(27 Αὐγούστου)

Ἡ Ἀνεύρεση τῆς Εἰκόνας
Τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Ἀγαρηνοὶ κατέλαβαν τὴν νῆσο Ρόδο θέλησαν νὰ ὀχυρώσουν καὶ πάλι τὸ ὄμορφο νησὶ καὶ νὰ ξαναφτιάξουν τὰ τείχη τῆς πόλης, τὰ ὅποια εἶχαν καταστραφεῖ σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ τὶς ἀλλεπάλληλες πολεμικὲς συγκρούσεις.
Πρὸς τὸ νότιο μέρος τοῦ φρουρίου τῆς πόλης ποὺ ἦτο καὶ κατεστραμμένο ὑπῆρχαν πολλὰ μισογκρεμισμένα σπίτια καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ ἐστράφησαν οἱ κατακτηταὶ νὰ πάρουν πέτρες γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ φρουρίου. Πῆραν λοιπὸν μαζί τους καὶ πολλοὺς χριστιανούς, σὰν ἐργάτες καὶ ἄρχισαν νὰ σκάβουν τὰ ἐρείπια. Ἐκεῖ μέσα ἀνακάλυψαν καταπλακωμένη μία ὡραιοτάτη ἐκκλησία καὶ πλῆθος εἰκόνων, ποὺ ἤσαν ὅμως πολὺ κατεστραμμένες καὶ δὲν μποροῦσε κάνεις νὰ διακρίνει λεπτομέρειες, παραστάσεις ἢ γράμματα.

Ξαφνικὰ ὅμως καθὼς σκάλιζαν οἱ ἐργάτες μέσα στὸ ναὸ βρῆκαν μία θαυμάσια, ὁλοκάθαρη καὶ ἄφθαρτη εἰκόνα, ποὺ ἔμοιαζε σὰν νὰ εἶχε ἁγιογραφηθεῖ τὴν ἴδια ἡμέρα. Καὶ αὐτὸ εἶναι μία πρόσθετη ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀνεύρεση δὲν ἦταν τυχαῖα ἀλλὰ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Εἰκόνα ἔγραφε ἐπάνω «Ἅγιος Φανούριος»

Στρατιωτικὸς καὶ ὁμολογητὴς Χριστοῦ
Ἂς ἐκθέσουμε λοιπὸν τὸ Συναξάρι τοῦ ἁγίου Φανουρίου, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὶς παραστάσεις τῆς εἰκόνας του:
Στὰ πλαίσια, φαίνεται, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πολλοὺς διωγμοὺς τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων κατὰ τῶν χριστιανῶν, συνελήφθη καὶ ὁ στρατιωτικὸς Φανούριος μὲ τὴν κατηγορία ὅτι δὲν σέβεται καὶ δὲν θυσιάζει στοὺς θεοὺς ποὺ ἐπέβαλε τὸ τότε καθεστώς. Ὁδηγήθηκε γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐνώπιόν του ἁρμόδιου δικαστῆ, ὁ ὁποῖος τὸν ὑπέβαλε σὲ σχετικὴ ἀνάκριση.
Ὁ Φανούριος ὁμολόγησε τὴ χριστιανική του πίστη. Ἀρνήθηκε νὰ προσφέρει θυσία στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς καὶ διακήρυξε ἀφοσίωση στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Ἀφοῦ ὁ δικαστὴς ἀνακριτὴς εἶδε τὴν ἐμμονὴ τοῦ ἁγίου στὴν πίστη του, κατὰ τὴν τακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, παρέδωσε τὸ χριστιανὸ ὁμολογητὴ σὲ δήμιους γιὰ νὰ τὸν «συνετίσουν». Πρῶτο μαρτύριο ἦταν κατὰ τὴν εἰκονογραφικὴ παράσταση τὸ χτύπημα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Φανουρίου μὲ πέτρες ἐκ μέρους τῶν δημίων. Τὸ ὑπέμεινε χωρὶς διαμαρτυρίες καὶ γογγυσμούς, γιὰ τὴ δόξα τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου.

Ἡ ὁδὸς τῶν μαρτυρίων
Διαπιστώνοντας ὁ δικαστὴς ὅτι ὄχι μόνο δὲν κάμπτεται ὁ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη αὐτὴ δοκιμασία, ἀλλὰ μὲ παρρησία ὑπομένει, δοξολογώντας τὸν Κύριο καὶ Θεό του, δίνει ἐντολὴ νὰ συνεχιστοῦν τὰ μαρτύρια μὲ πιὸ ἄγριο τρόπο. Καὶ σ’ αὐτὸ ἦταν ἐξασκημένοι καὶ ἔμπειροι οἱ βασανιστὲς τῶν ἁγίων της Πίστεως. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὶς ὑπόλοιπες παραστάσεις τῆς εἰκόνας ποὺ βρέθηκε, ἀκολούθησαν τὰ ἕξης, στὴ μακρὰ ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Φανουρίου:
Τὸν ρίχνουν καταγῆς καὶ τὸν χτυποῦν μὲ ξύλα, μαστίγια καὶ ρόπαλα, ἐνῶ ὁ μεγαλομάρτυς τὰ ἀντιμετωπίζει ἡμίγυμνος μὲ καρτερία, χωρὶς φωνὲς καὶ ἱκεσίες νὰ τὸν λυπηθοῦν.
Ἡ γαλήνη εἶναι ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπό του. Καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀσφαλῶς θὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεως καὶ τελειωτὴ Ἰησοῦ.
Στὴν ἑπόμενη παράσταση ἐμφανίζεται νὰ τὸν ἔχουν κλεισμένο στὴ φυλακή. Ὄχι ὅμως σὲ ἡσυχία. Διότι δυὸ ἀπὸ τοὺς φρουροὺς τῆς τὸν ἔχουν ξαπλώσει καὶ ξεσχίζουν τὸ σῶμα του μὲ εἰδικὰ σιδερένια νύχια. Αὐτὸ ἦταν ἕνα αὐτὸ τὰ συνηθισμένα μαρτύρια στὰ ὁποῖα ὑπέβαλαν κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν τοὺς χριστιανούς. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ξέσχιζαν τὶς σάρκες, ἔριχναν στὶς πληγὲς καυτὸ λάδι ἢ ἁλάτι, ἢ τὶς ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, προκαλώντας ἀφόρητους πόνους καὶ προσπαθώντας νὰ κάμψουν τὴν πίστη τῶν χριστιανῶν.
Μετὰ ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦτο ἀφέθηκε γιὰ λίγο ὁ ἅγιος στὴ φυλακή, προφανῶς γιὰ νὰ ξανασκεφθεῖ ὄχι μόνο τὶς ἀπειλὲς τοῦ δικαστῆ ἀλλὰ καὶ τὶς ὑποσχέσεις του.
Στὴν πέμπτη λοιπὸν παράσταση ὁ φυλακισμένος ἅγιος Φανούριος, ὀντὰς ἀποφασισμένος γιὰ τὸ τελικὸ μαρτύριο, δὲν σκέπτεται τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Προσεύχεται, ζητώντας τή χάρη καὶ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ «μείνει πιστὸς ἄχρι θανάτου».
Ἀκολουθεῖ νέα προσαγωγὴ τοῦ ἐνώπιόν του δικαστῆ, μὲ τὴν παρουσία φρουρῶν. Ἀνακρίνεται καὶ πάλι. Ὁμολογεῖ μὲ θάρρος τὴν πίστη του. Δὲν πείθεται στὰ ἐπιχειρήματά της ἐξουσίας. Ἀντίθετα, μιλάει μὲ πειθὼ καὶ παρρησία γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία ποὺ ἔφερε στοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι πιστεύουν σ’ αὐτόν. Ἡ ὅλη στάση τοῦ φανερώνει ὅτι μὲ θάρρος ἀντιμετωπίζει καὶ τὰ ἀπειλούμενα νέα βασανιστήρια, ἀλλὰ καὶ τὸ τελικὸ μαρτύριο.
Ἡ συνέχεια παρουσιάζεται στὴν ἑπόμενη ἀπεικόνιση. Μέσα στὴ φυλακὴ ἢ τὸ προαύλιο τῆς ὁ ἅγιος Φανούριος ἐμφανίζεται δεμένος στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σὲ κατακόρυφο ξύλο, ἐνῶ δυὸ ἀπὸ τοὺς φρουροὺς δεσμῶτες κατακαῖνε τὰ πλευρά του, προκαλώντας πόνους, παρόλο ποὺ ὁ μάρτυς τοὺς ὑπομένει μὲ καρτερία καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη στάση του δὲν δείχνει νὰ τοὺς ὑπολογίζει. Τὸ πρόσωπο τοῦ εἶναι ἱλαρὸ καὶ ἀσφαλῶς ἡ σκέψη καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ βρίσκονται κοντὰ στὸν Κύριο.
Ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἁγίου στὰ μαρτύρια ἐξαγρίωνε ὅλο καὶ περισσότερο τὸ δικαστή, ἀλλὰ καὶ τοὺς δήμιούς του. Καὶ ἀπὸ τὰ ἐλαφρότερα τὸν ὑπέβαλαν σὲ πλέον ἐπώδυνα βασανιστήρια, ἐλπίζοντας ὅτι στὸ τέλος θὰ δειλιάσει, θὰ σκεφτεῖ τὴ νεότητά του, θὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του καὶ θὰ ἀπαρνηθεῖ τὴ χριστιανική του ἰδιότητα, γιὰ νὰ κερδίσει τὴ ζωή του. Ἔτσι τὸν ὑπέβαλαν στὸ μαρτύριο τοῦ τροχοῦ. Τὸν ἔδεσαν δηλαδὴ ἡμίγυμνο σ’ ἕνα μάγκανο (τροχό) μὲ καρφιά, ἐνῶ καὶ στὸ ἔδαφος εἶχαν τοποθετήσει αἰχμηρὰ σίδερα ποὺ ἐξεῖχαν πρὸς τὰ πάνω. Καθὼς λοιπὸν γύριζαν τὸ μάγκανο αὐτό, ξεσχίζονταν οἱ σάρκες τοῦ μάρτυρα, τόσο ἀπὸ κάτω ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ καρφιὰ τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ φρικτὸ αὐτὸ μαρτύριο τον λύγισε.
Ἔτσι προχώρησαν στὸ ἑπόμενο, ὅπως ἀπεικονίζεται στὴν ἔνατη κατὰ σειρὰν παράσταση: Τὸν ἔριξαν σὲ βαθὺ λάκκο, μὲς στὸν ὁποῖο ὑπῆρχαν ἀγριεμένα καὶ νηστικὰ θηρία, μὲ
σκοπὸ νὰ τὸν κατασπαράξουν. Ἀλλ’ ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ προστασία καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπέτρεψε στὰ θηρία νὰ ἐπιτεθοῦν στὸν μάρτυρα τοῦ Κυρίου. Τοῦ φέρθηκαν σᾶ νὰ ἦταν ἐξημερωμένα, προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀπορία τῶν δημίων καὶ τοῦ ἴδιου του δικαστῆ.
Ὁ φανατισμὸς τοὺς ὅμως ἦταν τόσο ἀνεξέλεγκτος, ποὺ ἀντὶ νὰ προβληματιστοῦν καὶ νὰ ἐνδιαφερθοῦν γιὰ τὴν ὄντως ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, συνέχισαν τὸ βασανισμὸ τοῦ ἁγίου Φανουρίου. Μὲ νέο μαρτύριο: Τὸν ξάπλωσαν στὴ γῆ καὶ ἔβαλαν πάνω στὸ ἐξασθενημένο ἀπὸ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια σῶμα τοῦ βαριὰ πέτρα, πιστεύοντας πὼς αὐτὸ θὰ ἔθετε τέρμα στὴ ζωή του. Καὶ πάλι ἀπατήθηκαν, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στὸν ὁποῖο δὲν ἔπαψε ὁ μάρτυς νὰ προσεύχεται, τὸν προστάτεψε, δίνοντάς του ἀντοχὴ καὶ δύναμη για να σηκώσει τὴ βαριὰ πέτρα.
Τότε ὁ δικαστὴς κάνει μία τελευταῖα, ἀπεγνωσμένη προσπάθεια, ποὺ παριστάνεται στὴν ἑνδέκατη ἔνθετη εἰκόνα: Δίνει ἐντολὴ καὶ ὁδηγεῖται ὁ ἅγιος Φανούριος δεμένος μπροστὰ σὲ εἰδωλολατρικὸ βωμό, παρακινεῖται δὲ γιὰ ὕστατη φορᾶ νὰ θυσιάσει. Πλὴν μάταιος ὁ κόπος. Ἔπειτα ἀπὸ τόσα μαρτύρια καὶ πίεση, στὴν ὁποία ἀνταπεξῆλθε μὲ καρτερία καὶ ἡρωισμό, ποὺ μόνο στοὺς γενναίους ἀθλητὲς τῆς πίστεως συναντᾶ κανείς, ἦταν ἀδύνατο πλέον νὰ προδώσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του γιὰ χάρη εἰδώλων ποὺ ἦταν «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει. Στὴν παράσταση ἐμφανίζεται νὰ κρατᾶ ἀναμμένα κάρβουνα. Θὰ τοῦ ἦταν ἀρκετὸ νὰ τὰ βάλει μὲ θυμίαμα στὸ βωμὸ καὶ νὰ θεωρηθεῖ ἔτσι ὅτι προσφέρει θυσία. Ὅμως προτίμησε νὰ καίγονται οἱ παλάμες του!

Ἡ τελείωσή του
Ἦταν πλέον φανερὸ ὅτι ὁ ἅγιος Φανούριος δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐνδώσει σὲ κανένα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ποὺ εἶχε ἐπινοήσει ἡ κρατικὴ ἐξουσία καὶ ἐκτελοῦσαν μὲ ἰδιαίτερη βαναυσότητα οἱ δήμιοι. Τὸ εἶχε ὁ ἅγιος ἀποδείξει μὲ τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας, μὲ τὴν καρτερία, μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν ἀποφασιστικότητά του νὰ ὑπομείνει ὡς τὸ τέλος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπογοητευμένος καὶ συνάμα ὀργισμένος ὁ δικαστὴς ἀπὸ τὴν ἀποτυχία του νὰ μεταστρέψει τὸν ἅγιο Φανούριο καὶ νὰ τὸν φέρει ἀτοὺς κόλπους τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔβγαλε τὴν τελεσίδικη ἀπόφασή του: Νὰ θανατωθεῖ ὁ χριστιανὸς νέος διὰ τῆς πυρᾶς! Καὶ τὴν τελικὴ αὐτὴ σκηνὴ ἀναπαριστᾶ ἡ δωδέκατη κατὰ σειρὰν ἔνθετη εἰκόνα: Ἀνάβουν οἱ δήμιοι δυνατὴ φωτιὰ σ’ ἕνα καμίνι καὶ ρίχνουν μέσα τοῦ τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ οἱ φλόγες κατατρώγουν τὶς σάρκες του, ἐκεῖνος γαλήνιος, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ στάση προσευχῆς, εὐχαριστεῖ τὸν Κύριο γιατί τὸν ἀξίωσε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομά Του καὶ παραδίδει τὴν ἁγιασμένη ψυχῆ τοῦ σ’ Αὐτόν, γιὰ νὰ τὴν κατατάξει στὸ οὐράνιο τάγμα τοῦ «νέφους των μαρτύρων».

Ἡ ἀναστήλωση τοῦ ναοῦ του
Ἀφοῦ βρέθηκε ἡ εἰκόνα, ὁ καλὸς ἐκεῖνος ποιμένας καὶ ἀρχιερέας τοῦ Θεοῦ, ὁ Νεῖλος, πῆγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Ρόδου καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ ξαναχτίσει τὸν ἐρειπωμένο ναό, στὸν ὁποῖο κατὰ τὴν ἀνασκαφὴ εἶχε βρεθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου. Ὁ ἡγεμόνας ἀρχικὰ δὲν ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημα. Μπροστὰ ὅμως στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Νείλου ὑποχώρησε καὶ ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του. Τότε ὁ ἀρχιερέας ἀνήγειρε καὶ πάλι τὸν ἱερὸ ἐκεῖνο ναό.
Ὁ σωζόμενος σήμερα ναΐσκος εἶναι βυζαντινός, ποὺ ἐπὶ τουρκοκρατίας εἶχε μετατραπεῖ σὲ τζαμί, γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα Πιαλεντίν, πρὸς τιμὴν ὁμώνυμου πασᾶ.
Σύμφωνα, τέλος, μὲ Κώδικα (ἄριθμ. 1190) τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Βατικανοῦ, φερμένο ἀπὸ τοὺς Ἱππότες, στὴ Ρόδο ὑπῆρχε τὴν ἐποχή τους καὶ Μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴ μνήμη του μεγάλο μάρτυρος ἁγίου Φανουρίου.

ΠΗΓΗ: http://xristianos.gr

Θαύματα τοῦ Ἁγίου
Ὁ Ἅγιος Φανούριος ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα στοὺς πιστοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά του κι ἕνα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι τὸ ἀκόλουθο:
Σὲ μία περίοδο τῆς ἱστορικῆς ζωῆς της ἡ Κρήτη ἦταν ὑποδουλωμένη στοὺς Λατίνους (1204 – 1669 μ.Χ.), ποῦ εἶχαν δικό τους Ἀρχιεπίσκοπο καὶ γι’ αὐτὸ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ παρασύρουν τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ στον Καθολικισμὸ (Παπισμό).
Ἔτσι οἱ Λατίνοι πήρανε σὰν καταπιεστικὸ μέτρο ἐνάντια στὴν Ὀρθοδοξία νὰ μὴν ἐπιτρέπουν νὰ χειροτονοῦνται ἱερεῖς στὴν Κρήτη, ὅποτε οἱ Κρητικοὶ ἀναγκάζονταν νὰ μεταβαίνουν στὸ νησὶ Τσιρίγο (Κύθηρα) γιὰ νὰ χειροτονηθοῦν ἱερεῖς ἀπὸ Ὀρθόδοξο Ἀρχιερέα, ποὺ ἕδρευε ἐκεῖ.
Κάποια ἐποχὴ λοιπὸν ξεκίνησαν ἀπ’ τὴν Κρήτη τρεῖς διάκονοι γιὰ τὸ Τσιρίγο κι ἀφοῦ χειροτονήθησαν ἐκεῖ ἱερεῖς, ἐπέστρεφαν τρι¬σευτυχισμένοι στὸ πολύπαθο τότε ἀπ’ τὴ σκλαβιὰ νησί τους. Κατὰ κακή τους τύχη Ἀγαρηνοὶ πειρατὲς τοὺς συνέλαβαν στὸ πέλαγος, τοὺς μετέφεραν στὴ Ρόδο, ὅπου τοὺς πώλησαν σὲ τρεῖς διαφορετικοὺς Ἀγαρηνοὺς ἀφέντες.
Ἡ θέση τῶν τριῶν ἱερέων ἦταν ἀξιοθρή¬νητη κι ὅμως μία γλυκειὰ προσμονὴ ἦλθε νὰ γλυκάνει τὸ πικρὸ παράπονό τους. Μάθανε πὼς στὴ Ρόδο ὁ Ἅγιος Φανούριος θαυματουργοῦσε καὶ σ’ αὐτὸν στήριξαν τὶς ἐλπίδες τους κι ὁλοένα προσεύχονταν καὶ τὸν ἐπικαλοῦνταν ὁ καθένας τοὺς ξεχωριστά, γιὰ νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπ’ τὴν σκληρὴ αἰχμαλωσία στοὺς μιαροὺς Ἀγαρηνούς.
Ζήτησε, λοιπόν, ὁ κάθε ἱερέας, χωρὶς νὰ συνεννοηθοῦν μεταξύ τους, ἀπ’ τὸν ἀφέντή του, νὰ τοῦ δώσει ἄδεια νὰ μεταβεῖ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου. Πήρανε κι οἱ τρεῖς τους μ’ εὐκολία τὴν ἄδεια, προσκύνησαν μ’ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου βρέχοντας τὴ γῆ μὲ τὰ δάκρυά τους γονατιστοὶ σὰν προσεύχονταν καὶ μὲ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς τοὺς παρακαλοῦσαν τὸν Ἅγιο Φανούριο νὰ μεσολαβήσει γιὰ νὰ γλυτώσουν πιὰ ἀπ’ τὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν.
Ἀφοῦ οἱ ἱερεῖς ἀναχώρησαν, ἀνακουφισμένοι ἀπ’ τὸν πόνο τους, ὁ Ἅγιος Φανούριος παρουσιάστηκε τὴ νύχτα καὶ στοὺς τρεῖς ἀφέντες τους καὶ τοὺς διέταξε νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς σκλάβους ἱερεῖς τους, διαφορετικὰ θὰ τοὺς τιμωροῦσε σκληρά. Οἱ Ἀγαρηνοὶ ὅμως ἄρχοντες θεώρησαν τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου σὰν κάποια μαγεία, γι’ αὐτὸ ἁλυσόδεσαν τοὺς σκλάβους τους κι ἄρχισαν νὰ τοὺς βασανίζουν μὲ χειρότερο τρόπο.
Τὴν ἄλλη ὅμως νύχτα ὁ Ἅγιος Φανούριος ἐπέμβηκε πιὸ ἀποτελεσματικά, ἔλυσε τοὺς τρεῖς ἱερεῖς ἀπ’ τὰ δεσμά τους καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε, πὼς θὰ τοὺς ἐλευθέρωνε ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς τὴν ἄλλη μέρα. Φανερώθηκε καὶ πάλι στοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς ἀπείλησε αὐτὴ τὴ φορά, πὼς ἂν δὲν ἐλευθέρωναν τὸ πρωὶ τοὺς ἱερεῖς, θὰ μεταχειριζότανε σκληρὰ μέτρα γι’ αὐτούς.
Τὸ ἄλλο πρωὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ αἰσθάνθησαν τὴν τιμωρία, γιατί ἔχασαν ὅλοι τὸ φῶς τους καὶ τὸ κορμὶ τοὺς ἔμεινε παράλυτο. Ἔτσι ἀναγκάσθησαν τότε νὰ συμβουλευτοῦν τοὺς συγγενεῖς τους, γιὰ νὰ συζητήσουν τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε. Ὅλοι δὲ οἱ ἄρχοντες ἀποφάσισαν νὰ καλέσουν τοὺς τρεῖς ἱερεῖς, μήπως μποροῦσαν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Οἱ ἱερεῖς τὴν μόνη ἀπάντηση ποὺ ἔδωσαν ἦταν, πὼς αὐτοὶ θὰ παρακαλοῦσαν τὸν Θεό τους κι Ἐκεῖνος θὰ ἀποφάσιζε.
Τὴν τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ὁ Ἅγιος Φανούριος στοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε πὼς ἂν δὲν ἔστελναν οἱ τρεῖς ἄρχοντες γραπτῶς στὸ ναὸ τοῦ τὴ συγκατάθεσή τους γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν ἱερέων, δὲν θὰ ξανάβρισκαν πιὰ τὴν ὑγεία τους. Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε θέλοντας καὶ μὴ ἔγραψαν τὸ γράμμα ποὺ ζήτησε ὁ Ἅγιος Φανούριος καὶ δήλωναν ἀπερίφραστα, πὼς παραχωροῦσαν, στοὺς τρεῖς ἱερεῖς τὴν ἐλευ¬θερία τους. Αὐτὲς οἱ δηλώσεις τοὺς κατατέθηκαν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου.
Πρὶν ἀκόμα ἐπιστρέψει ἡ ἀντιπροσωπεία τῶν Ἀγαρηνῶν ἀπ’ τὸ ναό, οἱ τυφλοὶ καὶ παράλυτοι ἄπιστοι ἔγιναν ἐντελῶς καλὰ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Ἁγίου. Οἱ πλούσιοι Ἀγαρηνοὶ ἔδωσαν στοὺς τρεῖς ἱερεῖς ὅλα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ τους κι αὐτοὶ πρὶν ἀναχωρήσουν κατέφυγαν στὴν ἐκκλησία, καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τὸν Ἅγιο γιὰ τὴν ἀπελευθέ¬ρωσή τους, ἀντέγραψαν πιστὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου καὶ τὴν πῆραν στὴν Κρήτη, ὅπου τὴν τιμοῦσαν κάθε χρόνο μὲ δοξολογίες καὶ λιτανεῖες

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *