Ἀναγινώσκω ὅτι πάσαν τὴν κρίσιν ἔδωκεν ὁ Πατὴρ τῷ Υἱῷ (Ἰωάν. Ἐ’ 22). Βλέπω δὲ ἐξ ἄλλου ὅτι ὁ Υἱὸς τὴν κρίσιν ταύτην ἐνεχείρισεν ὁλόκληρον εἰς τοὺς ἱερεῖς… Χωρὶς ἱερωσύνην, οὔτε τὴν ψυχικήν μας σωτηρίαν δυνάμεθα νὰ κατορθώσωμεν, οὔτε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ νὰ ἀποκτήσωμεν! Δὲν ἐλέχθη ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰσέλθη εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἐὰν δὲν ἀναγεννηθῆ μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ πνεύματος; (Ἰωάν. Γ’ 5). Δὲν ἐγράφη ὅτι ἐκεῖνος, ὅστις δὲν ἤθελε τρώγει τὴν σάρκα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἤθελε πίνει τὸ αἷμα του, χάνει τὴν αἰώνιον ζωήν; (Ἰωάν, ΣΤ’ 54).

Ἀλλὰ καὶ τὰ δυὸ αὐτά, τὸ μυστήριον τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καὶ τὸ μυστήριόν της θείας κοινωνίας δὲν ἠμποροῦν νὰ τελεσθοῦν παρὰ μόνον μὲ τὰ χέρια τοῦ ἱερέως, πῶς, λοιπόν, χωρὶς αὐτὰ θὰ ἠμπορέση κανεὶς ν’ ἀποφύγη τὴν κόλασιν ἢ νὰ λάβη τοὺς προωρισμένους διὰ τὴν τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν στεφάνους; Αὐτοὶ οἱ Ἱερεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιστατοῦν εἰς τὸν πνευματικόν μας τοκετὸν διὰ τοῦ βαπτίσματος. Δι’ αὐτῶν – τῶν ἱερέων – , μὲ τᾶς τρεῖς καταδύσεις καὶ τᾶς τρεῖς ἀναδύσεις, ἐνδυόμεθα τὸν Χριστὸν καὶ γινόμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία Ἐκεῖνον ἔχει κεφαλήν. Οἱ Ἱερεῖς, λοιπόν, εὐλόγως πρέπει νὰ μᾶς εἶναι σεβαστότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄρχοντα καὶ τιμιώτεροι καὶ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς γονεῖς μας, διότι αὐτοὶ μέν μας ἐγέννησαν σωματικῶς, εἰς δὲ τοὺς ἱερεῖς ὀφείλομεν τὴν γέννησίν μας ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διὰ τῆς θείας χάριτος υἱοθεσίαν.

Οἱ Ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων εἶχον τὴν ἐξουσίαν νὰ θεραπεύουν τὴν λέπραν τοῦ σώματος, ἤ, ἀκριβέστερον, νὰ πιστοποιοῦν μόνον τὴν θεραπείαν αὐτήν. Καὶ ὅμως γνωρίζομεν πόσον ζηλευτὸν καὶ τιμημένον ἦτο τὸ ἀξίωμα τῶν! Οἱ ἰδικοί μας ἱερεῖς ἔλαβον ἐξουσίαν ὄχι διὰ λέπραν σώματος, ἀλλὰ διὰ λέπραν ψυχῆς! Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐξετάζουν ἂν ἔγινε ἡ θεραπεία, ἀλλὰ νὰ ἐνεργοῦν αὐτοὶ ὅ,τι χρειάζεται διὰ τὴν πλήρη θεραπείαν! Ὥστε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἤθελον τοὺς καταφρονεῖ, εἶναι κατὰ πολὺ μιαρώτεροι καὶ ἀνοσιώτεροι ἀπὸ τὸν Δαθᾶν καὶ τοὺς συντρόφους τοῦ (Ἀριθμ. ΙΣΤ’) καὶ ἄξιοι μεγαλυτέρας τιμωρίας. Καὶ τὸ λέγω καθαρά. Δὲν γνωρίζω τίποτα ἀθλιώτερον ἀπὸ ψυχήν, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τιμὴν πρὸς τοὺς Ἱερεῖς. Ἡ ψυχὴ αὔτη εἶναι γεμάτη ἀπὸ οἶστρον δαιμονικόν.

Διατὶ ὀφείλομεν νὰ τιμῶμεν τοὺς ἱερεῖς, νὰ πειθαρχῶμεν εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ μὴ τοὺς κακολογῶμεν.
(Ἐκ τῆς 86ης ὁμιλίας τοῦ εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον)

Ὀφείλομεν νὰ περιβάλλωμεν μὲ πολλὴν τιμὴν τοὺς λειτουργούς της χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διότι μέγα εἶναι τὸ ἀξίωμα τῶν Ἱερέων. Τὸ φανερώνει καὶ μόνος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ἂν τίνων ἀφῆτε τᾶς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοὶς (Ἰωάν. Κ’ 23). Διὰ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: πείθεσθε τοὶς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε (Ἑβρ. ΙΕ’ 17). Ἐννοεῖ μὲ αὐτὸ ὅτι ἡ τιμή μας πρὸς τοὺς ἱερεῖς πρέπει νὰ εἶναι πλήρης, ὅτι ὀφείλομεν πρὸς αὐτοὺς ὄχι σεβασμὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ πειθαρχίαν καὶ ὑπακοήν.

Διότι σὺ μὲν ἔχεις νὰ μεριμνήσης μόνον διὰ τὴν ἰδικήν σου ψυχικὴν σωτηρίαν. Διέθεσες καλῶς τὰ κατ’ αὐτήν; Σοὺ εἶναι ἀρκετόν. Διὰ τὸν ἱερέα ὅμως τὸ πράγμα εἶναι πολὺ διαφορετικόν. Δὲν φθάνει νὰ φροντίση διὰ τὸν ἑαυτὸν τοῦ? ὀφείλει νὰ μεριμνήση ἐπιμελῶς καὶ διὰ τὴν ψυχὴν τὴν ἰδικήν σου. Καὶ ἂν δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάμη, πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν μαζὶ μὲ τοὺς πονηρούς, ὄχι διὰ τὰ ἰδικά του, τὰ προσωπικά του ἁμαρτήματα, ἀλλὰ διὰ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ποιμνίου του, καθ’ ἢν περίπτωσιν δὲν ἔκαμεν ὅ,τι ἐξ αὐτοῦ ἐξηρτάτο, διὰ νὰ τὸ κατάρτιση καλῶς? ἕνας ἐπὶ πλέον λόγος, ὄχι μόνον διὰ νὰ σέβεσθε τὸν Ἱερέα, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τὸν περιβάλλετε μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ μὲ μεγάλην συμπάθειαν.

Αὐτὸ ἠθέλησε νὰ διδάξη καὶ ὁ Παῦλος, ὅταν ἔλεγεν ὅτι ὀφείλετε νὰ πείθεσθε καὶ νὰ ὑπακούετε εἰς τοὺς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡγουμένους, διότι αὐτοὶ ἀγρυπνούσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν καὶ ὄχι ἀγρυπνοῦν ἁπλῶς, ἂλλ’ ὡς λόγον ἀποδώσοντες (Ἑβρ. ΙΓ’ 17). Ἰδού, διατὶ πρέπει νὰ φέρεσθε πρὸς τοὺς Ἱερεῖς μὲ πολὺν σεβασμὸν καὶ πολλὴν εὔνοιαν.

 

Ὅταν τιμῶμεν καὶ ὅταν περιφρονῶμεν τοὺς ἱερεῖς.

