Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 457 μ.χ καὶ ἔζησε μέχρι τὸ ἔτος 474 μ.χ. ἐπὶ βασιλείας Λέοντος τοῦ Μεγάλου.
Ὁ πατέρας τοῦ ὀνόματι Εὐτρόπιος καὶ ἡ μητέρα τοῦ Θεοδώρα, ἦταν εὐσεβεῖς. Ὁ Εὐτρόπιος ἦταν ἄρχοντας, πολὺ πλούσιος Συγκλητικός.
Μαζὶ μὲ τὴν Θεοδώρα ἀπέκτησαν τρία παιδιά, ὁ νεότερος ἦταν ὁ Ἰωάννης. Οἱ ἄλλοι δύο ἀδελφοί του ἔλαβαν ἀξιώματα καὶ βιοτικὴ εὐδαιμονία.
Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ μικρὸς ἦταν μὲ τοὺς γονεῖς του, τοῦ ἄρεσε νὰ διαβάζει τὰ Ἱερὰ Γράμματα, νὰ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀκούει τὰ Θεῖα λόγια.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο κάποιος Μοναχὸς ἀπὸ τὴν Μονὴν τῶν Ἀκοιμήτων ἤθελε νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁδοιπορικῶς καὶ περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἤθελε νὰ τελειώσει κάποια ὑπόθεσή του στὴν Πόλη καὶ διανυκτέρευσε πλησίον της οἰκίας τοῦ Εὐτρόπιου.
Μόλις ὁ Ἰωάννης τὸν εἶδε τὸν πλησίασε καὶ θέλησε νὰ μάθει γιὰ τὴ ζωὴ στὸ Μοναστήρι. Ὁ Μοναχὸς μόλις κατάλαβε τὸν πόθο καὶ τὸν ζῆλο τοῦ Ἰωάννη ἄρχισε νὰ τοῦ ἐξηγεῖ λεπτομερῶς τὰ τῆς Μοναστικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἰωάννης ἄκουγε ἀχόρταγα γιὰ τὶς νηστεῖες, γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς Μοναστικῆς ζωῆς, γιὰ τὶς ψαλμωδίες καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές.
Πῆρε τὸν Μοναχὸ σὲ κρυφὸ σημεῖο καὶ τοῦ εἶπε <<σὲ Ὁρκίζω στὸν Τριαδικὸ Θεό, ὅταν ἐπιστρέψεις γιὰ τὸ Μοναστήρι νὰ ἔρθεις ἐδῶ νὰ μὲ πάρεις κρυφὰ μαζί σου νὰ γίνω Μοναχός το συντομότερο, πρὶν μάθουν οἱ γονεῖς μου ποὺ εἶμαι, γιατί σκέπτονται νὰ μὲ παντρέψουν >>.
Τότε ὁ Μοναχός του ὑποσχέθηκε νὰ ἐκπληρώσει τὸν πόθον του καὶ ἀνεχώρησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ὁ Ἰωάννης ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν ἀναχώρηση σκεπτόμενος νὰ πάρει εὐλογία ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Θὰ ζητήσω νὰ ἔχω ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς ἕνα Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ μάθω τὶς παραδώσεις τοῦ Χριστοῦ.
Πῆγε στὴ Μητέρα του καὶ τῆς εἶπε. Μητέρα δὲν μπορῶ νὰ πάω στὸ Σχολεῖο, διότι ὅλοι οἱ συμμαθητές μου ἔχον Εὐαγγέλιο καὶ διαβάζουν, ἐνῶ ἐγὼ κάθομαι μόνος καὶ καταφρονεμένος γιατί δὲν ἔχω.
Πολὺ σὲ παρακαλῶ πάρε μου καὶ ἐμένα ἕνα Εὐαγγέλιο, νὰ τὸ κρατῶ στὰ χέρια μου καὶ νὰ τὸ διαβάζω.
Μετὰ χαρᾶς παιδί μου ἀπάντησε ἡ μητέρα του. Μόλις ἔλθει ὁ Πατέρας σου θὰ τοῦ πῶ νὰ σοῦ πάρει ἕνα Εὐαγγέλιο.
Ὁ Πατέρας τοῦ μόλις τὸ ἄκουσε κάλεσε ἕναν γραφέα ἐπιτήδειο, τοῦ ἔδωσε πεντακόσια χρυσὰ φλουριὰ καθὼς καὶ πολύτιμους λίθους τοῦ χρυσοχόου νὰ τὸ κατασκευάσει.
Ὅταν ἑτοιμάστηκε τὸ Εὐαγγέλιο, κάλεσε τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης τότε ἀσπάσθηκε τὸ χέρι τοῦ Πατρός του καὶ τῆς Μητρός του, πῆρε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ εἶχε πάντα μαζί του.
Ὅταν ὁ Ἀββᾶς ἐπέστρεψε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα τὸν εἶδε ὁ Ἰωάννης καὶ χάρηκε πολύ. Συναντήθηκε μαζί του καὶ τοῦ ἐξήγησε πὼς ἂν οἱ γονεῖς τοῦ μάθουν ὅτι θέλει νὰ γίνει Μοναχός, θὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν σταματήσουν μὲ δάκρυα καὶ ἱκεσίες καὶ θὰ τοῦ κόψουν τὸν θεάρεστο δρόμο, γιαυτὸ σὲ παρακαλῶ Ἀββᾶ μου νὰ ἀναχωρήσουμε μὲ μεγάλη μυστικότητα νὰ μὴν τὸ μάθει κανείς.
Βλέποντας ὁ Ἀββᾶς τὴν ἀγάπη καὶ ζῆλο τοῦ τοῦ Ἰωάννη τοῦ εἶπε. <<Ὁ Θεὸς νὰ πληρώσει κάθε ἐπιθυμία σου>>.
Ὁ μακάριος Ἰωάννης μαζὶ μὲ τὸν Ἀββᾶ πῆγαν στὸ γιαλὸ κρυφὰ βρῆκαν ἕνα πλοῖο καὶ συμφώνησαν μὲ τὸν πλοίαρχο νὰ τοῦ δώσουν ἑκατὸ φλουριὰ γιὰ νὰ τοὺς μεταφέρει στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων.
Κατόπιν Ὁ Ἰωάννης πῆγε καὶ βρῆκε τὴν Μητέρα του καὶ τῆς εἶπε, Μητέρα ὅλα τα παιδιὰ μὲ φίλεψαν καὶ μὲ κέρασαν πολλὲς φορές, ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν τοὺς κέρασα . Θέλω νὰ τοὺς φιλέψω καὶ ἐγὼ γιατί ντρέπομαι.
Ὅταν ἦλθε ὁ Πατέρας τοῦ διηγήθηκε ἡ Μητέρα τοῦ τὴν παράκληση τοῦ Υἱοῦ της καὶ ἀποφάσισαν νὰ τοῦ δώσουν τὰ ἑκατὸ φλουριά, ἀλλὰ νὰ τοῦ δώσουν καὶ ἕναν ὑπηρέτη νὰ τὸν φυλάγει στὸ δρόμο.
Κάλεσε ὁ Ἰωάννης τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν ἐνημέρωσε γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ τὸ πρόβλημα, τί θὰ κάνουν μὲ τὸν ὑπηρέτη.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος πῆγε καὶ βρῆκε τὸν πλοίαρχο τοῦ ἐξήγησε πῶς ὅταν εἶναι ὁ καιρὸς νὰ ἀναχωρήσουν νὰ τοὺς κάνει νόημα κρυφὰ γιὰ νὰ μποῦν στὸ πλοῖο.
Τὴν ἐπαύριο ποὺ ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς μόλις ὁ πλοίαρχος εἶδε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἀββᾶ τοὺς ἔκανε νόημα πὼς εἶναι ὅλα ἕτοιμα.
Τότε ὁ Ἰωάννης εἶπε στὸν ὑπηρέτη, νὰ πάει στὸ σχολεῖο νὰ δεῖ τοὺς συμμαθητὲς τοῦ τί κάνουν καὶ νὰ ἐπιστρέψει νὰ τὸν ἐνημερώσει.
Ἔφυγε ὁ ὑπηρέτης καὶ αὐτοὶ ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο καὶ ἀνεχώρησαν.
Ὁ ὑπηρέτης ἐπέστρεψε νὰ ἐνημερώσει τὸν ἀφέντη του, ἀλλά, πουθενὰ ὁ Ἰωάννης. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι ὁ ὑπηρέτης νὰ ἐνημερώσει τὴν Μητέρα τοῦ Ὁσίου γιὰ ὅσα συνέβησαν.
Ἡ Μητέρα παραχθηκε μήπως ἔπαθε τίποτα καὶ ἔστειλε καὶ ἄλλους πολλοὺς ὑπηρέτες γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ υἱοῦ της σὲ ὅλη τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ὁ πατέρας τοῦ ἔμαθε τὰ γεγονότα ἄρχισε νὰ κλαίει καὶ νὰ θρηνεῖ. Ἡ δὲ μητέρα τοῦ ὅταν εἶδε ὅτι ἐξέλιπε κάθε ἐλπίδα νὰ βρεθεῖ ὁ υἱὸς τῆς ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη.
Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφτασε στὴ Μονὴ ἐξελθόντες μετέβησαν πρῶτα στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὶς Ἅγιες εἰκόνες.
Κατόπιν μετέβησαν καὶ ἔβαλαν μετάνοια στὸν Ἡγούμενο καὶ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς, διηγήθηκε ὁ Ἀββᾶς στὸν Ἡγούμενο τὰ πάντα γιὰ τὸν Ἰωάννη, ὅτι εἶναι ἐξ εὐγενῶν γονέων καὶ τὸν μεγάλο πόθο του νὰ λάβει τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα.
Ὁ Ἡγούμενος ὅταν εἶδε τόσο νέο τὸν Ἰωάννη θαύμασε καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν. Παιδί μου εἶσαι πολὺ νέος καὶ δὲν θὰ δυνηθεῖς νὰ ὑποφέρεις τὴν ἄσκηση καὶ τοὺς κόπους τῶν Μοναχῶν.
Πρῶτα θὰ κάνεις ἕνα χρόνο ὡς δόκιμος γιὰ νὰ δοῦμε τὴν ἀρετὴν καὶ μετὰ θὰ «κείρωμεν τὴν κόμην τῆς κεφαλῆς».
Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀπάντησε, «Δέσποτά μου ἅγιε καὶ τίμιε πάτερ πολὺ σὲ παρακαλῶ μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου σήμερα νὰ μὲ κείρης Μοναχόν, γιατί ἔχω μεγόλον πόθον νὰ λάβω τὸ Ἀγγελικὸ σχῆμα».
Εἰδῶν ὁ Ἡγούμενος τὴν ἐπιμονὴν τοῦ Ἰωάννη ἐσπλαχνίσθει καὶ τὸν ἔκανε Μοναχό, εὐλογήσας αὐτὸν καὶ ἐνδύσας τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα.
Τρία χρόνια κάθισε ὁ Ὅσιος στὸ Μοναστήριον τῶν Ἀκοιμήτων καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν νηστεία καὶ ἐγκράτεια ἔγινε ἀγνώριστος.
Ὁ δὲ Ἡγούμενος τὸν καθοδηγοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε, πολὺν κόπον καὶ πολὺ νηστεία κάνεις καὶ ἂν συνεχίσεις θὰ ἀρρωστήσεις καὶ δὲν θὰ δύνασαι νὰ κάνεις τὸν κανόνα σου.
Αὐτὰ τὰ εἶπε ὁ Ἡγούμενος γιατί ὁ Ὅσιος ἔτρωγε μόνον τὴν Κυριακὴ καὶ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ὁ φθονερὸς διάβολος ὅμως βλέποντας νὰ τὸν νικάει ὁ νεαρὸς Ἰωάννης, τοῦ ἔβαλε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς γονεῖς του.
Ὅσες φορὲς τοῦ ἔφερνε τέτοιους λογισμούς, ὁ Ὅσιος προσευχόταν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοὺς διαλύσει, ἀλλὰ ὁ διάβολος τὸν ἐπείραζε περισσότερο.
Ὁ Ὅσιος τότε ἐξομολογήθηκε στὸν Ἡγούμενο τὶς σκέψεις ποὺ τὸν βασανίζουν. Τότε ὁ Ἡγούμενος τοῦ θύμισε ὅταν τοῦ ἔλεγε πὼς λόγω τοῦ νεαροῦ της ἡλικίας δὲν θὰ ἀντέξει νὰ φέρει σὲ πέρας τὴν ἄσκηση, γιατί ὁ διάβολος δὲν θὰ σὲ ἀφήσει καὶ θὰ σὲ πειράζει.. Τώρα τί θέλεις νὰ κάνεις, τὸν ρώτησε.
Νὰ μὲ συγχωρέσεις νὰ πάω στοὺς γονεῖς μου καὶ ἐκεῖ νὰ ἀγωνιστῶ νὰ τὸν νικήσω ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
Ἀφοῦ ἔκανε προσευχὴ ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ στὸ δρόμο ποὺ περπατοῦσε συνάντησε Μοναχὸ φτωχὸ μὲ παλιὰ ράσα καὶ τοῦ εἶπε. Χαῖρε, ἀδελφὲ καὶ συνοδοιπόρε, θέλεις νὰ περπατήσουμε μαζὶ οἱ δυό μας;
Μετὰ χαρᾶς ἀπάντησε ὁ Μοναχός, νὰ περπατήσουμε καὶ συνέχισε ὁ Ἰωάννης, βλέπω τὰ ἐνδύματά σου εἶναι παλιά, δώστα σὲ ἐμένα καὶ ἐσὺ βάλε τὰ δικά μου νὰ περπατοῦμε μαζὶ καὶ εὐθὺς ἄλλαξαν ἐνδύματα.
Γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες περπατοῦσαν καὶ κάποτε ἀποχωρήστηκαν εὐχόμενοι ἀλλήλοις καὶ ὁ Ἅγιος το βράδυ ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι ποὺ μόλις τὸ ἀντίκρισε ἔπεσε κάτω κλαίγοντας καὶ παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη νὰ κατανικήσει τὸν ἐχθρόν του.
Μόλις ξημέρωσε τὸ πρωὶ βγῆκε ὡς συνήθως ἕνας δοῦλος τοῦ πατρός του καὶ ὅταν τὸν εἶδε ρώτησε, ποιὸς εἶσαι ἄνθρωπε καὶ τί γυρεύεις; Φύγε ἀπὸ ἐδῶ γιατί σὲ λίγο θὰ βγεῖ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἂν σὲ δεῖ θὰ σὲ βρίσει καὶ ἐμᾶς θὰ μᾶς τιμωρήσει.
Τότε ὁ Ὅσιος ἀπάντησε, σὲ παρακαλῶ ἄφησε μὲ σὲ μιὰ γωνιὰ νὰ παραμείνω καὶ δὲ θὰ σᾶς ἐνοχλήσω καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος θὰ σὲ ἀνταμείψει ὁ Δεσπότης Χριστός.
Ὅταν σὲ λίγο οἱ γονεῖς τοῦ βγῆκαν καὶ τοὺς εἶδε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια εἶπε, Ἰωάννη εἶδες καὶ τοὺς γονεῖς σου μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ σου ἀλλὰ ἀγωνίσου νὰ καταπατήσεις τὶς ἐνέδρες τοῦ διαβόλου.
Σὲ λίγο ὁ πατέρας τοῦ βγῆκε ἔξω καὶ μόλις τὸν εἶδε ἔτσι ρακένδυτο τὸν λυπήθηκε καὶ τὸν ρώτησε, ποιὸς εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι ἄνθρωπε;
Ὁ δὲ ἀπεκρίθει πρὸς τὸν πατέρα του, ξένος εἶμαι ἐνδοξότατε καὶ σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ συχαθεῖς ἀλλὰ ἄφησε μὲ νὰ μείνω σὲ μιὰ γωνιὰ στὸ προπύλαιο.
Ὁ πατέρας τοῦ τοῦ εἶπε, ἔλα μέσα νὰ μείνεις σὲ ἕνα δωμάτιο. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπάντησε, φτάνει ἐδῶ μόνο βάλε ἕναν δοῦλο σου νὰ μοῦ κάνει μιὰ καλύβη, ὁ δὲ Εὐτρόπιος πρόσταξε νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν μίαν καλύβη καὶ εἶπε στὴν σύζυγό του, πολὺ τὸν λυπᾶμαι αὐτὸν τὸν πτωχό.
Μιὰ ἡμέρα ἡ μητέρα τοῦ ἤθελε νὰ πάει στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ Ὅσιος καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν Καλύβη, ἡ μητέρα τοῦ μόλις τὸν εἶδε τρόμαξε καὶ εἶπε στοὺς δούλους νὰ τοῦ ποῦν νὰ μπεῖ μέσα στὴν καλύβη, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὴν ἀγριότητα τοῦ προσώπου του.
Ὁ Ὅσιος μὲ πολὺ ἄσκηση καὶ νηστεία πέρασε τρία χρόνια στὴν αὐλὴ τοῦ πατρός του καὶ ἐφάνη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς λέγοντάς του, «Χαῖρε Ἰωάννη, ἄφησες τὰ πάντα φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρά του κόσμου τούτου, μάθε ὅτι πλησίασε ὁ καιρὸς τῆς τελειώσεώς σου». Μάθε πὼς σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἔρθεις σὲ ἐμένα νὰ χαίρεις μετὰ τῶν Ἀγγέλων αἰωνίως.
Ὅταν ὁ Ὅσιος ξύπνησε προσευχήθηκε δόξασε τὸν Θεὸν καὶ ἐκκάλεσε ἕναν δοῦλον αὐτὸν ποὺ πρῶτα εἶδε ὅταν ἦλθε καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μεταφέρει στὴν οἰκοδέσποινα ἕνα μήνυμα.
Μετὰ χαρᾶς ἀπάντησε ὁ δοῦλος, Πὲς στὴν κυρία σου ὅτι θέλω νὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ νὰ τὴν πῶ κάτι.
Μεταβὰς ὁ δοῦλος εἶπε στὴν κυρία τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου. Αὐτὴ ἀναρωτήθηκε, ἄραγε τί νὰ θέλει νὰ μοῦ πεῖ ὁ ρακένδυτος ἐκεῖνος ἄγριος ἄνθρωπος;
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Εὐτρόπιος τοῦ εἶπε ἡ Θεοδώρα ὅτι τὴ ζήτησε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος νὰ πάει νὰ τῆς πεῖ κάτι, ἀλλὰ φοβᾶται νὰ πάει γιατί ἔχει ἄγριο πρόσωπο.
Τότε ὁ Εὐτρόπιος τῆς εἶπε νὰ πάει γιατί εἶναι ἁμαρτία, ὁ δοῦλος μετέφερε στὸν Ὅσιο τὴν ἀπάντηση τῆς κυρίας καὶ τότε ὁ Ἅγιος του ἀπάντησε νὰ τῆς μεταφέρει πὼς σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ πεθάνει καὶ ἂν δὲν ἔλθει θὰ μετανοήσει πικρά.
Ὅταν ἡ Θεοδώρα ἄκουσε πὼς θὰ πεθάνει διέταξε νὰ πᾶνε ἄλλοι δυὸ δοῦλοι καὶ νὰ μεταφέρουν τὸν ξένο στὸ σπίτι της.
Τότε ὁ Ἅγιος της εἶπε πὼς θὰ πεθάνει καὶ τῆς ζήτησε μὲ ὅρκο νὰ τὸν βεβαιώσει πὼς δὲν θὰ παραβεῖ.
Ἀφοῦ ἡ Θεοδώρα ἔβαλε ὅρκο τῆς εἶπε, πρόσεχε κυρά μου ὅταν ἀποθάνω νὰ μὴν μοῦ ἐκβάλης τὰ ροῦχα ποὺ φοράω, δὲν θὰ μοῦ βάλεις ἄλλα θὰ μὲ θάψεις μὲ αὐτά.
Συνέχισε λέγοντας, ἂν καὶ πτωχὸς ἔχω ἕνα τίμιο καὶ πολύτιμο δῶρο νὰ σοῦ χαρίσω γιὰ τὴν καλοσύνη πού μου κάνατε.
Τότε ἔβγαλε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τῆς τὸ ἔδωσε λέγοντας, «Δέξου τοῦτο τὸ μέγα χάρισμα καὶ εἴθε νὰ γίνει τοῦτο ἀγάπη καθαρὰ καὶ στερεά, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασης πνευματική, σοῦ καὶ τοῦ ἀνδρός σου».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν καλύβη του, ἡ δὲ μητέρα τοῦ ἀφοῦ εἶδε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὰ πετράδια ποὺ ἦταν ὅμοιο μὲ τοῦ υἱοῦ τῆς Ἰωάννου, τὸ ἔδειξε στὸν ἄντρα της καὶ τὸ ἀνεγνώρισε καὶ ἔστειλε ἀμέσως νὰ φέρουν τὸν χρυσοχόον, ὁ ὁποῖος βεβαίωσε ὅτι εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἔκανε γιὰ τὸν Ἰωάννη.
Πῆγαν λοιπὸν στὸν Ὅσιο καὶ τοῦ εἶπαν. Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ σὲ ὁρκίζομαι εἰς τὸν τριαδικὸ Θεὸν νὰ ὁμολογήσεις ποὺ βρῆκες αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο χαρίσαμε στὸν υἱὸ μᾶς Ἰωάννη.
Βλέποντας ὁ Ἰωάννης τοὺς γονεῖς του νὰ κλαῖνε σκεπτόμενος ὅτι θὰ πεθάνει ὁμολόγησε πὼς αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης.
Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ γεννήτορες καὶ ἀφοῦ εἶδαν σημάδια ποὺ ἦταν τοῦ Ἰωάννη καὶ ἀφοῦ τὸν γνώρισαν τὸν ἀγκάλιασαν κλαίγοντας λέγοντας, ἡ λύπη μᾶς εἶναι μεγαλύτερη τώρα ποὺ σὲ βρήκαμε ἀπὸ τότε ποὺ σὲ χάσαμε. Καλύτερα νὰ μὴ μᾶς τὸ ἔλεγες νὰ τελείωνες μὲ σιωπή. Σὲ εἴχαμε στὴν ἀγκαλιὰ μέσα καὶ δὲν γνωρίζαμε.
Τὰ νέα μαθεύτηκαν σὲ ὅλη τὴν Κωνσταντινούπολη γρήγορα καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐπισκέπτεται κόσμος καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν δύναμη ποὺ ἔλαβε ἀξιώθηκε τὸν Στέφανο τῆς νίκης.
Ἡ μητέρα τοῦ ξέχασε τὸν ὅρκο της καὶ νικηθεῖσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη παρήγγειλε λαμπρὰ χρυσοΰφαντα ἐνδύματα. Ἀλλ’ ὢ τοῦ θαύματος, σεισμὸς ἔγινε καὶ βροντὴ ἠκούσθει, «Βάλε τὰ ἐνδύματά του, τὰ ὁποῖα ἔβγαλες διὰ νὰ μὴν παιδευτεῖς μεγάλως».. Καὶ ἀμέσως ἡ Θεοδώρα ἔμεινε παράλυτος, ἄφωνος καὶ τὸ μυαλὸ σαλεμένο. Ὁ πατέρας τότε θυμήθηκε τὸν ὅρκο, ἀμέσως διέταξε καὶ τὸν ἐνέδυσαν πάλι μὲ τὰ ἐνδύματα τὰ ξεσκισμένα καὶ τὰ παλιοράσα καὶ ἐθεραπεύθει ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου.
Τὴν ὥραν ποὺ ὁ Ἅγιος παρέδωκεν τὸ πνεῦμα ἔγιναν πολλὰ θαύματα .
Συνήχθη ὅλη ἡ πόλις καὶ ὅλη ἡ Σύγκλητος μετὰ τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν κληρικῶν καὶ ἐνταφιάστηκε ὁ Ἅγιος στὴν καλύβη του.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἐξόδευσαν πολλὰ χρήματα καὶ ἔκτισαν καὶ Ἱερὸ Ναὸ στὴν καλύβη βιώσαντες καὶ αὐτοὶ ἐναρέτως καὶ ἀπῆλθον εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν μαζὶ μὲ τὸν Υἱόν των.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ἐκ βρέφους τὸν Κύριον, ἐπιποθήσας θερμῶς, τὸν κόσμον κατέλιπες, καὶ τὰ ἐν κόσμω τερπνά, καὶ ἤσκησας ἄριστα· ἐπηξας τὴν καλύβην, πρὸ πυλῶν σῶν γονέων· ἔθραυσας τῶν δαιμόνων, τὰς ἐνέδρας παμμάκαρ· διὸ σὲ Ἰωάννη ὁ Χριστός, ἀξίως ἐδόξασεν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθήσας σοφέ, πτωχείαν Χριστομίμητον, γονέων τῶν σῶν, τὸν πλοῦτον ἐγκατέλιπες, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἐν χερσί σου κρατῶν ἠκολούθησας, Χριστῷ τῷ Θεώ Ἰωάννη , πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.