ΜΕΡΟΣ Α
Μικρὴ – μικρὴ στὴν ἀρετὴ
Η καλλιπάρθενος αυτή νύμφη τοῦ Χριστοῦ Παρασκευή γεννηθικε στα περίχωρα τῆς Ρώμης. Αὐτοκράτορας τότε ἦταν ὀ Ανδριανός καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ὀ Αντωνίνος.Γεννήθικε περιπού το 117 μ.Χ. ἀπὸ Ἕλληνες γονεῖς.
Ὁ πατέρας τῆς ὀνομαζότανε Ἀγάθων καὶ ἡ μητέρα τῆς Πολιτεία. Ἤτανε πλούσιοι ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐσεβεῖς καὶ ἀκριβεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Εἴχανε πολλὲς ἀρετὲς καὶ μεγάλες καλωσυνες καὶ κάνανε ἐλεημοσύνες. Ἦταν καὶ οἰ δυό τους Θεοφοβούμενοι καὶ φυλάγανε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἀγαποῦσαν τὸν Θεό, ἀγαποῦσαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ εἴχανε στὴν καρδιὰ τοὺς την πιό μεγαλη χαρά. Τοὺς τὴν ἔδινε ἡ ἄμεμπτη καὶ ἥσυχη συνείδησή τους.
Εἶχαν ὅμως καὶ μιὰ μεγάλη λύπη. Δὲν εἶχαν δυστυχῶς κανένα παιδί. Πόσο μεγάλη εἶναι αὐτὴ ἡ θλίψη τὴν ξέρουν καὶ τὴν καταλαβαίνουν μόνο ἐκεῖνα τὰ ἀνδρόγυνα ποὺ εἶναι στεῖρα καὶ ἄτεκνα. Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν καὶ οἰ δυό τους τὸ Θεό, νὰ τους χαρίση ενα τέκνο καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσουνε στὸ Χριστό.
Πράγματι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ δέησή τους καὶ ἡ Πολιτεία γέννησε τὴν Ἁγία. Ἦταν μέρα Παρασκευή, ποὺ τὴν γέννησε καὶ γι’ αὐτὸ ὅταν τὴν βαφτίσανε, τὴν ὀνόμασαν Παρασκευή.
Εἶχαν ὅμως, ὅπως εἴπαμε, ὑποσχεθή στο Θεὸ νὰ τὴν ἀναθρέψουν χριστιανικὰ καὶ νὰ τὴν κάνουν καλὴ Χριστιανή. Καὶ πράγματι! Τὸ τάμα τοὺς αὐτὸ τὸ ξεπλήρωσαν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Τὴν ἀνέθρεψαν ” ἐν παιδία καὶ νουθεσία Κυρίου”.
Ἀλλὰ καὶ ἡ Παρασκευὴ ἐξ’ ἄλλου ἤτανε προικισμένη μὲ πολὺ κάλλος καὶ ὡραιότητα καὶ ἀφ’ ἑταίρου μὲ μεγάλη ἐξυπνάδα. Ἔδειχνε ἀπὸ πολὺ μικρὴ ζῆλο στὴ Θρησκεία. Ὅταν ἤτανε μικρὴ – μικρὴ ἤτανε πολὺ φρόνιμη. Δὲν ἔπαιζε ποτὲ αὐτὴ ἄτακτα καὶ δὲν εἶχε στὸ νοῦ της στὰ παιγνίδια. Ὅσο μάλιστα μεγάλωνε, τόσο γινότανε και σοβαρώτερη. Μωρολογίες, κακολογίες καὶ χαχανητὰ δὲν ἀκουγότανε ποτὲ ἀπὸ τὸ στόμα της. Τόσος δὲ ἦταν ὁ ζῆλος της στὰ Θρησκευτικά, ὥστε ποτὲ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ὑμνωδία. Αὐτὴ ποτὲ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ποτὲ δὲν τὴν ἔβλεπε κανείς, χωρὶς να έχη στα χέρια τῆς τὸ Εὐαγγέλιο ἢ ἄλλο θρησκευτικὸ βιβλίο. Ξενυχτοῦσε τὴ νύχτα μελετώντας τὰ θεία λόγια. Εὕρισκε πάντοτε εὐκαιρία σὲ κάθε συναναστροφὴ τῆς να συζητή για θρησκευτικὰ ζητήματα. Καὶ νὰ δυναμώνει στὴ πίστη τὶς ἀσθενέστερες γυναῖκες καὶ παρθένες.
Ἀγαποῦσε ἡ Παρασκευή, ὅπως ἠ υπεραγία Θεοτοκος, τὴν παρθενία. Εἶχε νιώσει αὐτὴ καλά, πόση ἀξία ἔχει ἠ αγνότης καὶ πόσο ἀρέσει στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ πρόσεχε αὐτὸ τῆς τὸν θησαυρό. Πρόσεχε τὰ μάτια της νὰ μην περιεργάζωνται προσωπα ἀνδρῶν, διότι ” ἐκ του οράν τικεται το εραν “. Καὶ τὰ μάτια εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ἔρωτος. Ἀπὸ τὰ μάτια μπαίνει, σὰν ἀπὸ παράθυρα, ὁ ψυχικὸς θάνατος ” Ἀνέβη διὰ θυρίδων ὁ θάνατος ” λέγει ὁ Προφήτης.
