Ἑορτάζει στὶς 1 Δεκεμβρίου.

«Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησι»

Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος, ζοῦσε κατὰ τοὺς χρόνους, ποὺ στὴν Κωνσταντινούπολη βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Εἰρήνη, περὶ τὸ ἔτος 780 μ.Χ. Γεννήθηκε λίγο μετὰ τὸ 700 μ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Παφλαγονίας καὶ ἀπὸ τὴν πόλη Ἄμνειαν. Ἦταν ἐπίσημος καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Ὑπάτου. Ἦταν ὅμως ὁ μακάριος καὶ πραγματικὰ φιλάρετος. Ἦταν καὶ πολὺ πλούσιος. Εἶχε πολλὰ ζῶα. Εἶχε χωράφια, ἀμπέλια καὶ ἄλλα κτήματα. Ἐπίσης εἶχε πολλοὺς δούλους καὶ ὑπηρέτες. Ἡ γυναίκα του, ἡ Θεοσεβῆ, ἦταν εὐγενική. Φοβόταν καὶ σεβόταν τὸν Κύριο. Εἶχαν ἕνα ἀγόρι τὸν Ἰωάννη καὶ δύο θυγατέρες, τὴν Ὑπατία καὶ τὴν Εὐανθία. Ὁ Φιλάρετος ἦταν πολὺ ἐλεήμων, καὶ φιλόξενος. Κάθε μέρα ἔδιδε ἄφθονα ἀπὸ τὰ πλούτη του στοὺς φτωχούς, στοὺς πεινασμένους, στοὺς γυμνούς, στὶς χῆρες καὶ στὰ ὀρφανά. Ἡ φήμη του ἀκούστηκε σ’ ὅλη τὴν Ἀνατολή. Ἔρχονταν, λοιπόν, οἱ φτωχοὶ καὶ ὅσοι εἶχαν ἀνάγκην. Ἔπαιρναν ἀπὸ αὐτὸν ἄλλος χρήματα, ἄλλος ζῶα, ἄλλος ἄλλο τί, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη ποὺ εἶχε ὁ καθένας. Τὸ σπίτι τοῦ εὐλογημένου Φιλαρέτου, ἦταν πηγὴ ἀνεξάντλητος. Καὶ ὅσο αὐτὸς ἔδιδε μὲ πρόσωπο χαρούμενο, τόσο ὁ πλουσιόδωρος Κύριος, πλήθυνε τὰ ἀγαθά του περισσότερο.

Γίνεται φτωχὸς

Ὁ μισόκαλος ὅμως φθόνησε τὴν ἀρετὴ τοῦ Φιλαρέτο. Ὁ Φιλάρετος ὅμως πτώχευσε. Πτώχευσε διότι ἔδιδε κατὰ τὴν συνήθειά του κάθε ἡμέρα ἐλεημοσύνη. Μοίραζε τὰ κτήνη του καὶ τὴν περιουσία του. Ἄλλα καὶ διότι κλέφτες καὶ κακοποιοὶ τὸν ἔκλεβαν καὶ οἱ δυνατότεροι τοῦ ἅρπαζαν τὴν περιουσία. Δὲν τοῦ ἔμειναν, παρὰ ἕνα ζευγάρι βόδια, ἕνας ὄνος, μιὰ ἀγελάδα μὲ τὸ μοσχαράκι της καὶ μερικὰ μελίσσια. Τὰ χωράφια τοῦ τὰ ἅρπαξαν μὲ τὸ ἔτσι θέλω οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ γείτονες, γιατί εἶδαν, ὅτι ὅταν πτώχευσε δὲν μποροῦσε νὰ τὰ καλλιεργήσει. Ἔτσι λοιπὸν ἄλλοι μὲ τὴ βία καὶ ἄλλοι παρακαλώντας, τοῦ τὰ πῆραν ὅλα καὶ δὲν τοῦ ἄφησαν τίποτε παρὰ τὸ σπίτι, ὅπου κατοικοῦσε. Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα, ποὺ ἔπαθε ὁ Φιλάρετος δὲν λυπόταν καθόλου.

Δίδει τὸ βόδι ἀπὸ τὸ ζευγάρι του

Μιὰ μέρα ὁ Φιλάρετος ἐπῆρε τὸ ζευγάρι του καὶ ἐπῆγε στὸ χωράφι του, ποὺ τοῦ εἶχε ἀπομείνει, νὰ ἐργαστεῖ. Ἔκει κοντὰ στὸ χωράφι του ἐργαζόταν ἕνας ἄλλος γεωργὸς φτωχὸς μὲ τὸ βόδι του. Ἔξαφνα τὸ βόδι του ψόφησε. Ὁ δύστυχος λυπήθηκε πάρα πολύ, γι’ αὐτὸ ποὺ ἔπαθε, διότι ἦταν φτωχὸς πολύ, ἀλλὰ καὶ χρεωμένος. Ἔτρεξε ἀμέσως στὸ Φιλάρετο, νὰ τοῦ πεῖ τὴ συμφορά του καὶ τουλάχιστον νὰ τὸν παρηγορήσει γιατί ἤξερε, ὅτι δὲν μποροῦσε μὲ ἄλλο τρόπο νὰ τὸν βοηθήσει. Ὁ ἐλεήμων ὅμως, ἄνθρωπος, ὅταν εἶδε τὸν γείτονά του δακρυσμένο, τὸν συμπόνεσε. Ἀμέσως ξέζεψε τὸ βόδι του καὶ τοῦ τὸ χάρισε.

Χαρίζει καὶ τὸ ἄλλο βόδι

Μετὰ πέντε ἡμέρες, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε τὸ βόδι τοῦ γεωργοῦ, ἔφαγε φαρμακερὸ βότανο καὶ ψόφησε. Ἀμέσως ὁ γεωργὸς πῆρε ἐκεῖνο τὸ βόδι ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Φιλάρετος καὶ τὸ πῆγε στὸ σπίτι του, λέγοντας:

—Για τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκανα, παίρνοντάς σου τὸ βόδι, ἀδίκησα τὰ παιδιά σου. Ὁ Θεὸς μὲ τιμώρησε, γιὰ τὴν ἀδιακρισία μου καὶ μοῦ θανάτωσε καὶ τὸ ἄλλο τὸ δικό μου. Ἀλλὰ ὁ Φιλάρετος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ ἄλλο τὸ δικό του καὶ τοῦ λέγει:

—Πάρε καὶ αὐτὸ καὶ δούλευε, γιατί ἐγὼ σκοπεύω νὰ πάω σὲ ἄλλο τόπο μακρινὸ καὶ δὲν τὸ χρειάζομαι.

Ἔχω κρυμμένα χρήματα πολλὰ

Στὸ σπίτι ὅμως τοῦ Φιλαρέτου, κλαίγανε ἡ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιὰ του γιατί πλέον ἦταν φτωχοὶ καὶ δὲν εἶχαν οὔτε τὸ ζευγάρι γιὰ νὰ καλλιεργήσουν τὴν γῆ τους καὶ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους. Ὅμως ὁ Ἅγιος τούς παρηγόρησε καὶ τοὺς εἶπε:

—Μή στενοχωρεῖστε. Ἔχω χρήματα κρυμμένα σὲ ἕνα τόπο τόσα πολλά, ὥστε ἑκατὸ χρόνια νὰ ζήσετε, καὶ νὰ ντύνεστε. Ἐγὼ εἶχα προβλέψει αὐτὴ τὴ φτώχεια μας καὶ ὅταν πωλοῦσα τὰ ζῶα, φύλαγα τὰ χρήματα.

Αὐτὰ τοὺς τὰ ἔλεγε μὲ τέτοια βεβαιότητα, διότι προέβλεπε μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὰν προορατικός, σὰν προφήτης, ἐκεῖνο, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει ὕστερα, ὅπως καὶ ἔγινε. Κατόπιν ὁ Ἅγιος ὁ ἐλεήμονας ἔδωσε καὶ τὸ ἄλογο καὶ τὴν ἀγελάδα του μὲ τὸ μοσχαράκι της σὲ δύο φτωχούς. Καὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του πάλι ὁ Ἅγιο ἔδινε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς 

Φιλοξενεῖ θαυμαστῶς τὴν Βασιλικὴ ἀποστολὴ

Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, βασίλευε ἡ φιλόχριστος Εἰρήνη καὶ ὁ υἱός της, Κωνσταντῖνος, (780-794). Ἡ βασίλισσα καὶ ὁ υἱὸς της σκέφθηκαν νὰ διαλέξουν τὴν πιὸ ὡραία καὶ ἐνάρετη κόρη, γιὰ σύζυγο τοῦ βασιλέως. Ἔστειλαν, λοιπόν, ἀξιωματικοὺς εἰς πάσαν πόλιν καὶ χῶραν γιὰ νὰ βροῦν τὴν πιὸ ὡραία καὶ καλὴ μὲ χριστιανικὴ ἀνατροφή. Ἀφοῦ πῆγαν σ’ ὅλες τὶς πόλεις, ἦλθαν καὶ στὴν Ἄμνεια. Ὅταν εἶδαν οἱ βασιλικοὶ ἄνθρωποι τὸ ὡραῖο σπίτι τοῦ Φιλάρετου, νόμισαν ὅτι κανενὸς μεγάλου ἄρχοντος θὰ εἶναι. Διέταξαν τοὺς ὑπηρέτες τους νὰ καταλύσουν ἐκεῖ. Ὁ Φιλάρετος, ὅταν τοὺς εἶδε νὰ ἔρχονται, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ προϋπάντησε τοὺς ξένους μὲ μεγάλη χαρά, λέγοντας:

—Σᾶς εὐχαριστῶ ποὺ καταδεχτήκατε νὰ καταλύσετε στὸ φτωχικό μας.

Ἔπειτα διέταξε τὴ γυναίκα του νὰ ἑτοιμάσει μὲ ἐπιμέλεια φαγητὸ γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ξένοι.

Ἡ γυναίκα του ὅμως τοῦ λέγει:

—Μιά κότα δὲν ἄφησες, δυστυχισμένε, στὸ σπίτι σου. Τί νὰ τοὺς ἑτοιμάσω;

Ὁ Ἅγιος ὅμως τῆς λέγει:

—Άναψε σὺ τὸ τζάκι, στόλισε τὸ μεγάλο τρίκλινο καὶ καθάρισε τὴν ἐλεφαντένια τράπεζα ἐσὺ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς στείλει τώρα καὶ φαγητά, ὅσα θέλουμε.

Ἑτοίμασε, λοιπόν, ἡ γυναίκα του ὅλα, ὅπως τῆς εἶπε. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Οἱ πρῶτοι τῆς χώρας, ἔφεραν ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη πόρτα, ἀρνιά, κριάρια, κότες, περιστέρια, παλιὸ κρασὶ καὶ ὅτι ἄλλο χρειαζόταν ἕνα μεγάλο τραπέζι.

