ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ. (Κυριακή Δ΄των Νηστειών).
Είναι αδύνατον να μην πέσει, τέλος πάντων, στον γκρεμό της απώλειας, όποιος τρέχει τον δρόμο της κακίας. Το τέλος των πονηρών εγχειρημάτων είναι η συμφορά, και πάντοτε μιαν αμαρτωλή πολιτεία την ακολουθεί μια δυστυχέστατη καταστροφή. Κακή ζωή, κακός θάνατος…
Βάλτε μπροστά στα μάτια της διάνοιας σας, ακροατές, μια υπόγεια ζοφερή φυλακή σκότους εξώτερου, μια βαθύτατη άβυσσο. Ένα τάφο βορβορώδη, άχαρο κατοικητήριο του κλαθμού και της λύπης. Η μια φοβερότατη κάμινο σκοτεινότατου πυρός, άσβεστη στη φλόγα, αμέτρητη στο πλάτος, αφάνταστη στο βάθος.
[Α΄. Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ]
Και εδώ μέσα κλεισμένο, θαμμένο, καιγόμενο, στοχαστείτε έναν ταλαίπωρο αμαρτωλό, τον οποίο πληγώνει παντοτινά και ακατάπαυστα η κραταιά δεξιά του Υψίστου με τρία κοντάρια, στις τρεις εξαίρετες δυνάμεις της ψυχής, στον νου, στη θέληση, και στην ενθύμηση, προκαλώντας του τρεις φοβερές πληγές.
Μια μετάνοια πικρή, χωρίς όφελος, που πληγώνει την ενθύμηση με την ανάμνηση του περασμένου βίου.
Έναν υπερβολικό πόνο, χωρίς καμμία ανάπαυση, που πληγώνει τον νου, με την γνώση της παρούσας κατάστασης.
Μια ακραία επιθυμία, αλλά χωρίς ελπίδα, που πληγώνει την θέληση, με τη στέρηση της μέλλουσας μακάριας ζωής.
Με τρόπο που αυτός ο άθλιος (=δυστυχής) είναι σαν καρφωμένος με την ενθύμηση στη Γη, με τον νου στον Άδη, και με την θέληση στον Ουρανό. Με την ενθύμηση στη Γη, ενθυμούμενος την περασμένη του ζωή. Με τον νου στον Άδη, στοχαζόμενος την παρούσα Κόλαση. Με την θέληση στον ουρανό, απελπισμένος με την ουράνια δόξα που πρόκειται να επιθυμεί πάντοτε, αλλά μάταια.
Τι σταυρός! Αυτή είναι κυρίως η Κόλαση [της ψυχής].
[Β΄. Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ]
Ο βρυγμός (=τρίξιμο) των οδόντων, ο σκώληξ ο ακοίμητος, το σκότος το εξώτερον, το πυρ το άσβεστον, η συγκατοίκηση και ο βασανισμός από τους δαίμονες, και όσα όμοια ακούμε στη θεία Γραφή, αυτά είναι το μικρότερο μέρος της Κόλασης. Αυτά είναι Κόλαση του σώματος, τα οποία είναι το λιγότερο, συγκρινόμενα με εκείνα που σας λέω, τα οποία είναι Κόλαση της ψυχής.
[ΟΙ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ]
Μάταιος μύθος είναι αυτό των παλιών ποιητών, πως δήθεν όσοι διαβαίνουν τον Άδη, πίνουν πρώτα το ποτό εκείνο της λήθης, και λησμονούν ολότελα την περασμένη τους ζωή.
Όμως είναι στερεή αλήθεια, βεβαιωμένη από την κοινή γνώμη των θεολόγων, πως όσοι διαβαίνουν εκεί, αν και στερούνται απ’ όλες τις υπερφυσικές δωρεές της θείας Χάριτος, πλην όμως κρατάνε όλα τα χαρίσματα της φύσεως.
(Κρατάνε) σώες όλες τις πέντε αισθήσεις του σώματος, την ακοή, την όραση, την γεύση, την όσφρηση και την αφή. Σώες και τις τρείς δυνάμεις τις ψυχής, τον νου, την θέληση και την ενθύμηση. Μάλιστα πολύ περισσότερο ζωντανές και τις εξωτερικές σωματικές αισθήσεις, και τις εσωτερικές ψυχικές δυνάμεις. Και για να πάσχουν περισσότερο και για να γνωρίζουν περισσότερο, πως πάσχουν. Απ’ όπου γεννιέται και το τέλειο πάθος που είναι η αληθινή Κόλαση.