Πόσον ὡραία περιγράφει τὴν διαγωγὴ τῆς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:
” Ἡ Ἁγία Παρασκευή, μεταχειριζόταν σὰν φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμούμενη τὶς ἁμαρτίας της, σὰν σκουλαρίκια τῆς εἶχε τὰ αὐτιὰ τῆς ἀνοικτὰ γιὰ νὰ ἀκούει τὶς Ἅγιες Γραφές. Σὰν κορδόνι εἶχε τὶς πολλὲς νηστεῖες, ποὺ ἔκαναν τὸν λαιμό της, καὶ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο. Σὰν δακτυλίδια τοὺς κόμπους τῶν δακτύλων της. Ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες ποὺ ἔκανε. Σὰν ζώνη χρυσαφένια την παρθενίαν, ποὺ ἐφύλαξε σ’ ὅλη της τὴν ζωή. Σὰν φόρεμα την ντροπήν, ποὺ εἶχε στὸν ἑαυτό της καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν σκέπαζε.
Ἔτσι στολιζόταν ἡ Ἁγία. Ἂν ἴσως καὶ εἶναι κανένα κορίτσι ποὺ θέλει νὰ στολίζεται, ἀς σκευθή τι ἔκανε ἡ Ἁγία, να κάμνη καὶ ἐκείνη, ἀν θέλη να σωθη.
Ἔτσι ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφωτατη καὶ γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς τὴν ἀξίωσε ὁ Θεὸς και έκαμνε καὶ θαύματα. Ἰάτρευε τυφλούς, κωφοὺς καὶ ἀνέστησε νεκρούς”.
Ἡ ἀρετὴ της έκαμνε εντυπωση καὶ πολλοί απο τους ἐπίσημους καὶ των αρχώντων θελησαν νὰ τὴν πάρουν σὰν νύμφη στὰ παιδιά τους. Τὸ ἤθελαν αὐτὸ καὶ γιὰ τὰ πλούτη της καὶ γιὰ τὴν ὀμορφιά της, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σωφροσύνη της. Αὐτὴ ὅμως ἀγαποῦσε τὴν παρθενία καὶ ἤθελε να μείνη καθαρη καὶ ἀμόλυντη νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἤθελε να ακούση περι γάμου καὶ παντρειᾶς. Ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς της, ποὺ ἔβλεπαν τὴν ἀπόφαση τῆς ν’ ἀφιερωθή στο Χριστό, εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς χάρισε τέτοιο εὐλογημένο τέκνο.
Ὅταν ἡ Παρασκευὴ ἦταν εἴκοσι χρονῶν, ἀπέθαναν οι γονεῖς της, καὶ ἔτσι ἔμεινε ὀρφανή. Ἔμεινε ὅμως καὶ μὲ πολλὰ πλούτη στὰ χέρια της. Ἂν ἤταν καμμια αλλη στὴ θέση της θὰ τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ φορέματα καὶ γιὰ στολίδια, για λούσια, για ταξείδια καὶ γιὰ φαγοπότια καὶ διασκεδάσεις. Αὐτὴ ὅμως τὰ χρησιμοποίησε κατὰ τὸν πλέον καλλίτερο και αποδοτικώτερον τροπον. Τὰ τοποθέτησε στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ. Τὰ μοίρασε ἄλλα στὴν Ἐκκλησία, ἄλλα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἄλλα σὲ ἕνα Παρθενώνα.
Σ’ αὐτὸν τὸν Παρθενώνα πῆγε καὶ αὐτὴ καὶ ἔμεινε ἀρκετὸ καιρό. Μένανε σ΄αὐτον πολλὲς Χριστιανές κοπελλες, ποὺ εἴχανε ἀφιερωθεῖ στὸ Θεό. Ζούσανε ὅλες μαζὶ ζωὴ μοναχική. Εἴχανε κοινὸ ταμεῖο καὶ βάλανε σκοπὸ τῆς ζωῆς τους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ καὶ να εργάζωνται τα καλὰ ἔργα, γιὰ νὰ το βρή η ψυχή τους. Προσπαθοῦσαν νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο στὶς Ἑβραῖες καὶ στὶς εἰδωλολάτρισσες. Αὐτὲς τὶς πλησιάζανε μὲ διάφορες ἀφορμές, τὶς κατηχοῦσαν σιγὰ-σιγὰ καὶ τὶς κάνανε Χριστιανές.
Και ἀπόστολος…
Ἡ Παρασκευή, ὅμως, δεν αρκείτο μονο σ’ αὐτὴ τὴν ἐργασία. Ὁ ζῆλος τῆς ἦταν πολὺ μεγάλος. Μιὰ ζωή, σκεπτόταν, εἶχε καὶ ἔπρεπε αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ τη χρησιμοποιήση κατα τὸν καλλίτερο καὶ ἄριστο τρόπο. Γι’ αὐτὸ ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἀποφάσισε να βγή φανερα καὶ να κηρύξη δημοσια τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, χωρὶς να λάβη υπ’ ὄψιντης τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ την έχθρα κατά των Χριστιανῶν. Ἤτανε ἀποφασισμένη να μαρτυρήση για τὸν Χριστό της.
Ἔφυγε τότε ἀπὸ τὴ Ρώμη και περιώδευσε τις πόλεις καὶ τὰ χωριά. κηρύττοντας τον Χριστόν. Ἐργαζότανε συνεχῶς γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς πίστεώς της.
Ἀλλὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ἤτανε δυσκολωτατο, κοπιωδέστατο καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἐπικίνδυνο, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε, ὀτι οι γυναῖκες τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔμεναν κλεισμένες στὸ γυναικωνίτη καὶ δὲν μποροῦσε εὔκολα μιὰ γυναίκα να γυρίζη εξω.