 Ζητούσαν νύμφη γιὰ τὸν Βασιλέα

Ἔφαγαν καὶ εὐχαριστήθηκαν οἱ φιλοξενούμενοι. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα θέλησαν νὰ δοῦν τὴν οἰκογένεια τοῦ Φιλάρετου. Ἔτσι στολίσθηκαν τὰ κορίτσια καὶ μὲ τάξη, ἦλθαν καὶ προσκύνησαν τοὺς ξένους, μὲ σχῆμα θαυμάσιο. Οἱ βασιλικοὶ ξένοι, ὅταν εἶδαν τὸ κάλλος τῶν κοριτσιῶν, τὴν εὐταξία τους, τοὺς τρόπους τους, θαύμασαν καὶ εὐχαριστήθηκαν ποὺ βρῆκαν ὅτι ζητοῦσαν. Ἄρχισαν ἀμέσως νὰ ἐξετάζουν τὴν ἡλικία, νὰ μετροῦν τὸ σῶμα, τὸ πόδι τοῦ καθενὸς σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία, ποὺ εἶχαν. Ὅλα ἤσαν τέλεια. Καὶ ἡ μορφὴ ὁμοίαζε μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ βαστοῦσαν. Τότε τοὺς πῆραν ὅλους, μὲ μεγάλη χαρά: Τὸν γέροντα Φιλάρετο, τὴν σύζυγό του Θεοσεβῆ, τὸν πρῶτο υἱό του, τὸν Ἰωάννη, τὴν θυγατέρα του Ὑπατία, ποὺ ἦταν χῆρα μὲ τὶς δυὸ θυγατέρες της, τὴν Μαρία καὶ τὴν Μαρανθία καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς συγγενεῖς των, ἐν ὄλω τριάντα ἄτομα, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἀνάκτορα.

Πῶς βρέθηκε ὁ κρυμμένος θησαυρὸς

Ὅταν ἔφθασαν στὴν Κωνσταντινούπολη ἀμέσως τὴν μὲν πρώτη τὴν Μαρία, στεφανώθηκε ὁ βασιλεύς, τὴν δὲ δεύτερη, ἕνας ἄρχοντας, πατρίκιος τὸ ἀξίωμα, καὶ τὴν ἄλλη ἐγγονὴ τοῦ Ἁγίου, τὴν θυγατέρα τῆς ἄλλης του κόρης, τὴν ἔστειλαν εἰς τὸν βασιλέα τῶν Λογγοβάρδων, τὸν Ἀργούσην. Αὐτὸς εἶχε ζητήσει νὰ τοῦ στείλουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μία κόρη ὡς σύζυγο. Ἔγιναν, λοιπόν, οἱ γάμοι μὲ μεγάλη χαρά. Κάλεσε ὁ βασιλεύς, ὅλους τους συγγενεῖς τοῦ Φιλαρέτου, καὶ τοὺς ἔδωσε ἀπὸ τὸν μικρότερο ὡς τὸν μεγαλύτερο, τόπους πολλούς, νὰ ὁρίζουν δικούς τους. Τοὺς ἔδωσε ἀκόμη κτήματα, ἐνδυμασίες, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια καὶ σπίτια πολλὰ νὰ κατοικοῦν κοντὰ στὸ παλάτι. Τότε θυμήθηκαν ὅλοι τά λόγια τοῦ γέροντος Φιλαρέτου, ποὺ τοὺς ἔλεγε, ὅτι ἔχει θησαυρὸ κρυμμένο καὶ τὸν μακάριζαν καὶ τὸν εὐχαριστοῦσαν, ποὺ τοὺς προξένησε τόση εὐτυχία. Ὁ δὲ Ἅγιος γέροντας, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπὸ τὸν βασιλέα πολλὰ δωρήματα, δὲν λησμόνησε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἄφηκε τὴν πρώτη του συνήθεια, ἀλλὰ τὸν εὐχαριστοῦσε μὲ λόγια καὶ ἔργα πάντοτε.

Στὸ Μοναστήρι τῆς κρίσεως γιὰ τὸν τάφο του

Ζοῦσε στὸ παλάτι ὁ Φιλάρετος ὅλη τὴν ἡμέρα. Δὲν θέλησε ποτὲ ὅμως νὰ φορέσει μεταξωτὸ ἔνδυμα, ἤ χρυσὴ ζώνη. Οὔτε ἀξίωμα θέλησε νὰ πάρει ἀπὸ τὸ βασιλιά. Μόνον, ἐπειδὴ τὸν παρεκάλεσε ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ βασίλισσα, ἐδέχθη μὲ βία μεγάλη το ἀξίωμα τοῦ Ὑπάτου.

Ἦλθε ὅμως καιρὸς καὶ ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε εἰς τὸν Φιλάρετο τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐπῆρε, λοιπόν, τὸν ὑπηρέτη αὐτόν, ποὺ κρατοῦσε τὰ βαλάντια τῆς ἐλεημοσύνης καὶ πῆγαν κρυφὰ σ’ ἕνα Μοναστήρι τῆς πόλεως ποὺ ὀνομάζονταν «τῆς Κρίσεως». Ἔχει ἔμεναν παρθένες μοναχές. Ζήτησε ἀπὸ τὴν ἡγουμένη μνῆμα πελεκητὸ καινούργιο. Ἐκείνη ἀπόρησε. Τότε ὁ Ἅγιος τῆς λέγει:

—Μετά δέκα ἡμέρες φεύγω ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ πηγαίνω στὴν ἄλλη Βασιλεία. Θέλω δὲ νὰ ἐνταφιαστεῖ σ’ αὐτὸ τὸ μνῆμα τὸ ἄθλιο σῶμα μου. Στὸν ὑπηρέτη εἶπε νὰ μὴν ἀποκαλύψει σὲ κανέναν τίποτε.

Οἱ τελευταῖες ὑποθῆκες του

Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι του, ἔπεσε στὸ κρεβάτι ἄρρωστος. Κατὰ τὴν ἐνάτη ἡμέρα κάλεσε ὅλους τούς συγγενεῖς του καὶ τοὺς εἶπε:

—Τέκνα μου, ὁ Βασιλεὺς μὲ κάλεσε νὰ ὑπάγω πρὸς αὐτὸν σήμερα. Αὐτοὶ νόμισαν ὅτι λέγει γιὰ τὸν γαμβρό του καὶ τοῦ λέγουν:

—Πῶς μπορεῖς νὰ πᾶς, ἀφοῦ εἶσαι ἐξασθενημένος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;

—Αὐτοί, τοὺς λέγει, ποὺ θὰ μὲ σηκώσουν μὲ θρόνο χρυσό, εἶναι ἐδῶ δεξιά μου, ἀλλὰ σεῖς δὲν τοὺς βλέπετε.

Τότε κατάλαβαν τί σήμαιναν τὰ λόγια του καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοὺς ἔκανε νόημα νὰ σιωπήσουν κι ἄρχισε νὰ τοὺς συμβουλεύει:

—Γνωρίζετε, παιδιά μου, καλὰ τὴ ζωή μου. Ἔκανα τὴν ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸν κόπο μου καὶ ὄχι ἀπὸ ἀδικίες καὶ ἁρπαγές. Ἐνθυμεῖσθε τὰ πλούτη ποὺ εἶχα πρῶτα, καὶ τὴν φτώχεια πού μοῦ ἦλθε ὕστερα. Καὶ πάλιν βλέπετε τὸν τελευταῖο πλοῦτο, πού μοῦ ἀπέστειλε ὁ Κύριος. Μήπως μὲ εἴδατε ποτὲ νὰ δώσω σημασία στὰ πλούτη ἢ νὰ γογγύσω στὴ φτώχεια; Εἴδατε ποτὲ νὰ ἀδικήσω κανέναν ἄνθρωπο; Λοιπὸν τὸ ἴδιο νὰ κάνετε καὶ σεῖς, ἂν θέλετε τὴν σωτηρία σας. Μὴ λυπηθεῖτε τὰ πλούτη ποὺ χάνονται, ἀλλὰ δίδετε στοὺς φτωχούς. Στείλατέ τα σὲ ἐκεῖνον τὸν κόσμο, ποὺ πηγαίνω κι ἐγὼ καὶ θὰ σᾶς τὰ φυλάξει ὁ Θεὸς ἀκαίρεον, νὰ τὸν βρεῖτε ὅταν ἔλθετε. Μὴν τὸν ἀφήσετε ἐδῶ, γιὰ νὰ τὸν χαίρονται ἄλλοι καὶ σεῖς νὰ ὑποφέρετε βάσανα αἰώνια. Μοιράστε τὸν σὲ χῆρες καὶ ὀρφανά, σὲ φυλακισμένους καὶ σὲ Ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια γιὰ νὰ σᾶς τὸν ἀνταποδώσει ὁ πλουσιόδωρος βασιλεύς, νὰ ἀγάλλεσθε τὴν οὐράνιο βασιλεία ἀτελεύτητα.

Ὁ ὕπνος τοῦ δικαίου

Τότε εὐχήθηκε τὴν γυναίκα του καὶ ὅλους τους συγγενεῖς του. Ἔλαμψε ὅλο το πρόσωπό του, σὰν ἥλιος καὶ ἔψαλλε χαρούμενος τό, «ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί σοι Κύριε». Τελειώνοντας τὸν ψαλμόν, διεχύθηκε τόση εὐωδία στὸ σπίτι, σὰν νὰ εἶχαν χύσει μύρο πολύτιμο καὶ νὰ θυμίαζαν μὲ πολλὰ ἀρώματα. Τότε εἶπε καὶ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν» καὶ τὸ «Πάτερ ἠμῶν». Ὅταν ὅμως ἔλεγε «Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου» παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχή, εἰς χείρας τοῦ Θεοῦ, γέροντας πλέον καὶ πλήρης ἡμερῶν. Καίτοι ἦτο πολὺ γέρων, οὔτε τὰ δόντια του εἶχε χάσει, οὔτε τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του εἶχε ἀλλάξει. Ἦταν ἀνθηρὸς καὶ ὡραῖος στὸ πρόσωπο, σὰν μῆλο ἡ σὰν τριαντάφυλλο. Ἐκοιμήθη τὸ 792 μ.Χ.

Θαυματουργεῖ στὴν κηδεία του

Τότε ἦλθε ὁ βασιλεὺς καὶ ὅλη ἡ Σύγκλητος καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ ἔθαψαν τὸ τίμιο σῶμα του εἰς τὸν τάφο, τὸν ὁποῖον ἑτοίμασε ὁ ἴδιος. Ἔδωκαν ἐκείνην τὴν ἡμέρα πολλὴ ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὸ ἅγιο Λείψανο καὶ θρηνοῦσαν καὶ ἔλεγαν στὸν Θεό.

—Γιατί, Κύριε, μᾶς στέρησες τὸν τροφέα καὶ εὐεργέτη μας; Ποιὸς θὰ μᾶς ντύσει; Ποιὸς θὰ πληρώσει τὰ χρέη μας; Ποιὸς θὰ συμπαθήσει ἠμᾶς τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀσήμαντους; Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ἕνας δαιμονισμένος, ποὺ ἀκολουθοῦσε. Ἐφώναζε ἄστατα καὶ προσπαθοῦσε νὰ ρίξει τὸ λείψανο κάτω. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στὸν τάφο, ὁ δαίμονας ἔριξε τὸν ἄνθρωπο κάτω καὶ τὸν τάραξε πολύ. Τότε τὸ δαιμόνιον ἔφυγε. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὑγιὴς μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου. Ὅταν εἶδαν αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὅλοι δόξασαν τὸ Θεό, ποὺ ἔδωσε τόση χάρι στὸ δοῦλο του. Κατόπιν ἐνταφίασαν τὸν Ἅγιο στὴν λάρνακα, ποὺ ἀγόρασε ὁ ἴδιος στὸ Μοναστήρι τῆς Κρίσεως.


Στίχος

Θνῄσκει ὁ πᾶσαν ἀρετὴν φερωνύμως, Πάτερ φιλήσας, τόν γε μὴν οἶκτον πλέον.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως

Θείας πίστεως, περιουσίᾳ, διεσκόρπισας, τοῖς δεομένοις, τὸν προσόντα σοι πλοῦτον Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαγχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγόν του ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, ῥανίδα οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον

Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός· χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων σύσκηνε.

ΠΗΓΗ

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *