Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τελοῦμε τὴν προσκύνηση τῆς ἁλυσίδας μὲ τὴν ὁποία ἔδεσε τὸν Ἁγιο Ἀπόστολο Πέτρο, καὶ τὸν ἔριξε στὴν φυλακὴ ὁ τετράρχης Ἡρώδης, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (ιβ΄ 1-19).

«Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπεχείρησεν Ἡρώδης ὁ βασιλεὺς νὰ κακοποιήση τινὰς ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. Ἐφόνευσε δὲ διὰ μαχαίρας Ἰάκωβον τὸν ἀδελφόν του Ἰωάννου. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἦτο ἀρεστὸν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, προσέθεσε νὰ συλλάβη καὶ τὸν Πέτρον· ἤσαν δὲ αἳ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· τὸν ὁποῖον καὶ πιάσας ἔβαλεν εἰς φυλακήν, παραδώσας αὐτὸν εἰς τέσσαρας τετράδας στρατιωτῶν διὰ νὰ φυλάττωσιν αὐτόν, θέλων μετὰ τὸ πάσχα νὰ παραστήση αὐτὸν εἰς τὸν λαόν. Ὁ μὲν λοιπὸν Πέτρος ἐφυλάττετο ἐν τῇ φυλακή· ἐγίνετο δὲ ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας ἀκατάπαυστος προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.

 Ὄτε δὲ ἔμελλεν ὁ Ἡρώδης νὰ παραστήση αὐτόν, τὴν νύκτα ἐκείνην ὁ Πέτρος ἐκοιμάτο μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος μὲ δύο ἁλύσεις, καὶ φύλακες ἔμπροσθέν της θύρας ἐφύλαττον τὸ δεσμωτήριον. Καὶ ἰδού, ἄγγελος Κυρίου ἦλθεν ἐξαίφνης καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· κτυπήσας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἐξύπνησεν αὐτόν, λέγων· Σηκώθητι ταχέως. Καὶ ἐπεσον αἳ ἁλύσεις αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν.* Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περιζώσθητι καὶ ὑποδησον τὰ σανδάλια σου. Καὶ ἔκαμεν οὕτω. Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· Φόρεσον τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοί. Καὶ ἐξελθῶν ἠκολούθει αὐτόν, καὶ δὲν ἤξευρεν ὅτι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου ἦτο ἀληθινόν, ἀλλ’ ἐνόμιζεν ὅτι βλέπει ὅραμα. Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν πρώτην καὶ δευτέραν φρουράν, ἦλθον εἰς τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις ἀφ’ ἐαυτῆς ἠνοίχθη εἰς αὐτούς, καὶ ἐξελθόντες διεπέρασαν ὁδὸν μίαν, καὶ εὐθὺς ὁ ἄγγελος ἀνεχώρησεν ἀπ’ αὐτοῦ.


Καὶ ὁ Πέτρος συνελθῶν εἰς ἐαυτόν, εἶπε· Τώρα γνωρίζω ἀληθῶς ὅτι Κύριος ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ μὲ ἠλευθέρωσεν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ἡρώδου καὶ ὅλης της ἐλπίδος τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἀφοῦ ἐσκέφθη, ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς τοῦ Ἰωάννου τοῦ ἐπονομαζομένου Μάρκου, ὅπου ἤσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. Ὄτε δὲ ὁ Πέτρος ἔκρουσε τὴν θύραν τοῦ προαυλίου, προσῆλθε θεράπαινα ὀνομαζομένη Ρόδη, διὰ νὰ ἀκούση, καὶ γνωρίσασα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου ἀπὸ τῆς χαρᾶς δὲν ἤνοιξε τὴν πύλην, ἀλλ’ ἔτρεξε καὶ ἀπήγγειλεν ὅτι ὁ Πέτρος ἵσταται ἔμπροσθέν της πύλης. Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτήν· Παραφρονεῖς. Ἐκείνη ὅμως διϊσχυρίζετο ὅτι οὕτως ἔχει. Οἱ δὲ ἔλεγον· Ὁ ἄγγελος αὐτοῦ εἶναι. Ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. Καὶ ἀνοίξαντες εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξεπλάγησαν. Καὶ σείσας εἰς αὐτοὺς τὴν χείρα διὰ νὰ σιωπήσωσι, διηγήθη πρὸς αὐτοὺς πὼς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, καὶ εἶπεν· Ἀπαγγείλατε ταῦτα πρὸς τὸν Ἰάκωβον καὶ τοὺς ἀδελφούς. Καὶ ἐξελθῶν ὑπῆγεν εἰς ἄλλον τόπον.

 Ἀφοῦ δὲ ἐξημέρωσεν, ἦτο ταραχὴ οὐκ ὀλίγη μεταξύ των στρατιωτῶν τί ἄρα ἔγεινεν ὁ Πέτρος. Ὁ δὲ Ἡρώδης, ἀφοῦ ἐζήτησεν αὐτὸν καὶ δὲν εὖρεν, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας προσέταξε νὰ θανατωθὼσι»


Κάποιοι εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ διαφύλαξαν αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα διαδοχικὰ ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, μέχρι ποὺ τὴν μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐναπέθεσαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴ μεγάλη Ἐκκλησία, ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη τοῦ Ἀποστόλου.


