Άνθρωπε στάσου δύο λεπτά και πρόσεξε και μένα,
θα σου μιλήσω συμβουλές που είναι χρήσιμες για σένα.

Με βλέπεις κόκκαλο γυμνό μα δίχως φαντασία,
και λες δεν ήμουν τίποτα δεν δίνεις σημασία.

Μα κάποτε στα χρόνια μου είχα κι’ εγώ το κάλλος,
και βάδιζα περήφανος σαν φουσκωμένος γάλος.

Κι’ είχα κι εγώ την δόξα σου σοφία του Σωκράτη,
του Ηρακλή την δύναμη φήμη πολύ στα Κράτη.

Εἶχα μαλλιὰ μεταξωτὰ καὶ μάγουλα σὰν μῆλο,
καὶ φρύδια ποὺ δὲν βρίσκονται σὰν τῆς ἐλιᾶς τὸ φύλλο.

Εἶχα καρδιὰ τοῦ λέοντος καὶ μπράτσα σιδερένια,
ἀκούραστα τὰ πόδια μου καὶ στήθη μαρμαρένια.

Εἶχα τὴν γλώσσα τ’ ἀηδονιοῦ μάτια μεγάλα μαῦρα,
καὶ μερικοί μου λέγανε ὅλα μαζὶ ποὺ τὰ ‘βρα.

Γι’ αὐτὸ χαιρόμουνα πολὺ πὼς ἤμουν γῆς ὁ φάρος,
καὶ μὲ τὸ νοῦ λογάριαζα πὼς δὲν ὑπάρχει χάρος.

Μὰ πότε, δὲν κατάλαβα, περάσανε τὰ χρόνια,
καὶ φύγανε τὰ νειάτα μου σὺν τοῦ Μαρτιοῦ τὰ χιόνια.

Τὸ γλέντι κι’ ὅλες οἱ χαρὲς περνοῦσαν τὸν ἀέρα,
κι’ ὅλη ἡ ζωή μου φάνηκε σὰ νὰ ‘τανε μιὰ μέρα.

Σὰν ἔνοιωσα γεράματα θυμᾶμαι τὰ παληά μου,
μοῦ φάνηκε παράξενο π’ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου.

Τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει,
κι’ ὁ νοῦς μου πὼς ἐγήρασα ἀκόμη δὲν πιστεύει.

Τὰ πόδια μου ἀδυνάτισαν τὰ χέρια δὲν κινοῦνται,
τὰ δόντια μου χαλάσανε κι’ αὐτὰ παραπονοῦνται.

Κατάλαβα τὸν θάνατο, σὲ λίγο τελειώνω,
καὶ τότε βάζω μιὰ φωνὴ μὲ κλάματα καὶ πόνο.

Ποιὸ μάγος φέρνει τὴν ζωὴ καὶ ποιὸ γιατρὸ νὰ πάρω,
καὶ ποιὸς μπορεῖ καὶ δύναται ποῦ νὰ νικᾶ τὸ χάρο;

Θὰ τοῦ χαρίσω κτήματα καὶ λίρες ὅσες θέλει,
ἀρκεῖ τοῦ χάρου τὸ σπαθὶ νὰ σπάσει καὶ τὰ βέλη.

Κανεὶς δὲν μ’ ἀποκρίθηκε, κανεὶς δὲν μοῦπε, ξέρει,
νὰ μοῦ γλυτώσει τὴν ζωὴ καὶ νειάτα νὰ μοῦ φέρει.

Λοιπὸν μιὰ μέρα τ’ Ἀπριλιοῦ χωρὶς νὰ περιμένω,
κάποιος κτυπᾶ τὴν πόρτα μου μὲ τρόπο ἀγριεμένο.

Ἦταν ψηλός, κατάμαυρος φωνάζω, τί νὰ κάνω;,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρόμαζέ μου λέει σήκ’ ἐπάνω.

Μοῦ ξέσχισε τὰ σπλάχνα μου καὶ πῆρε τὴν ψυχή μου,
καὶ ἀμέσως πᾶν τὰ πλούτη μου μαζὶ μὲ τὴν στολή μου.

Καὶ τώρα τὰ χωράφια μου ποὺ πᾶν καὶ τὰ παλάτια;
Τὰ ρόδινα τὰ μάγουλα ἡ γλώσσα καὶ τὰ μάτια;

Σκουλήκια φάγαν τὸ κορμὶ τὴν ὀμορφιὰ τὸ σῶμα,
ἀφοῦ μὲ λάσπη γίναμε γενίκαν πάλι χῶμα.

Οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς δὲν θέλω νὰ μὲ κλαῖνε,
θέλω κερί, μνημόσυνο, «Συγχώρηση» νὰ λένε.

Ὅπως μὲ βλέπεις ἄνθρωπε καὶ σὺ θὰ καταντήσεις,
γι’ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωήν, μὴ λὲς νὰ καζαντήσεις.

Ὅταν γηράσω, νὰ μὴ λές, θὰ κάνω καλοσύνες,
τότε θὰ πάω στὴν Ἐκκλησιά, πολλὲς ἐλεημοσύνες.

Ὁ χάρος εἶναι λαίμαργος δὲν ἔχει προθεσμία,
δὲν ἔχει φίλους γιὰ χαρές, ἐξαίρεση καμμία.

Παίρνει τὶς μάννες τῶν παιδιῶν λεβέντες ποὺ γλεντᾶνε,
ἀπὸ τὴν κούνια τὰ μωρὰ κοπέλλες ποὺ κεντᾶνε.

Νὰ σκέπτεσαι τὸ θάνατο ἑπτὰ φορὲς τὴν ὥρα,
ὑπῆρχαν κι ἄλλοι στὴν ζωή, μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα.

Σὲ κάθε βῆμα πρόσεξε τοῦ σατανᾶ τὸ βρόχι,
μὴν ἀδικήσεις ὀρφανούς, γυναῖκες χῆρες, ὄχι.

Πιστά τους νόμους φύλαγε, χωρὶς καμμιὰ προσθήκη,
τᾶς ἐντολᾶς τοῦ Μωϋσῆ τὴν Νέα Διαθήκη.

Νὰ μὴν δουλεύεις Κυριακὴ καὶ ἑορτὲς Ἁγίων,
νάχεις ἀμόλυντη ψυχὴ καὶ καθαρὸν τὸν βίον.

Νὰ μὴν κυττάζεις πονηρά, μὴ βλασφημεῖς τὰ Θεία,
νὰ δίδεις περιφρόνηση στοῦ σατανᾶ τὴ βία.

Τῆς μέρας τ’ ἁμαρτήματα καὶ πρὶν ὁ ἥλιος δύσει,
μὲ κάθε τρόπο τοῦ Θεοῦ νὰ τάχεις ὅλα σβύσει.

Ἐλεημοσύνη, προσευχή, ἀγάπη καὶ νηστεία,
αὐτὰ θὰ σώσουν τὴν ψυχὴ μὴ λὲς πὼς εἲν ἀστεία.

Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, κακὸ ποτὲ μὴ κάνεις,
γιατί ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σβύσεις, θὰ πεθάνεις.

Καὶ τώρα ἀναγνώστα μου τί σκέπτεσαι νὰ κάνεις;
Τὰ λόγια πού σου μίλησαν στὸ νοῦ σου νὰ τὰ βάνεις.

Γιατί αὐτοῦ ποὺ εἶσαι, ἤμουνα,
κι’ ἐδῶ ποὺ εἶμαι, θάρθεις.

(Μοναχός Βασίλειος)

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *