Μὲ τοῦτον τὸ θαυμάσιο ἀγωνιστή, ἤμουν, (λέγει ὁ Ἠρακλείδης), καὶ ἐγώ ὅταν ἦταν πρεσβύτερoς τῶν λεγομένων κελιῶν. Στὰ κελιὰ αὐτὰ ἔζησα 9 χρόνια τα τρία μὲ τοῦτον τὸ θαυμαστὸ Μακάριο. Μερικὰ ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ ἐξαίσια θαύματά του εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ἄλλα μοῦ διηγήθηκαν αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν μαζί του καὶ ἄλλα ἀνάφεραν πολλοὶ πατέρες τοῦ ὅρους.

Αὐτὸς ὁ ΄Ὅσιος μία φορὰ ἐπισκέφθηκε τὸ Μ. Ἀντώνιο καὶ ὅταν εἶδε τὰ φύλλα φοινικιᾶς ποὺ ἔπλεκε καὶ ἦταν τόσο καλὰ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἄντωνιο νὰ τοῦ δώσει λίγα. Ἀλλὰ ὁ ΄Ὅσιος του ἀπάντησε: “εἶναι γραμμένο στὴ Γραφή, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμήσεις κανένα πράγμα τοῦ γείτονα σοὺ” καὶ μόλις τέλειωσε τὸ λόγο αὐτό, ὅλα τα φύλλα κάηκαν καὶ ἔγιναν στάχτη. Βλέποντας τὸ γεγονὸς ὁ Μ. Ἀντώνιος εἶπε στὸ Μακάριο. Πραγματικά, ἀδελφέ, γνώρισα ὅτι ἀναπαύεται σὲ σένα ἡ Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ γιὰ τοῦτο θὰ γίνεις κληρονόμος τῶν ἀγώνων μου. Φεύγοντας ὁ Μακάριος, στὸ δρόμο, συνάντησε τὸ διάβολο ὁ ὁποῖος βλέποντάς το Ὅσιο κουρασμένο ἀπὸ τὸ δρόμο, τοῦ εἶπε. “Τώρα ποὺ πῆρες καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀντωνίου γιατί δὲν μεταχειρίζεσαι τὴ δύναμή σου καὶ νὰ ζητήσεις μὲ θάρρος ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σοῦ στείλει φαγητὸ καὶ ποτὸ καὶ νὰ σοῦ δώσει δύναμη νὰ συνεχίσεις τὴν ὁδοιπορία;” Καὶ ὁ Ὅσιος ἀπάντησε στὸ διάβολο. Γιὰ μένα δύναμη καὶ δόξα εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος· ἐσὺ ὅμως δὲν ἔχεις καμιὰ ἐξουσία νὰ πειράζεις τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ πονηρός, ἔδειξε καὶ μία φαντασία στὸν ΄Ὅσιο. ΄Ἔφερε μπροστά του μία καμήλα φορτωμένη μὲ πολλὰ καὶ διάφορα χρειαζόμενα καὶ φαινόταν τὸ ζῶο σὰν περιπλανόμενο μέσα στὴν ἔρημο καὶ μόλις εἶδε τὸν Ὅσιο πῆγε καὶ γονάτισε μπροστά του. Τότε ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ χάθηκε τὸ ζῶο.

Μιὰ ἄλλη φορά ὁ Ἀββᾶς αὐτὸς πεθύμησε νὰ φάει σταφύλια φρέσκα. τὴν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἀδελφὸς ἔτυχε νὰ τοῦ στείλει ὡραία καὶ φρέσκα σταφύλια. ΄Ὅμως γιὰ νὰ βασανίσει τὴν ὄρεξή του τὰ πῆρε καὶ τὰ ἔδωσε σὲ ἄλλο ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἄρρωστος στὸ στρῶμα καὶ εἶχε καὶ αὐτὸς τὴ ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια, ὁ ὁποῖος ὅταν τὰ εἶδε χάρηκε πολὺ ἀλλά, χωρὶς καθόλου νὰ τὰ ἀγγίσει διάταξε καὶ τὰ ἔδωσαν σὲ ἄλλο ἀδελφό, προσποιούμενος πὼς δὲν τὰ ἐπιθυμοῦσε. Ἄλλα καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν στερημένος ἀπὸ φροῦτα τὰ ἔστειλε σ’ ἄλλον ἀδελφό. Ἔτσι τὰ σταφύλια αὐτὰ ἔκαμαν τὸ γύρο σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς καὶ κανένας δὲν τὰ ἔφαγε καὶ γύρισαν πάλιν στὸ Μακάριο ποὺ ἦταν τὰ εἶδε δόξασε τὸ Θεὸ γιὰ τὴ ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν, χωρὶς καὶ αὐτὸς νὰ τὰ δεχτεῖ γιὰ τελείαν ταπείvωση τοῦ διαβόλου.
Ἡ ἄσκηση τοῦ Ὅσιου αὐτοῦ ἦταν πολὺ μεγάλη, γιατί ὅποιο κατόρθωμα ἄκουε ἔβαζε στόχο νὰ τὸ κατορθώσει καὶ αὐτός.Ἔμαθε ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοί, τὴ Μ. Τεσσαρακοστὴ δὲν τρῶνε φαγητὸ ποὺ περνᾶ ἀπὸ τὴ φωτιά. Ἐπῆρε καὶ αὐτὸς τὴν ἀπόφαση καὶ γιὰ 7 ὁλόκληρα χρόνια ἔτρωγε μόνο χόρτα ὠμὰ καὶ ὄσπρια βρεγμένα. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἄκουσε ὅτι κάποιος ἀδελφὸς τρώει μόνο μιὰ οὐγκιὰ ψωμὶ τὴν ἡμέρα. Ἔτσι καὶ αὐτὸς πῆρε ἕνα πήλινο ἀγγεῖο μὲ στενὸ λαιμὸ ὅσο ποὺ χωροῦσε τὸ χέρι του. Στὸ δοχεῖο αὐτὸ ἔβαλε παξιμάδι σπασμένο καὶ ἔβαζε το χέρι του καὶ ἔπαιρνε ὅσο χωροῦσε ἡ κλειστὴ χούφτα του καὶ ὄχι παραπάνω. Πολλὲς φορὲς μᾶς ἔλεγε ὁ εὐλογημένος, ἀστειευόμενος, ὅτι συχνὰ τὸν ἀνάγκαζε ὁ κακὸς τελώνης, ἡ πείνα, καὶ ἔβαζε το χέρι του καὶ ἔπαιρνε πολλὰ κομάτια, ἀλλὰ δὲ χωροῦσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στενὸ στόμα τοῦ ἀγγείου. Στὸν ἀγώνα αὐτὸ ἔκαμε τρία χρόνια καὶ ὅσο ψωμὶ ἔτρωγε τόσο νερὸ ἔπινε καὶ αὐτὸ μὲ τὸ μέτρο. Μιὰ μέρα μᾶς διηγήθηκε ὁ ἴδιος, πὼς κάποτε θέλησε νὰ μπεῖ στὸ κηποταφεῖο τῶν Μάγων, Ἰανοὶ καὶ Ἴαμβρη, ποὺ ἔζησαν τὸν καιρὸ τοῦ Φαραώ, γιὰ νὰ δεῖ τὸ μέρος καὶ νὰ διώξει τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ. Ἐκεῖνοι οἱ μάγοι ἦταν δυνατοὶ καὶ πλούσιοι ἄρχοντες κοντὰ στὸ Φαραώ. Τὸ κηποταφεῖο ἐκεῖνο τὸ ἔκτισαν μὲ πέτρα ὡς τέσσερα πόδια ὕψος καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔθαψαν τοὺς μάγους ὅταν πέθαναν καὶ ἔβαλαν μέσα πολὺ χρυσό, φύτεψαν διάφορα δένδρα καὶ εἶχε καὶ πηγάδι μὲ νερὸ καὶ ἦταν ἕνα θαυμάσιο μέρος. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαμαν οἱ πλανεμένοι μάγοι γιὰ νὰ χαίρονται μετὰ τὸ θάνατό τους ἐκεῖ μέσα. Θέλοντας λοιπὸν ὁ Ὅσιος νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τὸ δρόμο, πῆρε ἕνα δέμα καλάμια καὶ σὲ κάθε μίλι ἔμπηγε καὶ ἕνα καλάμι γιὰ σημάδι ὅταν θὰ ἐπέστρεφε. Εἶχε περπατήσει 9 μέρες στὴν ἔρημο καὶ ἔφτασε στὸ μέρος ποὺ ζητοῦσε. Εἶχε νυκτώσει καὶ ξάπλωσε νὰ κοιμηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ κηποταφεῖο τῶν μάγων. Δὲν ἄρεσε στὸ σατανᾶ ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ὁσίου στὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ πῆγε καὶ μάζεψε ὅλα τα καλάμια ποὺ ἔβαζε γιὰ σημάδι ὁ Ὅσιος καὶ τὰ ἔκανε δεμάτι καὶ τὰ τοποθέτησε στὸ προσκέφαλο τοῦ Μακαρίου ἐνῶ κοιμόταν. Ὅταν ξύπνησε καὶ εἶδε τὰ καλάμια ὅλα μαζεμένα κοντά του κατάλαβε τὴν πονηρία τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ δὲν ταράχτηκε καθόλου γιατί εἶχε βοηθὸ του τὸν Κύριο. Ὁ ἴδιος ἀργότερα μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν πλησίασα τὸ κηποταφεῖο ἐκεῖνο, βγῆκαν καὶ μὲ συνάντησαν 70 περίπου δαίμονες οἱ ὁποῖοι ἔκαναν διάφορα σχήματα· ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι πηδοῦσαν καὶ ἄλλοι ἔτριζαν τὰ δόντια μὲ πολὺ θυμὸ ἐναντίον μοὺ· ἄλλοι σὰν κόρακες πετοῦσαν καὶ μὲ κτυποῦσαν στὸ πρόσωπο λέγοντάς μου» «Τί θέλεις ἐδῶ Μακάριε, πειρασμὲ τῶν καλογήρων; Τί ζητᾶς στὸ δικό μας μέρος, μήπως ἐμεῖς πήγαμε καὶ ἐνοχλήσαμε κανένα καλόγερο; Δὲ σὲ φτάνει ποὺ μᾶς πῆρες τὴν ἔρημο καὶ μᾶς ἔδιωξες ὅλους ἀπ’ ἐκεῖ, γιατί τώρα καταπατεῖς καὶ τὸ δικό μας μέρος; Ἐσὺ εἶσαι ἀναχωρητὴς κάθου στὴν ἔρημο, ἐδῶ εἶναι δικό μας μέρος καὶ δὲ μπορεῖς νὰ κατοικήσεις ἐδῶ. Δὲ μπορεῖς νὰ μπεῖς στὸ κηποταφεῖο, γιατί μέχρι τώρα δὲ μπῆκε μέσα ζωντανὸς ἄνθρωπος» Καὶ ὁ Μακάριος λέγει τους· δὲν ἦλθα νὰ κατοικήσω ἐδῶ, ἦλθα μόνο νὰ δῶ τὸ μέρος καὶ πάλι θὰ φύγω. Καὶ οἱ δαίμονες τοῦ εἶπαν. Αὐτὸ θέλομε νὰ μᾶς ὑποσχεθεῖς μέσα στὴ συνείδησή σου.
