔργα σου, παρὰ μόνον ἡ φωτιὰ τῆς ἀγάπης μου, γιὰ νὰ κατακάψη κάθε ἄλλη ἀγάπη καὶ κάθε προσωπικό σου θέλημα καὶ νὰ μοῦ τὸ παραδώσῃ ὡς ὀσμὴ εὐωδίας. Αὐτὸ ζήτησα καὶ ζητῶ πάντοτε ἀπὸ σένα. Διότι ἐπιθυμῶ νὰ εἶναι ὅλος δικός σου καὶ σὺ ὅλος δικός μου, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ γίνῃ ποτέ, ἂν δὲν ὑποτάξης τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ μένεις προσκολημμένος στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου, στὴν δική σου τὴν γνώμη καὶ σὲ κάθε ἐπιθυμία σου καὶ τιμὴ τοῦ κόσμου (φιλοτιμία). Σοῦ ζητῶ τὸ μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου γιὰ νὰ σοῦ παραδώσω τὴν ἀγάπη μου. Ζητῶ τὴν καρδιά σου γιὰ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν δική μου, ποὺ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μοῦ ἀνοίχθηκε μὲ τὴν λόγχη πάνω στὸ σταυρό. Καὶ ζητῶ ὁλόκληρον ἐσένα γιὰ νὰ εἶμαι ὁλόκληρος δικός σου. Ἐσὺ βλέπῃς ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀσύγκριτης τιμῆς, καὶ ὅμως γίνομαι τόσο, ὅσο ἀξίζεις ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν, ὦ ψυχή μου ἀγαπημένη, μὲ τὸ νὰ δοθῇς σὲ μένα. Ἐγὼ θέλω, πολὺ ἀγαπητό μου παιδί, νὰ μὴν θέλῃς τίποτε, νὰ μὴν ἀκοῦς τίποτε, νὰ μὴν βλέπῃς τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα καὶ τὸ θέλημά μου, γιὰ νὰ θέλω κι ἐγὼ κάθε πρᾶγμα γιὰ σένα, νὰ σκέπτωμαι γιὰ σένα, νὰ σοῦ ὑπακούω, καὶ νὰ βλέπω σὲ σένα, ὥστε τὸ δικό σου μηδὲν ἀφοῦ περιέλθει στὴν ἄβυσσο τῆς ἀπειρίας μου νὰ μεταβάλλεται σ᾿ ἐκείνην, κι ἔτσι θὰ εἶσαι σὲ μένα γεμάτος ἀπὸ περιεχόμενο (δὲν θὰ αἰσθάνεσαι κενός) πάρα πολὺ εὐτυχισμένος καὶ μακάριος, καὶ ἐγὼ ἀπὸ σένα πολὺ ἱκανοποιημένος καὶ εὐχαριστημένος».
Φρόντισε νὰ αὐξήσῃς καὶ νὰ περισσέψη στὴν ψυχή σου καθημερινὰ ἡ πίστις σὲ αὐτὸ τὸ Πανάγιο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ μὴ σταματήσῃς ποτὲ νὰ θαυμάζῃς αὐτὸ τὸ τόσο ἀκατάληπτο Μυστήριο καὶ νὰ χαίρεσαι σκεπτόμενος πῶς φαίνεται ὁ Θεὸς κάτω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ταπεινὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, γιὰ νὰ σὲ κάνῃ ἁγιώτερο, ἀξιώτερο καὶ εὐτυχέστερο. Διότι μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουν, ἀλλὰ πιστεύουν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶδαν καὶ πίστεψαν» (Ἰω. 20,29). Μὴν ἐπιθυμῇς νὰ σοῦ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ αὐτὴ κάτω ἀπὸ ἄλλου εἴδους ἐμφανίσεις, παρὰ αὐτῆς τῶν Μυστηρίων. Προσπάθησε νὰ θερμάνης τὴν θέλησί σου στὸ Μυστήριο αὐτὸ καὶ καθημερινὰ νὰ εἶσαι περισσότερο πρόθυμος στὸ νὰ ἐκτελῇς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα τὰ πράγματα. Καὶ πάντοτε, ὅταν προσφέρεσαι μὲ τὸ Μυστήριο αὐτὸ στὸν Θεό, δηλαδὴ ὅταν μεταλαμβάνῃς, πρέπει νὰ εἶσαι διατεθειμένος καὶ προετοιμασμένος νὰ πάθης γιὰ τὴν ἀγάπη του ὅλα τὰ βάσανα καὶ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὶς περιφρονήσεις ποὺ θὰ σοῦ τύχουν καὶ κάθε σωματικὴ ἀσθένεια (97).
Τελευταῖα θὰ προσφέρῃς στὸν οὐράνιο Πατέρα τὸν Υἱό του, πρῶτα γιὰ εὐχαρίστησί του καὶ κατόπιν γιὰ τὶς ἀνάγκες σου, γιὰ ὅλη τὴν ἁγία Ἐκκλησία, γιὰ ὅλους τοὺς συγγενεῖς σου, γιὰ ὅλους ἐκείνους στοὺς ὁποίους εἶσαι χρεώστης καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ ἔχουν ἀναπαυθῆ ἐν πίστει. Καὶ αὐτὴ τὴν προσφορὰ θὰ τὴν κάνῃς εἰς ἀνάμνησι καὶ ἕνωσι ἐκείνης τῆς ἴδιας προσφορᾶς, μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτό του, δηλαδή, ὅταν αὐτὸς ὅλος γεμάτος ἀπὸ αἵματα καὶ κρεμασμένος πάνω στὸ σταυρό, προσφέρθηκε στὸν Πατέρα. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν μπορεῖς νὰ τοῦ προσφέρῃς ὅλες τὶς θυσίες, δηλαδή, ἱερουργίες καὶ προσευχές, ὅσες γίνονται τὴν ἡμέρα ἐκείνη στὴν ἁγία Ἐκκλησία.
Ἡ Πνευματικὴ καὶ νοερὴ Κοινωνία, δηλαδή, πῶς κοινωνεῖται νοερὰ καὶ πνευματικὰ ὁ Χριστός.
Ἂν καὶ μυστηριακὰ δὲν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὸν Κύριό μας περισσότερο ἀπὸ μία φορὰ τὴν ἡμέρα, ὅμως πνευματικὰ καὶ νοερὰ μποροῦμε νὰ τὸν δεχώμαστε κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγὴ διὰ μέσου της ἐργασίας ὅλων τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἐντολῶν καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν θεία προσευχὴ καὶ μάλιστα τὴν νοερά (99).
Ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στὶς ἁγίες του ἐντολές, καὶ ὅποιος κάνει μία ἀρετὴ ἢ ἐντολή, δέχεται ἀμέσως μέσα στὴν ψυχή του καὶ τὸν Κύριο ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα σ᾿ αὐτές, ὁ ὁποῖος ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ κατοικήσῃ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του μέσα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ φυλάξη τὶς ἐντολές του λέγοντας: «Ἐὰν κάποιος μὲ ἀγαπᾷ θὰ τηρήσῃ καὶ τὸν λόγο μου, καὶ ὁ Πατέρας μου θὰ τὸν ἀγαπήσῃ καὶ θὰ ἔλθουμε πρὸς αὐτὸν καὶ θὰ κατοικήσουμε σὲ αὐτόν» (Ἰω. 14,23)(100).
Ἡ κοινωνία αὐτὴ καὶ ἡ ἕνωσις δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀφαιρεθῇ ἀπὸ κανένα κτίσμα παρὰ μόνον ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία μας ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο σφάλμα μας. Καὶ μερικὲς φορὲς αὐτὴ ἡ Κοινωνία εἶναι τόσο καρποφόρα καὶ τόσο εὐάρεστη στὸν Θεό, ὅσο ἴσως δὲν εἶναι πολλὲς ἄλλες μυστηριώδεις κοινωνίες ἀπὸ τὴν ἔλλειψι ἐκείνων ποὺ τὶς δέχονται. Λοιπόν, ὅσες φορὲς ἔχεις τὴν διάθεσι καὶ ἑτοιμασθῇς γιὰ μία παρόμοια κοινωνία, θὰ βρῇς πρόθυμο καὶ ἕτοιμο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, μόνος του νὰ σὲ τρέφῃ πνευματικὰ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Γιὰ νὰ ἑτοιμασθῇς λοιπὸν γιὰ τὴν νοερὴ αὐτὴ κοινωνία, κάνε ὡς ἑξῆς: Στρέψε τὸ νοῦ σου στὸν Θεὸ καὶ βλέποντας μὲ ἕνα σύντομο βλέμμα ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸν Θεό, λυπήσου γιὰ τὴν βλάβη ποὺ τοῦ προξένησες καὶ μὲ κάθε ταπείνωσι καὶ πίστι παρακάλεσε τὸν νὰ καταδεχθῆ νὰ ἔλθη στὴν ταπεινή σου ψυχὴ μὲ νέα χάρι γιὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ καὶ νὰ τὴν δυναμώσῃ κατὰ τῶν ἐχθρῶν.
Ἢ ὅταν πρόκειται νὰ ἀσκηθῇς καὶ νὰ σκληραγωγηθῇς ἐναντίον κάποιας ἐπιθυμίας σου ἢ γιὰ νὰ κάνῃς κάποια νέα πρᾶξι ἀρετῆς ἢ γιὰ νὰ φυλάξης κάποια ἐντολή, κάνε ὅλο αὐτὸ μὲ σκοπὸ νὰ ἑτοιμάσης τὴν καρδιά σου γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ πάντα σοῦ τὴν ζητεῖ. Καὶ κατόπιν στρέφοντας τὴν προσοχή σου σ᾿ Αὐτόν, φώναξέ τον μὲ ἐπιθυμία μεγάλη νὰ ἔλθη μὲ τὴν χάρι του νὰ σὲ ἰατρεύσῃ καὶ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, γιὰ νὰ ἔχῃ αὐτὸς μόνος τὴν καρδιά σου στὴν ἐξουσία του.
Ἢ καὶ θυμούμενος τὶς προσευχὲς τῆς κοινωνίας τῶν μυστηρίων, ποὺ προαναφέρθηκαν, πὲς μὲ καρδιὰ ποὺ εἶναι ἀναμμένη: «Πότε, Κύριέ μου, νὰ σὲ δεχθῶ ἄλλη μία φορά; Πότε; Πότε; κ.λπ.». Καὶ ἂν θελήσῃς νὰ κοινωνήσῃς πνευματικὰ μὲ ἀκόμη καλύτερο τρόπο, διεύθυνε καὶ βάλε ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ ὅλες τὶς σκληραγωγίες καὶ τὶς πράξεις τῶν ἀρετῶν καὶ κάθε καλὸ ἔργο ποὺ σκέπτεσαι νὰ κάνῃς στὸ σκοπὸ αὐτό, δηλαδὴ στὸ νὰ δεχθῇς πνευματικὰ τὸν Κύριό σου. Καὶ τὸ πρωὶ καθὼς θὰ ξημερώνῃ, σκέψου, τί καλό! Τί εὐτυχία! Τί μακαριότητα ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ἐπάξια μεταλαμβάνει μυστηριακὰ τὸ πανάγιο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας! Διότι μὲ αὐτὸ ἀποκτοῦνται πάλι οἱ ἀρετὲς ποὺ ἔχουν χαθεῖ, καὶ πάλι ἡ ψυχὴ ἐπιστρέφει στὴν προηγούμενη ὡραιότητά της καὶ γίνεται μέτοχος αὐτὴ τῶν μισθῶν τοῦ πάθους τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (κοινωνοῦνται εἰς αὐτὴν οἱ καρποὶ καὶ οἱ μισθοὶ τοῦ πάθους τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ). Καὶ ἀπὸ τὴν μυστηριώδη κοινωνία πέρασε στὴν μυστικὴ κοινωνία καὶ σκεπτόμενος ὅτι νοερὰ τὰ ἴδια ἀγαθὰ ἀπολαμβάνεις μὲ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία, φρόντισε νὰ ἀνάψης τὴν καρδιά σου μιὰ μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὸν δεχθῇς νοερὰ καὶ πνευματικὰ καὶ ἀφοῦ χορτάσης ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ γύρισε πρὸς τὸν Κύριό σου καὶ πές: «Ἐπειδή, Κύριέ μου, δὲν μπορῶ μυστηριωδῶς νὰ σὲ δεχθῶ τὴν ἡμέρα αὐτή, κάνε ἐσύ, ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ ἄκτιστη δύναμις, νὰ σὲ δεχθῶ ἐπάξια τώρα πνευματικὰ καὶ κάθε ὥρα καὶ κάθε ἡμέρα δίνοντάς μου νέα δύναμι καὶ χάρι ἐναντίον ὅλων μου τῶν ἐχθρῶν, καὶ μάλιστα ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους τοῦ ἐχθροῦ στὸ ὁποῖο ἐναντιώνομαι καὶ κάνω πόλεμο μὲ τὴν βοήθειά σου (101).
Ἡ ἀπόδοσις χαρίτων καὶ εὐχαριστίας
Ἐπειδὴ ὅλο τὸ καλὸ ποὺ κάνουμε προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γίνεται γιὰ τὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ κάθε καλή μας ἄσκησι, γιὰ κάθε νίκη καὶ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ δεχθήκαμε ἀπὸ τὸ σπλαχνικό του χέρι, τόσο τὶς φανερὲς ὅσο καὶ τὶς κρυπτές, τόσο τὶς κοινές, ὅσο καὶ τὶς ἰδιαίτερες, ὅπως ἀναφέρεται: «Νὰ εὐχαριστῆτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ κάθε τί, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅπως ἀποκαλύφθηκε σὲ μᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α´ Θεσ. 5,18). Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο «ἡ καλύτερη φύλαξι τῆς εὐεργεσίας εἶναι ἡ μνήμη τῆς εὐεργεσίας καὶ ἡ παντοτινὴ εὐχαριστία» (102).
Καὶ γιὰ νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει, πρέπει νὰ σκεφθοῦμε τὸ σκοπὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο κινεῖται ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσῃ τὶς εὐεργεσίες του.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σὲ κάθε εὐεργεσία κατὰ πρῶτο καὶ κύριο σκοπὸ ἐννοεῖ τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸ θέλημά του, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐσὺ σκέψου ὅτι: Α´) Ἡ μεγαλύτερη εὐχαριστία ποὺ μπορεῖς νὰ κάνῃς στὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε, εἶναι τὸ νὰ φυλάττῃς τὶς ἐντολές του, τὸ νὰ τὸν τιμᾷς, καὶ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ ἀκολουθῇς τὸ θέλημά του, ὅπως ἔχει γραφῆ: «Τί ζητεῖ ἀπὸ σένα ὁ Κύριος; Παρὰ νὰ ἀκολουθήσῃς πρόθυμα Κύριο τὸν Θεό σου» (Μιχ. 6,8).
Β´) Βλέποντας ὅτι δὲν ἔχεις κάτι ἀντάξιο γιὰ κάποια εὐεργεσία, διότι δὲν ἔκανες τίποτε ἄλλο παρὰ ἁμαρτίες καὶ ἀχαριστίες, μὲ πολὺ βαθειὰ ταπείνωσι πὲς στὸν Θεό: «Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ αὐτό, Κύριέ μου, νὰ καταδέχεσαι νὰ προσφέρῃς σὲ μένα τὸ νεκρὸ καὶ βρωμερὸ σκυλὶ τόσες εὐεργεσίες; Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά σου στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Γ´) Σκεπτόμενος ὅτι αὐτὸς μὲ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ κάνει, ζητᾶ ἀπὸ ἐσένα νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ τὸν ὑπηρετῇς, ἄναψε ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἑνὸς τόσο ἀξιαγάπητου Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν εἰλικρινῆ ἐπιθυμία στὸ νὰ ὑπηρετῇς, ὅπως θέλει αὐτός. Ὅμως γι᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα πρέπει νὰ κάνῃς μία ὁλοκληρωτικὴ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο.
Ἡ νοητὴ προσφορά, δηλαδὴ πῶς πρέπει κανεὶς νὰ προσφέρῃ νοερὰ τὸν ἑαυτό του καὶ κάθε του ἔργο στὸν Θεό.
Γιὰ νὰ εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τέλεια καὶ ἀξιαγάπητη στὸν Θεό, ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, χρειάζεται δυὸ πράγματα: τὸ ἕνα εἶναι νὰ ἑνώσῃς τὴν δική σου προσφορὰ μὲ τὶς προσφορὲς ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Πατέρα του. Τὸ ἄλλο εἶναι νὰ εἶναι ἡ θέλησίς σου καὶ ἡ καρδιά σου ξεκολημμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη κάθε κτιστοῦ πράγματος. Γιὰ τὸ ἕνα γνώριζε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ζωντας στὴν κοιλάδα αὐτὴ τοῦ κλαυθμῶνος, ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ ἔργα του, ἀλλὰ καὶ μᾶς μαζὶ μὲ τὰ ἔργα μας πρόσφερε στὸν οὐράνιο Πατέρα του· ὥστε οἱ δικές μας προσφορές, γιὰ νὰ εἶναι θεάρεστες, πρέπει νὰ γίνωνται μὲ τὴν ἕνωσι καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν προσφορῶν τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸ δεύτερο σκέψου καλὰ προτοῦ νὰ κάνῃς τὴν προσφορά, ἂν ἡ θέλησίς σου ἔχῃ κάποιο ἐμπόδιο (προσκόλημμα). Διότι ἂν ἔχῃς κάτι παρόμοιο, πρέπει ἐσὺ νὰ ξεκολλήσῃς ἀπὸ κάθε ἀγάπη, ὅσο μπορεῖς, καὶ νὰ προστρέξης στὸν Θεό, γιὰ νὰ σὲ ξεκολλήσῃ αὐτὸς ἐντελῶς μὲ τὸ δεξί του τὸ χέρι καὶ ἔτσι νὰ μπορέσῃς νὰ προσφέρῃς τὸν ἑαυτό σου στὴν θεία μεγαλειότητα λυμένο καὶ ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε πρᾶγμα. Καὶ πρόσεχε καλὰ στὸ σημεῖο αὐτό. Γιατὶ ἂν προσφέρῃς τὸν ἑαυτό σου στὸ Θεὸ τὸν καιρὸ ποὺ εἶσαι προσκολημμένος στὰ κτίσματα, δὲν τοῦ προσφέρεις τὸν ἑαυτό σου ἀλλὰ τὰ κτίσματα, διότι καὶ σὺ τότε δὲν ἀνήκεις στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ στὰ κτίσματα, στὰ ὁποῖα εἶναι προσκολημμένη ἡ θέλησίς σου, πρᾶγμα ποὺ δὲν εἶναι ἀρεστὸ στὸν Θεό, καὶ εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ ἤθελες νὰ τὸν κοροϊδέψης. Διότι ὅπως δὲν ἦταν δεκτὲς ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅσες θυσίες εἶχαν κάποιο ψεγάδι – γι᾿ αὐτὸ καὶ πρόσταζε ὁ Θεὸς νὰ μὴν τοῦ προσφέρωνται ὅσα ζῷα ἦσαν τυφλὰ ἢ εἶχαν κάποιο παραμικρὸ ψεγάδι: «Ὅλα ὅσα ἔχουν ψεγάδι δὲν θὰ τὰ προσφέρετε στὸν Κύριο, διότι δὲν θὰ τὰ δεχθῆ» (Λευιτ. 22,20) – μὲ τὸν ἴδιο τρόπο δὲν εἶναι δεκτὴ καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅταν ἔχῃ κάποιο παρόμοιο ψεγάδι καὶ προσκόλημμα (103)· ἐπειδὴ αὐτὰ ποὺ προσφέρονται στὸν Θεό, πρέπει νὰ εἶναι ἄξια τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὸν Σειρὰχ ποὺ λέγει: «Στὸν Κύριο νὰ προσφέρῃς ἀντάξιες προσφορές» (Σειρ. 14,11).
Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο συμβαίνει οἱ τόσες προσφορὲς ποὺ κάνουμε στὸν Θεό, ὄχι μόνο παραμένουν κενὲς καὶ ἄδικες καὶ χωρὶς κανένα καρπό, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὲς πέφτουμε σὲ διάφορα ἐλαττώματα καὶ ἁμαρτίες. Μποροῦμε, ναὶ νὰ προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεό, μολονότι εἴμαστε προσκολημμένοι στὰ κτίσματα, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ νὰ μᾶς λύσῃ ἡ ἀγαθότητά του ἀπὸ τὰ δεσμὰ ἐκεῖνα ποὺ εἴμαστε προσκολημμένοι, καὶ ἔτσι κατόπιν, νὰ μποροῦμε νὰ δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὴν θεία του Μεγαλειότητα καὶ στὴν ὑπηρεσία του. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε πολλὲς φορὲς καὶ μὲ μεγάλη διάθεσι καὶ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας.
Ἂς εἶναι λοιπόν, ἀδελφέ, ἡ προσφορά σου πρὸς τὸν Θεὸ χωρὶς ἐξάρτησι ἀπὸ κάπου, χωρὶς κανένα δικό σου θέλημα καὶ χωρὶς νὰ προσέχῃς οὔτε στὰ ἐπίγεια οὔτε στὰ οὐράνια ἀγαθά, ἀλλὰ μόνο στὸ θέλημα καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο ὀφείλεις νὰ ὑποτάσσεσαι ὁλόκληρος καὶ νὰ θυσιάζεσαι ὡς θυσία παντοτινή. Καὶ λησμονώντας κάθε κτιστὸ πρᾶγμα νὰ τοῦ λέγῃς: «Νά, Κύριέ μου καὶ Πλάστη μου, προσφέρω ὅλο καὶ κάθε θέλημα δικό μου στὸ χέρι τοῦ θελήματός σου καὶ στὴν αἰώνια πρόνοιά σου. Κάνε λοιπὸν σὲ μένα ἐκεῖνο ποὺ νομίζεις καὶ σοῦ ἀρέσει στὴ ζωή μου, στὸν θάνατό μου καὶ μετὰ τὸν θάνατό μου καὶ σὲ ὅλη μου τὴν διαμονὴ καὶ αἰωνιότητα».
Ἂν κάνῃς τὴν προσφορά σου καθαρὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν (ὅπως θὰ γνωρίσῃς ὅταν σοῦ συμβοῦν διάφορες ἀντιξοότητες σὲ αὐτό), ἀπὸ ἐπίγειος θὰ γίνῃς ἔμπορος τοῦ εὐαγγελίου καὶ πάρα πολὺ εὐτυχισμένος. Γιατὶ ἐσὺ θὰ εἶσαι τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι δικός σου. Γιατὶ καὶ αὐτὸς εἶναι πάντοτε φίλος ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων ποὺ σηκώνουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ κτίσματα (γήινα) καὶ δίνονται ὁλοκληρωτικὰ καὶ θυσιάζονται στὴν θεία του Μεγαλειότητα.
Τώρα λοιπόν, ἐσὺ παιδί μου, βλέπῃς ἐδῶ ἕνα τρόπο πάρα πολὺ δυνατό, μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖς νὰ νικήσῃς ὅλους σου τοὺς ἐχθρούς. Διότι ἂν σὲ ἑνώσῃ ἡ προσφορὰ ποὺ λέχθηκε ἔτσι μὲ τὸν Θεό, ἐσὺ γίνεσαι ὅλος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς γίνεται ὅλος δικός σου. Ἔτσι, ποιὸς ἐχθρὸς καὶ ποιὰ δύναμις θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ σὲ βλάψη;
Ὅταν πάλι θέλῃς νὰ τοῦ προσφέρῃς κανένα σου ἔργο, ὅπως νηστεία, προσευχή, κάθε πρᾶξι ὑπομονῆς καὶ ἄλλα ἔργα καλά, σκέψου, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, τὴν προσφορὰ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Πατέρα του· τῶν νηστειῶν του, τῶν προσευχῶν του καὶ τῶν ἄλλων του ἔργων καὶ ἔτσι μὲ τὸ θάρρος τῆς δυνάμεως αὐτῶν πρόσφερέ του καὶ τὰ δικά σου. Ἂν πάλι θέλῃς νὰ κάνῃς στὸν Οὐράνιο Πατέρα προσφορὰ τῶν ἔργων τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὰ χρέη σου, θὰ τὴν κάνῃς μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ρίξε ἕνα γενικὸ βλέμμα σὲ ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μερικὲς φορὲς σὲ κάθε μία σου ἁμαρτία καὶ βλέποντας καθαρὰ ὅτι δὲν μπορεῖς μόνος σου νὰ ἐξιλεῴσης τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς τόσες σου ἁμαρτίες, οὔτε νὰ θεραπεύσῃς τὴν θεϊκή του δικαιοσύνη, ἀναγκαστικὰ θὰ προστρέξης στὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος τοῦ Υἱοῦ του, σκεπτόμενος κάποιο ἔργο του (104), ἢ ὅταν νήστευε ἢ προσευχόταν ἢ βασανιζόταν ἢ ἔχυνε τὸ αἷμα του. Ἐκεῖ θὰ δῇς ὅτι γιὰ νὰ καταπραύνῃ τὸν Πατέρα γιὰ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν σου, τοῦ πρόσφερε ἐκεῖνα τὰ ἔργα, ἐκεῖνα τὰ πάθη, ἐκεῖνο τὸ αἷμα, σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε:
«Νὰ Πάτερ αἰώνιε, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Σου ἀναπαύω τὴν δικαιοσύνη σου πλούσια γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ γιὰ τὰ χρέη τοῦ δούλου σου αὐτοῦ: ἂς εὐχαριστηθῆ λοιπὸν ἡ θεία σου Μεγαλειότητα, ἂς τὸν συγχωρέσῃς καὶ ἂς τὸν δεχθῇς στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐκλεκτῶν σου». Τότε λοιπὸν καὶ σὺ πρόσφερε στὸν ἴδιο Πατέρα αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν προσφορὰ καὶ αὐτὲς τὶς ἴδιες τὶς δεήσεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου, προσκαλώντας τον νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ κάθε χρέος διὰ μέσου τῆς δυνάμεως ἐκείνων. Καὶ αὐτὸ θὰ ξεκινήσῃς νὰ τὸ κάνῃς ὄχι μόνον περνώντας ἀπὸ τὸ ἕνα μυστήριο στὸ ἄλλο μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μία πρᾶξι σὲ κάποια ἄλλη πρᾶξι τοῦ κάθε του μυστηρίου. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους ἀκόμη μπορεῖς νὰ μεταχειρισθῇς αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς.
Ἡ αἰσθητὴ εὐλάβεια καὶ ἡ ψυχρότητα καὶ ξηρασία τῆς εὐλάβειας αὐτῆς
Ἡ αἰσθητικὴ εὐλάβεια, δηλαδὴ τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ἐσωτερικὰ τὸν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, ὅτι εἶναι πρόθυμος στὰ θεῖα, ὅτι ἔχει ἀγάπη, ὅτι ἔχει κατάνυξι καὶ εὐλάβεια, αὐτὸ προέρχεται ἄλλοτε ἀπὸ τὴν φύσι (105) καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸν διάβολο (106) καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν χάρι. Ἀπὸ τοὺς καρπούς της μπορεῖς νὰ καταλάβῃς ἀπὸ ποὺ προέρχεται. Γιατὶ ἂν δὲν ἀκολουθήσῃ ἡ βελτίωσι τῆς ζωῆς σου, μπορεῖς νὰ ὑποψιάζεσαι μήπως προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο ἢ ἀπὸ τὴν φύσι καὶ τόσο περισότερο, ὅσο ἡ εὐλάβεια αὐτὴ ἀκολουθεῖται ἀπὸ ὄρεξι, γλυκύτητα καὶ ἐξάρτησι (προσκόλλημα) καὶ ἀπὸ κάποια φαντασία (ἰδέα) γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ὅταν λοιπὸν ἀντιληφθῇς πὼς αἰσθάνεται ὁ νοῦς σου κάποια γλυκύτητα ἀπὸ πνευματικὲς γεύσεις, μὴ κάθεσαι νὰ σκέπτεσαι ἀπὸ ποιὸ μέρος σοῦ ἔρχονται, οὔτε νὰ στηρίζεσαι σ᾿ αὐτές, οὔτε ν᾿ ἀφήνῃς τὸν νοῦ σου νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ταπεινὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἀλλὰ μὲ περισσότερη φροντίδα καὶ μὲ περισσότερο μῖσος τοῦ ἑαυτοῦ σου φρόντισε νὰ κρατᾷς ἐλεύθερη τὴν καρδιά σου ἀπὸ κάθε προσκόλλησι καὶ ἀπὸ πνευματικὴ ἀκόμη. Καὶ νὰ ἐπιθυμῇς μόνο τὸν Θεὸ καὶ ὅ,τι τοῦ ἀρέσει.
Παρόμοια καὶ ἡ ψυχρότητα καὶ ἡ ξηρασία τῆς εὐλάβειας προέρχεται ἀπὸ τὶς τρεῖς αἰτίες ποὺ εἴπαμε προηγουμένως: Ἀπὸ τὸν διάβολο, γιὰ νὰ ἐμποδίζῃ τὸν νοῦ καὶ νὰ τὸν κατευθύνῃ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἔργα σὲ ἔργα ματαιότητος καὶ ἡδονὲς τοῦ κόσμου. Ἀπὸ ἐμᾶς, ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ τὶς ἐξαρτήσεις ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὰ γήινα πράγματα καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία μας, καὶ ἀπὸ τὴν χάρι γιὰ τὰ ἑξῆς αἴτια: δηλαδὴ ἢ γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ αὐτὴ νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε πιὸ ἐπιμελεῖς καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε κάθε προσκόλλημα καὶ ἀσχολία ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ, οὔτε τελειώνει στὸν Θεὸ ἢ γιὰ νὰ γνωρίσουμε στὴν πρᾶξι ὅτι κάθε μας καλὸ προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν μόνον ἢ γιὰ νὰ τιμῶμεν στὸ ἑξῆς περισσότερο τὰ χαρίσματά του καὶ νὰ εἴμαστε περισσότερο ταπεινοὶ καὶ νὰ προσέχουμε νὰ τὰ φυλάττουμε, ἢ γιὰ νὰ ἐνωνώμαστε ἀκόμη πιὸ δυνατὰ μὲ τὴν θεϊκή του μεγαλειότητα μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὲς τὶς πνευματικὲς τρυφές, ὥστε νὰ μὴ χωρίσουμε στὰ δυὸ τὴν καρδιά μας ἔχοντας τὴν προσκολημμένη σὲ αὐτές, διότι τὴν θέλει ὁ Θεὸς ὅλη δική του ἢ καὶ διότι καὶ ὁ ἴδιος χαίρεται νὰ μᾶς βλέπῃ νὰ πολεμοῦμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις χρησιμοποιώντας καὶ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν χάρι του.
Λοιπόν, ἂν καταλάβης ὅτι εἶσαι ψυχρὸς καὶ ξηρὸς καὶ δὲν ἔχεις τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κατάνυξι ποὺ πρέπει στὰ θεῖα, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲς γιὰ ποιό σου ἐλάττωμα σοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ παρόμοια εὐλάβεια, καὶ πολέμησε ἐναντίον ἐκείνου ὄχι γιὰ νὰ δεχθῇς πάλι τὴν αἴσθησι τῆς χάριτος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἀρέσει στὸν Θεό. Ἂν ὅμως δὲν βρῇς τὴν αἰτία καὶ τὸ ἐλάττωμα, ἡ αἰσθητή σου εὐλάβεια, ἂς εἶναι ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια, δηλαδὴ ἡ πρόθυμη ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ φρόντισε νὰ μὴν ἐγκαταλείψης γιὰ κανένα λόγο τὰ πνευματικά σου γυμνάσματα, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀκολουθῇς μὲ ὅλη σου τὴν δύναμι, κι ἂν σοῦ φαίνωνται χωρὶς καρπὸ καὶ χωρὶς ὄφελος πίνοντας μὲ τὴν θέλησί σου τὸ ποτήριο τῆς πικρίας, τὸ ὁποῖο σοῦ δίνει μὲ τὴν ψυχρότητα τῆς εὐλάβειας καὶ τὴν στέρησι τῆς πνευματικῆς γλυκύτητας τὸ ἀγαπητὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μὴ θέλῃς νὰ ἀκολουθῇς τὸν Ἰησοῦ μόνον ὅταν πηγαίνῃ στὸ ὄρος τὸ Θαβώριο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀκολουθῇς καὶ ὅταν πηγαίνῃ στὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ. Δηλαδὴ μὴ θέλῃς μόνο νὰ αἰσθάνεσαι μέσα σου τὸ θεϊκὸ φῶς καὶ τὶς πνευματικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες, ἀλλὰ νὰ θέλῃς καὶ τοὺς σκοτισμοὺς καὶ τὶς λῦπες καὶ τὶς στενοχώριες καὶ τὰ πικρὰ φάρμακα ποὺ γεύεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων, ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικούς. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ἡ παρόμοια ψυχρότητα καὶ ξηρασία συνοδεύεται ἀπὸ τόσες πολλὲς σκοτώσεις τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ μὴ γνωρίζῃς οὔτε τί νὰ κάνῃς, οὔτε ποὺ νὰ ρίξης τὸ βλέμμα σου (107)· παρ᾿ ὅλα αὐτὰ μὴ φοβηθῇς, ἀλλὰ νὰ παραμείνης σταθερὸς στὸν σταυρό, μακρυὰ ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἡδονή, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ σοῦ προσφέρῃ ὁ κόσμος ἢ τὰ κτίσματα. Νὰ κρύβῃς ἀκόμη καὶ τὸ πάθος σου αὐτὸ ἀπὸ κάθε πρόσωπο καὶ φανέρωσε τὸ μόνο στὸν πνευματικό σου πατέρα: ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὸν νὰ τὸ φανερώσῃς ὄχι γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὴν δοκιμασία, ἀλλὰ γιὰ νὰ σοῦ ἑρμηνεύσῃ τὸν τρόπο γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ τὴν ὑποφέρῃς ὅπως ἀρέσει στὸν Θεό (108).
Ἀκόμη τὶς προσευχές, τὶς θεῖες μεταλήψεις καὶ τὰ ἄλλα σου γυμνάσματα καὶ τοὺς ἀγῶνες νὰ μὴν τὰ μεταχειρίζεσαι γιὰ τὶς θεϊκὲς γλυκύτητες καὶ γιὰ νὰ κατεβαίνῃς ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματός σου: ἀλλὰ γιὰ νὰ παίρνῃς δύναμι καὶ νὰ μπορῇς νὰ ἀνυψώνῃς τὸ σταυρὸ γιὰ μεγαλύτερη δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου, ὄντας εὐχαριστημένος σὲ ὅ,τι θέλει αὐτός. Καὶ ὅταν καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν σύγχυσι τοῦ νοῦ σου δὲν μπορῇς νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ μελετᾶς ὅπως συνηθίζεις, μελέτα μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ποὺ μπορεῖς, καὶ ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνῃς μὲ τὸ νοῦ, προσπάθησε νὰ τὸ κάνῃς μὲ τὴν θέλησί σου καὶ μὲ τὰ λόγια, μιλώντας μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ μὲ τὸν Θεό, καὶ θὰ ἰδῆς θαυμάσια ἀποτελέσματα καὶ θὰ πάρη ἡ καρδιά σου κουράγιο καὶ δύναμι.
Λοιπὸν στὸν καιρὸ τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοῦ σου μπορεῖς νὰ λές: «Ψυχή μου, γιατὶ λυπᾶσαι καὶ μὲ ἀναστατώνεις; Ἔλπισε στὸν Θεό: πάλι θὰ ὑμνήσω τὸν Σωτῆρα τῆς ὑπάρξεώς μου καὶ Θεό μου» (Ψαλμ. 42,6). Καὶ πάλι: «Γιατὶ Κύριε στέκεσαι ἀπὸ μακρυά; Ἀπουσιάζεις στοὺς δύσκολους καιροὺς καὶ στὶς θλίψεις;» (Ψαλμ. 9,2). «Μὴ μὲ ἐγκαταλίπης ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μου, μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ ἐμένα» (Ψαλμ. 37,22). Καὶ θυμούμενος τὴν ἱερὴ διδασκαλία ποὺ ἐνέπνευσε ὁ Θεὸς τῶν θλίψεων στὴ Σάρρα, τὴν ἀγαπημένη γυναῖκα τοῦ Τωβίτ, νὰ τὴν μεταχειρισθῇς καὶ σὺ καὶ νὰ λὲς μὲ δυνατὴ φωνή: «Αὐτὸ θὰ συμβῇ σὲ ὅποιον σὲ λατρεύει: ἡ ζωὴ αὐτή, ἂν εἶναι γιὰ δοκιμασία, θὰ στεφανωθῆ αὐτὸς ποὺ ὑπομένει: ἐὰν βρίσκεται σὲ θλῖψι, θὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν θλῖψι. Κι ἂν πρόκειται νὰ καταστραφῆ (ἐν διαφθορᾷ ἔσται), δὲν μπορεῖ αὐτὸ νὰ γίνῃ χωρὶς τὸ ἔλεός σου, διότι δὲν χαίρεσαι γιὰ τὴν καταστροφή μας, διότι μετὰ τὴν θαλασσοταραχὴ προκαλεῖς γαλήνη, καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς θρήνους καὶ τοὺς κλαυθμούς, σκορπίζεις τὴν χαρά. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἂς εἶναι τὸ ὄνομά σου εὐλογημένο στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων» (Τωβίτ).
Ἀκόμη νὰ θυμηθῇς τὸ Χριστὸ ποὺ ὅταν βρισκόταν στὸν κῆπο καὶ στὸ σταυρὸ γιὰ μεγαλύτερη δοκιμασία, κατὰ τὸ αἰσθητὸ μέρος ἦταν ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα του. Ἔτσι καὶ σὺ μὲ τὴν ἐνθύμησι αὐτὴ ὑποφέροντας τὸ σταυρό, θὰ πῇς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά: «Κύριε, ἂς μὴ γίνῃ τὸ δικό μου θέλημα, ἀλλὰ τὸ δικό σου» (Ματθ. 26,39). Καὶ ἐνεργώντας ἔτσι ἡ ὑπομονή σου καὶ ἡ προσευχή σου θὰ ἀνυψώσουν τὶς φλόγες τῆς θυσίας τῆς καρδιᾶς σου καὶ θὰ φθάσουν μέχρι τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παραμείνης πραγματικὰ εὐλαβής, διότι ἡ ἀληθινὴ εὐλάβεια εἶναι μία ζωντανὴ προθυμία τῆς θελήσεως καὶ μία σταθερὴ ἀγάπη νὰ ἀκολουθῇ κανεὶς τὸ Χριστὸ μὲ τὸ σταυρὸ στοὺς ὥμους σὲ κάθε δρόμο ποὺ ὁ ἴδιος μᾶς προσκαλεῖ πρὸς τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸ νὰ θέλουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, δηλαδή, γιατὶ ἔτσι θέλει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ ἂν ἤθελαν οἱ ἄνθρωποι νὰ μετροῦν τὴν προκοπή τους ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ αὐτὴν εὐλάβεια καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὴν ποὺ φαίνεται μὲ τὶς αἰσθήσεις, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ αἰσθάνωνται μόνο στὴν καρδιά τους τὴν πνευματικὴ γλυκύτητα τῆς χάριτος, δὲν θὰ ἔπεφταν στὴν πλάνη οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους οὔτε ἀπὸ τὸν διάβολο οὔτε θὰ θλίβονταν χωρὶς ὠφέλεια. Μάλιστα θὰ εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ γιὰ ἕνα τέτοιο καλὸ ποὺ τοὺς κάνει καὶ θὰ πρόσεχαν στὸ ἑξῆς νὰ ἐργάζωνται μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὴν θεϊκὴ μεγαλειότητα ποὺ κυβερνᾷ τὸ σύμπαν καὶ ἐπιτρέπει τὰ παρόμοια πολλὲς φορές, γιὰ δική του δόξα καὶ δική μας ὠφέλεια.
Γι᾿ αὐτὸ πλανῶνται μερικοὶ ποὺ μὲ φόβο καὶ φρόνησι ἀποφεύγουν βέβαια τὶς ἀφορμὲς τῶν ἁμαρτιῶν, ὅταν ὅμως ἐνοχλοῦνται πότε ἀπὸ φρικτοὺς καὶ ἄσχημους λογισμούς, πότε πάλι ἀπὸ ὄνειρα φοβερὰ καὶ αἰσχρά, συγχύζονται καὶ δειλιάζουν καὶ νομίζουν ὅτι ἐγκαταλείφθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι ἀπομακρύνθηκαν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι μένουν πολὺ μαραμένοι καὶ σχεδὸν κοντεύουν νὰ ἀπελπισθοῦν, καὶ ἐγκαταλείποντας κάθε καλὴ ἄσκησι τῶν ἀρετῶν ἐπιστρέφουν στὴν Αἴγυπτο τῶν παθῶν καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται καλὰ τὴν χάρι ποὺ τοὺς κάνει ὁ Θεός, ἀφήνοντάς τους νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὰ πνεύματα αὐτὰ τοῦ πειρασμοῦ, γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν ταπείνωσί τους καὶ νὰ τὸν πλησιάσουν ὡς ἀσθενεῖς καὶ ὡς ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Γι᾿ αὐτὸ ἀχάριστα παραπονοῦνται γιὰ ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστοῦν τὴν ἀμέτρητη ἀγαθότητά Του.
Ὅταν λοιπὸν συμβαίνουν παρόμοια, ἐσὺ ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις νὰ κάνῃς εἶναι τὸ ἑξῆς: νὰ σκεφθῇς καλὰ καὶ νὰ συλλογισθῇς τὴν διεστραμμένη σου κλίσι, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς θέλει νὰ γνωρίσῃς ποιὰ εἶναι γιὰ τὸ δικό σου καλό: νὰ γνωρίσῃς ὅτι εἶσαι ἕτοιμος νὰ πέφτῃς σὲ ὁποιοδήποτε μεγάλο κακὸ καὶ ὅτι χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶχες πάθει τὴν μεγαλύτερη καταστροφή. Ἔπειτα νὰ ἐλπίσῃς καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ σὲ βοηθήσῃ, ἐπειδὴ σὲ κάνει νὰ βλέπῃς τὸν κίνδυνο καὶ θέλει νὰ σὲ ἑλκύσῃ πιὸ κοντά του παρακινώντας σε νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ τρέχῃς κοντά του. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ ὀφείλεις νὰ τοῦ ἀποδίδῃς ταπεινὲς εὐχαριστίες. Καὶ ἂς εἶσαι σίγουρος ὅτι οἱ παρόμοιοι πειρασμοὶ ἢ βλάσφημοι εἶναι ἢ πονηροὶ ἢ αἰσχροὶ λογισμοὶ ποὺ σὲ πειράζουν, καλύτερα ἐκδιώκονται μὲ μία καρτερία ὑπομονετικὴ καὶ μὲ μία ἐπιδέξια ἀποστροφὴ καὶ τέλεια καταφρόνησι, καὶ ὄχι μὲ μία ἀντίστασι ἐπιδέξια καὶ μὲ ἀντιρρητικὸ πόλεμο. Καὶ πρόσεξε τὴν πρώτη ὑποσημείωσι τοῦ ιγ´ κεφαλαίου τοῦ Α´ μέρους.
Ἡ ἐξέτασις τῆς συνειδήσεως
Γιὰ τὴν ἐξέτασι τῆς συνειδήσεως σκέψου τρία πράγματα: τὰ σφάλματα τῆς κάθε μέρας, τὴν αἰτία τῶν σφαλμάτων αὐτῶν καὶ τὴν στενοκαρδία καὶ προθυμία ποὺ ἔχεις νὰ τὰ πολεμήσῃς καὶ νὰ ἀποκτήσῃς τὶς ἀντίθετές τους ἀρετές. Γιὰ τὰ σφάλματα κάνε ἐκεῖνο ποὺ σοῦ εἶπα στὸ κστ´ κεφάλαιο (τί πρέπει νὰ κάνουμε ὅταν πληγωθοῦμε κ.λπ). Γιὰ τὴν αἰτία αὐτῶν ἀνάγκασε τὸν ἑαυτό σου νὰ τὴν πολεμήσῃς, νὰ τὴν κατατροπώσῃς καὶ νὰ τὴν ρίξης στὴ γῆ. Γιὰ τὴν προθυμία ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃς αὐτὸ καὶ νὰ ἀποκτήσῃς τὶς ἀρετές, δυνάμωσε τὴν θέλησί σου μὲ τὴν ἀπιστία τοῦ ἑαυτοῦ σου, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχῃς καθόλου θάρρος στὸν ἑαυτό σου, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος στὸν Θεό, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὸ μῖσος τῶν πράξεων τῆς κακίας καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν πράξεων τῆς ἀντίστοιχης ἀρετῆς.
Φρόντισε, ἀδελφέ, πάντοτε σὲ κάθε σου λογισμό, λόγο καὶ ἔργο νὰ ἔχῃς συνείδησι ἀκατάγνωστη, δηλαδὴ νὰ μὴ σὲ κατηγορῇ καὶ νὰ μὴ σὲ τύπτῃ ἡ συνείδησίς σου γιὰ κάποιο πρᾶγμα. Διότι ὅποιος ἐξετάζει στὸ βάθος τὴν ὀρθὴ καὶ ἁγία συνείδησι, δὲν μπορεῖ νὰ σφάλλῃ ποτέ, ἢ ἂν σφάλλη, νὰ μὴν διορθωθῆ. Διότι ἡ συνείδησις εἶναι ὁ φυσικὸς νόμος ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγῇ πάντοτε σὰν λυχνάρι σὲ ὅλα τὰ καλά. Ὅπως εἶπε καὶ ὁ ἅγιος Νεῖλος: «Νὰ χρησιμοποιήσῃς τὴν συνείδησί σου ὡς λυχνάρι γιὰ τὶς πράξεις σου». Καὶ ὁ Ἀπόστολος εἶπε ὅτι «οἱ ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι γραμμένες μέσα στὶς καρδιές» (Ρωμ. 2,15).
Ἀπέναντι τεσσάρων πραγμάτων εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ διατηρῇς τὴν συνείδησί σου ἀκατηγόρητη: ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ σου, πρὸς τὸν πλησίον σου καὶ πρὸς ἄλλα πράγματα. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἐξετάζῃς τὴν συνείδησί σου ἂν φύλαξες ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ διαφυλάττῃς ἀπέναντί του. Δηλαδὴ ἂν διαφυλάττῃς ὅλες του τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς πιὸ ἀσήμαντες (109)· καὶ ἂν τὸν ἀγάπησες καὶ τὸν ὑπηρέτησες μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πεθάνῃς γι᾿ αὐτόν, ὅπως εἶσαι ὑποχρεωμένος. Καὶ ἂν δὲν τὰ διαφύλαξες, φρόντισε στὸ ἑξῆς νὰ τὰ διαφυλάξης.
Ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό σου θὰ διαφυλάξης ἀκατηγόρητη τὴν συνείδησί σου, ἂν δὲν ἀδιαφορῇς, ἀλλὰ κάνῃς ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρέος ποὺ πρέπει καὶ εἶσαι ὑποχρεωμένος καὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν δύναμί σου, τόσο πρὸς τὸν Θεό, ὅσο καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὰ ἄλλα πράγματα. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἂν δὲν πέφτῃς σὲ ὑπερβολὲς καὶ ἐλλείψεις, καταστρέφοντας παράκαιρα τὴν ὑγεία σου καὶ τὴν ζωή σου καὶ τὶς σωματικές σου δυνάμεις μὲ ὑπερβολικὴ καὶ ἀκανόνιστη ἄσκησι καὶ δὲν ἀποδίδῃς στὸ σῶμα τὸ δίκαιο μέτρο, φροντίζοντας γιὰ τὴν σύστασι καὶ συντήρησί του. Γιατὶ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο στὴ συνείδησι καὶ στὸν ὀρθὸ λόγο.
Ἀπέναντι τοῦ πλησίον θὰ φυλάξης καθαρὴ τὴν συνείδησί σου, ἂν δὲν κάνῃς κάτι ποὺ εἶναι ἀντίθετο στὴν ἀγάπη ποὺ χρωστᾷς ἀπέναντί του, ἀποδίνοντας στοὺς μεγαλυτέρους σου καὶ ὁμοίους σου καὶ κατώτερούς σου ἐκεῖνο ποὺ πρέπει στὸν καθένα, σύμφωνα μὲ τὸν βαθμὸ καὶ τὸ ἐπάγγελμα καὶ προσέχοντας νὰ μὴ τοὺς σκανδαλίζῃς εἴτε μὲ λόγο, εἴτε μὲ ἔργο, εἴτε μὲ σχῆμα καὶ μὲ νεῦμα, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Αὐτὸ προσέξτε, νὰ μὴ βάζετε πρόσκομμα ἢ ἐμπόδιο στὸν ἀδελφό» (Ρωμ. 14,13) καὶ τὸ τοῦ Σολομῶντος: «Νὰ σκέφτεσαι σωστὰ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀνθρώπων» (Παρ. 3,4).
Ἀλλὰ κι ἂν σοῦ τύχουν μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐπιτρέπονται καὶ βρίσκονται στὴν δική σου τὴν κρίσι, γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα λέγω, ἂν πληροφορῆται ἡ συνείδησίς σου ὅτι τάχα εἶσαι δυνατὸς καὶ μπορεῖς νὰ τὰ φυλάξης ἢ ὄχι, σκανδαλίζεται ὅμως ἡ συνείδησις τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ εἶναι ἀδύνατος, εἶσαι ὑποχρεωμένος καὶ ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴ δώσῃς ἀφορμὴ σκανδάλου, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύσῃς τὴν συνείδησι ἐκείνου: «Μὴν τρῶτε τὸ εἰδωλόθυτο (λέγει ὁ Παῦλος) γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σᾶς εἰδοποίησε καὶ γιὰ τὴν συνείδησι…». Συνείδησι ὅμως λέγω ὄχι τὴν δική του, ἀλλὰ τὴν συνείδησι τοῦ ἄλλου: «Γιατί νὰ ρυθμίζεται ἡ ἐλευθερία μου ἀπὸ ἄλλη συνείδησι;» (Α´ Κορ. 10,28). Σὲ ὅσα ὅμως πράγματα εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ σκανδαλίζεται ἡ συνείδησις τοῦ ἄλλου, τότε πρέπει ἐσὺ νὰ καταφρονῇς τὴν συνείδησι ἐκείνου καὶ νὰ μὴν παραβαίνῃς τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Ἀπέναντι τῶν ἄλλων πραγμάτων θὰ ἔχῃς τὴν συνείδησί σου ἀκατηγόρητη, ἂν ἔχῃς δίκαιο μέτρο καὶ δὲν χρησιμοποιῇς ὑπερβολὲς καὶ ἐλλείψεις, τόσο στὰ φαγητὰ καὶ ποτά, ὅσο καὶ στὰ ἐνδύματα καὶ χρήματα καὶ στὴν περιουσία. Διότι πρᾶγμα παρὰ συνείδησι ὑπολογίζεται ὄχι μόνον τὸ νὰ καταφρονῇ κανεὶς καὶ νὰ ἀφήνῃ νὰ καταστρέφωνται τὰ εὐτελῆ φαγητὰ καὶ ἐνδύματα ἢ τὰ χρήματα καὶ τὰ περιουσιακά του στοιχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὶς σωματικές του ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλῃ καὶ νὰ ζητᾷ τρυφηλὰ φαγητά, μαλακὰ φορέματα καὶ χρήματα καὶ περιουσιακὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησί του.
Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε γενικά, κάθε πρᾶγμα ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ὀρθὴ λογική, λέγεται παρὰ συνείδησι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ ἀδελφέ, γιὰ κάθε τί ποὺ πρόκειται νὰ κάνῃς μικρὸ ἢ μεγάλο, πρῶτα νὰ συμβουλεύεσαι τὴν συνείδησί σου καὶ νὰ τὴν ἐξετάζῃς ὄχι ὅμως μὲ ἀμέλεια καὶ ἐπιφανειακά, ἀλλὰ στὸ βάθος καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα καὶ ἀκρίβεια. Διότι ὅπως τὰ πηγάδια, ὅσο σκάβονται καὶ ἐξαντλοῦνται, τόσο καλύτερο καὶ γλυκύτερο νερὸ βγάζουν, ἔτσι καὶ ἡ συνείδησις, ὅσο περισσότερο ἐξετάζεται καὶ ξεσκεπάζεται ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι σκεπασμένη, τόσο καλύτερα μᾶς διδάσκει τί πρέπει νὰ κάνουμε.
Ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχουν καὶ διάφορες συνειδήσεις, ὄχι δηλαδὴ μόνον καλὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ καὶ κεκαυτηριασμένες, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, δηλαδὴ πονηρὲς καὶ ἀναίσθητες καὶ μολυσμένες ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ στὴ συνέχεια, ἐξ αἰτίας τῆς ἀναισθησίας ἢ τοῦ μολυσμοῦ τους, ἢ καὶ διότι δὲν ἐξετάζονται μὲ πολλὴ φροντίδα, δὲν διδάσκουν πάντοτε σωστὰ καὶ καλά, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ σωστὸ εἶναι νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι πάντοτε μόνο στὴ συνείδησί σου, ἀλλὰ ὅσα αὐτὴ σοῦ συμβουλεύει νὰ τὰ συγκρίνῃς, ἂν εἶναι σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα ποὺ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ ἢ καὶ νὰ τὰ φανερώνῃς στοὺς Πνευατικούς, ἂν εἶναι σωστά, γιὰ νὰ μὴν πλανηθῇς.
Πρόσθεσα τὸ «ἢ διότι δὲν ἐξετάζονται οἱ συνειδήσεις μὲ τόση ἐπιμέλεια», διότι ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου ὅσο κι ἂν εἶναι ἐμπαθὴς καὶ πονηρὴ καὶ ἀναίσθητη, ὅταν ὅμως ἐξετάζεται μὲ ἀκρίβεια καὶ ἐπιμέλεια, δὲ σταματάει πάντοτε νὰ ἐλέγχῃ καὶ νὰ τύπτῃ καὶ νὰ κατηγορῇ τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ἁμαρτάνει καὶ ὅτι πρόκειται νὰ κολασθῆ διὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἂν δὲν μετανοήσῃ. Γιατὶ αὐτὴ βάλθηκε μέσα μας ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἀντίδικος, σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ποὺ λέγει: «Νὰ συμβιβασθῇς γρήγορα μὲ τὸν ἀντίδικό σου» (Ματθ. 5,25): καὶ ἀψευδέστατος μάρτυρας, σύμφωνα μὲ τό· «Σὲ αὐτὸ συμφωνεῖ καὶ ἡ συνείδησί τους» (Ρωμ. 2,15): καὶ συγχρόνως εἶναι κριτὴς ἀπαραλόγιστος καὶ πάρα πολὺ δίκαιος καὶ πολὺ αὐστηρὸς καὶ λόγος ὀρθός: γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σιωπήσῃ. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ὅταν κυριευθῆ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ θέλῃ νὰ κάμνῃ τὶς ἐπιθυμίες του χωρὶς κανένα χαλινάρι, ὅπως παρακούει καὶ παραβαίνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι παρακούει καὶ παραβαίνει καὶ τοὺς ἐλέγχους τῆς ἁγίας συνειδήσεως. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐλέγχεται πλέον ἀπὸ αὐτὴν σὰν κάποιος ἄλλος Ἡρῴδης κόβει τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου, δηλαδὴ δὲν ὑπολογίζει τὴν συνείδησί του καὶ παίρνει τὴν ἀπόφασι νὰ κολασθῆ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας γνωρίζοντας αὐτὸ δὲν εἶπε ὅτι ἡ συνείδησις ὅταν ἐξετάζεται καλὰ δὲν ἐλέγχει τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς φθάση στὸ ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, καταφρονεῖ: «Ὅταν ὁ ἀσεβὴς φθάση στὸ ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, τότε καταφρονεῖ» (Παρ. 18,3).
Ἀκόμη σὲ συμβουλεύω καὶ ἕνα ἄλλο πρᾶγμα ποὺ ἀξίζει νὰ τὸ πληροφορηθῇς: Δηλαδὴ ποτὲ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι στὴ συνείδησί σου, ἂν αὐτὴ καμιὰ φορὰ δὲν σὲ κατηγορῇ γιὰ κάποια ὑπόθεσί σου, διότι λέγεται συνείδησι γιὰ ἐκεῖνα μόνο ποὺ ξέρουμε καὶ ὄχι γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲ γνωρίζουμε. Ἐπειδὴ σύφωνα μὲ τὸν Προφήτη Ἱερεμία «ἡ καρδιὰ εἶναι πιὸ βαθειὰ ἀπὸ ὅλα τὰ πράγματα» (17,9), καὶ μέσα σὲ αὐτὴν βρίσκονται κρυμμένα πολλὰ λεπτὰ πάθη, τὰ ὁποῖα καθόλου δὲν τὰ γνωρίζει ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔχει, καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρακαλεῖ ὁ Δαβὶδ νὰ καθαρισθῆ λέγοντας «καθάρισέ με ἀπὸ τὰ κρυφὰ πάθη» (Ψαλμ. 18,13), γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ νὰ πιστεύῃς ὅτι ἡ καρδιά σου δὲν εἶναι ποτὲ καθαρὴ ἀπὸ τὰ κρυπτὰ καὶ λεπτὰ πάθη, τὰ ὁποῖα εἶναι γνωστὰ μόνο στὸ Θεὸ ποὺ ἐξετάζει μόνος τὶς καρδιές, ὅπως λέγει ὁ Σολομώντας: «Ἐσὺ ἐντελῶς μόνος γνωρίζεις τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Γ´ Βασ. 8,39). Καὶ νὰ ἔχῃς ὡς σίγουρο ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Ἰωάννης ὅτι, δηλαδή, ὁ Θεὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὴν συνείδησι τῆς καρδιᾶς μας: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν συνείδησί μας καὶ τὰ γνωρίζει ὅλα» (Α´ Ἰω. 3,20).
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γνωρίζοντας αὐτὸ ἔλεγε, ὅτι δὲ γνωρίζει νὰ τὸν ἐλέγχῃ γιὰ κανένα πρᾶγμα ἡ συνείδησί του, ἀλλὰ πάλι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ δὲν νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Δὲν μὲ κατηγορεῖ γιὰ τίποτε ἡ συνείδησί μου, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ ἀποδεικνύει ὅτι πραγματικὰ εἶμαι ἀθῷος» (Α´ Κορ. 4,4).
Καὶ ὅσα καλὰ ἔργα καὶ ὅσες νίκες ἔχεις κατορθώσει, ἂς τὶς θεωρῇς ὕποπτες. Αὐτὰ σὲ συμβουλεύω νὰ μὴ τὰ σκέπτεσαι πολὺ μὲ τὴ συνείδησί σου, διότι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος κρυφῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανείας. Ἔτσι ἀφήνοντας πίσω ὅλα αὐτὰ καὶ ρίχνοντάς τα στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ὅποια καὶ ἂν εἶναι, ὁδήγησε τὸ λογισμό σου μπροστὰ στὸ δρόμο ποὺ σοῦ ἀπομένει γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὅταν τελειώσῃ ἡ μέρα ἐκείνη, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου, ἂν χρησιμοποίησες καλὰ ὅσα σοῦ ἔτυχαν. Καὶ γιὰ ὅσα ἔσφαλες, νὰ μετανοήσῃς καὶ νὰ ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ συγχωρέσῃ καὶ στὸ ἑξῆς προσπάθησε νὰ διορθωθῇς. Κατόπιν εὐχαρίστησέ τον γιὰ τὶς χάρες καὶ τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ χάρισε τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἀναγνώρισε τὸν ὡς Ποιητὴ κάθε ἀγαθοῦ, καὶ περισσότερο εὐχαρίστησέ τον διότι σὲ γλύτωσε ἀπὸ τόσους ἐχθροὺς φανεροὺς καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δὲν φανερώνονται. Διότι σοῦ ἔδωσε καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἀφορμὲς γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γιὰ κάθε ἄλλη εὐεργεσία ποὺ δὲ γνωρίζεις ἐσύ.
Πῶς πρέπει νὰ προετοιμαζώμαστε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ποὺ μᾶς πολεμοῦν κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ θανάτου.
Ὅλη μας ἡ ζωὴ εἶναι ἕνας παντοτινὸς πόλεμος πάνω στὴ γῆ καὶ πρέπει νὰ πολεμοῦμε πάντοτε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὅπως εἴπαμε στὸ ιε´ κεφάλαιο τοῦ α´ μέρους. Ὅμως ἡ κύρια κι ἡ πιὸ σπουδαία ἡμέρα τοῦ πολέμου εἶναι κατὰ τὴν τελευταία ὥρα τοῦ θανάτου. Διότι ὅποιος πέσῃ κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μπορεῖ πλέον νὰ σηκωθῆ. Καὶ γι᾿ αὐτὸ μὴ θαυμάσης. Γιατὶ ἂν ὁ ἐχθρὸς τόλμησε νὰ πάῃ στὸν ἀναμάρτητο Κύριό μας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἴσως γιὰ νὰ βρῇ καὶ σὲ αὐτὸν κάποιο σφάλμα, ὅπως τὸ εἶπε μόνος ὁ Κύριος, «ἔρχεται ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου, ἂν καὶ δὲν ἔχει πάνω μου καμμία ἐξουσία» (Ἰω. 14,30), πολὺ περισσότερο τολμᾷ νὰ ἔρχεται στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας ἐναντίον μας ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί (110).
Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνῃς γιὰ νὰ βρεθῇς τότε καλὰ ἑτοιμασμένος, εἶναι τὸ νὰ πολεμῆς μὲ ἀνδρεία αὐτὸ τὸν καιρὸ τῆς ζωῆς ποὺ σοῦ δόθηκε: γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ πολεμεῖ καλὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ τὴν καλὴ συνήθεια ποὺ ἔχει ἀποκτήσει, εὔκολα κερδίζει τὴν νίκη κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἀκόμη νὰ σκέπτεσαι πολλὲς φορὲς τὸν θάνατο μὲ προσοχή. Γιατὶ ὅταν ἔλθη θὰ φοβηθῇς λιγότερο καὶ ὁ νοῦς σου θὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ πρόθυμος γιὰ τὸν πόλεμο. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἀποφεύγουν τὸ λογισμὸ αὐτὸ καὶ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ μὴ κόψουν τὴν ὄρεξι καὶ τὴν ἐπιθυμία ποὺ ἔχουν στὰ γήινα πράγματα, στὰ ὁποῖα εἶναι προσκολημένοι καὶ λυποῦνται ἂν σκεφθοῦν ὅτι θὰ τὰ ἐγκαταλείψουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν λιγοστεύει ἡ ἄτακτη κλίσι ποὺ ἔχουν στὰ πράγματα, ἀλλὰ ἀποκτάει περισσότερη δύναμι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν πρόκειται νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὰ τόσο ἀγαπητά τους πράγματα, αἰσθάνονται μεγάλη καὶ ἀνεκδιήγητη λύπη καὶ δοκιμάζουν ἕνα μεγάλο πόνο.
