Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος
ΠΟΙΟΣ θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθεῖ ἱκανοποιητικὰ τὴ λιτότητα τῆς διατροφῆς καὶ τὴν εὐτέλεια τῆς ἐνδυμασίας καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς στρωμνῆς τοῦ θαυμαστοῦ Ἰωάννου, τοῦ πατριάρχου (Ἀλεξανδρείας); Γιατί, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετὲς (ποὺ ἀσκοῦσε), οὔτε κι αὐτὴ (τὴν ἀρετὴ τῆς λιτότητας) δὲν παραμελοῦσε. Ἔτσι καὶ σ’ αὐτὰ δὲν εἶχε τίποτα περισσότερο ἀπ’ ὅσα οἱ πολλοὶ καὶ ἄσημοι ἄνθρωποι.
Κάποιος πάντως γνωστός του ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλης, ὅταν ἔμαθε (σὲ ποὶα κατάσταση βρισκόταν), ἀγόρασε ἕνα πολύτιμο γούνινο ἐπανωφόρι, ἀξίας τριάντα ἕξι νομισμάτων, καὶ τὸ ἔστειλε στὸν μακάριο, θερμοπαρακαλώντας τὸν νὰ τὸ δεχθεῖ καὶ νὰ τὸ φοράει.
Μολονότι ὅμως (ὁ ἅγιος) θέλησε νὰ ἱκανοποιήσει τὸν ἄνθρωπο, τόσο γιὰ τὴν καλή του πρόθεση ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴ θερμότητα τῆς παρακλήσεώς του, ὅλη νύχτα ταλάνιζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅπως διηγήθηκαν ἀργότερα ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν κοντά του λέγοντας: Καὶ ποιὸς δὲν θὰ μὲ καταδικάσει τὸν ταλαίπωρο Ἰωάννη, ὅταν ἔχω νὰ φοράω μανδύα ἀξίας τριάντα ἕξι νομισμάτων, τὴ στιγμὴ πού, ἀλίμονο, οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου ὑποφέρουν, παγώνοντας ἔξω, στὸ κρύο ,καὶ δὲ μποροῦν νὰ ἔχουν οὔτε ἕνα μικρὸ καὶ τιποτένιο κουρέλι; (ποιὸς δὲν θὰ μὲ καταδικάσει), τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ἔπεσαν στὸ στρῶμα μὲ τὸ στομάχι τοὺς ἄδειο μὴ ἔχοντας τίποτα γιὰ νὰ δειπνήσουν, καὶ θὰ λιγουρεύονταν, ἀλίμονο, κι αὐτὰ ἀκόμα τὰ ψίχουλα, ποὺ πέφτουν ἂπ τὸ τραπέζι μου, ὅπως ὁ φτωχὸς Λάζαρος (Λούκ. 16:21);” Ἄχ! Ἄχ! Πόσοι ξένοι καὶ πρόσφυγες ἔφτασαν τώρα στὴν πόλη μας! Αὐτοί, μὴ ἔχοντας ποὺ νὰ γείρουν τὸ κεφάλι τους, πεινασμένοι, διψασμένοι, εἶναι πεσμένοι καταμεσῆς τῆς ἀγορᾶς, ἐνῶ ἐγὼ ἀπολαμβάνω ὅλα τ’ ἀγαθᾶ’ καί, πέρ’ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀνέσεις, θὰ ἔχω τώρα νὰ φοράω καὶ τοῦτο τὸν πολυτελῆ μανδύα. Τί περιμένω λοιπὸν ν’ ἀκούσω ἐκείνη τὴν ἥμερά (της Κρίσεως); τί ἄλλο, παρὰ ὅτι «ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, οἱ δὲ πένητες τὰ κακά, διὰ τοῦτο νῦν αὐτοὶ μὲν παρακαλοῦνται, σὺ δὲ ἀξίως ὠδινᾶσαι» (πρβλ. Λούκ. 16:25); “Ἂς εἶναι ὅμως δοξασμένος ὁ Θεός! δὲν θὰ σκεπαστεῖ πιὰ μ’ αὐτὸ ἐδῶ ὁ ταλαίπωρος Ἰωάννης. μὲ τὴν ἀξία του θὰ ντυθοῦν οἱ φτωχοί.
Μόλις λοιπὸν ξημέρωσε, στέλνει τὸ ἐπανωφόρι στὴν ἀγορὰ γιατρευτῶ νὰ πουληθεῖ. Μὰ ὁ δωρητὴς τὸ εἶδε, τὸ ξαναγόρασε καὶ τοῦ τὸ ξανάστειλε. Ὁ ἅγιος τὸ δέχθηκε, ἀλλὰ τὸ ἔστειλε πάλι ἀμέσως στὴν ἀγορά.
(Τελικά), ἐπειδὴ αὐτὸ ἔγινε δυὸ καὶ περισσότερες φορές, ὁ μέγας (Ἰωάννης) ξεκαθάρισε στὸ δωρητή:
Ἂς δοῦμε ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυό μας θὰ κουραστεῖ πρῶτος, ἐγὼ νὰ τὸ πουλάω ἢ ἐσὺ νὰ τὸ ἀγοράζεις καὶ νὰ μοῦ τὸ προσφέρεις;
Ἦταν, βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος (ἐκεῖνος) ἀπὸ τοὺς πολὺ πλούσιους, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ μέγας σκόπιμα ἤθελε νὰ τοῦ παίρνει χρήματα, γιὰ νὰ τὰ μοιράζει στοὺς φτωχούς.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕνα γέροντα: Εἶναι καλὸ ν’ ἀποκτήσω δυὸ χιτῶνες; Καὶ εἶπε ὁ γέροντας:
Ν’ ἀποκτήσεις δυὸ χιτῶνες καὶ νὰ μὴν ἀποκτήσεις κακία, ποὺ λερώνει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή’ γιατί ἡ ψυχῆ δὲν ἔχει ἀνάγκη τὴν κακία, ἐνῶ τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη τὸ σκέπασμα.
Ἔχοντας λοιπὸν τὰ ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητα, ἂς ἀρκεστοῦμε σ’ αὐτά, ὅπως εἶναι γραμμένο (Ἀ’ Τίμ. 6:8).
Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Μὴν ἐπιθυμήσεις ὁτιδήποτε δεῖς νὰ ἔχει ὁ πλησίον σου, εἴτε ροῦχο εἴτε ζώνη (εἴτε κάτι ἄλλο), καὶ (σὲ περίπτωση ποὺ θὰ τὸ ἐπιθυμήσεις,) μὴν ἱκανοποιήσεις τὴν ἐπιθυμία σου, φτιάχνοντας γιὰ τὸν ἑαυτό σου κάτι παρόμοιο μ’ ἐκεῖνο. Ὁ στολισμὸς τοῦ σώματος εἶναι καταστροφὴ τῆς ψυχῆς. Τὸ νὰ φροντίζεις ὅμως γι’ αὐτὰ (δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή) μὲ φόβο Θεοῦ, εἶναι καλό.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμό σου, ἀγάπησε τὰ ἁπλὰ καὶ ἀπέριττα ἐνδύματα, γιὰ νὰ ἐξαφανίσεις τοὺς (ἐμπαθεῖς) λογισμοὺς πού σου γεννιοῦνται, καὶ προπαντὸς τὴν ὑψηλοφροσύνη. Αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὴν κομψότητα δὲν μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει ταπεινοὺς λογισμούς, γιατὶ ἡ καρδιὰ ἀκολουθεῖ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!