Ὀφείλετε ἀκόμη νὰ ἔχετε ὓπ’ ὄψιν σας ὅτι ἡ κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἐνοριτῶν πρὸς τὸν Ἱερέα τῶν δύναται νὰ ἐπιφέρη πολλὴν ψυχικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν ζημίαν. Ἂς λάβωμε τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸν κυβερνήτην τοῦ πλοίου. Τοῦ ἀναγνωρίζουν οἱ ἐπιβᾶται τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἀρχήν του καὶ τοῦ ἀποδίδουν τὴν ὀφειλομένην τιμὴν καὶ ὑπακοήν; Κυβερνᾶ τότε μὲ τὴν ἀπαιτουμένην ἐπιστασίαν καὶ καταβάλλει κάθε προσπάθειαν διὰ τὴν ἀσφάλειαν τοῦ πλοίου καὶ τῶν ἐπιβατῶν. Ἐὰν ὅμως τὸν στενοχωροῦν καὶ τὸν ταράττουν μὲ τὴν ἐναντίον τοῦ κακολογίαν τῶν, καὶ ἂν ἤθελαν τὸν παρακούει καὶ τὸν περιφρονεῖ, τότε, χάνει καὶ τὴν ἀντοχήν του καὶ τὴν τέχνην του καί, χωρὶς νὰ τὸ θέλη, τοὺς ἐκθέτει εἰς μυρίους κινδύνους.

Ὁμοίως συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς. Ἐὰν τοὺς τιμᾶτε, θὰ ἠμπορέσουν νὰ βοηθήσουν εἰς τὴν ψυχικήν σας ἀσφάλειαν. Ἂν ὅμως, μὲ τὴν περιφρονητικὴν πρὸς αὐτοὺς διαγωγήν σας καὶ τὴν καταλαλιάν σας, τοὺς κάμνετε νὰ ἀθυμοῦν, θὰ παραλύσετε τὴν προθυμίαν τῶν καὶ θὰ ἐπιφέρετε τὸ ψυχικόν σας ναυάγιον.

 

Ἂς κάμωμεν πρὸς τὸν ἱερέα ὅ,τι καὶ πρὸς τὸν κοσμικὸν ἄρχοντα.

Δὲν βλέπετε τί γίνεται εἰς τοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντας; Ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, ὑπὸ πολλᾶς ἐπόψεις, εἶναι καλύτεροι τῶν, φέρονται πρὸς αὐτοὺς μὲ πειθαρχίαν καὶ ὑπακοὴν καὶ ἀνεξαρτήτως τῆς προσωπικῆς ἀξίας τῶν ἀπὸ σεβασμὸν πρὸς τὸ ἀξίωμα τῶν καὶ πρὸς τὸ Κράτος, τὸ ὁποῖον ἀντιπροσωπεύουν. Πῶς, λοιπόν, προκειμένου περὶ ἱερέως, ὁποῖος εἶναι ὁ ἐπιτετραμμένος τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον δὲν τὸν σεβόμεθα καὶ δὲν τὸν εὐλαβούμεθα, ἀλλὰ καὶ τὸν καταφρονοῦμεν καὶ τὸν κακολογοῦμεν, μερικοὶ δὲ καὶ τὸν λούομεν μὲ μυρίας ὕβρεις; Πῶς, ἐνῶ ἐμποδιζόμεθα ἀπὸ τὸν Χριστὸν νὰ κρίνωμεν τοὺς λαϊκούς, ἀκονίζομεν τὴν γλώσσαν μας εἰς βάρος τοῦ ἱερατείου; Πῶς δὲ θὰ δικαιολογηθῶμεν διὰ τὴν διαγωγήν μας αὐτήν, ὅταν τὰ μὲν τόσα ἰδικά μας ἁμαρτήματα παρατρέχωμεν, σχολιάζωμεν δὲ πικρὰ τὸ παραμικρὸν ἁμάρτημα τοῦ ἄλλου; Δὲν ἠξεύρεις ὅτι μὲ αὐτὸ τὸ κριτήριον, τὸ τόσον ἐγωϊστικόν, τὸ τόσον ἄνισον, τὸ τόσον μισάδελφον, χειροτερεύεις ἐνώπιον τοῦ ὑπέρτατου Κριτοῦ τὴν ἰδικήν σου θέσιν;

 

Δι’ ὅσους ἐπικρίνουν τοὺς ἱερεῖς καὶ δι’ ὅσους τοὺς σέβονται.

Μ’ αὐτά, τὰ ὅποια λέγω, δὲν ἐπιδοκιμάζω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διαχειρίζονται ἀναξίως τὴν ἱερωσύνην τῶν, ἂπ’ ἐναντίας, τοὺς οἰκτείρω πολὺ καὶ τοὺς κλαίω. Ἂλλ’ ὅμως δὲν θεωρῶ δίκαιον νὰ τοὺς κρίνουν καὶ νὰ τοὺς κατακρίνουν οἱ ἀποτελοῦντες τὸ ποίμνιον τῶν, ὅπως τὸ κάμνουν δυστυχῶς τόσοι, ἀκόμη καὶ οἱ περισσότερον ἀπαίδευτοι καὶ ἀμόρφωτοι καί, ἑπομένως, καὶ ὀλιγώτερον κατάλληλοι εἰς τὸ νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους.

Δι’ ὅλα, λοιπόν, αὐτὰ καὶ τὸν Θεὸν ἂς φοβούμεθα καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς ἂς δεικνύωμεν ὅλην τὴν πρέπουσαν εὐλάβειαν καὶ τιμήν. Ὁ Θεός, τότε, θὰ μᾶς ἀνταμείψη πλουσίως καὶ διὰ τᾶς ἰδιαιτέρας ἀρετᾶς μας καὶ διὰ τὸν σεβασμόν, μὲ τὸν ὁποῖον συμπεριεφέρθημεν πρὸς τοὺς πνευματικούς μας πατέρας.

 

Περὶ τοῦ μεγίστου κακοῦ, τὸ ὁποῖον φέρουν αἳ κακολογίαι κατὰ τῶν ἱερέων καὶ αἳ κοσμικοὶ ἐπεμβάσεις εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.
(Ἐκ τοῦ Β’ λόγου εἰς Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν)

Ὁ Παῦλος, διὰ νὰ παραστήση πόση ἦτο ἡ πρὸς αὐτὸν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσις τῶν χριστιανῶν τῆς ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας, ἔγραφε: μαρτυρῶ γὰρ ὑμὶν ὅτι, εἰ δυνατόν, τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατε μοὶ (Γάλ. Β’ 30). Ποὶοι θὰ ἠμποροῦσαν νὰ γίνουν περισσότερον μακάριοι ἀπὸ ἐκείνους, ποὶοι δὲ περισσότερον ἄθλιοι ἀπὸ μερικοὺς σημερινοὺς χριστιανούς; Διότι ἐκεῖνοι μὲν θὰ ἔδιδαν, ἂν ἦτο ἀνάγκη, χάριν τοῦ διδασκάλου τῶν, ὅ,τι πολυτιμότερον εἶχαν, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν αὐτούς, τὸ αἷμα τῶν, τὴν ζωὴν τῶν, οὗτοι δὲ οὐδὲ μὲ λόγον φροντίζουν νὰ δείξουν ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς πνευματικοὺς τῶν πατέρας, ἂλλ’ ἐνῶ ἀκούουν νὰ ὑβρίζωνται οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ τοὺς κακολογοῦν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, δὲν τοὺς ἐμποδίζουν, δὲν τοὺς ἀποστομώνουν, δὲν κάμνουν καμμίαν παρατήρησιν!

 

Ἡ καταλαλιὰ κατὰ τῶν ἱερέων μεγίστη πληγῆ τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ εἴθε εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν ἁμαρτίαν νὰ μὴ ἤσαν ἔνοχοι καὶ ἄνθρωποι, οἱ ὅποιοι κάμνουν τὸν εὐσεβῆ! Δυστυχῶς, περισσότερον ἐνίοτε καὶ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους κακολογοῦν καὶ ὀνειδίζουν τοὺς ἱερεῖς χριστιανοὶ ἐξ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι ἐνδιαφέρονται διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐμφανίζονται ὡς πιστοί. Καὶ ὅμως τίποτε δὲν ἠμπορεῖ τόσον νὰ διαφθείρη καὶ νὰ κατάλυση μίαν Ἐκκλησίαν, μὲ περισσὴν μάλιστα εὐκολίαν, ὅσον τὸ νὰ λείπη εἰς αὐτὴν ὁ στενὸς σύνδεσμος τῶν μαθητῶν μὲ τοὺς διδασκάλους, τῶν τέκνων μὲ τοὺς πατέρας, τῶν ἀρχομένων μὲ τοὺς ἄρχοντας, τοῦ ποιμνίου μὲ τοὺς ποιμένας.

 

Ὁ κακολογῶν τους ἱερεῖς ἀνάξιος νὰ εἰσέλθει εἰς τὸν ναόν.

Καὶ ἂν μὲν κακολογήση κανεὶς τὸν ἀδελφόν του, κρίνεται ἀνάξιος καὶ ν’ ἀναγινώσκη τᾶς Ἁγίας Γραφᾶς. Ἴνα τί ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; λέγει ὁ Θεὸς (Ψάλμ. ΜΘ’ 16)• ἔπειτα, δηλώνων διὰ τί ἡ τοιαύτη ἀπαγόρευσις, προσθέτει, καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις (Αὐτόθι 20). Πῶς, λοιπόν, ὅταν καταλαλὴς τὸν πνευματικὸν πατέρα σου, πῶς θεωρεῖς τὸν ἑαυτόν σου ἄξιον νὰ πατήση εἰς τὰ ἱερὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ; Πῶς τολμεῖς νὰ νομίζης ὅτι σου εἶναι τὸ τοιοῦτο συγχωρημένον;

Ὅσοι κακολογοῦν τὸν πατέρα τῶν ἢ τὴν μητέρα τῶν θεωροῦνται ἀπὸ τὴν Γραφὴν ἄξιοι μεγίστης τιμωρίας. Ποία, λοιπόν, ποινὴ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιβληθῆ κατ’ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος κακολογεῖ τὸν Ἱερέα; Δὲν φοβεῖσαι μήπως ἄνοιξη ἡ γῆ καὶ σὲ καταπῖη ἢ κεραυνὸς πέση ἄνωθεν καὶ σὲ κατακαύση;

 

Διὰ τοὺς λαϊκούς τους κρίνοντας τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπεμβαίνοντας εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.

Δι’ αὐτὸ παρακαλῶ καὶ συμβουλεύω νὰ λείψη ἡ πονηρὰ αὐτὴ συνήθεια. Διὰ νὰ μάθης δὲ καλὰ ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη περιπίπτουν εἰς ἁμαρτήματα οἱ ἱερεῖς, σὺ δὲν δικαιολογεῖσαι νὰ γίνεσαι παρήκοος, ἄκουσε τί λέγει διὰ τοὺς συγχρόνους του ἄρχοντας τῶν Ἰουδαίων ὁ Χριστὸς Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθησαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι πάντα οὔν, ὅσα ἂν λέγωσιν ὑμὶν ποιείν, ποιεῖτε? κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε (Μάτθ. ΚΓ’ 23).

Καὶ ὅμως τί ἠμποροῦσε νὰ εἶναι χειρότερον ἀπὸ ἐκείνους, τῶν ὁποίων τὰ πάθη διέστρεφαν τοὺς μαθητᾶς τῶν; Ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἠθέλησε νὰ ἐκμηδένιση τὸ κύρος τῶν καὶ νὰ συστήση εἰς τὸν λαὸν νὰ παρακούη. Καὶ πολὺ σωστά. Διότι, ἂν οἱ λαϊκοὶ ἤθελαν λάβη τοιαύτην ἐξουσίαν, θὰ τοὺς ἐβλέπατε νὰ καταληφθοῦν ἀπὸ τὴν μανίαν νὰ καθαιροῦν καὶ νὰ ἐκβάλλουν τοὺς ἱερεῖς ἀπὸ τὸ ἅγιον βῆμα.

…Ὄχι, δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον εἰς τοὺς λαϊκούς, ὀφείλοντας ὑποταγήν, νὰ ἐμφανίζωνται ἐπικριταὶ τῶν Ἱερέων καὶ νὰ ἀξιοῦν ὅτι αὐτοὶ εἶναι ἁρμόδιοι νὰ διορθώσουν τὴν Ἐκκλησίαν. Διότι, ἐὰν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, μὲ πρόφασιν νὰ διορθώσουν τὰ κακῶς κείμενα, ἔκαμνον ἐπέμβασιν εἰς τὰ Ἱερατικὰ δικαιώματα, οὔτε πρόφασις ἐπεμβάσεως θὰ λείψη ποτέ, οὔτε θὰ γνωρίζωμεν ποὶοι εἶναι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν οἱ ἄρχοντες καὶ ποὶοι οἱ ἀρχόμενοι, ἀλλὰ θὰ ἐπήρχετο γενικὸν ἀνακάτευμα καὶ θαλάσσωμα.

 

Οἱ δῆθεν εὐσεβοῦντες κατήγοροι τῶν ἱερέων ἄθλιοι ὑποκριταί.

Εἶναι, δυστυχῶς, βέβαιον ὅτι πολλοὶ λαϊκοὶ ἀγαποῦν νὰ παραμεγαλώνουν μικρὰ σφάλματα, εἰς τὰ ὁποία ἠμπορεῖ νὰ περιπέση καὶ ὁ ἱερεύς, ὡς ἄνθρωπος καὶ αὐτός, δὲν λείπουν δὲ καὶ οἱ πρόθυμοι συκοφάνται καὶ διαβολεῖς τῶν ἱερέων.

Σὺ ὅμως θέλεις νὰ εἶσαι πράγματι εὐσεβής; Φυλάξου ἀπὸ τὸ νὰ ὕβριζης καὶ κακολογῆς τοὺς ἱερεῖς, ἔστω καὶ ἂν ἤθελε νὰ εἶναι ἐλαττωματικοὶ εἰς τὸ ποιμαντικὸν καὶ διδακτικὸν τῶν ἔργον. Διότι, ἐὰν διὰ τὸν σωματικὸν γονέα λέγει ἕνας σοφὸς κὰν ἀπολίπη σύνεσιν, συγγνώμην ἔχε (Σοφίας Σειρὰχ Γ’ 15), ἤτοι, καὶ ἂν καταντήση ἀνόητος, σὺ ὀφείλεις νὰ τὸν συγχωρῆς, πολὺ περισσότερον χρεωστοῦμεν νὰ φυλάττωμεν τὸν νόμον αὐτόν, προκειμένου διὰ τοὺς πνευματικοὺς γονεῖς μας. Θὰ τὸ φυλάττωμεν δέ, ἐὰν δὲν κρίνωμεν τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ κρίνωμεν τὸν ἑαυτόν μας, διὰ νὰ μὴ ἀκούσωμεν κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ὑποκριτά, τί βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῶ οὐ κατανοεῖς δοκόν; (Μάτθ. Ζ’ 3).

 

Ἐνοχλεῖσαι, διότι σὲ εἶπα ὑποκριτήν;

Καὶ ὅμως ὀφείλεις νὰ τὸ ἀναγνώρισης? Ὑποκριτὴς εἶσαι, ὅταν εἰς μὲν τὸν ναὸν φιλεῖς τὸ χέρι τοῦ ἱερέως καὶ γονατίζεις ἐμπρός του καὶ ἐπιζητῆς τᾶς πρὸς τὸν Θεὸν εὐχᾶς του καί, ὅταν χρειάζεσαι βάπτισιν, τρέχεις καὶ τὸν ἀναζητεῖς, εἰς τὸ σπίτι σου δὲ καὶ εἰς τᾶς διαφόρους συναναστροφᾶς σου τὸν λούεις μὲ ὕβρεις ἢ ἀνέχεσαι νὰ κακολογοῦν καὶ νὰ καταλαλοῦν ἄλλοι τοὺς περιβεβλημένους τὸ ἱερατικὸν ἀξίωμα!

 

Ἡ μεγαλύτερα βλάβη τῆς Ἐκκλησίας.

Τίποτε δὲν βλάπτει τόσον τᾶς Ἐκκλησίας, ὅσον τὸ νόσημα αὐτό. Καὶ ὅπως σῶμα, τοῦ ὁποίου τὰ νεῦρα εἶναι ἄτακτα, γεννᾶ πολλᾶς ἀσθενείας καὶ κάμνει ἀβίωτον τὸν βίον, τοιουτοτρόπως καὶ μία Ἐκκλησία, ὅταν τῆς λείπη ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τάξις καὶ ἡ ἀγάπη, περιπίπτει εἰς διχόνοιας καὶ ἐσωτερικοὺς πολέμους καὶ αὐξάνει τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκτίθεται εἰς πολλοὺς πειρασμούς.

 

Πρὸς ἀποφυγὴν αὐτῶν τῶν κακῶν.

Διὰ νὰ μὴ συμβαίνουν, λοιπόν, αὐτὰ καὶ διὰ νὰ μὴ κινοῦμεν ἐναντίον μας τὴν θείαν ὀργὴν πρὸς περισσοτέραν δυστυχίαν μας καὶ ἀναπόφευκτον κόλασίν μας καὶ διὰ νὰ μὴ κάμνωμεν ἄχαριν καὶ ἀηδῆ τὴν ζωήν μας, ἂς ἀλλάξωμεν διαγωγήν. Ἀντὶ νὰ κακολογῆ ἡ γλώσσα μας τὸν πλησίον μας καὶ νὰ κρίνη καὶ νὰ λοιδορῆ τοὺς ἱερεῖς, ἂς τὴν κάμωμεν ἐγκρατῆ καὶ σεμνολόγον, ἂς ἀφήσωμεν νὰ κρίνη τοὺς ἄλλους ὁ παντογνώστης καὶ δικαιοκρίτης Θεὸς καὶ ἂς γίνωμεν κριταὶ μόνον διὰ τὰ ἰδικά μας ἁμαρτήματα.

Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιον καὶ τὸ εὔλογον, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θ’ ἀποφύγωμεν τὴν αἰώνιον τιμωρίαν. Διότι, ὅπως, ὅσοι πολυπραγμονοῦν διὰ τὰ ξένα ἁμαρτήματα, παραμελοῦν ἐντελῶς τὰ ἰδικὰ τῶν, τοιουτοτρόπως, ὅσοι δὲν ἐξοδεύουν τὸν καιρὸν τῶν εἰς τὸ νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους, ἀφιερώνουν τὸν χρόνον τῶν καὶ τὴν προσπάθειαν τῶν εἰς τὴν ἐξέτασιν καὶ διόρθωσιν τῶν ἰδικῶν τῶν πλημμελημάτων. Καὶ πρέπει νὰ σᾶς εἴπω ὅτι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι προσέχουν εἰς τὰ ἰδικὰ τῶν σφάλματα καὶ ὑποβάλλουν εἰς δίκην τὸν ἑαυτὸν τῶν, θὰ ἔχουν, κατὰ τὴν μεγάλην Κρίσιν, εὐνοϊκὸν τὸν Δικαστήν. Αὐτὸ ἠθέλησε νὰ δήλωση καὶ ὁ Παῦλος ὅταν ἔλεγεν: Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα ὑπὸ τοῦ Κυρίου (Ἀ’ Κορινθ. ΙΑ’ 31).

 

Περὶ κακολογίας καὶ κακολόγων.

(Ἐκ τῆς Γ’ ὁμιλίας τοῦ πρὸς τὸν λαὸν τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῆς ΚΓ’ εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον)

Ἂς νηστεύη καὶ τὸ στόμα ἀπὸ λόγια αἰσχρὰ καὶ ἀπὸ κακολογίας. Διότι ποῖον τὸ ὄφελος, ἐὰν ἀπέχωμεν μὲν ἀπὸ ψάρια καὶ κρέατα κατὰ τᾶς νηστευσίμους ἡμέρας, δαγκάνω μὲν δὲ καὶ κατατρώγωμεν τοὺς ἀδελφούς μας; Ὅποιος κατακρίνει καὶ κακολογεῖ, ἀδελφικὰ κρέατα τρώγει, τὴν σάρκα τοῦ πλησίον τοῦ δαγκάνει. Διὰ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὓπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε (Γάλ. Ἐ’ 15).

Θὰ εἴπης ὅτι δὲν ἔχωσες τὰ δόντια σου εἰς τὴν σάρκα τοῦ ἄλλου; Ἔχωσες ὅμως τὴν μαχαιροειδὴ γλώσσαν σου εἰς τὴν ψυχήν του καὶ μὲ τὴν κατάκρισίν σου ἐπλήγωσες τὴν ὑπόληψιν τοῦ πλησίον σου! Τί ἐκέρδισες μ’ αὐτό; Ἔγινες ἐγκληματίας, ἄξιος δίκης καὶ τιμωρίας!

 

Διὰ τοὺς ζητοῦντας νὰ δικαιολογήσουν τάς κατακρίσεις των.

Καὶ μὴ ζήτησης νὰ δικαιολογηθῆς μὲ τὸ ὅτι: θὰ κατέκρινα, ἂν ἔλεγα ψεύματα. Ἐγὼ ὅμως λέγω ἀληθινά, ὥστε δὲν κατακρίνω. Καὶ ἐάν, ἀληθινά, κατακρίνης, καὶ πάλιν ἐγκληματεῖς. Διότι καὶ ὁ φαρισαῖος ἠλήθευεν, ὅταν κατέκρινε τὸν τελώνην, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ὠφέλησε διόλου! Δία τὴν κακολογίαν τοῦ ἔχασε καὶ κάθε ἀξιομισθίαν του!

Ἐνδιαφέρεσαι πράγματι διὰ τὸν πλησίον σου; Λυπήσου τὸν εἰλικρινῶς, προσευχήσου ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεόν, πήγαινε καὶ εὗρε τὸν κατ’ ἰδὶαν καὶ συμβούλευσε τὸν καὶ παρακάλεσε τὸν νὰ φροντίση διὰ τὴν διόρθωσίν του.

Ἠμάρτησεν ὁ ἀδελφός σου; Δεῖξε τοῦ ἀγάπην, πεῖσε τὸν ὅτι ὁμιλεῖς διὰ τὸ ἁμάρτημά του ἀπὸ ἀδελφικὸν ἐνδιαφέρον, ὄχι διὰ νὰ τὸν θεατρίσης καὶ δεῖξε του μὲ κάθε τρόπον τὴν πρὸς αὐτὸν στοργήν σου, ἄν, ἀληθινά, ἐπιθυμῆς νὰ τὸν ἰατρεύσης.

Τοιουτοτρόπως κάμνουν πολλὲς φορὲς καὶ οἱ ἰατροί. Χαϊδεύουν τοὺς ἄρρωστους, ὅταν εἶναι δύστροποι, καὶ τοὺς πείθουν μὲ τᾶς παρακλήσεις τῶν καὶ τᾶς στοργικᾶς προτροπᾶς τῶν νὰ δεχθοῦν τὸ εὐεργετικὸν φάρμακον. Ὅμοια κᾶμε καὶ σύ. Ἀντὶ νὰ κατακρίνης, διὰ νὰ πληγώνης, πεῖσε τὸν ἁμαρτήσαντα νὰ δείξη τὴν πληγὴν τοῦ πρὸς τὸν θεραπευτὴν ἱερέα. Τοιουτοτρόπως κάμνει ὅποιος ἐνδιαφέρεται διὰ τὸν ἄλλον καὶ προνοεῖ καὶ φροντίζει δι’ αὐτόν.