*Ἐκ τοῦ ἀποστολικοῦ γὰρ ἐκείνου καὶ πανιέρου σώματος, ἔλαβε τὴν ἁγιαστικὴν καὶ θαυματουργὸν χάριν ἡ Ἅλυσις αὕτη, τὸ νὰ ἁγιάζη δηλαδὴ ἐκείνους, ὁπού τὴν προσκυνοῦν μετὰ πίστεως, καὶ νὰ λύη ἀπὸ τὰ δεσμὰ κάθε κακοῦ καὶ ἀσθενείας. (Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου)


Δύο τινὰ προβάλλει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας σήμερα μὲ ἀφορμὴ τὴν τιμία ἁλυσίδα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: πρώτον, τὴν ὕπαρξη τῆς ἴδιας της ἁλυσίδας καὶ τὴν ἑρμηνεία τῆς προσκυνήσεώς της, δεύτερον τὴν τιμὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸ ἱερὸ πρόσωπο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Κι εἶναι φυσικό: ἡ ἁλυσίδα αὐτὴ τοῦ ἀποστόλου κατανοεῖται ὅπως καὶ οἱ εἰκόνες στὴν Ἐκκλησία: ὡς μέσα ἀναγωγῆς πρὸς τοὺς ἁγίους. «Ἡ τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν ἁλυσίδα: δὶ’ αὐτῆς ἀναφερόμαστε σ’ ἐκεῖνον ποὺ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος των ἀποστόλων, «αὐτὸς ποὺ καθὼς ἑνώθηκε ὁλόκληρος μὲ τὸ καθαρότατο φῶς, τὸν Χριστό, μὲ τὴ θεία μετοχὴ σ’ Αὐτόν, φάνηκε δεύτερο φῶς ποὺ καταυγάζει καὶ τὶς δικές μας ψυχὲς» («ὅλος τῷ φωτὶ ἐνούμενος τῷ καθαρωτάτω, αὐτοῦ ταῖς θείαις μεθέξεσι, φῶς ὠράθης δεύτερον, Πέτρε, καταυγάζον τὰς ψυχᾶς ἠμῶν»). Τὴν διὰ τῆς ἁλύσεως ἀναγωγὴ στὸν ἀπόστολο καταγράφει ὁ ὑμνογράφος ποικιλοτρόπως, ὅπως καὶ στὴν παρακάτω προτροπή: «Ἐμπρὸς ὅλοι ἀγκαλιάζοντας τὴν ἁλυσίδα, ἃς στεφανώσουμε τὸν ἀπόστολο μὲ ἐγκωμιασμοὺς» («Δεῦτε πάντες ταύτην προσπτυσσόμενοι, ἐν εὐφήμοις ὠδαῖς, αὐτὸν καταστέψωμεν»).

Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς κινεῖται μὲ μεγάλη εὐελιξία καὶ μὲ θεία ἔμπνευση, προκειμένου νὰ βρεῖ τὶς διάφορες ἐποικοδομητικὲς καὶ ψυχωφελεῖς διαστάσεις ποὺ δίνει ἡ προσκύνηση τῆς ἁλύσεως, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὅτι ἡ ἁλυσίδα ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο ἃς γίνει μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἀποστόλου στοὺς ἐν πίστει προσκυνητὲς τῆς μέσον νὰ λυθοῦν καὶ οἱ δικές μας οἱ ἁμαρτίες («Σπάσε τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας μας, ἀπόστολε, ἐμᾶς ποὺ προσκυνοῦμε μὲ πίστη τὴ θεία σου ἅλυση»: «Ρῆξον τοὺς κλοιοὺς ἠμῶν τῆς ἁμαρτίας, ἀπόστολε, πιστῶς προσκυνούντων σου τὴν θείαν ἅλυσιν»), ἢ ὅτι ὁ ἀπόστολος ποὺ φόρεσε τὴν ἁλυσίδα ἐνόσω ἦταν δέσμιος, ὁ ἴδιος μὲ αὐτὴν δέσμευσε τὸν τύραννο διάβολο («ἅλυσιν τιμίαν ἐκ πόθου δέσμιος ἣν ἐφόρεσας, δεσμῶν, μάκαρ, τὸν τύραννον»). Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ρίχνουν περισσότερό το βάρος τοὺς οἱ ὑμνογράφοι μᾶς εἶναι στὴν ἑρμηνεία τῆς προσκύνησης τῆς ἁλυσίδας. Ἔχουν τὴν ἔγνοια νὰ ξεκαθαρίσουν τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο τῆς τιμῆς τῆς ἁλυσίδας, προφανῶς γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν καμία ὑποψία «εἰδωλολατρικῆς» προσέγγισής της. Καὶ ἡ ἐξήγηση τὴν ὁποία προσάγουν εἶναι σαφέστατη: δὲν τιμᾶται ἡ ἁλυσίδα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καθεαυτὴν – τοῦτο, εἴπαμε, θὰ ἦταν σαφὴς εἰδωλολατρία – τιμᾶται διότι τὴν φόρεσε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἔμπλεως ἁγίου Πνεύματος, μετὰ μάλιστα τὴν ἁγία Πεντηκοστή, ὁπότε ὁ ἁγιασμὸς καὶ τοῦ σώματός του μεταγγίστηκε καὶ στὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἦλθε σὲ ἐπαφή. «Ἀπὸ τοῦ θείου καὶ πανσέπτου χρωτός σου, ἀπόστολε, μετασχόντα τὰ κλοιά, τὰ σοὶ προσψαύσαντα χάριτος, πάντας ἁγιάζουσι τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὰ» (Ἀπόστολε, ἡ ἁλυσίδα καὶ τὰ δεσμά σου ποὺ σὲ ἄγγιξαν καὶ  ἔγιναν ἔτσι μέτοχά της χάρης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ πάνσεπτο σῶμα σου, ἁγιάζουν καὶ αὐτοὺς ποὺ τὰ προσκυνοῦν).

Εἶναι μία θεολογικὴ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀναδεικνύει καὶ τὴ μετοχὴ τῆς ἄψυχης φύσης στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, κάτι ποὺ θεμελιώνεται ἐπανειλημμένως στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεώς Του, ὅταν καὶ τὰ ἴδια τὰ ἐνδύματα τοῦ Κυρίου ἔλαμψαν καὶ αὐτὰ καὶ «ἐγένοντο λευκὰ ὡς χιῶν». Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία μᾶς βλέπουμε τὸ πόσο χρησιμοποιεῖται τὸ ὑλικὸ στοιχεῖο ὡς μέτοχο καὶ αὐτὸ τῆς ἁγιαστικῆς δύναμης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια μὲ τέτοια γεγονότα καὶ φαινόμενα καταδεικνύεται μὲ τρόπο ἀνάγλυφο ὁ «ὑλισμὸς» τοῦ χριστιανισμοῦ, καλύτερα: ἡ ἀποπνευμάτωση καὶ τῆς ὕλης, καθὼς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μεταστοιχειώνει ὄχι μόνον τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, περαιτέρω δὲ ὅλη τὴ φυσικὴ δημιουργία.  Δεν εἶναι τυχαῖο λοιπὸν ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς μιλάει πάντοτε γιὰ σωτηρία ὅλου του ἀνθρώπου, δηλαδὴ καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός του, συνεπῶς καὶ τῆς ὑλικῆς δημιουργίας στὸ πρόσωπο τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου.

Καὶ πέραν τούτων: ὁ ὑμνογράφος μὲ ἀφορμὴ τὴν τιμία ἅλυση τοῦ ἁγίου Πέτρου βλέπει μία ἐξισορρόπηση τῆς χάρης τοῦ μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως: δὲν εἶναι μόνον ἡ Ρώμη ποὺ καυχᾶται, ἐπειδὴ κατέχει τὸ θεῖο σῶμα τοῦ ἀποστόλου, εἶναι καὶ ἡ νέα Ρώμη πιά, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ φωτίζεται ἀπὸ τὴν  κατοχὴ τῆς τιμίας ἁλύσεως. «Ρώμην σώματος τοῦ θείου τὴ καταθέσει, καθαγιάζεις, Πέτρε, καὶ τὴν Νέαν φωτίζεις πίστει τὴν τιμίαν σου κατέχουσαν ἅλυσιν» (Ἁγιάζεις, Πέτρε, τὴ Ρώμη, ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶναι κατατεθειμένο τὸ θεῖο σῶμα σου, ἀλλὰ καὶ τὴ Νέα Ρώμη φωτίζεις, ἡ ὁποία κατέχει μὲ πίστη τὴ τιμία σου ἁλυσίδα). Πρόκειται γιὰ τὸν ἐρχομὸ καὶ τὴν παραμονὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου στὴν Ἀνατολή, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπει ὅμως καὶ τὴ Δύση. Ὁ ἀπόστολος ἦλθε καὶ ἔμεινε μέσω τῆς ἁλύσεώς του στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁπότε  ὁ προσκυνητὴς της ἔχει παρρησία πρὸς τὸν ἴδιο, προκειμένου νὰ πρεσβεύει στὸν Κύριο ὑπὲρ ἐλέους τοῦ πιστοῦ. «Τὴν Ρώμην μὴ λιπῶν, πρὸς ἠμᾶς ἐπεδήμησας, δι’ ὧν ἐφόρεσας τιμίων ἁλύσεων, τῶν ἀποστόλων Πρωτόθρονε? ἃς ἐν πίστει προσκυνοῦντες δεόμεθα ταῖς πρὸς Θεὸν πρεσβείαις σου, δώρησαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος» (Χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπεις τὴ Ρώμη, ἦλθες πρὸς ἐμᾶς μέσω τῶν τιμίων ἁλυσίδων ποὺ φόρεσες, Πρωτόθρονέ των ἀποστόλων. Κι αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες προσκυνώντας μὲ πίστη, σὲ παρακαλοῦμε, μὲ τὶς πρεσβεῖες σου πρὸς τὸν Θεό, δώρισέ μας τὸ μέγα ἔλεος).

πηγη