Τὸ περιεχόμενον τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου ἀποτελεῖ κάτι σαν προγύμνασμα καὶ προετοιμασία, γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ πλησιάσουν τὴν ἱερὰ ταπείνωση, ποὺ περιέχεται σὲ ὅλες τὶς ἀρετές, ἐπάνω στὶς ὁποῖες στηρίζεται πράγματι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θεομίσητον ἀλαζονείαν, ἡ ὁποία ἀποτρέπει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ κάθε φιλόχριστον ἀρετή. Ποῖος λοιπὸν δὲν θὰ ποθήση νὰ μιμηθῆ τὸν τελώνην καὶ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τὴν μετάνοιάν του, καὶ δὲν θὰ ἀποστραφῆ τὴν ἔπαρση τοῦ Φαρισαίου, ἀφοῦ ἡ μὲν ταπείνωσις συνδέεται μὲ τὸν Χριστόν, ἡ δὲ ἀλαζονεία μὲ τὸν ὑπερήφανον δαίμονα;

Ἡ ἀλαζονεία εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία αὐτὴ ποὺ ἔκανε τὸν πρώτον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ ἑωσφόρος, διάβολον. Αὐτὴ ἐξεδίωξε τὸν γενάρχην Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον. «Καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς». «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Αὐτὴ καταδικάζει τὸν Φαραώ: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός». Αὐτὴ κατέβαλε τὸν Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεῷ σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῶ μόνω λατρεύσεις», καὶ «οὐ ποιήσεις οὐδὲν ὁμοίωμα». Ἂν καὶ τοῦ ἑνὸς ἡ ἀρρώστια ἐθεραπεύθη, ἐνῶ τοῦ ἄλλου τὸ πάθος κατήντησεν ἕξις. Ἀληθῶς, πυρετὸς εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια ποὺ ἀδρανοποιεῖ τὴν εὐαισθησία τοῦ ἀρρώστου, ψυχασθένεια φοβερὰ ποὺ ἐρεθίζει τὸν ἄνθρωπο πρὸς πτῶσιν, ὑδρωπικία εἶναι, γεμάτη ἀπὸ ὑγρὸ καὶ ἀέρα. «Τὶς γὰρ ἀναβήσεται εἰς τὸ ὅρος Κυρίου; Ἀθῶος χερσὶ καὶ καθαρὸς τὴ καρδία, ὃς οὐκ ἔλαβε ἐπὶ ματαίω τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Τοιαύτη ἦταν ἡ ματαιότης καὶ ἡ ἀγερωχία τοῦ Τύρου, ποὺ ἀφαιρώντας του καὶ τὴν τελευταίαν ἰκμάδα χάριτος, τὸν ἄφησε σὰν ξηραμένην γῆ. Ὁπωσδήποτε τὸ γνωρίζετε αὐτὸ καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν πείρα. Ὁ ἀλαζὼν δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς τελειοποιητικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἄνυδρος καὶ ξηρός, ἀφοῦ τοῦ λείπει ἡ ζωτικὴ θερμότης καὶ ἡ ζωογόνος ὑγρασία. Σ’ αὐτόν, ὅπως στὸ ἀπογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει τὴν φωλιὰ του ὁ νυκτοκόρακας διάβολος.

Καὶ μὲ ἕνα λόγον, ἡ ταπείνωσις εἶναι τροφὸς τῶν ἀρετῶν, ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ κεφαλὴ τοῦ κάλλους τῆς χριστιανικῆς εὐσεβείας. Ἀφανισμὸς τῶν παθῶν, διατήρησις τῆς ὑγρασίας στὴν ρίζα τῆς πίστεως. Ἡ ταπείνωσις συνυπάρχει μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος διώκει τὴν ἀνομίαν, ὅπως εἶπαν καὶ ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Σολομῶν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου». Αὐτὴ κάνει τὸν Τελώνη κήρυκα τοῦ Πνεύματος, ἡ δὲ ἀλαζονεία κατασκευάζει τὸν Φαρισαῖον, τύμπανον κενὸ ποὺ ματαίως ἀλαλάζει. Ἀληθῶς σὰν τὰ ρόδια τῶν Σοδόμων εἶναι ὁ ὑποκριτής, πεπόνι ὄμορφον ἀπ’ ἔξω, ἀλλὰ ἐσωτερικῶς σάπιος καὶ ἄχαρος.

Αποτέλεσμα εικόνας για Τελώνου καί τοῦ ΦαρισαῖουἈνέβη στὸν ναὸν ὁ Τελώνης, καὶ μάλιστα ἀνέβη καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Ἀνέβη στὸν ναὸν ὁ Φαρισαῖος σωματικῶς, ὄχι ὅμως καὶ ψυχικῶς. Διότι ὁ μὲν ἕνας ἀνέβη κατεβαίνοντας ψυχικῶς μὲ τὴν ταπείνωση, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη ψυχικῶς ἀνεβαίνοντας μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ἕνας ἀνέβη μὲ «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ», κατὰ τὸν Δαυίδ, ἐπῆρε δηλαδὴ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισον, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη κατεβαίνοντας στὸν ἑωσφόρο, τὸν ἀρχηγὸν τῆς ὑπερηφανείας. Ὁ ἕνας ἀνέβη μὲ τὴν ἀνάβαση καὶ τὴν ἐπίδοση στὶς ἀρετές, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη ἀπὸ τὶς ἀρετές, καὶ ἀπὸ αὐτὲς ἐπέρασε στὶς κακίες.

Πολλοὶ ἔρχονται μέσα στὸν ναόν, ἀλλὰ λίγοι μετέχουν τῆς ἱερότητός του, διότι δὲν εἶναι ἄξιοι τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὁ ὑπερήφανος «οὐ μένει ἐν τῇ ἀγάπη, ὁ δὲ μὴ μένων ἐν τῇ ἀγάπη, ἐν τῷ Θεῶ οὐ μένει», κατὰ τὸν Ἰωάννην. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ παραμένει στὴν ἀγάπη, μένει στὸν Θεόν, καὶ ὁ Θεὸς σ’ αὐτόν, καὶ εἶναι ναὸς Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλον. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κυρίως εἰσέρχονται στὸν ἱερὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ ἰδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δὲ ὁ Θεὸς μόνον τοὺς νηπίους καὶ μικρούς, κατὰ τὸν μουσουργὸν Δαυίδ. Διότι «ὅπου ταπείνωσις, ἐκεῖ καὶ σοφία» κατὰ τὸν Σολομώντα. Σοφία πίστεως καὶ σοφία πράξεως.

Αὐτὴ ἡ σοφία ἔλειπε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ σὰν ὑποκριτὴς ποὺ εἶναι, εὐχαριστεῖ μόνον γιὰ τὰ ἐξωτερικὰ τὸν Θεόν, ἐσωτερικῶς δὲ γίνεται ἀχάριστος πρὸς τὸν Θεόν. Διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴν «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἐαυτόν». Ἦταν καλὸς ὁ λόγος «εὐχαριστῶ σοί», ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀπέδιδε τὴν ἀρετὴν στὸν ἐαυτόν του, ὅπως ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ ὁ Σεμεΐας καὶ ὁ Πέτρος. Σ’ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνεια εἶχε πέσει ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ Ἀδάμ. Ἐνόμιζε ὅμως πὼς ἔχει αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ ἂν τὸ εἶχε, τὸ ἔχασε μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει, ὀφείλει νὰ ὁμολογῆ ὅτι δὲν ἔχει, καὶ νὰ λέγη: «Ἀχρεῖος δοῦλος εἰμί», ἐπειδὴ «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν».

Πράγματι ἀποβάλλει τὴν ἀρετὴν αὐτὸς ποὺ δὲν ταπεινώνεται καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἀγαπᾶ, καταφρονεῖ. Ἀληθῶς, εἶναι ἀρχὴ κάθε εἴδους ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴν ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος, τὸν φθόνον ὁ φόνος. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς ὁ Ἀβεσσαλὼμ βλέπει σὰν ἐχθρὸν τὸν πατέρα του, καὶ σπεύδει νὰ τὸν φονεύση. Εἶναι ὄντως χειρότερος ὁ κρυφὸς κακὸς ἀπὸ τὸν φανερόν, καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ἐξηπάτησε τὸν πρωτόπλαστο μὲ τὸν ὄφιν.