Λοιπὸν γιὰ νὰ κάνῃς ἐσὺ καλύτερα αὐτὴν τὴν ἀπαραίτητη προετοιμασία, πρέπει μὲ τὸ λογισμό σου νὰ βρεθῇς μόνος σου μερικὲς φορές, χωρὶς καμμία βοήθεια, ἐκτεθειμένος μέσα στὶς στενοχώριες τοῦ θανάτου καὶ νὰ σκεφθῇς ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ σὲ πολεμήσουν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Ἐδῶ θὰ σοῦ μιλήσω γιὰ τὴν θεραπεία αὐτῶν, γιὰ νὰ μπορέσῃς νὰ ἀντιμετωπίσῃς καλύτερα ἐκείνην τὴν τελευταία στενοχώρια. Γιατὶ τὸ κτύπημα ἐκεῖνο κι ὁ πόλεμος ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ γίνῃ μία φορά, ὅποιος πρόκειται νὰ τὸν κάνῃ, πρέπει νὰ τὸν γνωρίζει καλά, γιὰ νὰ μὴ σφάλη κατὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη, διότι μετὰ δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ διόρθωσι.
Ποιὲς εἶναι οἱ τέσσερες προσβολὲς ποὺ μᾶς φέρνουν οἱ ἐχθροί μας κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Καὶ πρῶτα ἡ προσβολὴ τῆς πίστεως καὶ ἡ θεραπεία της.
Τέσσερις εἶναι οἱ κυριώτερες προσβολὲς καὶ πιὸ ἐπικίνδυνες μὲ τὶς ὁποῖες συνηθίζουν νὰ μᾶς πολεμοῦν οἱ ἐχθροί μας δαίμονες κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὁ πόλεμος ποὺ μᾶς κάνουν ἐναντίον τῆς πίστεως, ἡ ἀπόγνωσις, ἡ κενοδοξία καὶ τὰ διάφορα φαντάσματα καὶ οἱ μεταμορφώσεις τῶν δαιμόνων σὲ Ἀγγέλους φωτός.
Ὅσο γιὰ τὴν πρώτη προσβολὴ σοῦ λέγω ὅτι ἂν ἀρχίσῃ ὁ ἐχθρὸς νὰ σὲ πολεμᾶ μὲ τὰ ψεύτικα ἐπιχειρήματά του βάζοντας στὸ νοῦ λογισμοὺς ἀπιστίας, φύγε ἀμέσως ἀπὸ τὸ νοῦ σου στὴ θέλησί σου λέγοντας: «Πήγαινε πίσω μου Σατανᾶ, πατέρα τοῦ ψεύδους, διότι ἐγὼ δὲν θέλω καθόλου νὰ σὲ ἀκούσω, διότι μοῦ εἶναι ἀρκετὸ νὰ πιστεύω ἐκεῖνο ποὺ πιστεύει ἡ ἁγία μου ἐκκλησία».
Καὶ μὴν ἀφήσῃς καθόλου τόπο στὴν καρδιά σου στοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας, ὅπως ἀναφέρεται: «Ἐὰν Πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος, δηλαδὴ τοῦ ἐχθροῦ, σοῦ ἐπιτεθῆ, μὴν μετακινηθῇς ἀπὸ τὴν θέσι σου» (Ἐκκλ. 10,4). Αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς νὰ τοὺς θεωρῇς ὡς κινήσεις τοῦ διαβόλου ποὺ προσπαθεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ σὲ σκανδαλίσῃ. Κι ἂν δὲν μπορῇς νὰ στηρίξῃς τὸ νοῦ σου, στάσου μὲ ἀνδρεία καὶ μένε σταθερὸς μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ νὰ μὴν πέσῃς σὲ κανένα λογισμὸ ἢ καὶ σὲ κανένα ρητό της Ἁγίας Γραφῆς, τὸ ὁποῖο θὰ σοῦ προσφέρῃ ὁ ἐχθρός. Γιατὶ, ὅσα ρητά της Ἁγίας Γραφῆς κι ἂν σοῦ θυμίσῃ τὴν ὥρα ἐκείνη, εἶναι ἀκρωτηριασμένα (ἐλλιπῆ), προσφέρονται μὲ κακὸ σκοπό, ἄσχημα ἐξηγημένα κι ἂν ἀκόμη φαίνωνται καθαρά, καλὰ καὶ φανερά.
Κι ἂν ὁ πονηρὸς ὄφις σὲ ρωτήσῃ καὶ σοῦ πῇ μὲ τὸν λογισμὸ τί πιστεύει ἡ ἐκκλησία, καταφρόνησέ τον ἐντελῶς καὶ μὴν τοῦ ἀποκριθῇς. Ἀλλὰ βλέποντας τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πονηριά του καὶ ὅτι προσπαθεῖ νὰ σὲ πιάση μὲ τὰ λόγια, πίστευε χωρὶς καμμία ἀμφιβολία μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά. Σὲ περίπτωσι πάλι ποὺ εἶσαι δυνατὸς στὴν πίστι καὶ ἔχεις δυνατὸ λογισμὸ καὶ θέλεις νὰ κάνῃς τὸν ἐχθρὸ νὰ καταντροπιασθῇ, ἀπάντησέ του ὅτι ἡ ἁγία μου ἐκκλησία πιστεύει στὴν ἀλήθεια. Κι ἂν σοῦ πῇ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, νὰ τοῦ ἀπαντήσῃς: ἐκεῖνο ποὺ πιστεύει αὐτή. Πάνω ἀπὸ ὅλα κράτα τὴν καρδιά σου πάντοτε σταθερὴ καὶ προσεκτικὴ καὶ στραμμένη πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο λέγοντας: «Θεέ μου, Ποιητά μου καὶ Λυτρωτά μου, βοήθησέ με γρήγορα καὶ μὴν παραχωρήσῃς νὰ πέσω ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ἁγίας σου πίστεως. Ἀλλὰ εὐδόκησε, ὅπως μὲ τὴν χάρι σου γεννήθηκα στὴν ἀλήθεια αὐτή, ἔτσι νὰ τελειώσω καὶ τὴν θνητή μου ζωὴ σ᾿ αὐτὴν πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματός σου».
Ἡ προσβολὴ τῆς ἀπογνώσεως καὶ ἡ ἰατρεία της.
Ἡ δεύτερη προσβολὴ μὲ τὴν ὁποία ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ ἐντελῶς νὰ μᾶς καταβάλλῃ, εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς προξενεῖ μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ γκρεμισθοῦμε στὸν βυθὸ τῆς ἀπογνώσεως καὶ τῆς ἀπελπισίας.
Ἐσὺ λοιπόν, ἀδελφέ μου, καὶ στὸν κίνδυνο αὐτόν, κράτησε τὸν ἑαυτό σου σταθερὸ σ᾿ αὐτὸν τὸν βέβαιο κανόνα, δηλαδὴ ὅτι ἡ ἐνθύμησις τῶν ἁμαρτιῶν μας τότε εἶναι ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποσκοπεῖ στὴ σωτηρία μας, ὅταν σὲ ταπεινώνῃ καὶ σὲ κάνῃ νὰ αἰσθάνεσαι πόνο στὴν καρδιὰ καὶ λύπη, διότι λύπησες τὸν Θεό, καὶ ὅταν σὲ κάνῃ νὰ ἔχῃς ἐλπίδα καὶ θάρρος στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ἡ ἐνθύμησις αὐτὴ σὲ ἐνοχλῇ καὶ σὲ ὁδηγῇ σὲ ἀπιστία καὶ μικροψυχία καὶ σὲ κάμνει νὰ σκέπτεσαι ὅτι εἶσαι κολασμένος καὶ ὅτι γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει πλέον καιρὸς σωτηρίας, γνώριζε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Γι᾿ αὐτὸ ταπεινώσου καὶ ἔλπιζε περισσότερο στὸν Θεό. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ νικήσῃς τὸν ἐχθρὸ μὲ τὰ ὅπλα του καὶ θὰ δοξάσῃς τὸν Θεό.
Ναί, πρέπει ἀδελφέ, νὰ λυπᾶσαι κάθε φορὰ ποὺ θυμᾶσαι τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ πονᾷς ποὺ ἔχασες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅμως νὰ ἔχῃς θάρρος στὸ πάθος του καὶ νὰ ζητᾷς συγχώρεσι. Ἀκόμη ἂν σοῦ φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σοῦ λέγει ὅτι δὲν εἶσαι ἀπὸ τὰ πρόβατά του, ἐσὺ μὲ κανένα τρόπο δὲν πρέπει νὰ χάσης τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος ποὺ ἔχεις σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ ταπεινὰ νὰ τοῦ λέγῃς: «Ναί, ἔχεις δίκαιο, Θεέ μου, νὰ μὲ ἀποδοκιμάσης γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Ἀλλὰ ἐγὼ ἔχω μεγαλύτερο θάρρος στὴν εὐσπλαγχνία σου ὅτι θὰ μὲ συγχωρέσῃς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζητῶ ἀπὸ σένα τὴν σωτηρία αὐτοῦ τοῦ ταλαιπώρου πλάσματός σου, τὸ ὁποῖο καταδικάσθηκε βέβαια ἀπὸ τὴν κακία του, ἀλλὰ λυτρώθηκε μὲ τὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου αἵματός σου. Θέλω, λυτρωτά μου, νὰ σωθῶ, γιὰ δόξα δική σου μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀμέτρητης εὐσπλαγχνίας σου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀφήνομαι ὅλος στὰ χέρια σου καὶ ἂς γίνῃ σ᾿ ἐμένα ὅ,τι σοῦ εἶναι ἀρεστό. Διότι ἐσὺ εἶσαι ὁ μόνος μου Κύριος. Κι ἂν ἀκόμη μὲ θανατώσῃς, ἐγὼ στηρίζω σὲ σένα τὶς ζωντανές μου ἐλπίδες».
Ἡ προσβολὴ τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ ἰατρεία της
Ἡ τρίτη προσβολὴ εἶναι τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ἐκτιμήσεως μὲ τὴν ὁποία ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό σου καὶ στὰ ἔργα σου γιὰ νὰ σωθῇς. Γι᾿ αὐτὸ πάντοτε καὶ ἰδιαίτερα ἐκείνη τὴν τελευταία ὥρα τοῦ θανάτου μὴν ἀφήσῃς τὸν νοῦ σου νὰ σκεφθῆ οὔτε τὴν παραμικρὴ ἐκτίμησι τοῦ ἑαυτοῦ σου, οὔτε τῶν ἔργων σου, κι ἂν ἀκόμη κατώρθωσες ὅλες τὶς ἀρετὲς τῶν ἁγίων. Ἀλλὰ ἡ ἐκτίμησί σου ἂς εἶναι στὸν Θεὸ ἐλπίζοντας καθαρὰ στὴν εὐσπλαγχνία του καὶ στὰ ἔργα τῆς ζωῆς του καὶ τοῦ πάθους του γιὰ νὰ σωθῇς. Πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια σου νὰ ξευτελίζῃς τὸν ἑαυτό σου, μέχρι τὴν τελευταία σου ἀναπνοή. Κι ἂν τύχη νὰ σκεφθῇς κάποιο καλό σου ἔργο, ἀναγνώριζε μόνο τὸν Θεό, ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ποὺ τὸ ἔκανε καὶ ὄχι ἐσύ, καὶ ὅτι προῆλθε ἀπὸ ἐκεῖνον μόνον.
