Εφευρετικός εἶναι γιὰ τὸ κακὸ ὁ νοερὸς προστάτης τῆς κακίας· ἱκανὸς ν’ ἀφαιρέσει εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ θεμέλια της ἀρετῆς ποὺ ἤδη κατατίθενται στὴν ψυχή, διὰ τῆς ἀνελπιστίας καὶ τῆς ἀπιστίας, ἀλλ’ ἐπίσης ἱκανὸς πάλι νὰ ἐπιτεθεῖ διὰ τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ραθυμίας ἐναντίον τῶν τοίχων τῆς οἰκίας τῆς ἀρετῆς, τὴν ὥρα ποὺ ἀνεγείρονται, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ κρημνίση διὰ τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς παραφροσύνης τὸν ὄροφο τῶν ἀγαθῶν ἔργων οἰκοδομημένον ἤδη. 

Ἀλλὰ κρατηθῆτε, μὴ πτοηθῆτε· διότι ὁ ἐπιμελὴς εἶναι εὐμηχανώτερος στὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ ἀρετὴ ἔχει περισσότερη ἰσχὺ γι’ ἀντιπαράταξη πρὸς τὴν κακία, ἀφοῦ διαθέτει τὴν ἄνωθεν χορηγία καὶ συμμαχία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν δυνάμενο τὰ πάντα καὶ ἐνδυναμώνοντα ἀπὸ ἀγαθότητα ὅλους τους ἐραστᾶς τῆς ἀρετῆς.

Ἔτσι ἡ ἀρετὴ ὄχι μόνο παραμένει ἀδιάσειστος ἀπὸ ποικίλα πονηρὰ μηχανήματα ποὺ παρασκευάζει ὁ Ἀντικείμενος, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ σηκώσει καὶ ἐπαναφέρη ὅσους ἔπεσαν στὸν βυθὸ τῶν κακῶν καὶ νὰ τοὺς προσαγάγη εὔκολα στὸν Θεὸ μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση.   

  1. Δείγμα δὲ καὶ διαρκῆς ἀπόδειξις εἶναι τοῦτο. Πραγματικὰ ὁ Τελώνης, ἐνῶ εἶναι τελώνης καί, μπορoύμε νὰ εἰποῦμε, ἐνῶ ζεῖ στὸν πυθμένα τῆς ἁμαρτίας, ἐλαφρώνεται ἁπλῶς, ἀφοῦ ἐκοινώνησε πρὸς τοὺς ἐναρέτως ζωντας μὲ μόνο τὸν λόγο, κι αὐτὸν σύντομο, ἀνυψώνεται καὶ ὑπερβαίνει κάθε κακία καί, δικαιωμένος ἀπὸ τὸν ἀδέκαστο κριτὴ τὸν ἴδιο, συγκαταλέγεται στὸ χορὸ τῶν δικαίων. 

Ἐὰν δὲ καὶ ὁ Φαρισαῖος γιὰ λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τοῦτο διότι εἶναι φαρισαῖος καὶ νομίζει ὅτι εἶναι κάποιος ἀφ’ ἐαυτοῦ, καὶ ὄχι διότι εἶναι πραγματικὰ δίκαιος· καταδικάζεται διότι ἐκφέρει αὐθάδη λόγια, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἐκεῖνα ποὺ παροργίζουν τὸν Θεὸ δὲν εἶναι λιγώτερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια.  

  1. Γιατί δὲ ἡ μὲν ταπείνωσις ἀνεβάζει στὸ ὕψος τῆς δικαιοσύνης, ἡ δὲ ὑπεροψία κατεβάζει πρὸς τὸν βυθὸ τῆς ἁμαρτίας; Διότι αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος, καὶ μάλιστα ἐνώπιόν του Θεοῦ, διακίως ἐγκαταλείπεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τὴν γνώμη ὅτι δὲν χρειάζεται τὴν βοήθειά του· αὐτὸς δὲ ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μηδαμινὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἀποβλέπει στὴν ἄνωθεν εὐσπλαγχνία, δικαίως ἐπιτυγχάνει τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ συμπάθεια καὶ βοήθεια καὶ χάρη· διότι λέγει, “ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στοὺς ταπεινοὺς δίδει χάρη”.
  1. Αποδεικνύοντας τοῦτο ὁ Κύριος μὲ παραβολὴ λέγει· “δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερό· ὁ ἕνας φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης”. 

Θέλοντας νὰ παραστήσει ἐναργὼς τὸ ἀπὸ τὴν ταπείνωση κέρδος καὶ τὴν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σὲ δύο ὅλους τους προσερχομένους στὸ ναό, μᾶλλον δὲ τοὺς ἀνερχομένους σ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι οἱ προσερχόμενοι γιὰ προσευχὴ στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ· διότι τέτοια εἶναι ἡ φύσις τῆς προσευχῆς· ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ὑπερβαίνοντας κάθε ἐπουράνιο, ὄνομα καὶ ὕψωμα καὶ ἀξίωμα, τὸν παρουσιάζει στὸν ἴδιο το Θεὸ τοῦ παντός. 

Ἄλλωστε καὶ ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος ναὸς εὑρισκόταν σὲ ὕψωμα, σὲ λόφο τῆς πόλεως. Ἐπάνω σ’ αὐτὸν τὸν λόφο, ὅταν κάποτε τὸ θανατικὸ ἀφάνιζε τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ Δαβὶδ εἶδε τὸν θανατηφόρο ἄγγελο νὰ κινεῖ τὴν ρομφαία κατὰ τῆς πόλεως, ἀνέβηκε ἐκεῖ καὶ οἰκοδόμησε θυσιαστήριο στὸν Κύριο· προσέφερε  στὸν Θεὸ θυσία καὶ ἐσταμάτησε ἡ φθορά. 

Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τύπο τῆς σωτηριώδους καὶ πνευματικῆς ἀναβάσεως κατὰ τὴν ἱερὰ προσευχὴ καὶ τοῦ δὶ’ αὐτῆς ἱλασμοῦ (διότι ὅλα ἐκεῖνα ἤσαν προτυπωτικὰ γιὰ τὴν σωτηρία μας), ἐὰν δὲ θέλης, καὶ τύπο τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία πραγματικὰ εὑρίσκεται ἐπάνω σε ὕψος, σὰν ἄλλος ἀγγελικὸς καὶ ὑπερκόσμιος χῶρος, ἐπάνω στὸν ὁποῖο, πρὸς ἐξιλασμὸν ὅλου του κόσμου, καταστροφὴ τοῦ θανάτου καὶ ἀφθονία ἀθάνατης ζωῆς, προσφέρεται ἄνω στὸν Θεὸ ἡ ἀναίμακτη, ἡ μεγάλη καὶ πραγματικὰ εὐπρόσδεκτη θυσία.  

  1. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν δὲν εἶπε, ὅτι δύο ἄνθρωποι “προσῆλθαν” στὸν ναό, ἀλλὰ “ἀνέβηκαν”  στὸν ναό. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ τώρα μερικοὶ πού, ἐρχόμενοι στὴν Ἐκκλησία, δὲν ἀνεβαίνουν αὐτοί, ἀλλὰ μᾶλλον καταρρίπτουν τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἰκονίζει τὸν οὐρανό· αὐτοὶ εἶναι ὅσοι προσέρχονται γιὰ χάρη συναναστροφῆς καὶ συνομιλίας μεταξύ των, καθὼς καὶ ὅσοι προσφέρουν καὶ ἀγοράζουν ψώνια· πραγματικὰ ὁμοιάζουν μεταξύ τους, ἀφοῦ δίδοντας αὐτοὶ μὲν ψώνια, ἐκεῖνοι δὲ λόγους, παίρνουν ἀντὶ αὐτῶν τὰ κατάλληλα. 

Αὐτοὺς ὁ Κύριος, ὅπως παλαιά τους ἐξέβαλε ἐντελῶς ἀπὸ τὸν ναὸ ἐκεῖνον, λέγοντάς τους, “ὁ οἶκος μου καλεῖται οἶκος προσευχῆς, σεῖς ὅμως τὸν κατεστήσατε σπήλαιο ληστῶν”, ἔτσι τοὺς ἐξέβαλε καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοὺς αὐτά, διότι δὲν ἀνεβαίνουν καθόλου στὸν ναό, ἔστω καὶ ἂν ἔρχονται καθημερινῶς.  

  1. Ο Φαρισαῖος πάντως καὶ ὁ Τελώνης ἀνέβηκαν στὸν ναό· διότι ἕνα σκοπὸ εἶχαν καὶ οἱ δύο, νὰ προσευχηθοῦν, ἂν καὶ ὁ Φαρισαῖος μετὰ τὴν ἄνοδο κατέρριψε τὸν ἑαυτό του, ἀνατρεπόμενος ἀπὸ τὸν τρόπο. Διότι ἦταν μὲν ὁ σκοπὸς τῆς ἀναβάσεώς των ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἀνέβηκαν νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλ’ ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς ἦταν ἀντίθετος. 

Ὁ ἕνας δηλαδὴ ἀνέβαινε συντετριμμένος καὶ ταπεινωμένος, διότι ἐδιδάχθηκε ἀπὸ τὸν ψαλμωδὸ προφήτη ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ περιφρονήσει μιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ὁ προφήτης λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικὰ ἀπὸ τὴν πείρα του, “ἐταπεινώθηκα, καὶ μ’ ἔσωσε ὁ Κύριος”. 

Καὶ τί περιορίζομαι στὸν προφήτη; Διότι ὁ Θεὸς τῶν προφητῶν πρὸς χάρη μᾶς ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ γενόμενος σᾶς ἐμᾶς, καθὼς λέγει ὁ ἀπόστολος, “γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε”. Ὁ δὲ Φαρισαῖος ἀνεβαίνει ὑπερβολικὰ φουσκωμένος καὶ ἀλαζονευόμενος, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ αὐτοδικαιωθεῖ· καὶ μάλιστα ἐνώπιόν του Θεοῦ, ἐμπρὸς στὸν ὁποῖο ὅλη ἡ δική μας δικαιοσύνη εἶναι σὰν ράκος ἐμμηνορροούσης· διότι δὲν ἄκουσε τὸν λέγοντα, “κάθε ὑπερόπτης εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιόν του Κυρίου”, καὶ “ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους”, καὶ “ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ αὐτοδικαιώνονται καὶ κατὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς εἶναι ἐπιστήμονες”.   

  1. Δεν τοὺς διεχώρισε μόνο το ἦθος ἀλλὰ καὶ ὁ τρόπος, ποὺ ἦταν διάφορος σ’ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὸ εἶδος τῆς προσευχῆς, ποὺ ἦταν ἐπίσης διπλό. Πραγματικὰ ἡ προσευχὴ δὲν εἴνακ θέμα δεήσεως μόνο, ἀλλὰ καὶ εὐχαριστίας.

Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς προσευχομένους ἀνεβαίνει στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ δοξάσει κι εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα ἔλαβε ἀπὸ αὐτόν, ὁ δὲ ἄλλος γιὰ νὰ ζητήσει ὅσα δὲν ἔλαβε ἀκόμη, μεταξύ των ὁποίων εἶναι καὶ ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἀμαρτάνοντας κάθε ὥρα στὶς ἡμέρες μας.

Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ὑποσχεσίς  τῶν ἀπὸ ἐμᾶς εὐσεβῶς προσφερομένων στὸν Θεὸ δὲν ὀνομάζεται  προσευχὴ ἀλλὰ εὐχή· καὶ τοῦτο τὸ ἐδήλωσε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, “κάμετε εὐχή, καὶ ἀποδώσετε τὴν στὸν Κύριο τὸν Θεό μας”, καὶ αὐτὸς ποὺ λέγει “καλύτερο εἶναι νὰ μὴ κάμεις εὐχή, παρὰ νὰ κάμεις καὶ νὰ μὴν τὴν ἐκτελέσεις”.

  1. Αλλά τὸ διπλὸ ἐκεῖνο εἶδος τῆς προσευχῆς ἔχει διπλὴ καὶ τὴν ἀχρείωση γιὰ τοὺς ἀπροσέκτους. Δηλαδὴ τὴν μὲν μία τὴν καθιστὰ ἀποτελεσματικὴ ὑπὲρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων προσευχὴ καὶ δέηση ἡ πίστις καὶ ἡ κατάνυξις μετὰ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ κακά, ἀνενεργὸ δὲ ἡ ἀπόγνωσις καὶ ἡ πώρωσις.

Τὴν ἄλλη τὴν κάμουν εὐπρόσδκετη εὐχαριστία γιὰ ὅσα ἔχομε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ ἀποφυγὴ ἐπάρσεως ἀπέναντι στοὺς στερουμένους, ἀπαράδεκτη δὲ ἡ ἔπαρσις γι’ αὐτά, σὰν νὰ ἀποκτήθηκαν μὲ ἰδικὴ μᾶς προσπάθεια καὶ γνώση, καὶ ἡ κατάκρισις ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν πράγματα.

Ὅτι δὲ εἶναι ἄρρωστος καὶ στὰ δύο αὐτὰ ὁ Φαρισαῖος, ἐλέγχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ λόγια του. Διότι, ἐνῶ ἀνέβηκε στὸν ναὸ γιὰ νὰ εὐχαριστήσει, ὄχι νὰ δεηθεῖ, μὲ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἀνέμιξε ἀφρόνως καὶ ἀθλίως ἔπαρση καὶ κατάκριση. Διότι, λέγει, ἀφοῦ ἐστάθηκε καθ’ ἐαυτόν, προσευχήθηκε τὰ ἑξῆς· “Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, ποὺ δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί”.

  1. Η στάσις τοῦ Φαρισαίου δὲν δηλώνει τὴν δουλικὴ παράσταση, ἀλλὰ τὴν ἀδιάντροπη ὑπεροψία ποὺ εἶναι ἀντίθετη πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ταπείνωση δὲν ἔχει τὸ θάρρος οὔτε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ὑψώσει πρὸς τὸν οὐρανό.

Εὐλόγως δὲ προσευχόταν καθ’ ἐαυτὸν ὁ Φαρισαῖος· διότι δὲν ἀνέβηκε πρὸς τὸν Θεό, ἂν καὶ δὲν ἀγνοοῦσε τὸν καθήμενο ἐπάνω στὰ Χερουβεὶμ καὶ ἐπιβλέποντα τὰ τελευταῖα σημεῖα τῶν ἀβύσσων.

Ἡ προσευχὴ τοῦ ἦταν ὡς ἑξῆς: Ἀφοῦ εἶπε “σ’ εὐχαριστῶ”, δὲν προσέθεσε, διότι ἀπὸ εὐσπλαγχνία, σὰν σὲ ἀσθενῆ ν’ ἀντιπαραταχθεῖ, μοῦ ἔδωσες δωρεὰν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ.

Διότι, ἀδελφοί, εἶναι ἀνδρεῖο κατὰ τὴν ψυχή, τὸ νὰ κατορθώσει κανείς, ἀφοῦ ἐπιάσθηκε στὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔπεσε στοὺς βρόχους τῆς ἁμαρτίας, νὰ διαφύγει μὲ τὴν μετάνοια. Γι’ αὐτὸ οἱ ὑποθέσεις μᾶς διευθύνονται ἀπὸ ἀνωτέρα πρόνοια καὶ πολλὲς φορές, ἐνῶ καταβάλλαμε μικρὴ ἢ καθόλου προσπάθεια, ἐμμείναμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀνώτεροι πολλῶν καὶ μεγάλων παθημάτων, ἀνακουφισθέντες ἀπὸ συμπάθεια λόγω τῆς ἀσθενείας μας.

Καὶ πρέπει νὰ ἀναγνωρίζουμε τὴν δωρεὰ καὶ νὰ ταπεινωνόμαστε ἐνώπιον αὐτοῦ ποὺ τὴν ἔκαμε, ἀλλὰ νὰ μὴν κομπάζωμε.

  1. Ο Φαρισαῖος ὅμως λέγει, “σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ”, ὄχι διότι ἔλαβα καμμιὰ βοήθεια ἀπὸ σένα, ἀλλὰ “διότι δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι”· σὰν νὰ διέθετε ἀφ’ ἐαυτοῦ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἱκανότητα τὸ προσὸν ὅτι δὲν ἦταν ἅρπαξ, μοιχὸς καὶ ἄδικος, ἂν φυσικά τα διέθετε κιόλας.

Δὲν ἐπρόσεχε πραγματικὰ στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἔβλεπε περισσότερο ὅλους τους ἄλλους παρὰ τὸν ἑαυτό του, κι ἐξουδενώνοντας ὅλους -ποιὰ παραφροσύνη -, ἕναν μόνο ἐθεωροῦσε δίκαιο καὶ σώφρονα, τὸν ἑαυτό του· “δὲν εἶμαι” λέγει, “ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης”.

Πόση μωρία, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοῦ εἰπεῖ. Καὶ ἂν ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ σένα εἶναι ἄδικοι καὶ ἅρπαγες , τότε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑφίσταται τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν κάκωση;

Τί συμβαίνει δὲ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τελώνη καὶ τὴν κατ’ ἐξοχὴν αὐτοῦ προσθήκη στὴ διήγηση; Ἀφοῦ εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ ὅλους δὲν ἔχει συμπεριληφθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους στὴν ἀπὸ σένα κοινὴ  καὶ θὰ ἐλέγαμε οἰκουμενικὴ κατάκριση; Ἢ ἔπρεπε αὐτὸς νὰ ὑποστεῖ διπλὴ καταδίκη, κρινόμενος ἀπὸ τοὺς φαρισαϊκοὺς ὀφθαλμούς σου, ἂν καὶ ἐστεκόταν μακριά σου; Ἄλλωστε ὅτι ἦταν ἄδικος, τὸ ἐγνώριζες, ἀφοῦ ἦταν φανερὰ τελώνης, ὅτι ὅμως ἦταν μοιχός, ἀπὸ ποῦ τὸ ἐγνώριζες; Ἢ μήπως δικαιούσαι  νὰ τὸν ἀδικεῖς καὶ νὰ τὸν προπηλακίζεις, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀδικοῦσε ἄλλους; Δὲν εἶναι ἔτσι, δὲν εἶναι·  ἀλλ’ αὐτὸς μὲν βαστάζοντας μὲ ταπεινὸ φρόνημα τὴν ὑπερήφανη κατηγορία σου καὶ προσφέροντας στὸν Θεὸ μὲ αὐτομεμψία τὴν ἱκεσία, θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὸν τῆς καταδίκης, δικαίως δὶ’ ὅσα ἀδίκησε, ἐσὺ δὲ θὰ καταδικασθεῖς δικαίως, διότι κατηγορεῖς ὑπεροπτικῶς ἐκεῖνον καὶ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ ἀπὸ ὅλους μόνο τὸν ἑαυτό σου δικαιώνεις. “Δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί”.

  1. Αυτά τὰ λόγια ἀποδεικνύουν τὴν ὑπεροψία τοῦ Φαρισαίου καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς ὅλους τους  ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ τὸ ψευδολόγο τῆς συνειδήσεώς του· διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐξουθενώνει σαφῶς ὅλους μαζί τους ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀποδίδει τὴν ἀποφυγὴ τῶν κακῶν ὄχι στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν ἰδική του.

Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο εὐχαριστεῖ εἶναι αὐτός· ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀκόλαστοι καὶ ἄδικοι καὶ ἅρπαγες, ὡσὰν ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἀξίωσε κανένα ἄλλον πλὴν αὐτοῦνα τοῦ παράσχει τὴν ἀρετή.

Ἀλλ’ ἂν ὅλοι ἤσαν τέτοιοι, ἔπρεπε σὲ ὅλους αὐτοὺς νὰ εὐρίσκωνται ἐμπρός των πρὸς διαρπαγὴ τὰ ἀγαθά του Φαρισαίου τούτου. Δὲν φαίνεται ὅμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αὐτός, “νηστεύω δυὸ φορὲς τὸ Σάββατο, δίνω τὸ δεκατοαπὸ ὅλα ὅσα ἀποκτῶ”. Δὲν λέγει ὅτι δίνει τὸ δέκατο ἀπὸ ὅσα κατέχει, ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα ἀποκτᾶ, δηλώνοντας μὲ αὐτὸ τὶς προσθῆκες καὶ ἐπαυξήσεις τῆς περιουσίας του.

Ἑπομένως εἶχε μὲν ὅσα κατεῖχε, προσελάμβανε δὲ ἀνεμποδίστως ὅσα μποροῦσε. Πῶς λοιπὸν ὅλοι οἱ ἀνθρωποι  πλὴν αὐτοῦ ἅρπαζαν καὶ ἀδικοῦσαν; Τόσο αὐτοέλεγκτο καὶ αὐτεπίβουλο πράγμα εἶναι ἡ κακία! Τόσο πολὺ ἀναμικτο μὲ τὴν παραφροσύνη εἶναι πάντοτε τὸ ψεῦδος!                           

  1. Την μὲν ἀποδεκάτιση τῶν εἰσοδημάτων τοῦ προέβαλλε γιὰ ν’ ἀποδείξει πλήρως τὴν δικαιοσύνη του· διότι πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἅρπαξ τῶν ξένων ἀγαθῶν αὐτὸς ποῦ ἀποδεκατίζει τὰ δικά του; Τὴν δὲ νηστεία προέβαλλε γιὰ τὴν ἐπίδειξη τῆς σωφροσύνης· διότι ἡ νηστεία εἶναι πρόξενος τῆς ἁγνείας. 

Ἔστω λοιπόν, εἶναι σώφρων καὶ δίκαιος, ἂν δὲ θέλεις καὶ σοφὸς καὶ νουνεχῆςκαι ἀνδρεῖος καὶ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο· ἂν μὲν τὸ ἀπέκτησες ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδῶς στὸ σχῆμα τῆς προσευχῆς κι ἀνεβαίνεις στὸν ναὸ καὶ λέγεις ματαίως ὅτι προσφέρεις εὐχαριστία; 

Ἂν δὲ τὸ ἀπέκτησες ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν τὸ ἔλαβες γιὰ νὰ κομπάζεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐνεργεῖς πρὸς οἰκοδομῆ τῶν ἄλλων σὲ δόξα αὐτοῦ ποὺ τὸ ἔδωσε. Ἔπρεπε λοιπὸν πραγματικὰ νὰ χαίρεσαι μὲ ταπείνωσι καὶ νὰ προσφέρεις εὐχαριστίες, καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔδωσε καὶ σ’ αὐτοὺς χάριν τῶν ὁποίων τὸ ἔλαβες· διότι ἡ λαμπάδα παίρνει τὸ φῶς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ γιὰ τοὺς βλέποντας. 

Σάββατο δὲ ὀνομάζει ὁ Φαρισαῖος ὄχι τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, ἀλλὰ τὴν ἑβδομάδα ἡμερῶν, στὶς δύο ἀπὸ τὶς ὁποῖες νηστεύει, ὅπως μεγαλαυχεῖ, ἀγνοώντας ὅτι αὐτὲς μὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἀρετές, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια εἶναι δαιμονική. Γι’ αὐτό, ὅταν συζευχθεῖ μὲ αὐτές, τὶς ἀχρηστεύει καὶ τὶς συγκαταρρίπτει, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀληθινές· πόσο μᾶλλον ἂν εἶναι κίβδηλες.

  1. Αυτά εἶπε ὁ Φαρισαῖος. «Ὁ δὲ Τελώνης, στεκόμενος ἀπόμακρα, δὲν ἤθελε οὔτε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανό, ἀλλ’ ἐκτυποῦσε τὸ στῆθος τοῦ λέγοντας· Θεέ, εὐσπλαγχνίσου μὲ τὸν ἁμαρτωλό». Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ αὐτομεμψία; Βλέπετε τὴν ἄκρα συστολὴ τῆς διανοίας καὶ τῶν αἰσθήσεων, συγχρόνως δὲ καὶ τὴν συντριβὴ τῆς καρδίας ἀναμεμιγμένες μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη τούτου; Διότι ὅταν ἀνέβηκε στὸ ναό, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ὑπὲρ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων του, ἔφερε μαζί του καλὰ ἐφόδια μεσιτευτικᾶ πρὸς τὸν Θεό, τὴν ἄκαταισχυντη πίστι, τὴν ἄκα-τάκριτη αὐτομεμψία, τὴν ἀκαταφρόνητη συντριβὴ τῆς καρδίας, τὴν ἐξυψωτικὴ ταπείνωσι. Συνεδύασε δὲ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσοχὴ ἄριστα. Διότι, λέγει, «ὁ Τελώνης αὐτὸς στεκόμενος ἀπόμακρα». Δὲν εἶπε ‘σταθεῖς’, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου, ἀλλὰ «ἐστῶς», δηλώνοντας μὲ αὐτὸ τὴν ἐπὶ πολὺ παράταση τῆς στάσεως, μαζὶ δὲ καὶ τὸ ἐπίμονό της δεήσεως καὶ τῶν ἱκετευτικῶν λόγων· διότι, χωρὶς νὰ προβάλει οὔτε νὰ διανοηθεῖ τίποτε ἄλλο, ἐπρόσεχε μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό, περιστρέφοντας στὸν ἑαυτό της καὶ πολλαπλασιάζοντας μόνην τὴν μονολόγιστη δέησι, ποὺ εἶναι τὸ ἀποτελεσματικώτερο εἶδος προσευχῆς.
  1. «Στεκόμενος λοιπὸν ὁ Τελώνης ἀπόμακρα, λέγει, δὲν ἤθελε οὔτε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανό». Αὐτὴ ἡ στάσις ἦταν συγχρόνως καὶ στάσις καὶ ὑποκυψις, καὶ δεῖγμα ὄχι μόνο εὐτελοῦς δούλου, ἀλλὰ καὶ καταδίκου. Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὴν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχή, ποὺ εἶναι μὲν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν ἔχει ἀκόμη τὴν πρὸς αὐτὸν παρρησία διὰ τῶν ἔργων, ἀλλ’ ἐλπίζει νὰ ἐγγίσει τὸν Θεό, λόγω τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ τῆς ἀγαθῆς ἤδη προθέσεώς της.

Στεκόμενος λοιπὸν ἔτσι ἀπόμακρα ὁ Τελώνης δὲν ἤθελε οὔτε τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό, ἐπιδεικνύοντας μὲ τὸν τρόπο καὶ τὸ σχῆμα τὴν αὐτοκατάκρισι καὶ αὐτομεμψία του· διότι ἐθεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάξιον καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἐπιγείου ναοῦ. Γι’ αὐτὸ τοῦ μὲν ναοῦ ἐστεκόταν στὰ πρόθυρα, πρὸς τὸν οὐρανὸ δὲ δὲν ἐτολμοῦσε οὔτε ν’ ἀτενίσει, πόσο μᾶλλον πρὸς τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ- ἀλλὰ κτυπώντας τὸ στῆθος του ἀπὸ τὴν σφοδρὰ κατάνυξι καὶ παριστώντας ἔτσι τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιον τιμωρίας, ἀναπέμποντας ἀπὸ ἐκεῖ βαρυπενθῆς τοὺς στεναγμοὺς καὶ κλίνοντας σὰν κατάδικος τὴν κεφαλή, ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἁμαρτωλὸ κι ἐζητοῦσε μὲ πίστη τὸν ἱλασμό, λέγοντας· «Θεέ, εὐσπλαγχνίσου μὲ τὸν ἁμαρτωλό». Διότι ἐπίστευσε στὸν λέγοντα, «ἐπιστρέψετε πρὸς ἐμένα καὶ ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω πρός σας», καὶ στὸν προφήτη ποὺ διεβεβαίωσε, «εἶπα, θὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Κύριο τὴν ἀνομία μου ἐναντίον μου, καὶ σὺ ἄφησες τὴν ἀσέβεια τῆς καρδίας μου».

  1. Τι συνέβηκε λοιπὸν ἔπειτα ἀπὸ αὐτά; «Κατέβηκε αὐτὸς δικαιωμένος», λέγει ὁ Κύριος, «καὶ ὄχι ἐκεῖνος· διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, ἐνῶ ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ». Πραγματικά, ὅπως ὁ Διάβολος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ ἰδιαίτερο κακό του, γι’ αὐτὸ καὶ συναπτομένη μὲ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἀρετὴ τὴν νικᾶ καὶ τὴν καταρρίπτει, ἔτσι ἡ ταπείνωσις ἐνώπιόν του Θεοῦ εἶναι ἀρετὴ τῶν ἀγαθῶν ἀγγέλων καὶ νικᾶ κάθε ἀνθρώπινη κακία ποὺ ἐπέρχεται στὸν πταίστη. Διότι ἡ ταπείνωσις εἶναι ὄχημα τῆς ἀναβάσεως πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ἐκεῖνα τὰ σύννεφα, ποὺ πρόκειται ν’ ἀνυψώσουν πρὸς τὸν Θεὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ μείνουν σὲ ἀπείρους αἰῶνες μαζὶ μὲ τὸν Θεό, καθὼς προεφήτευσε ὁ ἀπόστολος, λέγοντας, «θ’ ἁρπαγοῦμε στὰ σύννεφα γιὰ συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα, κι ἔτσι θὰ εἴμαστε πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο». Ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι ἡ νεφέλη, εἶναι καὶ ἡ ταπείνωσις, ποὺ συστήνεται διὰ μετανοίας καὶ ἀφήνει ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ρυάκια μὲ δάκρυα, ἐξάγει τοὺς ἀξίους ἀπὸ τὰ ἀνάξια, τοὺς ἀνεβάζει καὶ τοὺς συνάπτει μὲ τὸν Θεό, δικαιωμένους δωρεὰν λόγω τῆς εὐγνώμονος προαιρέσεως.
  1. Και ὁ μὲν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τὰ ξένα πράγματα, ἀλλ’ ἔπειτα, ἐγκαταλείποντας τὴν διαστροφὴ καὶ μὴ δικαιώνοντας τὸν ἑαυτό του, ἐδικαιώθηκε, ὁ δὲ Φαρισαῖος, μὴ οἰκειοποιούμενος τὰ ἀνήκοντα σὲ ἄλλους, ἀλλὰ δικαιώνοντας τὸν ἑαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, ἐκεῖνοι ποὺ καὶ οἰκειοποιοῦνται τὰ ἀνήκοντα στοὺς ἄλλους καὶ ἐπιχειροῦν νὰ δικαιώσουν τοὺς ἑαυτούς των, τί θὰ πάθουν;
  1. Ἀλλ’ ἃς ἀφήσωμε τώρα αὐτούς, ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριος τους ἄφησε, ὡς μὴ πειθομένους μὲ τὰ λόγια. Μερικὲς φορὲς ὅμως καὶ ἐμεῖς ὅταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, καὶ ἴσως νομίζομε ὅτι θὰ κερδίσωμε τὴν δικαίωσι τοῦ Τελώνη. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι· διότι πρέπει νὰ προσέχωμε τοῦτο, ὅτι ὁ Τελώνης, καταφρονούμενος ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο κατὰ πρόσωπο καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καταφρονοῦσε κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο μὴ ἀντιλέγοντας ἀλλὰ καὶ συνηγορώντας πρὸς ἐκεῖνον ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ του.
  1. Όταν λοιπὸν καὶ σὺ ἀφήσεις τὴν κακία, δὲν ἀντιλέγεις δὲ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν καταφρονοῦν καὶ τὴν λοιδοροῦν, ἀλλὰ καταδικάζοντας καὶ σὺ τὸν ἑαυτό σου ὡς κακοήθη, καταφεύγεις μὲ κατάνυξι διὰ τῆς προσευχῆς πρὸς τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μόνο, γνώριζε ὅτι εἶσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοὶ βέβαια λέγουν τοὺς ἑαυτοὺς τῶν ἁμαρτωλούς, καὶ τὸ λέγομε καὶ τὸ νομίζομε ἐπίσης κι ἐμεῖς· ἀλλὰ ἡ καταφρόνησις εἶναι ποὺ δοκιμάζει τὴν καρδιά. Ὅπως δηλαδὴ ὁ μεγάλος Παῦλος εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν φαρισαϊκὴ μεγαλαυχία, ἂν καὶ ἔγραφε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γλωσσολαλιὰ στὴν Κόρινθο, «εὐχαριστῶ τὸν Θεό μου ποὺ λαλῶ γλῶσσες περισσότερο ἀπὸ ὅλους σας» (γράφει αὐτὰ τὰ πράγματα αὐτὸς ποὺ ἀλλοῦ δηλώνει ὅτι εἶναι περικάθαρμα ὅλων των ἀνθρώπων, γιὰ νὰ συγκρατήσει τὸ φρόνημα ἐκείνων ποὺ ἐπαίρονται ἐναντίον αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν τὸ χάρισμα)· ὅπως λοιπὸν ὁ Παῦλος, γράφοντας ἐκεῖνα, εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν φαρισαϊκὴ μεγαλαυχία, ἔτσι εἶναι καὶ τὸ νὰ λέγει κανεὶς τὰ λόγια τοῦ Τελώνη καὶ νὰ ταπεινολογεῖ σὰν ἐκεῖνον, ἀλλὰ νὰ μὴ δικαιωθεῖ καθὼς ἐκεῖνος· διότι πρέπει μὲ τὰ τελωνικὰ λόγια νὰ συνυπάρχει καὶ ἡ μετάθεσις ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ ἡ ψυχικὴ διάθεσις, ἡ κατάνυξις καὶ ἡ ὑπομονὴ ἐκείνου. Καὶ ὁ Δαβὶδ ἔδειξε ἐμπράκτως ὅτι πρέπει, αὐτὸς ποὺ κρίνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔνοχο ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ μετανοεῖ, νὰ θεωρεῖ δικαία καὶ ὑποφερτὴ τὴν σὲ βάρος τοῦ ὕβρη καὶ ἀτιμία ἀπὸ ἄλλους. Διότι μετὰ τὴν ἁμαρτία του, ὅταν ἤκουε προσβλητικοὺς λόγους ἀπὸ τὸν Σεμεεῖ, ἔλεγε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἤθελαν ν’ ἀντιδράσουν «ἀφῆστε τὸν νὰ μὲ κακολογεῖ, διότι ὁ Κύριος του εἶπε νὰ κακολογήσει τὸν Δαβίδ», λέγοντας ὅτι ἡ συγχώρησις ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἁμαρτία εἶναι πρόσταγμα ἐκείνου, ἂν καὶ ὁ Δαβὶδ ἐπάλαιε τότε μὲ δεινὴ καὶ μεγάλη συμφορά, ἀφοῦ μόλις προσφάτως εἶχε ἐπαναστατήσει ἐναντίον τοῦ ὁ Ἀβεσσαλώμ.
  1. Τότε μάλιστα, ἐγκαταλείποντας μὲ ἀφόρητη ὀδύνη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν φεύγοντας ἔφθασε στὶς ὑπώρειες τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, συνάντησε ὡς προσθήκη τῆς συμφορᾶς τὸν Σεμεεῖ. Ὁ Σεμεεῖ ἔρριπτε ἐναντίον τοῦ λίθους, τὸν κακολογοῦσε ἀσταμάτητα καὶ τὸν ὕβριζε ἀναιδῶς· τὸν ἀποκαλοῦσε ἄνδρα αἱμοβόρο καὶ παράνομο, ἐπαναφέροντας στὴ μνήμη τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Βηρσαβεὲ καὶ τὸν Οὐρία ἔγκλημα πρὸς ὀνειδισμὸ τοῦ βασιλέως. Καὶ δὲν τὸν ἄφησε ἀφοῦ καταράσθηκε μιὰ καὶ δυὸ φορές, καὶ ἔρριπτε ἐναντίον τοῦ λίθους καὶ μὲ λόγια πληκτικώτερα ἀπὸ τοὺς λίθους· ἀλλά, λέγει, προχωροῦσε ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ μαζί του, ἐνῶ ὁ Σεμεεῖ ἐβάδιζε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ὅρους πλησίον του βασιλέως, καταρώμενος τὸν καὶ ρίπτοντας λίθους ἀπὸ τὰ πλάγια, καὶ πασπαλίζοντας τὸν μὲ χῶμα. Καὶ δὲν ἐστερεῖτο ἀνθρώπων ποὺ θὰ τὸν ἐμπόδιζαν ὁ βασιλεύς. Ὁ Ἀβεσσὰ λοιπὸν ὁ στρατηγός, μὴ ἀντέχοντας, εἶπε πρὸς τὸν Δαβίδ· «γιατί καταρᾶται αὐτὸς ὁ ψόφιος σκύλος τὸν κύριό μου τὸν βασιλέα; Θὰ μεταβῶ λοιπὸν νὰ τοῦ κάψω τὸ κεφάλι». Ὁ βασιλεὺς ὅμως συνεκράτησε αὐτὸν καὶ ὅλους τους ἄνδρες του, λέγοντας πρὸς αὐτούς· «ἀφῆστε τὸν, γιὰ νὰ ἰδεῖ ὁ Κύριος τὴν ταπείνωσή μου καὶ μοῦ ἀνταποδώσει ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ».
  1. Αὐτὸ τὸ πράγμα καὶ τότε μὲν ἐτελέσθηκε καὶ ἐπραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δὲ καὶ μὲ τὴν παραβολὴ γι’ αὐτὸν τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο τελούμενο πάντοτε ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη. Διότι αὐτὸς ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀληθινὰ ὑπεύθυνό της αἰωνίου κολάσεως, πὼς δὲν θὰ ὑπομείνει γενναίως, ὄχι μόνο ἀτιμία, ἀλλὰ καὶ ζημία καὶ νόσο, καὶ κάθε δυσπραγία καὶ κακοπάθεια γενικῶς; Αὐτὸς δὲ ποὺ δεικνύει τέτοια ὑπομονή, ὡς χρεώστης καὶ ἔνοχος, μὲ ἐλαφρότερη, πρόσκαιρη καὶ διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται ἀπὸ τὴν πραγματικὰ βαρειὰ ἐκείνη καὶ ἀφόρητη καὶ ἀτελείωτη τιμωρία· μερικὲς φορὲς δὲ λυτρώνεται καὶ ἀπὸ τὰ τώρα βασανίζοντα δεινά, καθὼς ἡ θεία χρηστότης λαμβάνει ἀρχὴ ἀπὸ ἐδῶ σὰν νὰ χρεωστεῖται λόγω τῆς ὑπομονῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς παιδευομένους ἀπὸ τὸν Κύριο εἶπε· «θὰ ὑπομείνω τὴν παίδευση ἀπὸ τὸν Κύριο, διότι ἠμάρτησα σ’ αὐτόν»”.
  1. Εἴθε κι’ ἐμεῖς, παιδευόμενοι μ’ εὐσπλαγχνία, ἀλλ’ ὄχι μὲ ὀργὴ καὶ θυμὸ Κυρίου, νὰ μὴ καταβληθοῦμε ἀπὸ τὴν τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὸν ψαλμωδὸ στὸ τέλος ν’ ἀνορθωθοῦμε, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἁρμόζει δόξα, δύναμις, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

πηγή