Ἔπειτα ἐκεῖ ποὺ πήγαινε δὲν εὕρισκε Χριστιανικὸ περιβάλλον, ὅπως σήμερα, ἔστω καὶ πλανεμένο. Ἀλλὰ εἶχε νὰ κάνη παντοῦ μὲ εἰδωλολάτρες ποὺ εἴχανε μεγάλη εχθραεναντιόν των Χριστιανῶν. Ἀφήνω τώρα τοὺς κόπους τῆς ὁδοιπορίας, τους κινδύνουςμ σωματικους καὶ ἠθικούς, τοὺς ὁποίους διατρέχει μιὰ νέα κοπελλα καὶ ὡραία, ὅπως αὐτή, γυρίζοντας ἐδῶ καὶ ‘κει. Καὶ ὅμως ἡ Παρασκευὴ τα αψήφισε ολα αὐτὰ καὶ ρίχτηκε μὲ πάθος στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τέτοιους λοιπὸν κινδύνους καὶ μὲ τέτοια αὐτοθυσία, οἱ Χριστιανοὶ ἐκείνοι ερριζωσαν και εγιγαντωσαν την Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Παρασκευὴ μπόρεσε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο να φωτίση καὶ να τραβήξη στην πιστι του Χριστοῦ πολλοὺς νὰ τους φέρη στην Ἐκκλησία. Ἐπίανε συζητήσεις μὲ σοφοὺς καὶ λογικοὺς εἰδωλολάτρες, γιὰ ζητήματα φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικά. Μὲ τὴν ἐξυπνάδα της καὶ μὲ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα μὲ την φώτισι του Χριστοῦ τους απεστόμωνε.
Τὸ δεξὶ χέρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὶς Κυνοπιάστες Κέρκυρας
ΜΕΡΟΣ Β
Τὰ μαρτύρια
Τότε αυτοκρατωρας της Ρώμης ἦταν ὀ Αντωνίνος, ὀ ευσεβης, ποὺ ἦταν ὅμως ἀκόμη εἰδωλολάτρης. Αὐτὸς διαδέχθηκε τον Ανδιανόν το 138 μ.Χ. Σ’ αὐτόν, λοιπὸν πῆγαν μερικοὶ κακόψυχοι Ἰουδαῖοι καὶ ἀνέφεραν τὴν δράση τῆς Παρασκευῆς. Οἱ Ἑβραῖοι, ἐχθροὶ πάντοτε τῶν Χριστιανῶν, βλέπανε μὲ κακὸ μάτι τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἐργασία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καθὼς καὶ το οτι πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ εἰδωλολάτρες εγινοντο Χριστιανοι. Αὐτὸ τοὺς ἐστοίχιζε πολύ.
Καὶ γι’ αὐτὸ πῆγαν στον Αντωνίνο καὶ τοῦ εἶπαν:
” Πολυχρονεμένε μας Βασιλιά, ὅλοι ἐδώ υπακουουν στα προστάγματά του. Κάποια ὅμως γυναίκα ποὺ τὴν λενε Παρακευή, κηρύττει τὸν Ἰησοῦ, τὸ παιδὶ κάποιας Μαρίας. Ἀλλὰ αὐτὸν οἱ πατέρες μᾶς τὸν σταύρωσαν σαν λαοπλάνον και αντιθετον. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ γυναίκα λέει στὸ λαό σου, ὀτι αυτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ οἱ Θεοί, ποὺ προσκυνᾶς ἐσύ, εἶναι ψεύτικοι.”
Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὀ Αντωνίνος, ἔγινε κατακόκκινος ἀπὸ τὸν θυμό του καὶ ἀμέσως διέταξε νὰ τη συλλάβουν καὶ νὰ τὴν πάνε μπροστά του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Μόλις ὄμωςαντικρυσε το κάλλος τῆς τὰ ἔχασε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἄρχισε μὲ γλυκόλογα νὰ τῆς λέγει:
– Ἄκουσε, Παρασκυεή! Ἐγὼ μὲ τὴ δύναμη τῶν μεγάλων θεῶν σὲ θαυμάζω, γιὰ τα νειάτα σου καὶ τὴν ὀμορφιά σου. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ συμβουλεύω να θυσιάσης στους θεούς, πού σου ἔδωκαν αὐτὴ τὴν ὡραιότητα. Καὶ ἂν μὲν με ακούσης καὶ κάνης οτι σου λέγω ἐγώ, θὰ σὲ φορτώσω δῶρα. Ἂν ὅμως δὲν με ακούσης και σταθης με πεῖσμα στὸ θέλημά σου καὶ ἀντίθετη στὶς διαταγές μου, μάθε οτι θα σὲ τιμωρήσω μὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Θὰ εἶναι δὲ τόσο σκληρά, ποὺ καὶ νὰ τα ακούση κανεις, θα τρομάξη.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ἡ Ἁγία, ἔκαμε τὸν σταυρὸ τῆς και αποκρίθηκ:
– Μη νομίσης, Βασιλεῦ, ὀτι με τὶς κολακεῖες σου καὶ τὶς ἀπειλές σου θα αρνηθώ εγω ποτὲ τον γλυκύτατον μου Ιησουν. Διότι δὲν ὑπάρχει κανένα βάσανο και καμμιά τιμωρια, ποὺ νὰ με χωρίση απο τὴν ἀγάπη Του.
Τῆς φοροῦν πυρακτωμένη περικεφαλαία
Ὁ Βασιλιὰς τότε ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό του:
– Πάρτε την, εἶπε στοὺς στρατιῶτες. Κάψτε μιὰ σιδερένια περικεφαλαία, ὥσπου να κοκκινίση καὶ βάλτε τὴν στὸ ἀγύριστο κεφάλι της.
Πράγματι! Τῆς φόρεσαν στὸ κεφάλι της της κόκκινη ἀπὸ τὴν φωτιὰ περικεφαλαία, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ φύλαξε τους τρείς παιδες στην καμινω καὶ δὲν κάηκαν καθόλου, αὐτὸς καὶ στὴν Ἁγία εθαυματουργισε. Ἡ κατακόκκινη απο την φωτιὰ περικεφαλαία ἦταν δροσερή, δροσερώτατη!
Μόλις ὅμως εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτὸ τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐθαύμασαν καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸ Χριστό. Ὁ Αὐτοκράτορας τότε πῆγε νὰ σκάση ἀπὸ τὸ κακό του. Διέταξε ἀμέσως να συλλάβουν ολους αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς θανατώσουν. Καὶ πράγματι! Ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀποκεφάλισαν, ἄλλους τοὺς ἔγδαραν καὶ ἄλλους τοὺς ἔπνιξαν στονΤίβεριν ποταμο, ποὺ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἐπίσης διέταξε καὶ ἔβαλαν τὴν Ἁγία στὴ φυλακή, μέχρις οτου σκεφθη σκληροτερο τρόπο νὰ την βασανίση.
Στὴ φυλακὴ ἡ Ἁγία παρακαλοῦσε τὸν Κύριο καὶ ἔλεγε!
” Φύλαξε μέ, Κύριε, στην πίστι Σου τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀπάλλαξε μὲ ἀπὸ τὰ σκάνδαλα τοῦ ἐχθροῦ, διότι πρὸς σὲ γύρισα τὴν ψυχή μου”
Κατὰ το μεσονύκριον ομως, νά! φάνηκε σ’ αὐτὴ ἄγγελος Κυρίου, ποὺ εἶχε στὰ χέρια τοῦ ἕνα σταυρὸ φωτεινό, ἕνα καλάμι, ἕνα σπόγγο καὶ ἕνα ἀκάνθινο στέφανο. Ἤσαν αὐτὰ τὰ ὄργανα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Τὴν χαιρέτησε ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε:
” Χαίρε, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε Κυρίου. Μὴ φοβᾶσαι τὰ βάσανα των τυρράνων. Διότι ὁ Κύριος μας, ποὺ καταδέχτηκε, διὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου να σταυρωθὴ καὶ ναδαρὴ καὶ νὰ τοῦ φορέσουν τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, Αὐτὸς θὰ σε βοηθήση καὶ θὰ σε γλιτώση απο κάθε πειρασμό.”
Ἀφοῦ τῆς εἶπε αὐτὰ ὁ ἄγγελος, τῆς ἔλυσε τὰ δεσμὰ καὶ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Ἡ Ἁγία πῆρε τότε θάρρος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀγγέλου καὶ προσευχήθηκε ὡς τὸ πρωί.
Της καῖνε τὶς σάρκες
Τὸ πρωὶ ὁ Βασιλεὺς διέταξε νὰ φέρουν τὴν Ἁγία μπροστά του. Πῆγαν λοιπὸν οἱ στρατιῶτες νὰ τὴ φέρουν. Ἀλλὰ τί να δοῦν! τὴν βρῆκαν λυμένη ἀπὸ τὰ δεσμά. Ὅταν τὴν πῆγαν κοντὰ στὸ Βασιλέα, ὀ Αντωνίνος της εἶπε:
– Ἐ! Παρασκευή, ἔβαλες μυαλὸ ἔπειτα ἀπὸ τὴ χθεσινὴ τιμωρία ἢ ἐπιμένεις ἀκόμη σ’ αὐτὴ τὴ βλακεία;
– Τί νομίζεις, τοῦ ἀποκρίθηκε ἡ Ἁγία, ἀσεβέστατε τύραννε, πῶς μὲ τέτοιες τιμωρίες θὰ μου σαλέψης τον ἀσάλευτο πύργο τῆς ψυχῆς μου, την πίστι μου στὸ Χριστό;Εὐκολῶτερο ειναι να μαλακώσης το σίδερο, παρὰ να μετατρέψης τη καλην μου σκέψη. Καὶ ἀν θέλης δοκιμασε τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μου.
Ἡ σταθερὴ αὐτὴ ἀπάντηση ἔκανε τον Αντωνίνο να αναψοκοκκινηση από το θυμό του. Διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ κρεμάσουν τὴν Ἁγία ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της καὶ μὲ ἀναμμένες λαμπάδες νὰ τῆς καῖνε τὶς μασχάλες καὶ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματός της. Καὶ ὅμως ἡ Ἁγία ἐνῶ πονοῦσε τρομερὰ ἀπὸ τὸ φοβερὸ μαρτύριο, ἐλεεινολογοῦσε τὸν βασιλιὰ και ειρωνεύετο τους θεούς του.
Στὸ καζάνι μὲ τὴν πίσσα
Ὅταν εἶδε ὁ βασιλιάς, ὀτι δεν λύγιζε καθόλου τὴ γνώμη της, οὔτε καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βασανιστήριο, διέταξε νὰ τὴν βάλουν σὲ ἕνα μεγάλο καζάνι πίσσα καὶ λάδι καὶ νὰ τὰ βράσουν. Τὰ βράσανε πολὺ και ενω κόχλαζαν, ρίξανε μέσα τὴν Ἁγία. Θαύμα μεγα ομως συνέβη τότε! Ἡ Ἁγία στεκοτανε μεσα στὴ μέση του μεγάλου καζανιοῦ ἀβλαβὴς καὶ χαιρότανε σὰν νὰ ἤτανε μέσα σὲ δροσερὸ κῆπο!