Γι’ αὐτὸ ὁ φανερὰ κακότροπος δικαιώνεται, καὶ ὁ ἀφανὴς καταδικάζεται. Ἐπειδὴ ὁ ἕνας ἔχει μόνον τοὺς κακοὺς τρόπους, ἐνῶ στὸν ἄλλον ἀκολουθοῦν τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ἀπάτη, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἄκρα ἀλήθεια τὸν ἀποδιώκει. Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ἐκλεκτούς, σύμφωνα μὲ τὴν δευτέραν ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ἐφεσίους τοῦ Παύλου καὶ τὸ τρίτο πρὸς Κολασσαεῖς, ἡ δὲ ἔχθρα ἀποδοκιμάζει.

Ὁ Τελώνης ἀνεγνώρισε τὴν ἁμαρτία του, καὶ ἐδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ζεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰεζεκιήλ. Αὐτὴ τὴν ζωὴν ηὖρε καὶ ὁ Δαυίδ, ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Νάθαν. Ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀνεγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὴν ζωή. Καὶ πρόσεξε πάλι καλὰ τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιον: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἰς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμὸν τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἐξουθενώνουν αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Παρουσιάζει ὁ Κύριος τὸν Φαρισαῖον ὡς παράδειγμα τῶν ὑπερηφάνων, τὸν δὲ Τελώνην ὡς παράδειγμα αὐτῶν ποὺ ἁμαρτάνουν ἀλλὰ προσεύχονται καὶ ἐξομολογοῦνται μὲ συντετριμμένην καρδίαν, ὥστε νὰ μᾶς διδάξη ὅλους νὰ μισοῦμε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν δὲ ταπείνωση νὰ τὴν ἀγαποῦμε.

Δείχνει καθαρὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παραβολὴν ὁ Χριστός, ὅτι ἡ μὲν δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ εἶναι μεγάλες καὶ φέρουν τὸν ἄνθρωπο κοντὰ στὸν Θεόν, ὅταν ὅμως συνδυασθοῦν μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ρίπτουν τὸν ἄνθρωπο στὸν κατώτερον βυθό. Αὐτὸ ἔπαθε καὶ ὁ Φαρισαῖος καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰτία κατεκρίθη καὶ κατέληξε στὴν ἀπώλεια. Διότι ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι βδελυκτὴ καὶ μισητὴ καὶ βαρυτέρα ἀπὸ κάθε κακίαν, καὶ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἡ ταπείνωσις μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση, τὸν δικαιώνει καὶ τὸν ἀξιώνει τῆς σωτηρίας, τὸν φέρει δὲ καὶ τὸν τοποθετεῖ κοντὰ στὸν Θεόν. Αὐτὸ ηὖρε ὁ Τελώνης καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰτίαν ἐδικαιώθη καὶ ἠξιώθη τῆς σωτηρίας.

«Ὁ Φαρισαῖος σταθεῖς πρὸς ἐαυτόν, εἶπε. Ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Ἀλίμονο, τί ὑπερηφάνεια! Ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἠσαΐας τὴν κατακρίνουν, ἐπειδὴ αὐτὴ κατέβασε τὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο, καὶ προξένησε στὸν Φαραὼ τὸ θράσος καὶ ἀκολούθως ὅλα τα κακὰ τότε στὴν Αἴγυπτο. Ἀλίμονο στὸ ἀναιδέστατο στόμα. Δὲν εἶμαι, λέγει, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ Τελώνης. Ὡς ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας ἐμφανίζεται ἡ ὕβρις. Διότι ὅποιος περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς θεωρεῖ σὰν ἕνα τίποτε, καὶ τοὺς ἀποστρέφεται, ἄλλους ὡς πτωχούς, ἄλλους ὡς ταπεινῆς καταγωγῆς, ἄλλους ὡς ἀμαθεῖς καὶ ἁπλοϊκούς, ἄλλους δὲ ὡς ἀδίκους καὶ ἁμαρτωλούς, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὕβρη παρασύρεται, καὶ μόνον τὸν ἐαυτὸν του θεωρεῖ σοφόν, συνετόν, εὐγενῆ, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον καὶ ἀνώτερον ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους. Πράγματι, ἡ ὕβρις εἶναι ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας, καὶ ἡ ὑπερηφάνεια κακὸν γεννημένον ἀπὸ τὴν ὕβρη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περιβόητος ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ ἐκδικηθῆ κάθε ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον, ἐπειδὴ οἱ ἁμαρτίες αὐτὲς ὡς συγγενεῖς τιμωροῦνται μὲ τὸν ἴδιον τρόπο.

Ὁ Φαρισαῖος ἔδειξε καὶ μὲ τὸ σχῆμα καὶ μὲ τὴν στάση του τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν ἀλαζονεία ποὺ εἶχε. Καὶ τὰ λόγια του στὴν ἀρχὴ μὲν ἤσαν λόγια εὐγνωμοσύνης, διότι ἔλεγε «ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι». Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὅμως, ὅσα εἶπε ἤσαν γεμάτα ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ δὲν εἶπε: Σὺ μὲ δημιούργησες, Κύριέ μου, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τὴν ἰδική σου ἐλευθερώνομαι ἀπὸ κάθε ἀδικία καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα κακά. Διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες;». Ἀλλὰ ὅλα τα κατορθώματα θεωροῦσε ὅτι τὰ εἶχε κατορθώσει μὲ τὴν ἰδικὴν του δύναμη. Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίζη μὲ βεβαιότητα ὅτι χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ, οὔτε ἔχει τὴ δύναμη νὰ κατορθώση κάτι καλό. «Χωρὶς ἐμοῦ» λέγει ὁ Χριστὸς «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καὶ ὁ Ἀπόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ»…

Γι’ αὐτὸ ὁ μὲν Τελώνης ἦταν κῆπος ποὺ ἔπλεε στὰ πνευματικὰ ὕδατα, ὁ δὲ Φαρισαῖος βελανιδιὰ χωρὶς φύλλα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἠσαΐα καὶ τὸν Σολομώντα. Διότι ἂν καὶ ἔχουμε τιμηθῆ μὲ τὸ αὐτεξούσιόν της προαιρέσεως, ἀλλ’ ὅμως χωρὶς τὴν συμμαχίαν ἀπὸ ὑψηλά, κανένα ἀνδραγάθημα δὲν θὰ κατορθώσωμε νὰ ἐπιτελέσωμε. Μη λοιπὸν θεωροῦμε ἰδικὲς μας τὶς νίκες στοὺς ἀγῶνες. Ἰδικὴ μας εἶναι μόνον ἡ προαίρεσις γιὰ τὸ καλλίτερον, καὶ ἡ προσπάθεια, τοῦ Θεοῦ δὲ ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀγαθῆς ἐπιθυμίας καὶ διαθέσεως ἐκείνου ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἐκ φύσεως τὴν δυνατότητα, ἀλλὰ λαμβάνει ἀπὸ τὴν χάρη τὴν ἱκανότητα νὰ λέγη «ἠμπορῶ…». Ο ἀντίθετος ἰσχυρισμὸς εἶναι περιαυτολογία καὶ καύχησις. «Τί γὰρ ἔχεις o οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβῶν;».

«Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἐπειδὴ κατηγόρησε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸν Τελώνην ὁ Φαρισαῖος ὅτι εἶναι μοιχοὶ καὶ ἅρπαγες, αὐτὸς προβάλει ἀλαζονικῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν μοιχεία τὴν νηστεία. Ἐπειδὴ ἡ πορνεία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση. Διότι ὁ χορτασμὸς εἶναι πατέρας τῆς ὕβρεως, καὶ ἡ πορνεία γεννιέται ἀπὸ τὸ γεμάτο στομάχι. Ὁ Φαρισαῖος ὅμως καταξηραίνοντας τὸ σῶμα μὲ τὴν νηστείαν, ἐκαυχάτο ὅτι ἀπέχει πολὺ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη. Ἐπειδὴ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύουν δύο ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, Δευτέρα καὶ Πέμπτη. Ἀπέναντι δὲ στὸ «ἅρπαγες καὶ ἄδικοι», ὁ Φαρισαῖος ἔβαλε τὸ «ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἐκαυχήθη ὅτι τόσον ἐναντιώνετο στὴν ἁρπαγὴ καὶ στὴν ἀδικίαν, ὥστε νὰ δίδη καὶ τὰ ἰδικά του σὲ ἄλλους. Διότι οἱ Ἑβραῖοι ἔδιδαν τὸ ἕνα δέκατον ἀπὸ ὅσα εἶχαν, καὶ ἀργότερα τὰ τρία δέκατα, τὸ ἕνα τρίτον δηλαδὴ τῆς περιουσίας τους. Ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπαρχὲς καὶ τὰ πρωτοτόκια καὶ ἄλλα πολλὰ ἔδιδαν γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, περὶ καθαρισμοῦ, στὶς ἑορτές, ὅταν ἐγίνοντο περικοπὲς στὰ χρέη τους, καὶ ὅταν ἐλευθέρωναν τοὺς δούλους καὶ ἐπίσης ὅταν ἔπαιρναν δάνεια χωρὶς τόκον. Ὅλα αὐτὰ ἐὰν συμψηφισθοῦν καὶ ὑπολογισθοῦν, δείχνουν ὅτι τὴν μισὴν περιουσία τοὺς τὴν ἔδιδαν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ ὑψηλοφρονοῦν καὶ νὰ ἀλαζονεύωνται ὅτι κάνουν κάτι μεγάλο. Καὶ μάλιστα ἃς ἀναλογισθοῦμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον λέγει: «Ἐὰν μὴ περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

«Ὁ δὲ Τελώνης μακρόθεν ἐστῶς, οὐκ ἤθελε οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων. Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ. Λέγω ὑμὶν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἐαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἐαυτὸν ὑψωθήσεται». Ἐπειδὴ ὁ Τελώνης δὲν εἶχεν ἔργα ἀγαθά, οὔτε νὰ τὰ ἀπαριθμήση ἠμποροῦσε στὴν προσευχὴ του ὅπως ὁ Φαρισαῖος. Ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος καὶ μαστίγωνε τὴν καρδία του, καὶ μὲ πολλὴν συντριβὴ καὶ κατάνυξιν ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ». Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξιλεώνεται ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα καὶ διαλλακτικὸν Κύριον. Διότι ὅλα τα ἁμαρτήματα τὰ ἀφανίζει ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια ἀφανίζει ὅλες τὶς ἀρετές, ἐπειδὴ εἶναι μεγαλυτέρα καὶ βαρυτέρα ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ κακία. Εἶναι καλύτερα, ὅταν ἁμαρτάνωμε, νὰ ἐπιστρέφωμε καὶ νὰ ταπεινωνώμεθα, παρὰ νὰ κατορθώνωμε κάτι καὶ μετὰ νὰ ὑψηλοφρονοῦμε. Ὁ Τελώνης ἀπηλλάγη ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ ἐδέχθη τὴν κατηγορίαν τοῦ Φαρισαίου μὲ πραότητα καὶ ὑπομονήν, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν δόξα ἔπεσε στὸ βάραθρον τῆς ἀτιμίας, ἐπειδὴ ἐδικαίωσε τὸν ἐαυτόν του καὶ κατηγόρησε τὸν Τελώνη καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τελώνης ἀπὸ τὴν ἀξιοκατάκριτον ζωὴ καὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐπανῆλθε στὴν μακαρίαν ζωὴ καὶ κατάσταση, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ἐταπεινώθη ἐξ αἰτίας τοῦ μεγέθους τῆς ὑψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνωμε τὰ ἰδικὰ μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὰ ἰδικὰ του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τούς ἄλλους, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιον του ἐαυτὸν κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι το νὰ μὴ κατακρίνωμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς ἰδικὲς μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ἄλλους, ἐὰν κατακρίνωμε τοὺς ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων, τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτὸς τὸν ὁποῖον κρίνουμε. «Ὢ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτω καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτὸς ποὺ πορνεύει, παραβαίνει ἐντολήν, ὅπως καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτὸς ποὺ πορνεύει καὶ ἐκεῖνος ποὺ κρίνει.

Ἀλλὰ ἃς μεταφέρωμε μᾶλλον τὴν ἐξέταση τῶν ἄλλων καὶ τὴν λεπτομερῆ ἐνασχόληση στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν ἰδοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἃς ἔχωμε τὶς ἰδικὲς μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας, καὶ ἃς θεωροῦμε τὰ ἰδικὰ μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἠμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥραν τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκείνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γι’ αὐτὸ ἐδικαιώθη, καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες. Ἃς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνωμε ἀκατάκριτοι. Ἃς ἀγαπήσωμε τὴν ταπεινοφροσύνην. Μὲ αὐτὴν ἐδικαιώθη ὁ Τελώνης καὶ ἀπέβαλε τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἃς μισήσωμε τὴν ὑψηλοφροσύνην, ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ αὐτὴν κατεκρίθη καὶ ἔχασε τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε. Ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδή διέπραξε τά καλὰ μὲ ὄχι καλὸν τρόπο, κατεκρίθη. Ὁ Τελώνης ἀπορρίπτοντας μὲ καλὸν τρόπο τά μὴ καλὰ ἔργα, ἐδικαιώθη. Διότι ὁ Θεὸς εἶδε μὲ συμπάθειαν τὸν στεναγμὸν τοῦ Τελώνου, καὶ τὴν συντριβήν του καὶ τὰ κτυπήματα τοῦ στήθους του, καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὸ «ἰλάσθητι» τὸν ἐδικαίωσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄβελ. Τὶς δὲ θυσίες καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ καυχησιολόγου καὶ ὑπερηφάνου Φαρισαίου τὶς ἐσιχάθη καὶ τὶς ἀπεστράφη, καὶ τὸν κατεδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάιν, γιὰ τὴν ἰδίαν αἰτία. Νὰ μάθωμε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διδαχθοῦμε νὰ κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε ὅμως γι’ αὐτά. Καὶ ἂν γίνωμε καλοί, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ πονόψυχοι καὶ ἐλεήμονες, ἐμεῖς νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ μὴν ἔχωμε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, μήπως χάσωμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους μας. Διότι λέγει ὁ Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμέν, ὅτι ὁ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».

Εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἀπαραίτητον χρέος νὰ προσφέρωμε στὸν Θεὸν τῶν ὅλων τὴν δουλικὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονήν, τὴν ὑποταγήν, τὴν ὑπακοήν, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία, καὶ νὰ μεγαλύνωμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ πανάγιον θέλημά του, καὶ νὰ μὴν αἰσθανώμεθα σὰν δαγκώματα τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ καταβαλλώμεθα στοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, διότι καὶ ἀπὸ αὐτὰ καρπωνόμεθα πολλὴν ὠφέλειαν. Ἃς μάθωμε καὶ ἃς γνωρίσωμε, ἀδελφοί μου, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν βοήθεια τῆς ταπεινώσεως. Ἃς μάθωμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια ποὺ προξενεῖ ἡ ὑψηλοφροσύνη.

Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθὸν ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μας στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξις, γι’ αὐτὸ παρακαλῶ νὰ ἐξομολογῆσθε στὸν Θεὸν συνεχῶς καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Διότι ἐὰν τοῦ παρουσιάζωμε γυμνὴν τὴν συνείδησή μας, καὶ τοῦ δείχνωμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας, καὶ δὲν κρίνωμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀποθηριωνόμεθα μὲ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων μας οὔτε λυπούμεθα γιὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ θὰ μᾶς κεράση τὰ φάρμακα τῆς συμπαθείας καὶ τῆς εὐσπλαχνίας του. Θὰ τὰ βάλη στὰ τραύματά μας καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἃς δείξωμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐντροπιάζει, ἀλλὰ θεραπεύει. Διότι καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσωμε, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα.

Ἃς εἰποῦμε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀδελφοί, καὶ ἃς ἐξομολογηθοῦμε καθαρὰ στὸν Κύριον, γιὰ νὰ κερδίσωμε τὴν συμπάθειάν του. Ἃς ἀφήσωμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶμε ἐκεῖ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι, καὶ νὰ εἰσαχθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιον Κριτὴ στὴν Βασιλεία τοῦ τὴν ἀτελεύτητο καὶ αἰωνία, καὶ νὰ κληρονομήσωμε τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ ἀγέραστες διαμονὲς καὶ τὴν ἀπέραντο χαρὰ καὶ ἀπόλαυση, τὰ ὁποῖα εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ἐν αὐτῶ Χριστῷ τῷ Θεῶ ἠμῶν, ὢ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(6ος -7ος αἰών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 449 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)

πηγή