 

Ὅταν κακολογοῦν ἄλλοι.

Δὲν κακολογεῖς ὅμως ἐσύ. Εἶσαι ἀξιέπαινος, ἂλλ’ αὐτὸ μόνον δὲν ἀρκεῖ, ὀφείλεις ἀκόμη, ὅταν, ἐπὶ παρουσία σου, κακολογοῦν ἄλλοι, νὰ φράσσης τᾶς ἀκοᾶς σου καὶ νὰ μιμῆσαι τὸν προφήτην, ὁ ὁποῖος λέγει, τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον κατεδίωκον (Ψάλμ. Ρ’ 5). Ἠμπορεῖς νὰ εἴπης πρὸς τὸν κακολόγον ἔχεις νὰ ἐπαινέσης καὶ νὰ ἐγκωμιάσης; Ἀνοίγω τὰ αὐτιά μου, διὰ νὰ δεχθῶ τὰ μύρα, ἂν ὅμως θέλης νὰ κακολογήσης, τὰ κλείω, διὰ νὰ μὴ δεχθοῦν κόπρον καὶ βόρβορον. Τί θὰ κερδίσω μὲ τὸ νὰ μάθω ὅτι ἔκαμε πονηρὰ ὁ δείνα;

Ἠμπορεῖς, ἀκόμη, νὰ τοῦ εἰπῆς, ἂς φροντίσωμεν διὰ τὰ ἰδικά μας, πὼς δηλαδὴ ν’ ἀποφύγωμεν τᾶς μεγάλας εὐθύνας τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτημάτων, καὶ ἂς χρησιμοποιῶμεν τὸν καιρόν μας εἰς ἐξέτασιν τῆς ἰδικῆς μας ζωῆς. Διότι τί θὰ ἀπολογηθῶμεν καὶ πῶς θὰ συγχωρηθῶμεν, ὅταν τὰ μὲν ἰδικά μας ἁμαρτήματα οὔτε λογαριάζωμεν διόλου, λεπτολογοῦμεν ὅμως τόσον διὰ τὰ ξένα; Ὅπως εἶναι αἶσχρον νὰ παρακύπτη ὁ διαβάτης μέσα εἰς τὰ ξένα σπίτια καὶ νὰ κρυφοκοιτάζη, τοιουτοτρόπως, καὶ ὅποιος περιεργάζεται τί κάμνει ὁ ἕνας καὶ ὃ ἄλλος, φανερώνει ὅτι τοῦ λείπει ἡ καλὴ ἀνατροφή.

 

Μετὰ τὴν προδοσίαν ἡ δῆθεν προστασία.

Νὰ εἴπωμεν καὶ τὸ γελοῖον ἐκεῖνο; Πολλὲς φορές, ὁ κακολόγος, ἀφοῦ ἐδυσφήμησε τὸν ἄλλον μὲ παντοίας ἀποκαλύψεις καὶ διαβολᾶς, εἰς τὸ τέλος, παρακαλεῖ τοὺς ἀκροατᾶς του καὶ τοὺς ἐξορκίζει νὰ μὴ εἰποῦν τίποτε εἰς κανένα!

Ἐρωτῶ τὸν ἔντιμον αὐτὸν σπερμολόγον ἀντὶ νὰ παρακαλῆς νὰ κρατηθοῦν μυστικαὶ αἳ κακολογίαι σου, δὲν ἦτο προτιμότερον νὰ μὴ τᾶς εἰπῆς διόλου; Τί δὲ θέλεις τώρα ν’ ἀποδείξεις; Ὅτι ἐνδιαφέρεσαι διὰ τὴν ὑπόληψιν τοῦ θύματός σου; Ὑποκριτά! Τὸν ἐπρόδωκες πρῶτον καὶ κατόπιν θέλεις τάχα νὰ τὸν προστατεύσης!

 

Ἤκουσες κακολογίαν; θάψε την.

Μερικοὶ εὑρίσκουν ὅτι τὸ κακολογεὶν εἶναι γλυκύ. Ἀληθινά, γλυκὺ εἶναι τὸ ν’ ἀποφεύγωμεν κάθε κακολογίαν. Ὁ κακολόγος ὑποπτεύεται πάντοτε καὶ φοβεῖται ὅτι, ἂν ἤθελον γίνει γνωσταὶ αἳ κακολογίαι του, θ’ ἀκούση καὶ αὐτὸς χειρότερα καὶ θὰ ἐκτεθῆ, ἴσως, καὶ εἰς ἄλλους κινδύνους,ἐνῶ, ὅποιος ἔχει ἐγκρατῆ γλώσσαν καὶ κανένα δὲν ἐκακολόγησε καὶ ἐναντίον κανενὸς δὲν ἐσπερμολόγησεν, οὔτε τίποτε ἐψιθύρισεν, αὐτὸς θὰ ἔχη τὴν εὐχαρίστησιν, τὴν ὁποίαν θὰ τοῦ δίδη ἡ συναίσθησις ὅτι καὶ ἀξιοπρεπὼς ἐφέρθη καὶ κανεὶς δὲν θὰ τὸν ἐκδικηθῆ, ἀφοῦ δὲν ἐκέντησε κανένα.

Δι’ αὐτὸ σὲ συμβουλεύει ὁ σοφός της Γραφῆς, ἤκουσες λόγον; ἐν ἀποθανέτῳ σοῖ (Ἐκκλησ. ΙΘ’ 10). Ἤκουσες, λέγει, κακὸν λόγον διὰ κανένα; Θάψε τὸν ἐντός σου. Ὀφείλεις μάλιστα καὶ νὰ φεύγης, ὅπου ἀρχίσουν νὰ ἐπικρίνουν καὶ νὰ κατακρίνουν καὶ νὰ κακολογοῦν! Ἂν ὅμως συνέβη νὰ γίνη ποτὲ κακολογία ἐπὶ παρουσία σου, χῶσε τὴν εἰς τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς σου, σύμπνιξε τὴν, λησμόνησε τὴν, διὰ νὰ μὴ γίνης ὅμοιος πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μεταδίδουν τᾶς σπερμολογίας καὶ τᾶς διαβολᾶς, καὶ διὰ νὰ μὴν ἐκτεθῆς εἰς τᾶς ἀνησυχίας καὶ τοὺς κινδύνους, οἱ ὁποῖοι, πολλὲς φορές, εὑρίσκουν τοὺς κακολόγους!

 

Διὰ τὴν διόρθωσιν τῶν καταλάλων.

Ἂς φιλοτιμηθῶμεν δὲ καὶ νὰ γίνωμεν παιδαγωγοὶ τῶν καταλάλων. Ἐὰν ἠθέλαμεν τοὺς κάμει νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ καταλαλεὶν κινεῖ τὴν ἀποστροφὴν καὶ ὅτι χάνουν εἰς τὴν ἐκτίμησίν μας αὐτοὶ καὶ ὄχι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι καταλαλοῦνται, ποὶος ἠξεύρει ἂν δὲν ἔλθουν εἰς συναίσθησιν καὶ δὲν παύσουν τὴν πονηρᾶν αὐτὴν συνήθειαν καὶ γίνωμεν, τοιουτοτρόπως, σωτῆρες τῶν καὶ εὐεργέται τῶν;

 

Ἄθλιαι συνέπειαι τῆς κακολογίας.