Ὡς ἑξῆς περιγράφει τὸ γεγονὸς ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:
” Λέγει ὁ Βασιλεὺς στὴν Ἁγία·
– Σοῦ δίνω τρεις μερες προθεσμία ἂν δὲν με υπακούσης θα σὲ θανατώσω.
Ἡ Ἁγία του ἁπαντά·
– Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ποὺ πρόκειται νὰ κάνης σε τρείς μερες καντο τωρα, γιατί ἐγὼ δεν αρνούμαι τον Χριστό μου.
Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μιὰ μεγάλη πυρκαϊαν καὶ βάζουν ενα καζανι γεμάτο πισσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέποντας ἡ Ἁγία το καζάνι χαιρόταν, διότι ἔμελλε να αναχωρήση απο τοῦτον τὸν ψεύτικο κόσμο, καὶ νὰ πάει σ’ ἐκεῖνο τὸν ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο. Προστάζει ὁ Βασιλεὺς νὰ βάλουν την Αγίαν στο καζάνι, γιὰ να καή. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρό της καὶ μπῆκε μέσα.
Περιμένει δυο τρεις ωρες ὁ Βασιλεὺς καὶ βλέπει, ὀτι δεν καίγεται ἡ Ἁγία καὶ τῆς λέγει:
– Παρασκευή, γιατί δὲν καίγεσαι;
– Διότι ὁ Χριστὸς μου εδρόσισε το νερὸ καὶ δὲν καίγομαι.
Λέγει ὁ Βασιλεύς:
– Ράντισε μὲ καὶ ἐμένα, γιὰ νὰ δῶ ἂν καίει;
Πῆρε ἡ Ἁγία μὲ τα δυό της χέρια καὶ του έρριψε στο προσωπον καὶ εὐθὺς ( ὢ τοῦ θαύματος!!) ἐτυφλώθη καὶ γδάρθηκε το πρόσωπον του.
Φωνάζει ὁ Βασιλεύς:
– Μέγας ο Θεὸς τῶν Χριστιανῶν καὶ σ’ αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγὼ καὶ ἔβγα νὰ με βαφτίσης.
Ἐβγήκε η Ἁγία καὶ τον εβάφτισε, τοῦ ξανάδωσε τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ λέγοντας:
– Βασιλιά, σε απαλλάσει απο τὴν δεινὴ μάστιγα ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν.
Αὐτὰ λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς.
Ἡ δὲ Ἁγία ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ ἔλαβε χάριν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θεραπεύει τοὺς πάσχοντας ἀπὸ τὰ μάτια. Ὅπως ὁ Ἅγιος Γεράσιμος εἶναι γιὰ τοὺς δαιμονιζόμενους, ὁ ἍγιοςΑντιπας για τα δόντια, ὁ Ἅγιος Τρύφων γιὰ τὰ λαχανικά, Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων γιὰ τὴν πανούκλα, ἔτσι καὶ ἡ Ἁγία Παρασκευὴ γιὰ τὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τὰ τόσα θαύματα καμνει σε τυφλούς, ὅπως θὰ δούμε παρακατω.
Ο Αντωνίνος με τὸ θαῦμα αὐτὸ συνῆλθε καὶ ἀν πρωτήτερα συνεχιζε τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, αὐτὸ τὸ ἔκανε ἀπο πίεσι του εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Τώρα ὅμως κάποια ἀκτίνα φώτισε τὸ νοῦ του καὶ ἔπαψε νὰ διώκει τοὺς Χριστιανούς, τὴν δὲ ἁγία Παρασκευὴ τὴν ἀπήλλαξε τελείως ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Μέσα στὸ θηριοτροφεῖο
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ πῆγε κατόπιν σὲ ἄλλα μέρη και εκήρυττε το λογον του Θεοῦ. Ἄρχοντας σὲ ἕνα τόπο ἦταν κάποιος Ἀσκληπιός, την συνέλαβε καὶ πῆγε πάλι στὸ δικαστήριο νὰ λογοδοτήσει.
– Απο πού εἶσαι και ποιῬς ειναι αὐτὸς ὁ Θεός, ὁ καινούριος, ποῦ κηρύττεις; τὴν ρώτησε.
Ἡ Ἁγία, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν σταυρὸ τῆς και επεκαλέσθη τον Ἰησοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε.
– Τὸ ἀπὸ ποὺ εἶμαι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ το μάθης, οὔτε καὶ ὠφελεῖ τίποτε. Ὁ Θεὸς ὅμως, τὸν ὁποῖον κηρύττω μάθε, πὼς δὲν εἶναι νέος ὅπως λές, ἀλλὰ Θεὸς ἄναρχος καὶ προαιώνιος. Αὐτὸς δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ ὅλα σ’ αὐτά. Αὐτός, διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ηλθεν στη γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ σταυρώθηκε καιανελήφθηκε στον οὐρανό, ἀλλὰ καὶ πάλι θα έλθη να κρινη τον κόσμο καὶ να αποδώση στον κάθε ἕνα κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. Ε, λοιπόν, ἐγὼ αὐτὸν κηρύττω καὶ αὐτὸν ὁμολογῶ, ὠς Θεόν αληθινο. Ὅσον ἀφορᾶ τοὺς δικούς σας θεοὺς αὐτοὶ εἶναι ψεύτικοι. Δὲν εἶναι θεοί.
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος ταράχθηκε πολὺ καὶ διέταξε νὰ τὴν πετάξουν σ’ ἐνα θηριοτροφεῖο, ποὺ βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Μέσα σ’ αὐτὸ φυλασσόταν ἔναςδρακωντας, ἕνας δηλαδὴ πελώριος δηλητιριωδης οφις ( φίδι) . Σ’ αὐτὸν πετοῦσαν πολλοὺς κατάδικους.
Μόλις εἶδε τὴν Ἁγία ὀ όφις, σφύριξε δυνατὰ καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ την κτυπήση. Ἀλλὰ ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρό της καὶ ζήτησε νὰ την βοηθήση ο Θεός. Καὶ ἀμέσως ( ὢ τωνθαυμασίων σου Χριστὲ Βασιλεῦ!! Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χάρις τῶν ἁγίων Σου) ὁ φοβερὸς ἐκείνος οφις στριφογυρισε καὶ ἔσκασε. Κόπηκε στὰ δύο, σὰν νὰ τὸν ἔκοψε κανένα ξίφος! Πόση πράγματι εἶναι ἡ δύναμις τοῦ σταυροῦ!! Μόλις εἶδαν τὸ θαῦμα ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄλλοι εβαπτισθηκαν στο ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιού Τριαδος.
Κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη
Ἡ Ἁγία πῆγε κατόπιν σὲ ἄλλες χῶρες καὶ πόλεις καὶ κήρυττε τὸν Χριστό. Πῆγε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Ἔφθασε στὴν ὡραία κοιλάδα τῶν Τεμπῶν. Ἐκεῖ την συνέλαβαν οι εἰδωλολάτρες. Στὴν τοποθεσία ποὺ τήν συνέλαβαν ὑπάρχει Ναὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Ἀπὸ τὰ Τέμπη την πήγανε κατοπίν σε μιὰ ἄλλη πόλι, κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἐκεῖ ὁ ἄρχοντας ἦταν ὀ Ταράσιος. Ο Ταράσιος την εκάλεσε στο κριτήριό του.
– Ποιός πονηρός δαίμονας, τῆς εἶπε, σὲ ἔφερε ἐδῶ καὶ σὲ ἔβαλε να βρίζης τους μεγάλους θεοὺς καὶ να κηρύττης εναν ἄγνωστο Θεό, ποὺ εἶναι χθεσινὸς καὶ προχθεσινός; Αὐτὸς γεννήθηκε πριν 150 χρόνια, στὶς μέρες τοῦ Καίσαρα Αὔγουστου καὶ τὸν σταύρωσαν οἱ Ἰουδαῖοι σαν κακούργον και αντιθεον.
– Κανεὶς πονηρὸς δαίμονας, τοῦ ἁπαντά, δὲν μὲ ἔστειλε ἐδῶ νὰ κηρύξω τὴν ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς μὲ ἔστειλε. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἄναρχος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος μὲ σάρκα γιὰ μᾶς. Αὐτον εγω κηρύττω ὠς Θεόν προαιωνιον! Αὐτὸν ὁμολογῶ ὠς Θεόν αληθινον και ανθρωπον τελειον. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὰ εἴδωλά σας καὶ τοὺς θεούς σας, ποὺ εἶναι κουφὰ καὶ ἀναίσθητα, ἐγὼ τὰ περιφρονῶ καὶ τὰ ποδοπατῶ, γιατί δὲν εἶναι τίποτε.
Μαρτύρια μέχρι τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς της
Σὰν ἄκουσε αὐτὰ ὀ Ταράσιος, ταράχθηκε σύγκορμος καὶ διέταξε τοὺς στρατιῶτες τοῦ ἀμέσως νὰ βράσουν σ’ ἐνα μεγάλο καζάνι λάδι, πίσσα καὶ μολύβι καὶ μετὰ νὰ ρίξουν μέσα τὴν Ἁγία.
Ὁ Θεὸς ὅμως, καὶ πάλι ἔκαμε τὸ θαῦμα του. Ὅπως ἔστειλε ἄλλοτε τὸν ἄγγελο τοῦ και ἐδρόσισε την κάμινο της Βαβυλῶνος, ποὺ εἶχαν ρίξει μέσα τους Τρείς Παιδας, ἔτσι καὶ τώρα ἔστειλε τὸν ἄγγελό Του, ὁ ὁποίος εσβυσε την φωτιὰ τελείως, τὸ δὲ μολύβι, τὴν πίσσα καὶ τὸ λάδι, ποὺ κόχλαζαν τὰ ἔκανε ψυχρότερα καὶ ἀπὸ τὸ κρύο νερό. Μόλις εἶδαν αὐτὸ τὸ θαῦμα πολλοὶ εἰδωλολάτρες, βάλανε θεογνωσία καὶ πίστεψαν στὸ Χριστό. Ὁ δυστυχὴς ὄμως Ταρασιος, ἀντὶ να πιστεύση κι αὐτός, ἀγρίεψε περισσότερο. Νόμισε πὼς ἡ Ἁγία ἤταν καμμια μαγισσα καὶ εἶπε στοὺς στρατιῶτες του:
– Πιάστε αὐτὴ τὴ μιαρή, ποὺ βρίζει τοὺς θεούς μας καὶ τεντῶστε καταγῆς ἀπὸ τὰ τέσσερα (χέρια καὶ πόδια) καὶ κατόπιν μαστιγῶστε τὴν με βούνεβρα αλυπητα, ὥσπου νααναγκασθή να θυσιαση στους θεούς μας, ἢ να αποθάνη.
Οἱ στρατιώτες εξετελεσαν την διαταγὴ ἀμέσως. Ἐδῶ ἡ Ἁγία ἔδειξε ὅλη της τὴν καρτερία. Νόμιζε κανένας, ὀτι χτυποῦσαν ἄλλον κι ὄχι αὐτήν!! Διότι αὐτὴ ἦταν ὅλο χαρούμενη καὶ εὐφραινόμενη!! Δυό και τρεις φορες ἄλλαξαν οἱ στρατιῶτες καὶ ὅμως, ἡ Ἁγία δὲν ἄλλαξε γνώμη.
Ὅταν εἶδε τὴν τόση ὑπομονὴ τῆς ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος ἄρχοντας, ντράπηκε τὸ πλῆθος, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε να δαμάση μια ἀδύνατη γυναίκα. Γι’ αὐτὸ διέταξε τοὺς στρατιῶτες νὰ τὴν ρίξουν ξανὰ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν καρφώσουν ἀπὸ τὰ τέσσερα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τῆς βάλουν μιὰ μεγάλη πλάκα στὰ στήθη, νὰ τὴν ἀφήσουν ἔτσι, μέχρις οτου σκεφθη τι ἄλλο πιοφρικτο βασανιστήριο μπορεῖ νὰ τῆς κάνη, ὥσπου νὰ την τελειώση.
Τὴ νύκτα ὅμως, ἐκείνη, φάνηκε ὁ Χριστὸς μὲ πλῆθος ἀγγέλων καὶ τῆς εἶπε:
” Χαίρε Παρασκευή καλλιπάρθενε. Θάρρος! Μη δειλιάσης στα βάσανα, γιατί ἡ χάρις Μου θὰ εἶναι μαζί σου. Λίγο ἀκόμη να υπομείνης καὶ θα έλθης να βασιλευης μαζί μου αἰώνια”. Συγχρόνως ὁ Χριστὸς τῆς γιάτρεψε τὶς πληγές, τῆς ἔλυσε τὰ δεσμὰ καὶ ἀνελήφθη.
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ ἄρχοντας ἔστειλε στρατιῶτες καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του. Ὅταν τὴν εἶδε χωρίς καμμια πληγη, ἀλλὰ τελείως ὑγιῆ, τῆς εἶπε:
– Ὢ γυναίκα, βλέπεις πὼς σὲ ἀγαποῦν οἱ μεγάλοι Θεοὶ καὶ σὲ γιατρέψανε; Λυπήθηκαν τὴν ὡραιότητά σου καὶ δὲν ἔπρεπε να μείνη επανω σου καμμιά ασχημια. Μή, λοιπόν, τους δείξης αχαριστια. Ἀλλὰ ἔλα κοντά μας στὸ ναό, νὰ τους προσκυνήσης καὶ να λάβης καὶ ἀπὸ μένα πολλὰ δῶρα.
– Δὲν με γιατρέψαν οι θεοί σου, τύραννε, τοὺς εἶπε, ἀλλὰ ὁ Χριστός μου, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ Τὸν πιστεύω καὶ Τὸν λατρεύω καὶ ὁ Ὁποῖος με επισκεύθηκε τη νύκτα στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ὅμως, θέλεις νὰ πᾶμε στὸ ναό, ἀς οάμε καὶ νὰ δούμε ποιους θεους θέλεις νὰ προσκυνήσω.
Χάρηκε τότε σὰν ἄκουσε αὐτὰ ὀ Ταράσιος. Νόμισε, πὼς νίκησε ὁ ἀνόητος. Ξεκίνησαν, λοιπόν, οἱ ἐπιτελεῖς, οἱ ἐπίσημοι καὶ ὁ λαὸς νὰ πᾶνε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, ἀπὸ τηνχαράτους οι εἰδωλολάτρες πολυχρονοῦσαν τον Ταράσιον. Μπῆκαν κατόπιν στον ναόν καὶ περίμεναν νὰ δοῦνε τί θὰ κάνη ἡ Ἁγία.
Ἡ Ἁγία μπῆκε και στάθηκε μπροστα στὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος, σήκωσε ἀπειλητικά το χέρι της καὶ τοῦ λέγει:
– Θέλεις, ἐσὺ ἄψυχο εἴδωλο, να πάρης σαν Θεὸς ἀπὸ ἐμένα θυσία;
Τότε τὸ δαιμόνιο, ποὺ κατοικοῦσε στὸ ἄγαλμα φώναξε μὲ μεγάλη φωνή, ποὺ τὴν ἄκουσαν ὅλοι.
– Δὲν εἶναι Θεὸς ἐγώ, οὔτε κανένας ἄλλος ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι. Μόνον αὐτός, ποὺ κηρύττεις ἐσὺ εἶναι Θεὸς ἀληθινός. Ἐμείς ειμασταν βεβαια ἄγγελοι, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια μᾶς γίναμε διάβολοι καὶ ἐξαπατοῦμε τοὺς ἀνθρώπους καὶ μᾶς προσκυνοῦν γιὰ Θεούς.
– Γιατί, τότε, τοῦ εἶπε ἡ Ἁγία, στέκεστε εδω μέσα, ὅπου εἶμαι καὶ ‘γω η δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ; Γκρεμισθήτε, τοὺς εἶπε.
Ἀμέσως τότε γκρεμίστηκαν ὅλα τα ἀγάλματα ἀπὸ τη θέσι τους καὶ ἔγιναν συντρίμμια. Ακούσθηκαν από τὰ ἀγάλματα τοῦ ναοῦ θρῆνος πολὺς και σύγχυσις καὶ βουὴ μεγάλη. Τότε θυμώσανε οἱ εἰδωλολάτρες ἱερεῖς, ἁρπάξανε τὴν Ἁγία καὶ σέρνοντας καὶ δέρνοντας αὐτὴν τὴν ἔφεραν μπροστὰ στον Ταράσιο καὶ φωνάζανε δυνατά:
” Φόνεψε τὴν κακούργα, προτού γκρεμιση καὶ ἐσένα καὶ τὸν ναό μας.”
Ο Ταράσιος είδε τότε, πὼς δὲν μποροῦσε νὰ κάνη τίποτε μὲ φοβέρες καὶ μαρτύρια. Γι’ αὐτὸ ἔβγαλε τὴν θανατική της ἀπόφαση:
” Τὴν Παρασκευὴ ποὺ ὕβρισε τοὺς θεούς, ἡ ὁποία κατεφρονησε την ἐξουσία μας, κηρύττει δὲ τον πλάνον Χριστον, σὰν ἀληθινό Θεον, προστάζω νὰ τῆς κόψετε την μιαράνκεφαλην”
Μετὰ τὴν διαταγὴ οἱ στρατιῶτες παρέλαβαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, γιὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν.
Ὅταν φθάσανε στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, τοὺς ζήτησε ἡ Ἁγία λίγο χρόνο να προσευχηθῆ. Πράγματι, τὴν ἄφησαν. Καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν νοῦ της στὸ Θεό, εἶπε:
” Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ ἀθανάτου Πατρός, ὁ Ὁποῖος γιὰ την ιδική μας σωτηρία ἦλθες ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, σ’ εὐχαριστῶ, διότι μὲ ἀξίωσες νὰ ὑπομείνω βάσανα καὶ τιμωρίες γιὰ το Άγιον Ονομά Σου.
Σὲ δοξολογῶ, διότι ἀξιώθηκα, νὰ μιμηθῶ τὸ πάθος Σου. Σὲ ὑμνολογῶ, διότι μὲ δυνάμωσες νὰ μαρτυρήσω, διὰ τὴν ἀγάπη Σου. Τώρα ἀξίωσε μὲ καὶ τῆς Βασιλείας Σου. Παράλαβε καὶ τὴν ταπεινή μου ψυχὴ καὶ ἀνάπαυσε τὴν μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμές Σου παρθένες. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιμένω τὴν μεγάλη Σου δόξα, ὑπέμεινα τὶς τιμωρίες καὶ τὰ βάσανα. Μὲ τὸ νὰ ἐλπίζω στὴν ἀνταμοιβή Σου, θὰ λάβω τώρα καὶ τὸν θάνατο. Γι’ αὐτὸ κατάταξε μὲ στὸν χορὸ τῶν Ἁγίων Σου μαρτύρων. Μνήσθητι, Κύριε, καὶ ὅλων, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά Σου, σε καιρόν θλιψεως δι’ ἐμοῦ, ὀτι ευλογητὸς εἶσαι στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν”.
Μετὰ τὴν προσευχή της μὲ χαρὰ ἡ Ἁγία ἔσκυψε τὸν αὐχένα καὶ οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν μὲ ξίφος τὴν ἁγία της κεφαλή. Καὶ ἔτσι ἡ ἁγία καὶ παναγνὸς ψυχὴ τῆς ἀπῆλθε στὶς αἰώνιες μονές, στὴν ἀτέλειωτη χαρά, στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Τὸ ἅγιο λείψανο τῆς τὸ παρέλαβαν μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸ μαρτύριό της, κρυφὰ ὅμως, ἐπειδὴ φοβόντουσαν τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸ ἄλειψαν μὲ ἀρώματα καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἐπισημο τάφον. Στον τάφον της γίνονταν ἄπειρα θαύματα. Πολλοὶ ἀσθενεῖς ἔρχονταν καί, μόνο ποὺ ἐπίαναν χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο της, θεραπεύονταν. Κουτσοὶ περπατοῦσαν, δαιμονισμένοι ἐλευθερώθηκαν, πολλὲς στεῖρες γυναίκες ετεκνογονησαν. Πρὸ πάντων ὅμως, πολλοὶ τυφλοὶ ἀνέβλεψαν.
Στὸ μέρος ἐκεῖνο ὑπάρχει σήμερα Ναὸς καὶ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Τρέχει δὲ πολὺς κόσμος στὶς 26 Ἰουλίου, στὴ γιορτή της. Γίνονται πολλὰ θαύματα.
Πρέπει δὲ να σημειωθῆ, ὅτι ὄχι μόνο στὸν τάφο τῆς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλα τα μήκη καὶ πλάτη της γής, κατὰ τὰ 1800 χρόνια ποὺ πέρασαν μέχρι σήμερα, ἔχουν γίνει ἀναρίθμητα θαύματα. Ἂν ἤθελε νὰ τα μετρήση καποιος, θὰ ἤτανε σὰν νὰ ἤθελε να μετρήση τα ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας.
Καὶ ὄχι μόνο τὸν παλαιὸ καιρὸ θαυματουργοῦσε ἡ Ἁγία, ἀλλὰ καὶ σήμερα. Ὅποιος την επικαλεσθή με πίστη, τὸν βοηθάει σὲ κάθε ψυχοφελες αιτημά του.