[Α1. Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΘΥΜΗΣΗΣ. ΑΝΩΦΕΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ]
Το πρώτο κοντάρι λοιπόν, που πληγώνει τον κολασμένο στην ενθύμηση, είναι μια ζωντανή ανάμνηση της περασμένης ζωής του. Μια πικρή ανάμνηση, που κάνει την μετάνοια πικρότερη. Αν ποτέ αυτή η βραχύτατη (=συντομότατη) ζωή μας, που μαραίνεται σαν ένα λουλούδι, και εξαφανίζεται όπως μια αστραπή καθώς περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μας, έτσι να πέρναγε και από το νου μας, και καθώς χάνουμε την απόλαυση των κοσμικών ηδονών , και έτσι να χάναμε και την ενθύμηση…
Όμως η περασμένη ζωή μένει όλη παρούσα στη μνήμη του κολασμένου, και έχει δυο όψεις. Από τη μία φαίνεται πολύ σύντομη, και από την άλλη πολύ μεγάλη. Και καθώς το τηλεσκόπιο, από τη μια μεριά δείχνει όλα τα αντικείμενα μεγάλα, από το άλλο όμως μικρά, έτσι και εκείνη η βασανισμένη μνήμη, από το ένα μέρος, όταν συγκρίνει την ζωή με τον ατελεύτητο αιώνα του Άδη, την βλέπει συντομότατη, μια στιγμή, ένα τίποτε, σαν τη μέρα τη χθεσινή, η οποία πέρασε. Και εδώ πόση βάσανος! να συλλογίζεται πως για κάτι τόσο σύντομο βρήκε μια τόσο μεγάλη Κόλαση.
Από την άλλη, όταν τη συγκρίνει με τον καιρό, την βλέπει πολύ μεγάλη, ένα δρόμο πολλών ετών. Και εδώ πόση βάσανος! να συλλογίζεται ότι στο διάστημα τόσων χρόνων, μπορούσε χίλιες φορές να μετανοήσει, και στο διάστημα τόσων χρόνων θέλησε παντοτεινά να κολασθεί!
Η πληγή που κάνει αυτό το κοντάρι, στην ενθύμηση του κολαζόμενου, είναι μια μετάνοια πικρή, και ανώφελη. Τότε μόνο μετανοεί γι’ αυτά που έκανε, αλλά δεν είναι τότε καιρός για να συγχωρεθεί. Τότε μόνο κλαίει, μα τα δάκρυα του δεν ξεπλένουν τις αμαρτίες του, αλλά ανάβουν περισσότερο τις φλόγες του.
»Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια. Ουκ έστι γαρ εν τω Άδη τοις απελθούσιν εξομολόγησις και διόρθωσις» λέγει ο θεολόγος. Εδώ στη ζωή αυτή ο αμαρτωλός μετανοεί και ωφελείται, εξομολογείται και συγχωρείται, κλαίει και καθαρίζεται, διότι είναι καιρός ευπρόσδεκτος, λέει ο Απόστολος, καιρός μετανοίας, στον οποίο ο Θεός έχει δοσμένα τα κλειδιά στα χέρια των Ιερέων του, που ανοίγουν όταν θέλουν, την θύρα της Βασιλείας των ουρανών στους μετανοούντας.
