Βίος ἐκ τοῦ Συναξαρίου τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἐκ τοῦ Λαυσαϊκοῦ περί τοῦ Ὁσίου
(Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)
Ἀσκήσεως διῆλθε τὴν στενὴν τρίβον,
Ἀμμοῦν ὁ θεῖος καὶ τρυφῆς εὗρε πλάτος.
Οὗτος ἦτον κατὰ τὸ γένος Αἰγύπτιος, ὀρφανὸς δὲ γενόμενος, μὲ τὸ νὰ ἀπέθανον οἱ γονεῖς του, ἠναγκάσθη ἀπὸ τὸν θεῖόν του νὰ λάβῃ μὲ γάμον γυναῖκα. Τούτου δὲ γενομένου, ἐσυμφώνησε μετὰ τῆς γυναικός του, ἵνα φυλάξουν παρθενίαν. Ἐδούλευε δὲ πάντοτε εἰς τὸν βαλσαμῶνα (ἤτοι εἰς τὸν κῆπον ὁποῦ εἶχε τὸ ἐκλεκτὸν χόρτον τοῦ καλουμένου ὀποβαλσάμου (5)), τὸ ὁποῖον ἔργον ἐπροξένει εἰς αὐτὸν πολλοὺς κόπους καὶ μόχθους. Ὕστερον δὲ ἀπὸ χρόνους δεκαοκτώ, ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Μέγαν Ἀντώνιον. Ἀπὸ τὸν ὁποῖον θαυμασθεὶς διὰ τὴν ἐνάρετον πολιτείαν του, εἰς πολλοὺς εὑρίσκετο ὠφελείας ὑπόθεσις, ὄχι μόνον διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸν θεοφιλῆ βίον του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ πολλὰ θαύματα ὁποῦ ἐποίει. Τούτου τοῦ Ἁγίου τὴν μακαρίαν ψυχὴν εἶδεν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, πῶς ἀνεφέρετο εἰς Οὐρανοὺς ὑπὸ Ἁγίων Ἀγγέλων (6).
(5) Περὶ τοῦ ὀποβαλσάμου τούτου ὅρα εἰς τὴν εἰκοστὴν ἕκτην τοῦ Δεκεμβρίου ἐν ταῖς ὑποσημειώσεσι τοῦ ἐκεῖσε πρώτου Συναξαρίου.
(6) Σημείωσαι, ὅτι διὰ τὸν Ἀμμοῦν τοῦτον γράφει ὁ Σωκράτης, βιβλ. δ΄, κεφ. κβ΄, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ὅτι νέος ὤντας, δὲν ἤθελε νὰ ὑπανδρευθῇ. Ἐπειδὴ δὲ οἱ συγγενεῖς του ἐσυμβούλευον αὐτόν, ὅτι ὑβρίζει μὲ τοῦτο τὸν τίμιον γάμον, ἐπῆρε γυναῖκα. Ἀγαγὼν δὲ αὐτὴν εἰς τὸν κοιτῶνα, ἐπῆρε βιβλίον Ἀποστολικὸν εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ἀνεγίνωσκεν εἰς τὴν τοῦ Παύλου πρὸς Κορινθίους πρώτην Ἐπιστολήν, ὅσα παραγγέλλει ἐκεῖ πρὸς τοὺς ὑπανδρευομένους· ἐπρόσθεττε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ λόγου του πολλά: πόσον δηλαδὴ κοπιαστικὴ εἶναι ἡ μετὰ γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς συμβίωσις! πόσα φορτικὰ ἔχει ἡ γυνὴ διὰ τὰ κοιλοπονήματα, καὶ διὰ τὴν ἀνατροφὴν τῶν τέκνων! Ἔλεγε δὲ καὶ ὅτι ἡ παρθενία εἶναι καθαρὰ καὶ ἐλευθέρα, καὶ κάμνει τοὺς παρθένους νὰ πλησιάζουν εἰς τὸν Θεόν. Ὅθεν μὲ ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα, ἔπεισεν αὐτὴν νὰ ζήσῃ μὲ παρθενίαν. Καὶ λοιπὸν πέρνωντας αὐτήν, ἐπῆγεν εἰς τὸ ὄρος τῆς Νητρίας, καὶ ἐκάθισαν ὁμοῦ εἰς μίαν καλύβην, οὐκ ἔχοντες διάκρισιν ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀλλ’ ἓν ὄντες ἐν Χριστῷ. Εἶτα ἐκάθισεν ὁ καθεὶς χωριστά, καὶ ἐπέρασαν τὴν ζωήν τους μὲ ξηροφαγίαν καὶ μεγάλην ἄσκησιν. Περὶ τοῦ Ἀμμοῦν τούτου καὶ τῆς συζύγου του, διηγεῖται καὶ τὸ Λαυσαϊκὸν καὶ ὅρα ἐκεῖ.(Καταχωρήται εἰς τό τέλος)
Λέγει δὲ ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ, ὅτι τὸ ὄρος ἐν ᾧ διέτριβεν ὁ Ἀντώνιος, ὅταν εἶδε τὴν ψυχὴν τοῦ Ὁσίου Ἀμμοῦν ἀνερχομένην, ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Νητρίας, ἐν ᾧ ἦτον ὁ Ἀμμοῦν, δεκατρεῖς ἡμέρας (Λόγ. ξζ΄, σελ. 392). Φαίνεται δέ, ὅτι ὁ Ἀμμοῦν οὗτος εἶναι ὁ ἴδιος ἐκεῖνος, ὁποῦ ἀναφέρεται εἰς τὰς ἑπτὰ τοῦ Δεκεμβρίου. Καθότι καὶ ἐκεῖνος ἐν τῇ Νητρίᾳ ἦτον. Ἴσως δὲ ὁ Ἀμμοῦν οὗτος εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις γράφεται εἰς τὸ Ἐκλόγιον ἐκ μέρους τοῦ Ἱερωνύμου.
Ἀναγινώσκομεν δὲ εἰς τὸν Εὐεργετινόν, ὅτι ἐπαινετὴν ἀπόκρισιν ἔδωκεν ὁ Ἀμμοῦν οὗτος εἰς τὸν ἐρωτήσαντα αὐτὸν ἀδελφὸν καὶ εἰπόντα. Πέμπει με ὁ πνευματικός μου πατὴρ εἰς διακονίαν, καὶ φοβοῦμαι τὴν πορνείαν. Ὁ δὲ Ἀμμοῦν εἶπεν αὐτῷ. Εἰς ὁποίαν ὥραν ἔρχεταί σοι πειρασμός, εἰπέ. Ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, εὐχαῖς τοῦ πατρός μου ἐξελοῦ με. Ἐπληρώθη δὲ ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου διὰ τῶν ἔργων. Διατὶ ἀπελθόντος τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου ποτὲ εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ Γέροντός του, μία παρθένος βλέπουσα αὐτὸν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸν οἶκόν της, ἔκλεισε τὴν πόρταν. Ὁ δὲ ἀδελφὸς ἐφώναξε μὲ φωνὴν μεγάλην καὶ εἶπεν. Ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου, ἐξελοῦ με. Καὶ εὐθέως εὑρέθη εἰς τὴν ὁδὸν τῆς Σκήτεως (σελ. 231). Προσθέττει δὲ ὁ αὐτὸς Εὐεργετινός, ὅτι ὁ Ἀμμοῦν οὗτος, γυμνὸν ποτὲ δὲν εἶδε τὸν ἑαυτόν του, λέγων, ὅτι εἶναι ἀπρεπὲς εἰς τὸν Μοναχὸν νὰ βλέπῃ γυμνὸν τὸ σῶμά του. Ὅθεν χρείας ποτὲ γενομένης, ἵνα διαπεράσῃ τὸν ποταμὸν τὸν καλούμενον Λύκον, ὅτε ἐγένετο πλημμύρα νεροῦ, παρεκάλεσε τὸν μετ’ αὐτοῦ ὄντα Θεόδωρον, νὰ ὑπάγῃ μακράν, διὰ νὰ μὴν ἰδοῦν γυμνοὺς ἕνας τὸν ἄλλον, ὅταν κολυμβοῦν. Μακρύναντος δὲ τοῦ Θεοδώρου, πάλιν ὁ Ἀμμοῦν ἐντρέπετο νὰ γυμνωθῇ. Ἐν ᾧ δὲ καιρῷ ἐντρέπετο καὶ ἐφρόντιζε, πῶς νὰ περάσῃ τὸν ποταμόν, ὢ τοῦ θαύματος! ἁρπάχθη (ἴσως ὑπὸ θείου Ἀγγέλου) καὶ εὑρέθη εἰς τὸ ἀντίπερα μέρος τοῦ ποταμοῦ (σελ. 655). Διὰ τοῦτο λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι ἡ Παρθένος καὶ Μοναχή, κᾂν καὶ δὲν ᾖναι κᾀνένας ἄνθρωπος παρών, πρέπει νὰ ἐντρέπεται αὐτὴ τὸν ἑαυτόν της, καὶ νὰ μὴ πράττῃ κᾀνένα πρᾶγμα ἀνάξιον τῆς τοῦ νυμφίου Χριστοῦ θεωρίας καὶ ἀρεσκείας, ὁποῖον εἶναι καὶ τὸ νὰ γυμνόνεται. «Κᾂν μόνη ἡ παρθένος ᾖ, μηδενὸς ἀνθρώπου παρόντος τὸ σύνολον, πράττειν τι τῶν μὴ ἀξίων τοῦ νυμφίου οὐκ ἀνεχομένη. Κᾂν γὰρ μηδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἄλλος παρῇ, ἀλλ’ αὐτὴ ἑαυτῇ πάρεστιν ἡ παρθένος. Καὶ πάντων μᾶλλον ἑαυτὴν ὀφείλει αἰδεῖσθαι. Οὐ γὰρ δὴ τοὺς μὲν ἄλλους ὡς αἰδοῦς ἀξίους φυλάσσεται, ἑαυτὴν δέ, ὡς οὐκ ἀξίαν αἰδοῦς ἀτιμάσει» (Λόγ. περὶ Παρθενίας). Καὶ πάλιν «Οὐ γὰρ δεῖ, κᾂν ἐν οἴκῳ μόνη καθέζηται καθ’ ἑαυτὴν ἡ παρθένος, διότι μηδεὶς πάρεστι τῶν ἀνθρώπων, ἀδιαφόρως γυμνοῦσθαι» (αὐτόθι).
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΑΜΜΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ
(Ἐκ τοῦ Λαυσαϊκοῦ)
Αὐτὸς ὁ Ὅσιος Ἀµµούν, ὅταν ἦταν 22 χρόνων ἔµεινε ὀρφανὸς καὶ ὁ θεῖος του τὸν πάντρεψε παρὰ τὸ θέληµά του. Ὅµως µετὰ ποὺ τέλειωσε τὸ γαµήλιο γλέντι καὶ ὅλοι ἔφυγαν καὶ ἔµεινε τὸ ἀνδρόγυνο µόνο του, λέγει ὁ Ἀµµοῦν στὴ σύζυγό του. Ἔλα κυρία καὶ ἀδελφὴ νὰ σοῦ πῶ τὸ σκοπὸ µου. Τοῦτο τὸ στεφάνωµα ποὺ ἔγινε µεταξὺ µας, ἂν θέλεις (καθὼς ἐγώ), νὰ γίνει ἔνωση καὶ µίξη πνευµατικὴ καὶ ὄχι σωµατική. Λοιπόν, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἕξης νὰ ἔχουµε τὸ στρώµα µας χωριστὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Σωτήρος µας Χριστοῦ, νὰ φυλάξουµε τὴ παρθενία µας καθαρή, γιὰ νὰ χαιρόµαστε αἰώνια στὸν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Λέγοντας αὐτὰ ὁ Ἀµµοῦν, ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κόρφο του ἕνα βιβλίο µικρὸ µέ ρητά τῆς Ἁγίας Γραφῆς περὶ παρθενίας καὶ τὰ διὰβαζε καὶ τὰ ἐξηγοῦσε ὅπως τὸν ἐφώτιζε τὸ Ἅγιον Πνεὺµα. Ἔτυχε ἡ κοπέλα σύζυγός του νὰ εἶναι γῆ ἀγαθὴ καὶ δέχτηκε τὸν εὐαγγελικὸ σπόρο στὴν ψυχὴ της ἀποκρίνεται πρὸς τὸ νυµφίο της λέγουσα, ὅτι συµφωνεῖ νὰ γίνουν ὅπως αὐτὸς θέλει, ἀλλὰ νὰ µήν χωρίσουν, νὰ ζοῦν στὸ ἴδιο σπίτι σὲ χωριστὰ κρεβάτια καὶ νὰ περνοῦν τὴ ζωή τους σὰν ἀδέλφια, νὰ πῶ τὸ καλύτερα σὰν συνασκητές. Συµφώνησε ὁ Ἀµµούν καὶ ἔζησαν σὰν ἀδέλφια 18 ὁλόκληρα χρόνια. Ὁ Ἀµµοῦν εἶχε χωράφι µέ φυτεία βαλσάµου τὴν ὁποία φρόντιζε ὅλη µέρα καὶ τὸ βράδι γύριζε στὸ σπίτι του καὶ διάβαζε τόν Ἐσπερινὸ µέ τὴ σύζυγό του καὶ στὸ τέλος ἔτρωγαν µαζί. Κατόπιν πήγαινε ὁ καθένας στὸ δικό του κρεβάτι. Πρὶν ξηµερώσει σηκωνόταν ὁ Ἀµµούν, διάβαζε τὸν Ὄρθρο καὶ µετὰ πήγαινε στὸ χωράφι καὶ περιποιόταν τὰ βάλσαµά του. Ζοῦσαν µέ τὴ δύναµη τῆς προσευχὴς καὶ ἔφτασαν στὴν τέλεια ἀπάθεια. Μιὰ µέρα ἡ εὐλογηµένη κόρη λέγει στὸν Ἀµµοῦν· Κύριέ µου, ἔχω νὰ σοῦ πῶ ἕνα λόγο κι ἂν µέ ἀκούσεις θὰ γνωρίσω ὅτι µἐ ἀγαπᾶς σὰν γνήσια ἀδελφή σου. Ὁ Ὅσιος τῆς λέγει· πὲς µου αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ πεῖς· Καὶ τοῦ λέγει: «δέν φαίνεται δίκαιο ἕνας τόσο δίκαιος καὶ ἀγωνιστής σὲ κάθε ἀρετὴ ἄνθρωπος σὰν ἐσένα, ποὺ µπορεῖ νὰ ὠφελήσει πολλοὺς ὅπως ὠφὲλησες κι ἐµένα στὴ σωφροσύνη καὶ στὴν ἐγκράτεια, νὰ µένει κλεισµένος σὲ τοῦτο τὸ σπίτι καὶ νὰ µἡ γίνεται γνωστὸς καὶ ὠφέλιµος καὶ σ’ ἄλλους ἀνθρώπους». Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀµµούν χάρηκε καὶ δόξασε τὸ Θεὸ ποὺ τὴ φώτισε, καὶ τῆς ἁπαντὰ µέ πολλὴ χαρά. «Καλὰ σκέφτηκες ἐν Κυρίω ἀδελφὴ µου· ἰδοὺ λοιπὸν τὸ σπίτι αὐτὸ νὰ τὸ ἔχεις ἐσύ, καὶ ἐγὼ θὰ πάω νὰ βρῶ ἄλλο. Καὶ ἀµέσως ὁ Ἀµµούν ἀνεχώρησε καὶ πῆγε στὸ πιὸ µακρινὸ µέρος τοῦ ὅρους τῆς Νητρίας ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἀκόµα µοναστήρια. Ἐκεῖ ἔκτισε κελιὰ καὶ ἔζησε στὸ µέρος ἐκεῖνο ἀκόµα 22 χρόνια µέ µεγάλη ἄσκηση καὶ ἀγῶνες µεγάλους γιὰ νὰ κατορθώσει κάθε ἀρετή. Τελειώνοντας ἔτσι τὴ ζωή του στὴ µοναδικὴ ἀγγελικὴ πολιτεία. Ὅλα τα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔγιναν 62. Κάθε χρόνο δυὸ φορὲς ἐπισκεπτόταν τὴ σύζυγό του καὶ συζητοῦσαν λόγους ψυχωφελεῖς καὶ σωτήριους.
Μερικὰ θαύµατα τοῦ Ὁσίου Ἀµµούν
Ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν στὸ ὅρος τῆς Νητρίας, µετάφεραν ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ εἶχε δαγκώσει λυσσασµένος σκύλος καὶ λύσσαξε καὶ αὐτό. Τὸ παιδὶ ξέσχιζε τὸ σῶµα του καὶ τὸ ἔδεσαν µἐ ἁλυσίδες. Οἱ καηµένοι οἱ γονεῖς παρακαλοῦσαν τὸν Ὅσιο νὰ κάνει δέηση στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσει. Ὁ Ὅσιος ὄµως ἔλεγε µἐ πολλὴ ταπείνωση· «ἄνθρωποι τί µἐ βιάζετε νὰ κάνω πράγµα πού δὲ δύναµαι; Κι ὄµως ἡ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ σας εἶναι στὸ χέρι σας. Δὥστε τὸ βόδι τῆς χήρας ποὺ ἔχετε σκοτώσει κρυφὰ καὶ θὰ θεραπευτεῖ τὸ παιδί σας.» Ἐκείνοι σὰν ἄκουσαν αὐτὰ θαύµασαν γιὰ τὸ προορατικὸ χάρισµα τοῦ ἁγίου καὶ ὑποσχέθηκαν νὰ δώσουν τὸ ζῶο στὴ χήρα καὶ εὐθὺς θεραπεύτηκε τὸ παιδί τους.
Μιὰ µέρα πῆγαν στὸν Ὅσιο δυὸ ἀγωγιάτες· αὐτός θέλοντας νὰ δοκιµάσει τὴ γνώµή τους, τοὺς ζήτησε νὰ τοῦ µεταφέρουν ἕνα πιθάρι γιὰ νὰ φυλάει τὸ νερό. Ὁ ἕνας εἶχε καµήλα καὶ ὁ ἄλλος µουλάρι. Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴν καµήλα λυπόταν τὸ ζῶο του καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ µεταφέρει. Ὁ ἄλλος ποὺ εἶχε τὸ µοὐλάρι φὸρτωσε τὸ πιθάρι στὸ ζῶο καὶ τὸ µετάφερε στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε· Ὁ σύντροφός σου λυπήθηκε τὸ ζῶο του καὶ δὲ θέλησε νὰ µεταφέρει τὸ πιθάρι καὶ ἡ καμήλα τοῦ ψόφησε. Ὁ ἄνθρωπος τότε πῆγε νὰ δεῖ καὶ βρῆκε τὸ ζῶο νὰ τὸ τρῶνε τὰ σκυλιά.
Γιὰ τοῦτο τὸν Ὅσιο µᾶς διηγήθηκε καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τὸ ἑξῆς θαύµα: « Μιὰ φορὰ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔστειλε µοναχούς, ἀπὸ τὴ βαθιὰ ἔρηµο, στὸν ἀββὰ Άµµούν καὶ τὸν καλοῦσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Δέχτηκε τὴ παράκληση τοῦ Ἀντωνίου καὶ ξεκίνησε µέ τούς µοναχοὺς γιὰ τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἀντωνίου. ‘Ὅταν ἔφτασαν στὸν ποταµὸ Λύκο, αὐτὸς ντρεπόταν νὰ βγάλει τὰ ροῦχα του γιὰ νὰ περάσει, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τὸν εἶχε δεῖ γυµνὸ κανένας ἄνθρωπος. Ἐκεῖ ποὺ συλλογιζόταν, ἐκ θαύµατος βρέθηκε στὴν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ ποταµοῦ, ἐνῶ οἱ ἄλλοι µοναχοὶ πέρασαν κολυµπώντας. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὸ Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀλληλοασπάστηκαν, τοῦ λέγει ὁ Ἄντωνιος πολλὰ καὶ θαυµαστὰ µοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος, γιὰ σένα ἀδελφέ.”Ἀκὸµα καὶ τὴν τελείωσή σου µοῦ ἔχει φανερώσει καὶ γιὰ τοῦτο σὲ προσκάλεσα νὰ ἀπολαύσοµε ἐν Πνεύµατι Ἁγίω ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ παρακαλέσουµε τὸ Θεὸ ὁ ἕνας ὑπὲρ τοῦ ἄλλου. Λοιπόν, µείνε κοντὰ µου σὲ χωριστὸ µέρος µέχρι νὰ τελειώσεις τὴ ζωή σου. ΄Έµεινε ὁ ΄Ὅσιος κοντὰ στὸν Ἀντώνιο καὶ σὲ λίγες µέρες ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ εἶδεν ὁ Ἀντώνιος τὴν ψυχὴ τοῦ Ἀµµούν νὰ µεταφέρεται µἐ ὑµνωδίες στοὺς οὐρανοῦς καὶ τὸ ἔλεγε στοὺς µἀθητές του