Ἐπαναλαμβάνω δὲ καὶ πάλιν ὅτι, ὅπως ὁ καλὸς λόγος καὶ ὁ ἔπαινος εἶναι ἀρχὴ φιλίας, τοιουτοτρόπως ἡ κακολογία καὶ ἡ διαβολὴ φέρει ἔχθρας καὶ μίση καὶ γίνεται αἰτία μυρίων κακῶν εἰς τᾶς ἀνθρωπίνους κοινωνίας. Ὅτι πρὸ πάντων μας κάμνει νὰ ἀμελῶμεν τὴν ἰδικήν μας διόρθωσιν, εἶναι αὐτὴ ἡ μανία του νὰ πολυενασχολούμεθα μὲ τὰ ξένα! Διότι ἀδύνατον εἶναι πολυπερίεργος καὶ κακολόγος ἄνθρωπος νὰ ἐπιμεληθῆ ποτὲ τὸν ἑαυτόν του. Ἀπορροφημένος ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ νὰ μανθάνη καὶ νὰ κρίνη τὰ τῶν ἄλλων, θ’ ἀφήση, κατ’ ἀνάγκην, τὰ ἰδικὰ τοῦ ἀφρόντιστα καὶ ἀμελημένα. Καὶ ἐρωτῶ, ὅταν διαρκῶς φροντίζης, διὰ νὰ πληροφορῆσαι καὶ ὁμιλῆς διὰ τὰ ξένα σφάλματα καὶ παραπατήματα, πότε θὰ φροντίζης διὰ τὰ ἰδικά σου;

Δυστυχῶς, πολλοὶ δὲν προσέχουν διόλου εἰς τὸ Εὐαγγελικόν: Μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε (Μάτθ. Ζ’ 1). Ὄχι μόνον κρίνουν, ἀλλὰ καὶ γίνονται πικροὶ κριταί, ἀκόμη, καὶ διὰ πράγματα, πρὸς τὰ ὁποία ὤφειλαν νὰ εἶναι παραβλεπτικοί, ἀφοῦ μάλιστα, ἂν ἐπρόσεχαν εἰς τὸν ἑαυτὸν τῶν, θὰ εὕρισκαν ὅτι αὐτοὶ περιπίπτουν εἰς μεγαλύτερα σφάλματα!

Ἡ μανία τῆς κατακρίσεως προχωρεῖ καὶ μέχρι τοῦ μοναχοῦ! Λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἄσωτα ἢ διαπράττουν μυρίας ἅρπαγας καὶ πλεονεξίας καθ’ ἑκάστην, κακολογοῦν τὸν μοναχόν, ὁ ὁποῖος ἔχει κάποια βιωτικὰ μέσα καὶ ἐνδύεται μὲ κάποιαν εὐπρέπειαν. Καὶ σκανδαλίζονται οἱ σεμνότατοι ἄνθρωποι, ἐὰν ἕνας καλόγηρος ἤθελεν ἐξέλθει ἐνίοτε ἀπὸ τὴν πολὺ αὐστηρᾶν δίαιταν, νὰ τὸν καταγγέλλουν ὡς ἐπικούρειον, ἐνῶ οἱ ἴδιοι γαστριμαργοῦν καὶ πίνουν ἢ καὶ μεθύουν καὶ κραιπαλοῦν συχνά! Δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τῶν ὅτι, τοιουτοτρόπως, ἐπιβαρύνουν τρομερὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν καὶ στεροῦν τὸν ἑαυτὸν τῶν ἀπὸ κάθε ἀπολογίαν!

Ὕστερον ἀπὸ τὴν τοιαύτην διαγωγήν σου, πῶς θὰ ζήτησης ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ μὴ σὲ κρίνη αὐστηρά; Ἐὰν θέλης ἐπιεικῆ κρίσιν διὰ τὸν ἑαυτόν σου, διατί, τότε, σὺ κρίνεις τόσον πικρὰ τὸν πλησίον σου καὶ εἶσαι τόσο ἀνηλεὴς διὰ τὸν ἱερέα καὶ δὲν ἐννοεῖς νὰ παράβλεψης οὐδὲ τὰ ἐλάχιστα σφάλματά του; Θὰ κριθῆς, λοιπόν, μὲ τὰ ἴδια σου μέτρα καὶ δὲν θὰ δύνασαι νὰ παραπονεθῆς ὅτι σου ζητοῦνται βαρεῖαι εὐθύναι! Ὁ Χριστός σου τὸ φωνάζει. Διατὶ δὲν τὸν ἀκούεις; ὢ μέτρω μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμὶν (Ματθ. Ζ’ 1).

 

Υποκριτής ὁ καταλαλῶν. Τὸ ἰδικὸν τοῦ δοκάρι.

Ἄκουσε καὶ τὸ ἄλλο τοῦτο: Ὑποκριτὰ (Μάτθ. Ζ’ 5). Διατὶ ἡ κραυγὴ αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐναντίον τοῦ καταλάλου; Διατὶ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ ὡς ὑποκριτοῦ; Διότι, ὅσον καὶ ἂν προσπαθοῦμεν νὰ παραστήσωμεν ὅτι κρίνομεν καὶ κατακρίνομεν ἀπὸ ἐνδιαφέρον μας πρὸς τὸν πταίστην ἢ ἀπὸ ἐνδιαφέρον μας πρὸς τὴν κοινωνίαν, ἡ ἀλήθεια εἶναι διαφορετική. Ὑπὸ τὰ προσχήματα, τὰ ὁποῖα προβάλλομεν, κρύπτομεν χυδαῖα πάθη. Καὶ διὰ τοῦτο τοὺς καταλάλους ὑποκριτᾶς τοὺς ὠνόμασεν ὁ Χριστός.

Καὶ ὁ ἔλεγχός του ἐξακολουθεῖ. Ἔκβαλε πρώτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου. Πολὺ σωστά. Ἀφοῦ δὲν ἀνέχεσαι εἰς τοὺς ἄλλους οὐδὲ τὰ μικρὰ σφάλματα, ἀλλὰ τοὺς κρίνεις, πολλὲς φορές, καὶ διὰ τιποτένια πράγματα, διατὶ ἐπιτρέπεις εἰς τὸν ἑαυτόν σου τὰ πολὺ μεγαλύτερα καὶ βαρύτερα; Ἀφοῦ ἐνδιαφέρεσαι διὰ τοὺς ἄλλους καὶ διὰ αὐτὸ τοὺς κρίνεις, ὡς βεβαιώνεις, διατὶ δὲν κατακρίνεις πρωτίστως τὸν ἑαυτόν σου; Ἀφοῦ καταγίνεσαι μὲ τὰ ξένα ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα δὲν δύνασαι νὰ γνωρίζης ἐπακριβῶς, διατὶ παρατρέχεις τὰ ἰδικά σου, τὰ ὁποῖα ἠμπορεῖς νὰ γνωρίζης καλύτερα; Θέλεις νὰ ἀπαλλαγῆ ὁ ἀδελφός σου ἀπὸ τὸ μικροσκοπικὸ ξυλαράκι, τὸ ὁποῖον ἔχει εἰς τὸν ὀφθαλμόν του; Διατὶ δὲν ἐλευθερώνεις τὸν ἰδικόν σου ὀφθαλμὸν ἀπὸ τὸ ἐντὸς τοῦ δοκάρι; Ἒφ ὅσον δὲν κάμνεις κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, αὐτοκαταγγέλλεσαι ὅτι κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου ὄχι ἀπὸ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ διότι τὸν ἐχθρεύεσαι ἢ διότι αἰσθάνεσαι ἡδονὴν εἰς τὸ νὰ κακολογῆς καὶ νὰ ἐξευτελίζης τὸν πλησίον σου.

 

Μὲ τί ὁμοιάζει ὁποῖος καταλαλεῖ.

Ἐνόησε τό, λοιπόν, καλά. Ἐὰν θὰ ἔπρεπε νὰ κριθῆ ὅποιος ἁμαρτάνει, ὁ ἁρμόδιος νὰ τὸν κρίνη δὲν εἶσαι σύ. Ἂλλ’ ὁ Χριστὸς ἔκρινε. Ναί, ἐκεῖνος ὅμως ἦτο ἀναμάρτητος καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Κριτοῦ. Ἐκτὸς τούτου, ὁ Χριστὸς δὲν ἔκαμνε σπερμολογίας καὶ καταλαλιᾶς καὶ δὲν ἐνησχολεῖτο μὲ τᾶς ὑπολήψεις τῶν ἀτόμων καὶ ἰδιωτῶν, ἂλλ’ ἔκαμνε γενικοὺς ἐλέγχους πρὸς κοινὴν διδασκαλίαν καὶ διόρθωσιν. Σὺ δὲ θέλεις νὰ μάθης μὲ ποῖον ὁμοιάζεις;

Ὅμοιος εἶσαι μὲ ἄρρωστον, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ κατέχεται ὁ ἴδιος ἀπὸ βαρεῖ ἂν ὑδρωπικίαν, ἀδιαφορεῖ δι’ αὐτὴν καὶ ἔχει νὰ κάμη μὲ τὰ μικρὰ κρυολογήματα τῶν ἄλλων. Καί, κατὰ τὴν παρομοίωσιν αὐτοῦ τοῦ Ἰησοῦ, ἐνθυμίζεις ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος βλέπει τὸ λεπτότατον ξυλαράκι εἰς τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ ἄλλου καὶ ἀναισθητεῖ πρὸς τὸ μεγάλο ξύλο, ποὺ τυφλώνει τὸν ἰδικὸν τοῦ ὀφθαλμόν.

Ἤδη εἶναι κακὸν τὸ νὰ μὴ βλέπη τὶς τὰ ἰδικὰ τοῦ ἁμαρτήματα. Ἂλλ’ εἶναι τρισχειρότερον, ὅταν καὶ κρίνωμεν καὶ κατακρίνωμεν τοὺς ἄλλους, ἐνῶ ἠμεῖς φέρομεν ἐπάνω μας καὶ περισσότερα καὶ βαρύτερα παραπτώματα.

 

Περὶ τιμῆς καὶ πειθαρχίας πρὸς τὸν κλῆρον καὶ πρὸς τοὺς κρίνοντας Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς.
(Ἐκ τῆς Β’ ὁμιλίας τοῦ εἰς τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον)

Τὰ τέκνα ὀφείλουν νὰ εἶναι φιλόστοργα πρὸς τὸν πατέρα. Τοιουτοτρόπως ὀφείλουν καὶ οἱ πιστοὶ νὰ εἶναι φιλόστοργοι πρὸς τοὺς Ἱερεῖς. Ὄχι δὲ μόνον φιλόστοργοι, ἀλλὰ ὑποτασσόμενοι. Πείθεσθε, λέγει ὁ Παῦλος, τοὶς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε, εἰδότες ὅτι αὐτοὶ ἀγρυπνούσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες (Ἔβρ. ΙΓ’ 17).

Εἰπὲ μοί, λοιπὸν αὐτὸς μὲν – ὁ Ἱερεὺς – εἶναι ὑπεύθυνος διὰ σὲ εἰς τόσον κίνδυνον. Διότι, καὶ ἂν δὲν τὸν βαρύνουν αὐτὸν τὸν ἴδιον ἀμέσως προσωπικά του ἁμαρτήματα, ἡ εὐθύνη τοῦ εἶναι τρομερά, ἐὰν δὲν ἤθελε φροντίσει νὰ θέση καὶ σὲ ἐν τάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Καὶ σκέψου πόσον βαρὺ εἶναι νὰ ἔχη κανεὶς εὐθύνας διὰ τόσας ψυχᾶς. Σὺ δὲ τί καλεῖσαι νὰ δώσης πρὸς τὸν ἱερέα; Τιμήν, πειθαρχίαν ἐκκλησιαστικὴ ν καὶ κάποιαν ὑποστήριξιν διὰ τὴν συντήρησίν του, ἀφοῦ σὺ μὲν καὶ ἔμπορος δύνασαι νὰ εἶσαι καὶ ἄλλας ἐργασίας καὶ ἐπιχειρήσεις νὰ ἀναλαμβάνης, ἐκεῖνος δὲ ὀφείλει νὰ δουλεύη μόνον εἰς τὸν ναὸν καὶ εἰς τᾶς θρησκευτικὸς ὑπηρεσίας. Ἔδωκες τὴν τιμὴν ταύτην, τὴν ὑπακοήν, τὴν ὑποστήριξιν; Καὶ πάλιν μένεις ὑποχρεωμένος πρὸς τὸν Ἱερέα. Διότι ὅ, τί τοῦ προσφέρεις, εἶναι κατώτερον ἀπὸ ὅ, τί ἐκεῖνος σου ἔδωκε, καὶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους, εἰς τοὺς ὁποίους εἶναι ἐκτεθειμένος διὰ σέ. Ἀλλὰ δὲν δείχνει ὅσην ἔπρεπε προθυμίαν καὶ δὲν καταβάλλει ὄλον τὸν ἀπαιτούμενον κόπον; Τότε μάλιστα νὰ τὸν συμπαθήσης περισσότερον, διότι, ἐξ ἰδικής σου ἀφορμῆς, κινδυνεύει νὰ στερηθῆ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του.

 

Τὸ μεγαλύτερον κακὸν τῆς Ἐκκλησίας.

Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀγαποῦν νὰ φιλονεικοῦν καὶ νὰ παρακούουν εἰς τοὺς Ἱερεῖς. Φυγαδεύεται τοιουτοτρόπως ἡ αἰδὼς καὶ ὁ σεβασμὸς τοῦ λαοῦ πρὸς τοὺς ἄρχοντας τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ εἰσέλθη εἰς αὐτὴν ἡ ἀνυποταξία καὶ ἡ ἀναρχία. Καὶ τοῦτο εἶναι τὸ κύριον αἴτιον ὅλων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κακῶν. Αὐτὸ θὰ σᾶς ἐπαναλάβω καὶ πάλιν πείθεσθε τοὶς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Δὲν τὸ κάμνω δὲ χάριν τῶν Ἱερέων, ἀλλὰ πρὸς χάριν ἰδικήν σας. Ὅποιος τιμᾶ τὸν ἱερέα, θὰ τιμήση καὶ τὸν Θεόν. Ὅποιος ἐσυνήθισε νὰ καταφρονῆ τοὺς ἱερεῖς, θὰ φθάση καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτὸ εἶπεν ὁ Χριστός, ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται. Διὰ τοῦτο ἡ Σοφία Σειρὰχ παραγγέλει: τοὺς ἱερεῖς ἐντίμως ἔχε. Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι κατεφρόνησαν τὸν Μωυσην, δὲν ἐδυσκολεύθησαν νὰ καταφρονήσουν καὶ τὸν Θεόν.

 

Διατὶ δὲν δικαιοῦσαι νὰ κρίνεις τὸν ἱερέα.

Ἀλλὰ λέγεις: Δὲν ἔχω, λοιπόν, ἐγὼ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνω τὸν ἱερέα; Ὄχι, δὲν δικαιοῦσαι,.Ἐὰν οἱ λαϊκοὶ εἶχον τὸ δικαίωμα νὰ ἐρευνοῦν τὸν βίον καὶ τὴν πολιτείαν τῶν πνευματικῶν τῶν ποιμένων, διὰ νὰ ἀποφασίζουν ἂν πρέπη νὰ πειθαρχοῦν εἰς αὐτοὺς ἢ νὰ ἀνταρτεύουν, τότε, οἱ ἀρχόμενοι θὰ ἔθεταν τὸν ἑαυτὸν τῶν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸ πᾶν θὰ ἐγίνετο ἄνω κάτω, θὰ ἤσαν ἄνω τὰ πόδια καὶ κάτω ἡ κεφαλή. Ἢ δὲν ἀκούεις τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος λέγει: μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε; (Μάτθ. Ζ’ 1), καὶ τὸν Παῦλον, ὁ ὁποῖος μας φωνάζει, Σὺ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; (Ρώμ. ΙΔ’ 10). Ἐὰν τὸν ἀδελφόν σου ἔχεις καθῆκον νὰ μὴ κρίνης, πολὺ περισσότερον ὀφείλης ν’ ἀπέχης ἀπὸ τοῦ νὰ κρίνης τὸν ἱερέα. Ὁ Θεός σου τὸ ἀπαγορεύει. Πῶς τὸ τολμᾶς ἐσύ;

Ὕστερον ἀπὸ τὴν μοσχοποιΐαν εἰς τὴν ἔρημον οἱ περὶ τὸν Κορὲ καὶ τὸν Δαθᾶν καὶ τὸν Ἀβειρῶν ἐπανεστάτησαν κατὰ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρῶν. Τί ἔγινε τότε; ὁ Θεὸς τοὺς κατέστρεψε. Ὁ καθείς, λοιπόν, ἂς κοιτάζη τὰ ἰδικά του.

 

Διὰ τᾶς διαφόρους αἰτιάσεις κατὰ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἱερέως.

Ἀλλὰ δὲν δίδει ὁ ἐπίσκοπος, δὲν δίδει ὁ ἱερεὺς πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ φρονεῖς, ὡς λέγεις, ὅτι δὲν διοικοῦν καλά. Σ’ ἐρωτῶ καὶ ἐγώ: Εἶσαι ἀπολύτως βέβαιος περὶ τούτου; Ἔχεις ἐξακριβώσει τὰ πράγματα, ὥστε νὰ μή σου μένη καμμιὰ ἀμφιβολία; Διατί, λοιπόν, μέμφεσαι; Φοβήσου τᾶς εὐθύνας. Καὶ ὀφείλεις νὰ μὴ λησμονὴς ὅτι πολλὰ οἱ ἄνθρωποι τὰ κρίνουν μὲ τᾶς ὑποψίας τῶν ἢ παρασυρόμενοι εὐκολόπιστα ἀπὸ τᾶς ὑποψίας καὶ τᾶς σπερμολογίας τῶν ἄλλων. Σύ, λοιπόν, μιμήσου τὸν Θεόν. Ἄκουε τὸν, ὅπου λέγει: Καταβᾶς δέομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν συντελοῦνται (Γέν. ΙΗ’ 21). Ἠθέλησε νὰ μᾶς διδάξη διὰ τούτου ὅτι ἀκόμη καὶ φωνὴ ὁλοκλήρου λαοῦ ἠμπορεῖ νὰ εἶναι πεπλανημένη καὶ ἄδικος.

 

Ἐπὶ τέλους περίμενε τὸν Κριτήν.

Ἐξήτασες ὅμως ἐπιμελέστατα καὶ ἐπληροφορήθης ἀκριβέστατα καὶ ἔχεις πεισθῆ πλέον τελείως; Καί, ἂν τυχὸν τοιουτοτρόπως εἶναι τὸ πράγμα, τὸ καθῆκον σου καὶ πάλιν εἶναι νὰ περιμένης τὸν Κριτὴν καὶ νὰ μὴ σπεύδης καὶ ἁρπάζης τὴν θέσιν τοῦ Χριστοῦ. Εἰς Ἐκεῖνον ἀνήκει ἡ κρίσις, ὄχι εἰς ἐσέ. Σὺ εἶσαι ὑπήκοος, ὄχι Κύριος. Καὶ δὲν σοῦ ἁρμόζει νὰ σφετερίζεσαι δικαιώματα, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν εἰς τὴν ἀνωτέραν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰς τὸν Θεόν.

 

Διὰ τοὺς φρονοῦντας ὅτι αὐτοὶ εἶναι καλύτεροι ἀπὸ τὸν ἱερέα.

Ἂλλ’ ὁ ἱερεύς, λέγει, ὀφείλει νὰ εἶναι καλύτερός μου. Ὥστε εἶσαι πεπεισμένος ὅτι σὺ εἶσαι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἱερέα! Ἂς ὑποθέσωμεν ὅτι εἶσαι πράγματι. Λησμονεῖς ὅμως ὅτι, ὅποιος καυχᾶται διὰ τὴν ἀρετήν του, ἔχασε κάθε ἀξιομισθίαν! Νομίζεις ὅτι εἶσαι καλύτερος! Καὶ δὲν στενάζεις, λοιπόν, καὶ δὲν κτυπᾶς τὸ στῆθος σου καὶ δὲν κύπτεις κάτω καὶ δὲν μιμεῖσαι τὸν τελώνην; Τότε, ταλαίπωρε, κατέστρεψες τὸν ἑαυτόν σου, ἔστω καὶ ἂν ἤσουν ἀληθινὰ καλύτερος!

Εἶσαι καλύτερος; Σιώπα, διὰ νὰ μείνης τοιοῦτος. Ἐὰν τὸ εἴπης, ἔχασες τὸ πᾶν! Καὶ δὲν ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴ τὸ εἴπης, Δὲν πρέπει οὔτε ἡ ἰδέα νὰ σοῦ πέραση ὅτι εἶσαι καλύτερος. Ἐνώπιόν του θεοῦ κερδίζει ὅποιος φρονεῖ ὅτι εἶναι δυνατὸν ὅλοι οἱ ἄλλοι νὰ εἶναι καλύτεροί του. Τί ἦτο χειρότερον ἀπὸ τὸν τελώνην; Καὶ ὅμως, μόνον μὲ τὸ νὰ εἴπη ὁ φαρισαῖος ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οὗτος ὁ τελώνης, τὰ ἔχασε ὅλα! Σὺ λέγεις περὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου ὅτι δὲν εἶσαι ὡς οὗτος ὁ ἱερεύς! Δυστυχῆ! Ἔχασες κάθε ἀρετήν σου, μὲ τὴν καύχησιν ἂφ’ ἑνός, μὲ τὴν κατάκρισιν ἐξ ἄλλου.

 

Ὑπὲρ τοῦ μὴ καταλαλεὶν τὸν ἱερέα.

Ἂς μὴ καταλαλῶμεν, λοιπόν, παρακαλῶ, τοὺς ἱερεῖς, καὶ ἂς μὴ γινώμεθα αὐστηροὶ ἐξετασταὶ τῶν διὰ νὰ μὴ ζημιώνωμεν τοὺς ἑαυτούς μας. Μὴ λησμονὴς ὅτι ἱερεὺς σὲ ἐβάπτισε καὶ σ’ ἔκαμε χριστιανὸν καὶ ὅτι πρὸς τοὺς ἱερεῖς – τοὺς πνευματικούς μας πατέρας – ὀφείλομεν ὄχι ὀλιγώτερον σεβασμὸν ἀπὸ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον χρεωστοῦμεν πρὸς τοὺς σωματικοὺς γονεῖς μας.

Σεβάσου, λοιπόν, τὸν ἱερέα, διότι αὐτὸς κάθε ἡμέραν διακονεῖ καὶ δι’ ἐσέ. Δι’ ἐσὲ μεταβαίνει εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναγινώσκει τᾶς Γραφᾶς. Δι’ σὲ εὔχεται καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸν καὶ τὸν καθικετεύει.

Διὰ σέ, ὅπως καὶ διὰ τὸν λοιπὸν λαόν, εἶναι ὅλη ἡ ἱερατική του διακονία. Σεβάσου, λοιπόν, ὅλα αὐτά, τήρει τὰ πάντοτε εἰς τὸν νοῦν σου καὶ ἔχε τὴν φρόνησιν καὶ τὴν εὐγένειαν νὰ φέρεσαι πρὸς τὸν ἱερέα μὲ εὐλάβειαν βαθυτάτην!

(Ἐκ τῆς Γ’ Πραγματείας τοῦ περὶ Ἱερωσύνης)
(Μετάφρασις Μιχ. Γαλανοῦ, 1926)
πηγή: Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *