Εὐαγγέλιο Κηριακῆς: Ματθ. Κε´ 14-30
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην• ῎Ανθρωπός τις ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ῾Ωσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ῾Ο δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων• Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας• ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ῎Εφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ• Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω• εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε• Κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας• ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ῎Εφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ• Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω• εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε• Κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας• καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ• ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ• Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ῎Αρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. Τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ• καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον• ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ταῦτα λέγων ἐφώνει• ῾Ο ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.
Ἀπόδοση
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή• ἕνας ἄνθρωπος φεύγοντας γιὰ ταξίδι, κάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς ἐμπιστεύτηκε τὰ ὑπάρχοντά του. Σ᾿ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα, σ᾿ ἄλλον δύο, σ᾿ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητά του, κι ἔφυγε ἀμέσως γιὰ τὸ ταξίδι. Αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, πῆγε καὶ τὰ ἐκμεταλλεύτηκε καὶ κέρδισε ἄλλα πέντε. Κι αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὰ δύο τάλαντα, κέρδισε ἐπίσης ἄλλα δύο. ᾿Εκεῖνος ὅμως ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα τάλαντο, πῆγε κι ἔσκαψε στὴ γῆ καὶ ἔκρυψε τὰ χρήματα τοῦ κυρίου του. ῞Υστερα ἀπὸ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, γύρισε ὁ κύριος ἐκείνων τῶν δούλων καὶ ἔκανε λογαριασμὸ μαζί τους. Παρουσιάστηκε τότε ἐκεῖνος ποὺ εἶχε λάβει τὰ πέντε τάλαντα καὶ τοῦ ἔφερε ἄλλα πέντε. Κύριε, τοῦ λέει, μοῦ ἐμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα• κοίτα, κέρδισα μ᾿ αὐτὰ ἄλλα πέντε. ῾Ο κύριός του τοῦ εἶπε• εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε! ᾿Αποδείχτηκες ἀξιόπιστος στὰ λίγα, γι᾿ αὐτὸ θὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ πολλά. ῎Ελα νὰ γιορτάσεις μαζί μου. Παρουσιάστηκε κι ὁ ἄλλος μὲ τὰ δύο τάλαντα καὶ τοῦ εἶπε• κύριε, μοῦ ἐμπιστεύτηκες δύο τάλαντα• κοίτα, κέρδισα ἄλλα δύο. Τοῦ εἶπε ὁ κύριός του• εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε! ᾿Αποδείχτηκες ἀξιόπιστος στὰ λίγα, γι᾿ αὐτὸ θὰ σοῦ ἐμπιστευτῶ πολλά. ῎Ελα νὰ γιορτάσεις μαζί μου. Παρουσιάστηκε κι ἐκεῖνος ποὺ εἶχε λάβει τὸ ἕνα τάλαντο καὶ τοῦ εἶπε• κύριε, ἤξερα πὼς εἶσαι σκληρὸς ἄνθρωπος. Θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ συνάζεις καρποὺς ἐκεῖ ποὺ δὲν φύτεψες. Γι᾿ αὐτὸ φοβήθηκα καὶ πῆγα κι ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου στὴ γῆ. ῾Ορίστε τὰ λεφτά σου. ῾Ο κύριός του τοῦ ἀποκρίθηκε• δοῦλε κακὲ καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ὅπου δὲν ἔσπειρα, καὶ συνάζω καρποὺς ἀπ᾿ ὅπου δὲν φύτεψα! Τότε ἔπρεπε νὰ βάλεις τὰ χρήματά μου στὴν τράπεζα, κι ἐγὼ ὅταν θὰ γυρνοῦσα πίσω θὰ τὰ ἔπαιρνα μὲ τόκο. Πάρτε του, λοιπόν, τὸ τάλαντο καὶ δῶστε το σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. Γιατὶ σὲ καθέναν ποὺ ἔχει, θὰ τοῦ δοθεῖ μὲ τὸ παραπάνω καὶ θά ᾿χει περίσσευμα• ἐνῶ ἀπ᾿ ὅποιον δὲν ἔχει, θὰ τοῦ πάρουν καὶ τὰ λίγα ποὺ ἔχει. Κι αὐτὸν τὸν ἄχρηστο δοῦλο πετάξτε τον ἔξω στὸ σκοτάδι. ᾿Εκεῖ θὰ κλαῖνε, καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια. ᾿Αφοῦ τὰ εἶπε ὅλα αὐτά, πρόσθεσε μὲ ἔμφαση• ῞Οποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ ν᾿ ἀκούει ἂς τὰ ἀκούει.
Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τῶν ταλάντων (Ἅγιος Γερμανὸς ὁ Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)
Οἱ γεωργοὶ ποὺ φυλάσσουν τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰ περιβόλια τῶν ἀρχόντων, ἔχουν συνήθεια νὰ συνάζουν ὅσα ἄνθη εὕρουν ὡραῖα καὶ εὐωδέστατα, καὶ νὰ τὰ προσφέρουν στοὺς κυρίους τῶν· καὶ ἐὰν ἔχουν καὶ ἄλλους φίλους, δίδουν καὶ σ’ αὐτούς. Ἐκεῖνοι δεχόμενοι τὰ κρίνα περιχαρῶς, εὐχαριστοῦν καὶ φιλοδωροῦν τοὺς γεωργούς, ἂν καὶ δὲν λαμβάνουν ἀπὸ τὰ ἄνθη ἐκεῖνα ἄλλην ὠφέλειαν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι εὐχαριστοῦν γιὰ λίγην ὥραν τὴν ὅρασι καὶ ὅτι εὐωδιάζουν τὴν ὄσφρησίν τους. Ἐμεῖς δὲ οἱ πνευματικοὶ γεωργοὶ καὶ διδάσκαλοι, πού μας ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Κύριος τὸν ἀειθαλῆ λειμώνα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καὶ περιποιούμεθα τόσον ὡραῖον καὶ πανευφρόσυνον περιβόλι, δὲν προσφέρουμε μόνον μίαν φορᾶν τὸν χρόνον σ’ ἐσᾶς τοὺς ἠγαπημένους ἀδελφοὺς καὶ φίλους μας ἄνθη καλοκαιρινὰ καὶ εὐμάραντα, ἀλλὰ καθημερινῶς συνάζουμε λόγους πνευματικοὺς ἀπὸ τὸν ἀειθαλῆ Παράδεισον τῆς Γραφῆς καὶ σᾶς διδάσκουμε μὲ πολὺν πόθο καὶ ἐπιμέλειαν, εὐφραίνοντας τὶς ψυχές σας μὲ διάφορες νουθεσίες καὶ ὑποδείγματα, μὲ τὰ ὁποῖα ὠφελεῖσθε, μετανοεῖτε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας καὶ εὑρίσκετε σωτηρίαν αἰώνιον. Περιχαρῶς λοιπὸν νὰ ὑποδέχεσθε τὴν διδαχήν, ἀδελφοὶ καὶ ἐκδιώκετε τὴν δυσωδίαν τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν εὐωδίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· Καὶ ἀφοῦ ἔτσι καθαρισθῆτε, θὰ γίνετε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ κατοικητήρια θείας χάριτος. Ἀκούσετε λοιπὸν καὶ τὴν σημερινὴν παραβολὴν τοῦ Κυρίου μας, νὰ λάβετε στὴν ψυχὴν πολλὴν ὠφέλειαν, καὶ ἰδιαιτέρως οἱ ἀμελεῖς καὶ ράθυμοι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπιμελοῦνται νὰ μεταδώσουν στὸν ἀδελφὸν καὶ πλησίον τοὺς ἀπὸ τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει κάθε ἕνας κατὰ τὴν τέχνην καὶ τὴν ἐπιστήμην του. Προσέχετε λοιπὸν μὲ πολλὴν ἀκρίβειαν.
«Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπος τὶς ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδὶους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοὶς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ· καὶ ὢ μὲν (σὲ ἄλλον μέν) ἔδωκε πέντε τάλαντα, ὢ δὲ δυό, ὢ δὲ ἐν, ἐκάστῳ κατὰ τὴν ἰδὶαν δύναμιν καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως» καὶ τὰ λοιπά. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπεμελήθη καὶ τὰ ἐδιπλασίασεν· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε τὰ δυό, ἐκέρδησε ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα δυό. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα, ἔσκαψε τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ τὸ ἀργύριον τοῦ Κυρίου του. Καὶ μετὰ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ Κύριος τῶν δούλων ἐκείνων νὰ ἀξιολογήση τὸ ἔργον τους.
Θέλοντας ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ μᾶς φανερώση τὸ ἔξαφνον τῆς Δευτέρας τοῦ Παρουσίας, μᾶς νουθετεῖ μὲ τὴν παραβολὴν ταύτην σοφώτατα· καὶ ἀφοῦ πρῶτα εἶπε, «γρηγορεῖτε ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν, οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾑ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» ἀμέσως μετὰ προσέθεσε καὶ αὐτά: καθὼς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπον του, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον σωματικῶς γιὰ τοὺς οὐρανούς, προσεκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ οὐράνια καὶ θεία μυστήρια. Οἱ δοῦλοι εἶναι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ διάδοχοί τους, οἱ μυσταγωγοὶ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς, ἰερεῖς καὶ διάκονοι, στοὺς ὁποίους ἔχει ἀνατεθῆ ἡ διακονία τοῦ λόγου, ἔλαβαν δὲ καιπνευματικᾶ χαρίσματα, ἄλλοι μεγαλύτερα καὶ ἄλλοι μικρότερα· διότι τὰ χαρίσματα διαχωρίζονται καὶ διαφέρουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Πλὴν ὅμως αὐτὸς ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ σὲ ὅλους καὶ τοὺς ἐνισχύει· «καὶ ἄλλω μὲν διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὴν Γραφήν, «ἄλλω δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἐτέρω δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλω δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλω δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων…» καὶ σὲ ἄλλους ἄλλα χαρίσματα. «Πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ ἐν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα διαιροῦν ἴδια ἐκάστω καθὼς βούλεται». Καὶ πάλιν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει: «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρώτον Ἀποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἴτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν». Λοιπὸν δὲν εἶναι ὅλοι Ἀπόστολοι ἢ δυνάμεις, καὶ δὲν ἔχουν ὅλοι τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύουν ἢ νὰ ὁμιλοῦν γλῶσσες καὶ νὰ ἑρμηνεύουν, ἀλλὰ κάθε ἕνας κατὰ τὴν δύναμίν του λαμβάνει τὸ χάρισμα, δηλαδὴ κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως καὶ τῆς καθάρσεως. Διότι ἀνάλογα μὲ τὴν πρόοδον ποὺ παρουσιάζει κάποιος στὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιον ζωήν, λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν δωρεὰν καὶ τὸ χάρισμα. Ἐὰν δώσωμεν ὀλίγον, ὀλίγην χάριν λαμβάνουμε· ἐὰν ὅμως δώσωμε μεγάλην προσπάθεια, λαμβάνουμε καὶ μεγάλην χάριν. Ὅπως καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα δὲν ἔδειξεν ὀκνηρίαν, οὔτε ποσῶς παρημέλησεν, ἀλλὰ παρευθὺς προσεπάθησε ὡς εὐγνώμων δοῦλος καὶ οἰκονόμος ἐπιμελέστατα, νὰ διπλασιάση τὸ χάρισμα. Ἐπειδὴ ὅποιος ἔχει λόγον ἢ πλοῦτον ἢ ἄλλην τέχνην καὶ δύναμιν καὶ δὲν κοιτάζει μόνον τὸν ἑαυτὸν τοῦ ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ὠφελήση καὶ τὸν πλησίον του, αὐτὸς διπλασιάζει τὸ χάρισμα τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς εὐγνώμων· ὁ δὲ ἀχάριστος καὶ ἄχρηστος, ὁ ὁποῖος παρέχωσε τὸ τάλαντον, εἶναι αὐτὸς ποὺ φροντίζει νὰ ὠφελήση μόνον τὸν ἑαυτόν του, καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων δὲν τὸν ἐνδιαφέρει καθόλου· γι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ τοιοῦτος κατακρίνεται καὶ δικαίως καταδικάζεται, διότι ἔκρυψε τὴν χάριν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Κύριον. Ὁμοίως ὅταν κάποιος εἶναι εὐφυὴς καὶ ἐπιτήδειος ἄνθρωπος καὶ γνωρίζει πολλά, δὲν ἐπιδίδεται ὅμως σὲ πράγματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ψυχήν, ἀλλὰ σὲ πρόσκαιρες φροντίδες καὶ δολιότητες, κατακρίνεται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντον, διότι δὲν ἐχρησιμοποίησε τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν προκοπήν του σὲ θεία καὶ ὠφέλιμα πράγματα ἀλλὰ σὲ ἀνωφελῆ καὶ γήϊνα. Μετὰ δὲ χρόνον πολύν, ἔρχεται ὁ Κύριος ποὺ ἔδωσε τὸ ἀργύριον ἢ τὰ λόγια του, διότι «ἀργύριον πεπυρωμένον» εἶναι τὰ λόγια του Θεοῦ, ἢ καὶ κάθε χάρισμα γενικῶς ἠμπορεῖς νὰ εἰπῆς ὅτι εἶναι ἀργύριον, ἐπειδὴ λαμπρύνει ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔχει καὶ τὸν κάνει ἔνδοξον «Καὶ συναιρεῖ λόγον» ὁ Δεσπότης, ἐξετάζει δηλαδὴ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὰ τάλαντα καὶ τοὺς ζητεῖ νὰ τοῦ ἀποδώσουν ὄχι μόνον τὸ κεφάλαιον, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄφελος. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε ἕνας ποὺ ἔλαβε χάρισμα, εἶναι χρεώστης στὸν Θεόν, νὰ ἀγωνισθῆ νὰ τὸ διπλασιάση τὸ γρηγορώτερον, δηλαδὴ νὰ ὠφελήση καὶ τὸν πλησίον του. Διότι ὅποιος διδάσκει τὸν ἀδελφόν του, ἢ τοῦ κάνει κάποιαν ἄλλην εὐεργεσίαν, ἂς γνωρίζη ὄτιπερισσοτερο τὸν ἑαυτὸν τοῦ ὠφελεῖ, ἐπειδὴ διπλασιάζει τὸ κέρδος τοῦ καιλαμβάνει ἀπὸ τὸν Δεσπότην πλουσίαν τὴν ἀνταπόδοσιν.
Καὶ ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν ἐργαζόμενοι αὐτὰ ποὺ ἔλαβαν, ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Δεσπότην ὡς δοῦλοι καλοὶ καὶ χρήσιμοι καὶ ἀξιώνονται, τόσον ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε τὰ δυό, ὅσον καὶ ὁ ἄλλος ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ὅμοιας ὑποδοχῆς ἀκούγοντας καὶ οἱ δυὸ τὸν ἴδιον λόγον ἀπὸ τὸν Κύριον, δηλαδὴ τὸ «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἢς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ἀγαθὸς νοεῖται ἐδῶ ἀληθῶς ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγαπητικὴν διάθεσιν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ φθόνον, καὶ μεταδίδει πρὸς τὸν πλησίον τὴν καλωσύνην του. Καὶ ἐπειδὴ στὰ ὀλίγα ἐφάνησαν πιστοὶ καὶ ἀγαθοὶ δοῦλοι, κληρονομοῦν πολλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκεῖ στὴν Βασιλείαν του, τὰ ὁποία ὑπερβαίνουν κάθε φαντασίαν διότι ἂν καὶ ἐδῶ ἀξιώνονται νὰ λάβουν δωρήματα, ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι τίποτε συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα κληρονομοῦν στὸν Παράδεισον. Χαρὰ δὲ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ παντοτεινὴ καὶ αἰώνιος εὐφροσύνη, τὴν ὁποίαν ἔχει ὁ Θεὸς εὐφραινόμενος στὰ ἔργα του, κατὰ τὸν Προφήτην «Εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοὶς ἔργοις αὐτοῦ». Τοιαύτην λοιπὸν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν ἀπολαμβάνουν οἱ Ἅγιοι, εὐφραινόμενοι «ἐπὶ τοὶς ἔργοις αὐτῶν», ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀντιθέτως πικραίνονται γιὰ τὰ ἔργα τους καὶ μεταμε-λοῦνται ἀνώφελα. Οἱ δὲ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν πλοῦτον τοῦ Κυρίου, χαίρουν μὲ αὐτὸν καὶ ἀγάλλονται· καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔλαβε τὰ δυὸ ἀξιώνεται ἴσης τιμῆς καὶ ἀγαθῶν μὲ τὸν ἄλλον ποὺ ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα· διότι ὅταν κάποιος οἰκονομήση καλὰ τὴν μικρὴν χάρι ποὺ ἔλαβε, ἀπολαμβάνει ἴσην τιμὴν μὲ ἐκεῖνον ποὺ κατώρθωσε τὰ πολλά, ἀφοῦ ὁ καθένας τοὺς ἐδιπλασίασε τὸ χάρισμα ποὺ ἔλαβε καὶ ἀπολαμβάνουν ὁμοίαν τιμήν, ἐπειδὴ καὶ ὁμοίαν προσπάθειαν ἐπέδειξαν. Ἢ ἂς τὸ εἰποῦμε καὶ μὲ ἄλλον τρόπον:ἐπαινοῦνται μὲν ἴσα καὶ τοποθετοῦνται σὲ ἕναν τόπον, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπολαμβάνει τὴν ἀνταμοιβὴν ἀνάλογα μὲ τὸ κέρδος ποὺ ἔκαμε.
Οἱ ἀγαθοὶ λοιπὸν καὶ εὐγνώμονες δοῦλοι τοιαύτης χαρᾶς καὶ τιμῆς ἠξιώθησαν, ὁ δὲ πονηρὸς καὶ ὀκνηρὸς ἔλαβε τὴν παίδευσιν ποὺ τοῦ ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπολογίαν καὶ τὴν πονηρὶάν του. Ἐπειδὴ ἀπεκάλεσες σκληρὸν τὸν Δεσπότην, γι’ αὐτὸ κατεκρίθης περισσότερο καὶ ἀσυγχώρητα· διότι ἀφοῦ ἐγνώριζες ὅτι ὁ Κύριός σου ἦταν σκληρὸς καὶ ἔπαιρνε τὰ ξένα πράγματα, ἔπρεπε καὶ σύ, ἀνόητε ἄνθρωπε, νὰ ἐπαυξήσης αὐτὰ ποὺ ἔλαβες καὶ νὰ κάμης μαθητᾶς, νὰ λάβη ὁ Δεσπότης ἀπὸ ἐκείνους τὸ ὀφειλόμενον. «Τραπεζίτας» ὠνόμασε τοὺς μαθητάςεπειδη αὐτοὶ ἔχουν τὴν διάκρισι νὰ δοκιμάσουν τὸν λόγο καὶ νὰ ἀποδοκιμάσουν ὅ,τι δὲν εἶναι γνήσιον· ἀπὸ αὐτοὺς ζητεῖ τὴν ὠφέλειαν, δηλαδὴ τὴν ἐπίδειξι τῶν ἔργων. Διότι ὅταν ὁ μαθητὴς δέχεται τὸν λόγον ἀπὸ τὸν Διδάσκαλον, ὠφελεῖται μὲν καὶ αὐτός, ἀποδίδει δὲ καὶ τὸν λόγον ὁλόκληρον, ἀκόμη δὲ ἀποδίδει καὶ τὴν ἐργασίαν τοῦ καλοῦ ὡς ὠφέλειαν. Ἀπὸ τὸν πονηρὸν ὅμως δοῦλον τὸ χάρισμα στρέφεται ὀπίσω, διότι ὅποιος ἔλαβε τὸ χάρισμα γιὰ νὰ ὠφελήση ἄλλους καὶ δὲν τὸ μεταχειρίσθη γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ζητεῖ νὰ ἐξυπηρετῆ μόνον τὸν ἑαυτόν του, τότε χάνει καὶ αὐτὸ ποὺ ἔλαβε. Σὲ ἐκεῖνον δὲ ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νὰ ἐπαυξήση τὸ χάρισμα, ὁ Κύριος του ἐπιστρέφει περισσοτέραν δωρεάν· διότι σὲ ὅποιον ἀγωνίζεται ἡ χάρις θὰ πολλαπλασιασθῆ, ἐνῶ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀγωνίζεται τοῦ παίρνουν καὶ ἐκεῖνο τὸ ὀλίγον χάρισμα ποὺ φαίνεται πὼς ἔχει, ἐπειδὴ τὸ ἠμαύρωσε μὲ τὴν ὀκνηρίαν καὶ τὴν ἀμέλειάν του.
[13ος αἵ. – Πατριαρχικὸν Ὁμιλιάριον Β’, σέλ. 163., Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σέλ. 285, Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Ἅγιον Ὅρος]
ΠΗΓΗ: www.alopsis.gr
.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!