Νὰ προστρέχῃς, ναί, στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ νὰ μὴν περιμένῃς νὰ τὴν λάβης τάχα ἐπειδὴ τὸ ἀξίζεις καὶ γιὰ τοὺς πολλούς σου καὶ μεγάλους ἀγῶνες ποὺ ἔκανες καὶ νίκησες. Στάσου πάντοτε σὲ ἕναν ἅγιο φόβο, ὁμολογώντας εἰλικρινὰ ὅτι ὅλες σου οἱ προβλέψεις καὶ οἱ προμήθειες καὶ ὅλοι οἱ κόποι καὶ οἱ ἀγῶνες σου θὰ ἦταν μάταιοι, ἂν δὲν βοηθοῦσε καὶ ἂν δὲν τοὺς ἔπαιρνε ὁ Θεὸς κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τῶν πτερύγων του· νὰ ἔχῃς ὅλη σου τὴν ἐλπίδα μόνο στὴν ὑπεράσπισί του.
Ἂν ἀκολουθῇς αὐτὲς τὶς παραγγελίες, δὲν θὰ μπορέσουν οἱ ἐχθροὶ νὰ φανοῦν ἀνώτεροι ἀπὸ σένα κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ θὰ σοῦ ἀνοιχθῆ ὁ δρόμος γιὰ νὰ περάσης μὲ χαρὰ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ τὴν ἐξορία αὐτὴ στὴν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ, στὴν γλυκειὰ πατρίδα. Βλέπε καὶ τὸ λβ´ κεφάλαιο τοῦ α´ μέρους, ὅπου θὰ βρῇς ἐκτενέστερα τὴν ἰατρεία τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας.
Ἡ προσβολὴ τῶν φαντασιῶν καὶ ἡ ἰατρεία της
Ἂν ὁ πονηρὸς καὶ πείσμων ἐχθρός μας, ποὺ δὲν κουράζεται ποτὲ νὰ μᾶς πειράζῃ, ἤθελε κάποτε νὰ σὲ πολεμήσῃ καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μὲ κάποιες ψεύτικες ἐμφανίσεις καὶ μὲ μεταμορφώσεις σὲ Ἄγγελο φωτός, ἐσὺ νὰ παραμένῃς σταθερὸς στὴν γνῶσι τῆς ταπεινότητος καὶ τῆς μηδαμινότητος τοῦ ἑαυτοῦ σου. Καὶ νὰ πῇς μὲ σταθερὴ καρδιὰ καὶ τόλμη: «Νὰ μεταστραφῇς ἄθλιε στὸ δικό σου τὸ σκοτάδι, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ὁράματα, οὔτε ἀπὸ τίποτε ἄλλο, παρὰ ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Ἰησοῦ μου καὶ ἀπὸ τὶς δεήσεις καὶ ἱκεσίες τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων». Ἀλλὰ καὶ ἂν μὲ πολλὰ σημάδια καταλάβης ὅτι τὰ ὁράματα αὐτὰ εἶναι ἀληθινὰ καὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό, παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐσὺ νὰ ἀποστρέφεσαι πάντοτε καὶ νὰ τὰ διώχνῃς ὅσο μπορεῖς μακριά σου. Καὶ νὰ μὴ φοβηθῇς μήπως δὲν ἀρέσῃ στὸν Θεὸ ἡ ἀποστροφὴ αὐτὴ ποὺ κάνεις, σκεπτόμενος τὴν ἀναξιότητά σου. Γιατὶ ἂν τὰ ὁράματα αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸς γνωρίζει καλὰ νὰ σοῦ τὰ ξεκαθαρίσῃ καὶ δὲν θὰ τοῦ κακοφανῆ ἂν δὲν τὰ δέχεσαι. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὴν χάρι στοὺς ταπεινούς, δὲν τὴν ἀφαιρεῖ ἀπὸ αὐτοὺς πάλι γιὰ πράξεις ποὺ κάνουν οἱ ἴδιοι ἐξ αἰτίας τῆς ταπεινώσεως.
Αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ συνηθισμένα ὅπλα ποὺ συνηθίζει ὁ ἐχθρὸς νὰ χρησιμοποιῇ ἐναντίον μας ἐκείνην τὴν τελευταία ὥρα τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ καὶ τὸν καθένα τὸν πολεμεῖ σύμφωνα μὲ τὶς προσωπικές του κλίσεις καὶ τὰ πάθη ποὺ ἔχει, στὰ ὁποῖα γνωρίζει ὅτι συχνότερα ὑποκύπτει. Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί, προτοῦ νὰ πλησιάση ἡ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα τοῦ μεγάλου πολέμου, πρέπει νὰ ὁπλισθοῦμε ἐναντίον τῶν πλέον δυνατῶν παθῶν ποὺ μᾶς κυριεύουν περισσότερο καὶ νὰ πολεμοῦμε μὲ ἀνδρεία, γιὰ νὰ διευκολύνουμε τότε τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὴν νίκη, ποὺ μᾶς παίρνει κάθε ἄλλον καιρό.
Ἡ πνευματικὴ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς
Ἡ καρδιά σου, ἀγαπητέ, κτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀγαπᾶται καὶ νὰ κατοικῆται ἀπὸ αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ καθημερινὰ σοῦ φωνάζει νὰ τοῦ τὴν δώσῃς: «Υἱέ, δός μου τὴν καρδιά σου» (Παρ. 23,26). Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ κάθε νοῦ, πρέπει ἡ καρδιὰ ποὺ πρόκειται νὰ τὸν δεχθῆ, νὰ εἶναι εἰρηνικὴ καὶ ἀτάραχη, ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ: «Ἐγενήθη ὁ τόπος σου ἐν εἰρήνῃ» (Ψαλμ. 75,2). Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ στερεώσῃς τὴν καρδιά σου σὲ μία εἰρηνικὴ κατάστασι, ὥστε ὅλες σου οἱ ἐξωτερικές σου ἀρετὲς νὰ γεννιῶνται ἀπὸ τὴν εἰρήνη αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐσωτερικὲς ἀρετές, ὅπως εἶπε ἐκεῖνος ὁ μέγας ἡσυχαστὴς Ἀρσένιος: «Φρόντισε ὥστε ὅλη σου ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ νικήσῃς τὰ ἐξωτερικὰ πάθη». Διότι κι ἂν οἱ σωματικὲς σκληραγωγίες καὶ ὅλες οἱ ἀσκήσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἀσκεῖται τὸ σῶμα εἶναι ἄξιες ἐπαίνου, ὅταν εἶναι μὲ διάκρισι καὶ μέτριες, ὅπως ἁρμόζει στὸ πρόσωπο ποὺ τὶς κάνει, ὅμως ἐσὺ ποτὲ δὲν θὰ ἀποκτήσῃς καμία ἀληθινὴ ἀρετὴ μόνο διὰ μέσου τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, παρὰ ματαιότητα καὶ κενοδοξία, ἂν καὶ οἱ ἀσκήσεις αὐτὲς δὲν παίρνουν δύναμι καὶ ζωὴ καὶ δὲν κυβερνοῦνται ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ψυχικὲς ἀρετές.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας πόλεμος καὶ πειρασμὸς συνεχής, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἰώβ: «Δὲν εἶναι ἕνα πειρατήριο ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ γῆ;» (7,1). Λοιπὸν ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου αὐτοῦ ἐσὺ πρέπει πάντοτε νὰ εἶσαι ἄγρυπνος καὶ νὰ προσέχῃς πολὺ καὶ νὰ παρατηρῇς τὴν καρδιά σου νὰ εἶναι πάντοτε εἰρηνικὴ καὶ ἀναπαυμένη. Καὶ ὅταν σηκώνεται ὁποιοδήποτε κῦμα ταραχῆς στὴν ψυχή σου, νὰ παραμένῃς πρόθυμος γιὰ νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς ἀμέσως τὴν καρδιά σου μὴ ἀφήνοντάς την νὰ ἀλλάξη πορεία καὶ νὰ καταστραφῆ ἀπὸ τὴν ταραχὴ ἐκείνη. Γιατὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅμοια μὲ τὸ βαρίδι τοῦ ὡρολογιοῦ καὶ μὲ τὸ τιμόνι τοῦ καραβιοῦ. Καὶ ὅπως ὅταν κάποιο βαρίδι τοῦ ὡρολογιοῦ ξεκρεμασθῆ ἀπὸ τὴν θέσι του ἀμέσως κινοῦνται καὶ ὅλοι οἱ τροχοί, καὶ ὅταν τὸ τιμόνι δὲν πάρη καλὴ στροφή, τότε ὅλο τὸ καράβι φεύγει ἀπὸ τὴν κανονική του πορεία, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν καρδιά: ὅταν μία φορὰ ταραχθῆ, ἀμέσως συγκινοῦνται ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ὄργανα τοῦ σώματος καὶ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς βγαίνει ἀπὸ τὴ σωστή του κίνησι καὶ τὸν ὀρθὸ λόγο του. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ εἰρηνεύῃς τὴν καρδιά σου, κάθε φορὰ ποὺ τύχει κάποια ἐνόχλησι καὶ σύγχυσι ἐσωτερική, εἴτε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, εἴτε σὲ κάθε ἄλλον καιρό.
Καὶ νὰ γνωρίζῃς τὸ ἑξῆς· τότε ξέρεις νὰ προσεύχεσαι καλά, ὅταν γνωρίζῃς νὰ ἐργάζεσαι καλὰ καὶ νὰ παραμένῃς εἰρηνικός, διότι καὶ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει νὰ προσευχώμαστε εἰρηνικά, χωρὶς ὀργὴ καὶ διαλογισμοὺς (Α´ Τιμ. 2,8). Ἔτσι σκέψου ὅτι κάθε ἐργασία σου πρέπει νὰ γίνεται μὲ εἰρήνη, γλυκύτητα καὶ χωρὶς βία. Μὲ συντομία, ὅλη γενικὰ ἡ ἄσκησις τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ γίνεται γιὰ νὰ ἔχῃς εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴ συγχίζεται καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴν εἰρήνη αὐτὴ νὰ ἐκτελῇς ὅλα σου τὰ ἔργα μὲ εἰρήνη καὶ πραότητα, ὅπως ἔχει γραφῇ: «Τέκνο μου μὲ πραότητα νὰ ἐκτελῇς τὰ ἔργα σου» (Σείρ. 3,17), γιὰ νὰ ἀξιωθῇς τοῦ μακαρισμοῦ τῶν πράων ποὺ λέγει: «Μακάριοι ὅσοι φέρονται μὲ πραότητα στοὺς ἄλλους, διότι αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας» (Ματθ. 5,5).