Μα εκεί στην άλλη ζωή δεν είναι έτσι, γιατί εκείνος είναι καιρός ανταπόδοσης, στον οποίον με την κρίση που έγινε, έλαβε ο καθένας ανάλογα με τις πράξεις του. Εκεί ο Θεός πήρε τα κλειδιά, και αφού έκρινε δίκαιους και αμαρτωλούς, έκλεισε τη θύρα εκείνη, η οποία μένει κλεισμένη αιώνια. »Εκλείσθη η θύρα». Μέσα στη Βασιλεία των ουρανών, μακάριοι αιώνια οι δίκαιοι. Έξω αιώνια εξορισμένοι οι αμαρτωλοί. Η θύρα δεν ανοίγει κλειδιά δεν υπάρχουν, ούτε συγχώρηση υπάρχει, ούτε μετάνοια. Μα τι λέω δεν υπάρχει; Υπάρχει μετάνοια, αλλά πικρή κι ανώφελη…
[Α2. Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ. ΠΟΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗ]
Μα πάλι όταν από την ενθύμηση της προηγούμενης ζωής, έρχεται στη γνώση της παρούσης κατάστασης, τι πόνος! Αυτό είναι ο δεύτερο κοντάρι που πληγώνει τον νου. Πνεύμα άγιο δώσε μου την ώρα αυτή την θεία σου δύναμη, για να κάνω αυτούς μου τους ακροατές να καταλάβουν, ποια κόλαση προξενεί το κοντάρι αυτό.
Η κατάσταση των αμαρτωλών στον Άδη, είναι μια ζωή αιωνίου βασάνου, καθώς και η κατάσταση των δικαίων στον ουρανό, είναι μια ζωή αιώνιας μακαριότητας. Αλλά τι σημαίνει καθ’ ολοκληρίαν αιώνια ζωή; Οι θεολόγοι μας δίνουν μια υλική ιδέα, και την εξηγούν ως εξής.
[Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ]
Μια μεγάλη σιδερένια σφαίρα πάνω σε ένα επίπεδο, δεν το αγγίζει παρά μόνο σε ένα σημείο, σύμφωνα με το ιδίωμα των σφαιρικών σωμάτων. Όλο το βάρος της σφαίρας, βρίσκεται πάνω σ΄ αυτό το σημείο [της επαφής με το επίπεδο]. Ώστε που όσο ζυγίζει όλη μαζί, τόσο βάρος πέφτει σε κάθε σημείο. Όμοια και η αιώνια ζωή, όση είναι όλη μαζί, τόση είναι και σε κάθε στιγμή, γιατί είναι αδιαίρετη.
[Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΖΩΗ]
Έτσι η αιώνια μακάρια ζωή των δικαίων, »βάρος αθανάτου δόξης» λέγεται από τον Απόστολο. Και ορίζεται από τους σχολαστικούς θεολόγους, »ζωής ατελευτήτου όλη ομού και τελεία απόλαυσις». Όλη μαζί και τέλεια, δηλαδή, όσο έχει να χαρεί ένας δίκαιος σε όλο τον μακάριο δρόμο της αιώνιας ζωής, τόσο χαίρεται όλο μαζί και στον τέλειο βαθμό, σε κάθε αμέριστη στιγμή της αιωνιότητας εκείνης. Χαίρεται όλη τη δόξα σε όλο τον αιώνα, και όλη τη δόξα σε κάθε στιγμή του αιώνα, ο οποίος γι’ αυτό το λόγο, είναι όλος παρών μπροστά στον μακάριο νου των δικαίων, και κάνει σε κάθε στιγμή άπειρη την απόλαυση των δικαίων.
[Η ΚΟΛΑΣΗ]
Εκείνο που κάνει η θεία ευσπλαχνία με τους δικαίους στον Παράδεισο, κάνει η θεία δικαιοσύνη με τους αμαρτωλούς στον Άδη. Σφαίρα μεγάλη σιδερένια, βάρος αθανάτου τιμωρίας είναι η κόλαση, όλη μαζί και σε τέλειο βαθμό. Όσο είναι βαριά όλη μαζί, τόσο είναι βαριά και σε κάθε στιγμή. Δηλαδή, ότι έχει να πάθει ένας κολασμένος σε όλο τον μακρότατο δρόμο της ατελείωτης βασανιστικής ζωής, το παθαίνει όλο μαζί και στον τέλειο βαθμό σε κάθε αμέριστη στιγμή της ζωής εκείνης. Υποφέρει όλη την κόλαση σε όλο τον αιώνα, και όλη την κόλαση σε κάθε στιγμή του αιώνα, ο οποίος όσος είναι απλωμένος στο μάκρος της απέραντης διαμονής, άλλος τόσος είναι σε μια στιγμή μαζεμένος. Όσος είναι και περασμένος, και μέλλων, τόσος είναι όλος παρών, και γι’ αυτό κάνει πάντα παρούσα ολόκληρη την κόλαση, η οποία πάλι καθώς σε όλο της το μάκρος είναι ατελείωτη, έτσι και σε κάθε στιγμή της είναι άπειρη.
»Τις σοφός, και συνήσει ταύτα». Αυτό είναι το αιώνιο, σε διαφορά με το πρόσκαιρο που διαιρείται σε μέρη, πρώτο και ύστερο, που έχει αρχή και τέλος. Και αυτό είναι που φοβερίζει ο Θεός στο Δευτερονόμιο, »Συνάξω εις αυτούς κακά, και τα βέλη μου συντελέσω εν αυτοίς». Συνάξω κακά, σύναξη, ένωση όλων των κακών είναι η κατάσταση των κολασμένων. Όλα τα φαρμάκια των θλίψεων μαζεμένα σε ένα ποτήρι, όλες οι φλόγες του άσβεστου πυρός μαζεμένες σε μια φλόγα, όλη η κόλαση της Κολάσεως, όλη παρούσα σε μια στιγμή.
Τι βέλος! τι κοντάρι στον βασανισμένο νου του κολασμένου! Εμπρός στα μάτια του οποίου το βασανιστήριο του είναι και ολόκληρο, και δεν σμικρύνεται καθόλου, γιατί είναι αδιαίρετο. Είναι και πάντα και δεν τελειώνει ποτέ, γιατί είναι αιώνιο. Πράγμα που σημαίνει, βασανιστήριο άπειρο, χωρίς ανακούφιση και χωρίς τέλος. Γιατί αν η Κόλαση ήταν μόνο χωρίς ανάπαυση, αλλά να έχει τέλος, ή αν η Κόλαση ήταν μόνο χωρίς τέλος, αλλά να έχει ανάπαυση, ακόμα και έτσι θα ήταν ανυπόφορη και ακατανόητη. »Τις σοφός, και συνήσει ταύτα». Ποιός νους μπορεί να καταλάβει τέτοιο άκρον κακο;
Χωρίς ανάπαυση; ναι. Στον Άδη βαθύτατη είναι η θλίψη, μα δεν υπάρχει ύπνος να την αναπαύει. Θανάσιμες οι πληγές, μα δεν υπάρχει βάλσαμο να τις γιατρεύει. Ανίατος ο πόνος, μα δεν υπάρχει έλεος να τον παρηγορεί. Ανυπόφορη η φλόγα, μα δεν υπάρχει μια σταγόνα νερό να την δροσίσει….
Όχι, λέει ο Χρυσόστομος, δεν είναι ούτε στο πέλαγος νερό, δηλαδή, ούτε στο Θεό ελεημοσύνη…
Είναι τέτοια η κατάσταση των κολασμένων στον Άδη, όπου η κόλαση είναι απόλυτη και δεν έχει καμία ανάπαυση. Και το χειρότερο είναι αιώνια και δεν έχει τέλος, δεν τελειώνει ποτέ, ποτέ. Και αν περάσουν χίλιες χιλιάδες, και μύριες μυριάδες χρόνοι, η κόλαση είναι πάλι στην αρχή. Και αν ένας κολασμένος χύνοντας ένα δάκρυ κάθε χρόνο, χύσει τόσα πολλά δάκρυα, που να κάνει ποταμούς δακρύων, δεν πέρασε ούτε μια σπιθαμή του βασανισμένου εκείνου αιώνα. Μα εκεί κάτω δεν υπάρχει θάνατος να τελειώσει τον βασανισμό των κολασμένων, αφαιρώντας τους την ζωή; Όχι. Εκεί ο θάνατος είναι αθάνατος, εκεί η ζωή είναι ένας θάνατος παντοτινός, Εκεί οι κολασμένοι θα γυρεύουν κάθε ώρα τον θάνατο, αλλά δεν θα τον βρίσκουν, λέει στην Αποκάλυψη το Πνεύμα το άγιο, »ζητήσουσι τον θάνατο, και ουχ ευρήσουσι». Λοιπόν έως πότε η Κόλαση; Πάντα, πάντα. Και δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ; Ποτέ…
[Α3. Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ, ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΘΕΟΥ ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ]
3. Πλην όμως υπάρχει και το τρίτο κοντάρι, πολύ χειρότερο ίσως από τ’ άλλα δυο. Αυτό είναι εκείνο που πληγώνει τη θέληση του κολασμένου στην απελπισία για την μακάρια ζωή. Και είναι μια πολύ μεγάλη επιθυμία χωρίς ελπίδα. Εδώ εντοπίζω το βάθος εκείνης της αβύσσου. Επιθυμία χωρίς ελπίδα, και επιθυμία Θεού, χωρίς ελπίδα Θεού…
Ω πως κατακόπτεται [η ψυχή] από τον πόνο! Ω πως επαναστρέφεται απελπισμένη! Και όσο η στέρηση ανάβει την επιθυμία, τόσο η επιθυμία αυξάνει το βασανιστήριο. Αυτή, αυτή είναι η κόλαση. Η επιθυμία του Θεού είναι η μεγαλύτερη φλόγα της επιθυμίας, καθώς το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά είναι ο Θεός. Λοιπόν, επιθυμία Θεού, χωρίς ελπίδα Θεού, είναι η μεγαλύτερη φλόγα της κόλασης, που εγώ δεν ξέρω να σας εξηγήσω, το να επιθυμεί πάντα τον Θεό, και να μην ελπίζει να δει ποτέ τον Θεό. Και γιατί δεν ελπίζει; Γιατί χωρίστηκε [από τον Θεό], και αυτός ο χωρισμός είναι αιώνιος….
Αυτό λέω, για να σας κάνω με κάποιο τρόπο να καταλάβετε, τι κόλαση είναι, να χωριστεί κάποιος από τον Θεό, να τον επιθυμεί, και να μην ελπίζει να τον δει εις τον αιώνα. Αλλά αυτό δεν μπορεί κάποιος να το καταλάβει, αν πρώτα δεν καταλάβει τι είναι Θεός, που είναι αδύνατον. Σκεφτείτε πως το ωραιότατο εκείνο και μακαριώτατο πρόσωπο του Θεού, αν μια στιγμή δεν φανεί στους Δικαίους στον Παράδεισο, ο Παράδεισος γίνεται Άδης. Κι αν μια στιγμή φανεί στους κολασμένους στον Άδη, ο Άδης γίνεται Παράδεισος. Σκεφτείτε, πως αν οι κολασμένοι είχαν ελπίδα να δουν μια φορά αυτό το θείο Πρόσωπο, μια κόλαση μυρίων αιώνων θα τους φαινόταν ένα τίποτε.
Σκεφτείτε, πως όλη η κόλαση που ακούσατε, είναι πολύ ελαφριά, μάλιστα μύριες τέτοιες κολάσεις δεν είναι τίποτα, συγκρινόμενες με αυτή την στέρηση του θείου προσώπου, λένε δυο μεγάλοι διδάσκαλοι της εκκλησίας μας [ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος]. [Γιατί η αποξένωση και η αποστροφή του Θεού είναι περισσότερο αφόρητη και βαριά για όποιον την δοκιμάσει, από τις αναμενόμενες τιμωρίες στη Γεέννα (του πυρός)]. »Θεοῦ γὰρ ἀλλοτρίωσις καὶ ἀποστροφὴ καὶ τῶν ἐν γεέννῃ προσδοκωμένων κολάσεων ἀφορητότερόν ἐστι καὶ βαρύτερον τῷ παθόντι» (ο Βασίλειος) [Όροι κατά πλάτος Β’, ερώτησις 2]. [Πλην όμως και εάν κάποιος προσθέσει μύριες Γεέννες, αυτό δεν είναι τίποτε, όπως το να εκπέσει κανείς από την μακάρια εκείνη δόξα]. »Καν μυρίας τις θη γεέννας , ουδέν τοιούτον έρεί , οίον το της μακαρίας δόξης εκπεσείν» (ο Χρυσόστομος) [Εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία ΚΓ΄] . Απ’ όπου ας καταλάβετε τι Κόλαση είναι να χωρισθεί κάποιος από τον Θεό, να τον επιθυμεί, και να μην ελπίζει να τον δει εις τον αιώνα.
Ω κοντάρι οξύτατο στην θέληση του κολαζόμενου! Ω επιθυμία, χωρίς ελπίδα, και επιθυμία Θεού, χωρίς ελπίδα Θεού. Ω Κόλαση, που πρόκειται να υποφέρει η θέληση, και όμως δεν μπορεί να καταλάβει ο νους.
[ΑΠΙΣΤΙΑ, ΑΜΕΤΑΝΟΗΣΙΑ]
Αλλά εμείς ωστόσο δεν το υπολογίζουμε για τίποτα. Εμείς νομίζουμε ότι είναι μεγάλη ζημιά να χάσουμε, για μια μέρα τη χάρη του αφέντη μας, τη συνομιλία του φίλου μας, την αγάπη της πόρνης μας. Και δεν νομίζουμε ότι είναι τίποτα να χάσουμε αιώνια την αγάπη, την χάρη, και τη δόξα του Θεού. Εμείς ακούμε. πως υπάρχει κόλαση, κι όμως περπατάμε εκείνη την οδό που μας φέρνει σε τέτοια κόλαση. Ποιος μετανοεί; Ποιος διορθώνεται; Ποιος επιστρέφει από την οδό της απώλειας; [Συμβαίνει] ένα από τα δυο. Ή δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει κόλαση, και σ’ αυτό είμαστε άπιστοι. Ή αν πιστεύουμε ότι υπάρχει κόλαση, και περνάμε μια ζωή, που είναι άξια κολάσεως, τότε είμαστε άγνωστοι (=ασύνετοι, άφρονες). Και λοιπόν μας τυχαίνει να κολαστούμε, αν δεν υπάρχει άλλο, ή για την απιστία μας, η για την αγνωσία μας…
[ΜΝΗΜΗ ΚΟΛΑΣΗΣ]
Με λίγα λόγια η κόλαση, που είναι ένα άπειρο βασανιστήριο στο σώμα και την ψυχή του κολασμένου, στην διάνοια όμως του αμαρτωλού είναι σωτήρια γιατρειά. Δεν κολάζεται όποιος θυμάται την κόλαση, »ουκ αφίησιν εμπεσείν εις Γέενναν το μέμνησθαι γεέννης», λέει ο Χρυσόστομος…
Όχι, δεν κολάζεται, όποιος θυμάται την Κόλαση. Όταν μας πειράζει η σάρκα, ο Κόσμος, ο διάβολος, αχ! εκείνη την ώρα που θέλουμε να κάνουμε το κακό, αν έλεγε ο καθένας στον εαυτό του, εάν το κάνω αυτό, πρόκειται να κολάζομαι αιώνια στον Άδη, πιστεύετε πως θα θέλαμε να έχουμε όρεξη να αμαρτήσουμε; όχι, όχι. Και λέω πάλι δεν κολάζεται, όποιος θυμάται την Κόλαση. Μα ποιος είναι που να την θυμάται; …
Αλοίμονο σε μένα, αν μου πονέσει μια μέρα το κεφάλι, μια ώρα το δόντι, ο πόνος μου είναι ανυπόφορος. Και να καίγομαι ολόκληρος, να καίγομαι αιώνια, πως πρόκειται να είναι; …
Αχ! Αν το συλλογιζόμουν καλά, έπρεπε ο κόσμος να χαθεί από τα μάτια μου. Έπρεπε να φύγω στην έρημο, να θαφτώ ζωντανός σ’ ένα τάφο, να κλαίω νύχτα και μέρα, να αναστενάζω κάθε στιγμή. Αυτό πόσο μπορεί να κρατήσει; για δέκα; είκοσι; τριάντα χρόνια; και αυτά κάποτε τελειώνουν. Μα η Κόλαση του Άδη δεν τελειώνει ποτέ. Ω κόλαση, κόλαση, τριπλό κοντάρι, που κάνεις τριπλή θανατηφόρα πληγή! Μόνο να σε μελετήσω, σπαράζεις την καρδιά μου. Μα σπάραξε, σπάραξε την καρδιά μου, να έχω την ενθύμηση σου, για να αποφύγω τις φλόγες σου.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!