Μετὰ τὴν ὑπόσχεση αὐτὴ τοῦ Ὅσιου, οἱ δαίμονες ἔγιναν ἄφαντοι Ἔτσι μπῆκε μέσα ὁ ἅγιος περιεργαζόταν τὸ μέρος. Περπατώντας, συνάντησε τὸ διάβολο μὲ γυμνὸ σπαθὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ. Ὁ Ὅσιος τότε λέγει: ἐσὺ διάβολε, ἔρχεσαι μὲ σπαθί, ἀλλὰ ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον σου ἐν ὀνόματι Κυρίου Σαβαώθ, καὶ ἐν παρατάξει Θεοῦ Ἰσραήλ. Ὑπεχώρησε ὁ διάβολος καὶ προχωρώντας ὁ Μακάριος εἶδε ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα φυτὰ καὶ τὰ δένδρα ξηραμένα καὶ ἕνα πηγάδι μὲ τὸ κάδο τοῦ κρεμασμένο μὲ σιδερένια ἁλυσίδα λυόμενα ἀπὸ τὴ πολυκαιρία. Εἶδε ἐπίσης πολλὰ ἀφιερώματα ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι. Ἀφoὺ εἶδε τὰ πάντα ἐκεῖ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὸ κελί του, περπατώντας εἴκοσι ὁλόκληρες μέρες. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε οὔτε ψωμὶ οὔτε νερὸ ἐξαντλήθηκε καὶ ἔγινε σὰν νεκρός, (ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε). Σὲ ἀπόσταση τριῶν ἥμερων δρόμο ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ φάνηκε μιὰ λευκοντυμένη κόρη κρατώντας ἕνα ποτήρι γεμάτο νερὸ ποὺ ἔσταζε, ἀλλὰ ἔμενε σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ διψασμένο Μακάριο καὶ τὸν καλοῦσε νὰ τὴ φθάσει μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔβλεπέ το νερό, ἔτρεχε νὰ φθάσει τὴν κόρη γιὰ νὰ πιεῖ καὶ ἔτσι πέρασαν οἱ τρεῖς μέρες. Τότε φάνηκε ἕνα κοπάδι βουβάλια καὶ μία βουβάλα μὲ τὸ μοσχάρι της ξέκοψε καὶ πλησίασε τὸ διψασμένο ὁδοιπόρο, ἐνῶ τὸ βυζὶ της ἔτρεχε γάλα. Τότε μιὰ φωνὴ πρόσταζε, ”Μακάριε, πήγαινε πρὸς τὴ βουβάλα καὶ βύζαξε”. Ὑπάκουσε ὁ Ὅσιος καὶ πῆγε καὶ βύζαξε γάλα καὶ ἔλαβε δύναμη. Τὸ ζῶο ἀκολούθησε τὸ Μακάριο δίνοντάς του τὸ βυζί της καὶ ἔπινε γάλα μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ κελὶ του σῶος.
Κάποτε εἶχε ἀκούσει ὅτι οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ εἶχαν ἀνώτερη πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὅτι στοὺς ἀγῶνες τους εἶναι ἀμίμητοι. Ἔτσι ντύθηκε σὰν ἕνας κοσμικὸς ἐργάτης καὶ περπάτησε 15 μέρες στὴν ἔρημο καὶ ἔφτασε στὴ Θηβαΐδα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὰ Μοναστήρια τῶν Ταβεννησιωτῶν, ζητώντας νὰ δεῖ τὸ Μέγα Παχώμιο ποὺ ἦταν ὁ Προεστὸς καὶ εἶχε Χάρη Θεοῦ καὶ πνεῦμα προφητείας, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ δὲν τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ ἐρχομὸς τοῦ Μακαρίου.
Ὅταν εἶδε τὸν Παχώμιο, ὁ Μακάριος, ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ γιὰ νὰ τὸν δεχτεῖ σὰν καλόγηρο στὸ Μοναστήρι, λέγοντάς του: «Δέομαί σου πάτερ νὰ μὲ δεχτεῖς στὴν ποίμνη σου γιὰ νὰ γίνω καλόγερος. Λέγει του ὁ Παχώμιος· «Ἐσὺ τώρα πού γέρασες μπορεῖς νὰ ὑποφέρεις τὴν ἄσκηση; Ἐδῶ εἶναι ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ τὴ νεότητά τους συνήθησαν καὶ ὑπομένουν τοὺς κόπους καὶ τὴν ἄσκηση, ἀλλὰ ἐσὺ γέρασες καὶ εἶσαι καὶ ἀσυνήθιστος καὶ γρήγορα θὰ φύγεις καὶ θὰ μᾶς κακολογοῦν». Ἔμεινε γιὰ λίγες μέρες ὁ Μακάριος ἐκεῖ ἀλλὰ δὲν τὸν δέχτηκε ὁ Παχώμιος γιὰ μοναχό.
Μετὰ ἀπὸ 7 ἡμέρες πηγαίνει πάλιν ὁ Μακάριος καὶ παρακαλεῖ τὸν Παχώμιο νὰ τὸν δεχτεῖ μοναχὸ λέγοντάς του· δέξου μὲ Ἀββᾶ καὶ ἂν δὲ νηστεύω καὶ δὲν κοπιάζω τὸ ἴδιο μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς δίωξε με. Τελικὰ πείσθηκε ὁ Παχώμιος καὶ δέχτηκε τὸ Μακάριο στὸ Μοναστήρι. Στὸ Μοναστήρι αὐτὸ ζοῦσαν 1400 μοναχοί. Δὲν πέρασαν πολλὲς μέρες καὶ ἄρχισε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ὁ Μακάριος παρακολουθοῦσε πόση ἄσκηση ἔκανε ὁ κάθε ἀδελφός. Ὁ ἕνας ἔτρωγε ἀπὸ βράδυ σὲ βράδυ, ἄλλος νήστευε δύο μέρες, ἄλλος στεκόταν ὅλη τὴ νύχτα στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἡμέρα ἔκανε τὸ ἐργόχειρό του. Ὁ Μακάριος μάζεψε πάρα πολλὰ φύλλα φοινίκων, τὰ ἔβρεξε καὶ κάθισε σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Μονῆς καὶ ἔπλεκε σειρά. Ἔτσι πέρασε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ χωρὶς νὰ φάει καθόλου ψωμὶ οὔτε καὶ νὰ βάλει στὸ στόμα τοῦ νερό, οὔτε πλάγιασε νὰ κοιμηθεῖ ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες. Ὅλη του ἡ τροφὴ ἦταν ὠμὰ φύλλα λαχάνων, τὰ ὁποῖα ἔτρωγε ἀπὸ Κυριακὴ σὲ Κυριακή. Ἐργαζόμενος καὶ προσευχόμενος καὶ μὲ σιωπὴ πέρασε ὅλες τὶς μέρες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς ὅταν εἶδαν τέτοια ἄσκηση ἀπὸ τὸ Μακάριο, γόγγυσαν ἐναντίον τοῦ Ἡγούμενου τοὺς λέγοντες· «Πόθεν μας ἔφερες ἐδῶ ἄσαρκο ἄγγελο καὶ γίναμε παίγνιο ἐνώπιόν του; Ἢ τὸν διώχνεις ἢ φεύγουμε ὅλοι ἀπὸ τὸ Μοναστήρι». Ὁ Παχώμιος ὅταν ἄκουσε αὐτά, ἐξέτασε καὶ ἔμαθε τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκαμε στὸ Μοναστήρι τους καὶ ἔπεσε σὲ προσευχὴ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς , καὶ ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στὸν Παχώμιο ὅτι εἶναι ὁ Μέγας Μακάριος ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Τότε ὁ Παχώμιος ἐπίασε τὸν Μακάριο καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ ἱερὸ Βῆμα τῆς Ἐκκλησίας, ἔκαμαν τὸν ἐν Χριστῷ ἀσπασμὸ καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα καλόγερε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Μακάριος καὶ δὲ μοῦ τὸ φανέρωσες; Ἐγὼ ἀπὸ πολὺ καιρὸ πεθυμοῦσα νὰ σὲ συναντήσω ἀκούγοντας τὶς ἀρετές σου. Σοῦ χρεωστῶ μεγάλη χάρη ποὺ παίδευσες τὰ τέκνα μου γιὰ νὰ μὴν κενοδοξοῦν πὼς κάνουν μεγάλη ἄσκηση. Τώρα πήγαινε στὸ κελί σου καὶ εὔχου γιὰ μᾶς· ἀρκετά μᾶς ἐδιόρθωσες». Καὶ ἀναχώρησε ὁ Μακάριος γιὰ τὸ Μοναστήρι του.
Αὐτὸς ὁ πραγματικὰ ἀπαθὴς Ὅσιος, μᾶς ἔλεγε, ὅτι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅποια ἄσκηση πεθύμησε τὴν κατόρθωσε. Κάποτε, λέγει, πεθύμησα νὰ κάνω 5 μερόνυχτα νὰ φαντάζομαι τὰ οὐράνια κάλλη καὶ νὰ μὴ σκέφτομαι κανένα γήινο πράγμα. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἔκλεισα τὴν αὐλὴ καὶ τὴν πόρτα μου γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλήσει κανένας. Ἀφοῦ λοιπὸν κλείστηκα μέσα στὸ κελί μου, ἄρχισα ἀπὸ τὴ δεύτερη μέρα νὰ λέγω στὸ νοῦ μου· στοχάζου τὰ οὐράνια ψηλὰ καὶ λεῖπε τελείως ἀπὸ τὰ ἐπίγεια χαμηλά. Ἔχεις ἐκεῖ τους ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. Ἔχεις ἐκεῖ νὰ στοχάζεσαι Αὐτὸν τὸν Ὕψιστο καὶ τὸν ἁπάντων Θεό, μὴν κατέβεις λοιπὸν κάτω καὶ πέσεις ἐξ ἀνάγκης σὲ μάταιους καὶ πονηροὺς λογισμούς. Πέρασα δυὸ μέρες μὲ τὸ λογισμὸ στὰ οὐράνια, ἀλλὰ τόσο πολὺ θύμωσε ὁ διάβολος ὥστε νὰ γίνει φλόγα πυρὸς καὶ νὰ κάψει ὅλα ὅσα ἦταν μέσα στὸ κελί μου. Τελευταία ἔβαλε φωτιὰ στὸ ψαθὶ ποὺ στεκόμουν γιὰ νὰ μὲ κάψει. Βλέποντας νὰ μὲ ζώνει παντοῦ ἡ φωτιὰ φοβήθηκα καὶ ἔπαυσε ὁ λογισμός μου τὴ φαντασία τῶν οὐρανῶν. Νομίζω τοῦτο ἦταν οἰκονομία Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευτῶ.
Αὐτὸν τὸν ἀσκητὴ ἐπισκέφτηκα κι ἐγὼ καὶ ὅταν πῆγα νὰ τὸν συναντήσω βρῆκα ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ του ἕνα ἱερέα ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ ὁποίου τὴν κεφαλὴ ἔτρωγε ὁ καρκίνος μέχρι ποὺ φαινόταν τὸ γυμνὸ κόκκαλο. Πῆγε ὁ δυστυχὴς γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει ὁ Μακάριος, ἀλλὰ δὲν τὸν δεχόταν καθόλου. Λυπήθηκα τότε τὸν ἄνθρωπο καὶ παρακάλεσα τὸν Ὅσιο νὰ τὸν θεραπεύσει. Ὁ Ὅσιος μου λέγει: «Δὲν εἶναι ἄξιος νὰ θεραπευτεῖ, γιατί ἡ παίδευσή του εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν θέλει νὰ θεραπευτεῖ νὰ τὸν πείσεις νὰ σταματήσει ἀπὸ σήμερα νὰ λειτουργεῖ καὶ θὰ θεραπευτεῖ. Ρώτησα τὸν ἅγιο γιὰ τὴν αἰτία τῆς παίδευσης τοῦ ἱερέα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι πόρνευε καὶ λειτουργοῦσε, γιὰ τοῦτο τοῦ ἦλθε ἡ φοβερὴ παιδεία. Λέγοντας ἐγὼ τὸ λόγο τοῦ Ὅσιου στὸν ἱερέα, ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ὅτι σταματᾶ ἀμέσως νὰ λειτουργεῖ καὶ τότε τὸν δέχτηκε ὁ Μακάριος ὁ ὁποῖος τὸν ἐξέτασε, τὸν δίδαξε ἀρκετὰ καὶ ὁ ἱερέας ἐξομoλoγήθηκε ἀφοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ζήσει πλέον ὄχι σὰν ἱερέας, ἀλλὰ σὰν κοσμικὸς ἄνθρωπος φυλάγοντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἅγιος ἔβαλε τὰ χέρια του στὴ κεφαλὴ τοῦ ἱερέα καὶ ἀμέσως ἔπαψαν οἱ πόνοι καὶ ἄρχισε καὶ τὸ δέρμα νὰ δένει καὶ σὲ λίγες μέρες βλάστησαν καὶ τὰ μαλιὰ του δοξάζοντας τὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστώντας τὸν Ὅσιο.
Ἡ μεγάλη καὶ ὑπεράνθρωπη ἄσκησή του τὸν ἔκαμε ἀπαθῆ ἀλλὰ καὶ ἀγαπητὸ στὸ Θεὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε πολλὰ χαρίσματα. καὶ τὴ δύναμη τῆς θαυματουργίας νὰ διώχνει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ τοῦτο μιὰ μέρα τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας, γιὰ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ κελί του καὶ νὰ τὸν ρίξει, τοῦ ἔβαλε τὸ λογισμὸ νὰ πάει στὴ Ρώμη νὰ θεραπεύσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες. Ἔτσι μέρα νύχτα τὸν ἐβίαζεν ἀσταμάτητα ὁ δαίμονας διὰ τοῦ λογισμοῦ, ἀλλὰ ὁ ἅγιος ἐναντιονώταν καὶ δὲν ἤθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κελί του. Ξάπλωσε κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὴ θύρα καὶ ἅπλωσε τὰ πόδια του πρὸς αὐτὴ λέγοντας: σύρετέ με δαίμονες, γιατί ἐγὼ δὲ βγαίνω νὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος προτιμῶ νὰ εἶμαι ἐδῶ ξαπλωμένος παρὰ νὰ σᾶς ἀκολουθήσω. Κατὰ τὸ βράδυ σηκώθηκε, ἀλλὰ πάλιν ὁ λογισμὸς τὸν ἐνοχλοῦσε.
Τότε γέμισε ἕνα ζεμπίλι δυὸ μόδια ἄμμο καὶ φορτώνοντάς το στὴ ράχη του γύριζε μέσα στὴν ἔρημο γιὰ νὰ περνᾶ ὁ λογισμός. Σ’ αὐτὴ τὴ κατάσταση τὸν συνάντησε ὁ Εὐσέβιος ὁ Ἀντιοχέας, ὁ λεγόμενος κοσμήτωρ καὶ τὸν ρώτησε. τί σηκώνεις, Ἀββᾶ, ἄφησε νὰ πάρω ἐγὼ τὸ φορτίο, δὲν κάνει γιὰ σένα νὰ βασανίζεσαι. Καὶ ὁ Ὅσιος ἀπάντησε. Ἐγὼ βασανίζω ἐκεῖνον ποὺ μὲ βασανίζει, γιατί ἂν μείνω ἥσυχος θὰ μὲ δουλώσει σὲ δρόμους ξενιτειᾶς. ΄Ἔτσι μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τοῦ βασανισμοῦ τοῦ σώματος, καταπαυσε τὸ λογισμὸ τῆς ἀναxώρησης.
Ὁ Παφνούτιος ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Μακαρίoυ μᾶς διηγήθηκε καὶ τὸ ἑξῆς: «Μιὰ μέρα ἐνῶ προσευχόταν στὸ προαύλιο τοῦ κελιοῦ του ἔφθασε μιὰ λύκαινα μὲ τὸ μικρό της ποὺ ἦταν τυφλό. Μὲ τὸ κεφάλι της κτύπησε τὴ θύρα τοῦ κελιοῦ, ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα ρίχνοντας τὸ μικρό της στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Ὁ δὲ Μακάριος πῆρε τὸ μικρὸ στὰ χέρια του καὶ ἔφτυσε χάμω καὶ μὲ τὸν πηλὸ ἔχρισε τὰ μάτια τοῦ κουταβιοῦ κάνοντας εὐχή. Ἀμέσως ἄνοιξαν τὰ μάτια τοῦ ζώου, τὸ πῆρε ἡ λύκαινα καὶ ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα, γύρισε ἡ λύκαινα φέρνοντας στὸ Μακάριο ἕνα μεγάλο δέρμα προβάτου. Τότε ὁ Μακάριος ρώτησε τὴ λύκαινα μήπως ἔφαγε τὸ ζῶο κανενὸς φτωχοῦ καὶ ἔκαμε ἀδικία· ἐγώ, τῆς λέει, δὲν τὸ δέχομαι. Τὸ ζῶο ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ γονάτισε ρίχνοντας τὸ δέρμα στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Ἔγινε ἀρκετὸς διάλογος Μακαρίου καὶ λύκαινας μέχρι ποὺ ἡ λύκαινα ἔπεισε τὸ Μακάριο ὅτι δὲν ἔκαμε καμιὰ ἀδικία καὶ μόνο τότε τὸ δέχτηκε.
Γιὰ τὸ δέρμα ἐκεῖνο, ἔλεγε ἡ Ὁσία Μελανή, ὅτι τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ Μακάριο καὶ τὸ ὀνόμασε «δῶρο τῆς λύκαινας». Καὶ δὲν εἶναι παράδοξο γιὰ ἕνα δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ποὺ σταύρωσε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἔγινε οὐράνιος, νὰ εὐεργετηθεῖ ἀπὸ ἕνα ἄγριο ζῶο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωκε διαταγὴ στὰ λιοντάρια νὰ φυλάξουν σῶο το Δανιήλ, ἔδωσε καὶ τὴ σύνεση στὴ λύκαινα νὰ καταφύγει στὸν ἅγιο Μακάριο.
Πρέπει, νομίζω, πρὶν τελειώσω νὰ περιγράψω καὶ τὸ εἶδος τοῦ ἁγίου καθὼς τὸν εἶδα ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια μου. «Ἦταν λίγο κυρτὸς καὶ μὲ πολὺ λίγο γένι, γιατί ἀπὸ τὴ μεγάλη ἄσκηση δὲ φύτρωναν οἱ τρίχες.
Μιὰ μέρα ἀνάφερα στὸν Ὅσιο ὅτι βρίσκoμαι σὲ μεγάλη ἀμέλεια καὶ μὲ συγχύζουν οἱ λογισμοί μου καὶ μοῦ λέγουν ὅτι ἐσὺ ἐδῶ δὲν κατορθώνεις τίποτα, τί κάθεσαι; Φεῦγε ἀπὸ τὸν τόπον αὐτό. Καὶ μοῦ ἀπάντησε. Ὅταν σοῦ ἔρχονται τέτοιοι λογισμοὶ γιὰ φυγή, λέγε σ’ αὐτοὺς ὅτι ἐγὼ γιὰ τὸ Χριστὸ μένω καὶ φυλάγω τοὺς τοίχους τούτους.