(14 Ἰουλίου)
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Κατὰ τὸ βάπτισμα ὀνομάσθηκε Νικόλαος. Πρῶτος του δάσκαλος ἦταν ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ. Ὁ μικρὸς Νικόλαος καθημερινὰ παρακολουθοῦσε τὶς ἀκολουθίες, μάθαινε τοὺς ἱεροὺς ὕμνους καὶ ἐντασσόταν στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπέφευγε τὰ παιχνίδια καὶ ἀφοσιωνόταν στὴ μελέτη. Ὁ Θεὸς τὸν εἶχε προικίσει μὲ μοναδικὴ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα, ἐξαιρετικὴ μνήμη ὥστε νὰ ἀπομνημονεύει ἀμέσως αὐτὸ ποὺ ἄκουγε, διάβαζε ἢ τοῦ δίδασκαν.
Οἱ γονεῖς, ὁ δάσκαλος καὶ ὁ τότε Ἐπίσκοπός της Νάξου Ἄνθιμος διέκριναν τὴν μοναδικὰ προικισμένη φύση του καὶ φρόντισαν στὰ 16 τοῦ χρόνια νὰ τὸν βοηθήσουν νὰ συνεχίσει μὲ εὐρύτερες σπουδὲς στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, πνευματικὸ ἵδρυμα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, μὲ ξακουστοὺς διδασκάλους. Σπούδασε Ἰατρική, Φυσική, Ἀστρονομία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία, μὲ τὰ τότε δεδομένα βέβαια, πρὸ πάντων ὅμως τὴ Θεολογία, γιὰ τὴν ὁποία αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἕλξη. Ἔγινε βαθὺς γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ ὅλες τὶς μορφές της ποὺ τὸν βοήθησε νὰ κάνει προσιτούς τους θησαυροὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Μετὰ 4 χρόνια σπουδῶν ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα τοῦ Νάξο κοντὰ στοὺς γονεῖς καὶ τὸν προστάτη τοῦ Μητροπολίτη. Συνάντησε τρεῖς ἁγιορεῖτες μοναχούς, τὸν Γρηγόριο, τὸν Νήφωνα καὶ τὸν Ἀρσένιο ποὺ ἐξ αἰτίας τοῦ Κολυβαδικοῦ ζητήματος ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν καὶ κατέφυγαν στὴ Νάξο. Ἦταν τὰ ὄργανα τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Νικόλαο, ποὺ εἴκοσι πέντε χρονῶν ἀναζητοῦσε νὰ βρεῖ τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς του. Μετὰ τὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε μαζί τους, τὸν παρωθοῦν καὶ ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Ὕδρα, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἐπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρὰ καὶ τὸν γέροντα Σίλβεστρο ὁ ὁποῖος τοῦ ἄναψε τὸν πόθο γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Νάξο ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του στὴ γερόντισσα μητέρα του καὶ τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα καὶ τελικὰ τὸν προέπεμψε μὲ τὶς εὐχές του στὸν τόπο ποὺ πόθησε ἡ ψυχή του. Ἡ μητέρα τοῦ ἀποσύρθηκε καὶ αὐτὴ σὲ μοναστήρι τῆς Νάξου, ὅπου τελείωσε τὴ ζωὴ τῆς ὡς μοναχὴ Ἀγαθή.
Ἀπὸ τώρα ἀρχίζει νέα περίοδος στὴ ζωή του, αὐτὴ ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξει τόσον ἅγιο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅσο καὶ σπουδαία μορφὴ γιὰ τὸ Γένος, δάσκαλο πρώτου διαμετρήματος καὶ μοναδικῆς ἀκτινοβολίας. Τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴ Νάξο τὸν ἀποβίβασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ γέροντα Σίλβεστρου, στὴν ὁποία ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Τοποθετήθηκε Γραμματέας τῆς Μονῆς καὶ Ἀναγνώστης κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Δυὸ περίπου χρόνια παρέμεινε στὴ Μονὴ Διονυσίου ἀγωνιζόμενος γιὰ νὰ τελειώνεται καθημερινά, μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφθασε στὸ Ὅρος ὁ πνευματικός του πατέρας Μακάριος Κορίνθου καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ διορθώσει καὶ ἐπιμεληθεῖ τὸ χειρόγραφο της Φιλοκαλίας. Οι Διονυσιάτες ἀδελφοί του ἐπέτρεψαν τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ τὴν ἐγκαταβίωση μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό του ὁδηγὸ σὲ ἕνα κελλὶ τῶν Καρυῶν.
Ταμεῖο γνώσεων ἄπειρων ὁ Νικόδημος ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο αὐτό, ὅπως καὶ γιὰ τὴ συμπλήρωση, διόρθωση καὶ θεώρηση τῶν χειρόγραφων ἔργων «Εὐεργετινός» καὶ «Περὶ τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως». Μόλις τελείωσε ξαναγύρισε στὴν Μονὴ Διονυσίου.
Ἡ ἀπασχόλησή του μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, τοῦ δημιούργησε τὸν πόθο νὰ μεταβεῖ στὴν Μολδαβία γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἅγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ γιὰ νὰ ἀκούσει τὴ διδασκαλία τοῦ σχετικὰ μὲ τὴ ἄσκηση τῆς φυλακῆς τοῦ νοῦ καὶ τῆς ἀπερίσπαστης προσευχῆς στὴν καρδιά. Μία καταιγίδα τὸν ἐμπόδισε νὰ πραγματοποιήσει τὸ σκοπὸ τοὺ καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἀρχὴ σ’ ἕνα κελλὶ στὶς Καρυὲς καὶ μετὰ στὴν ἔρημό της Καψάλας στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου γιὰ νὰ ζήσει ἐκεῖ μόνος του ἀσκητικὸ βίο καὶ νὰ ἐπιτύχει ἀνενόχλητος καὶ ἀπερίσπαστος τὶς ἀναβάσεις τοῦ πρὸς τὸ Θεό.
Στὴν Καψάλα ὑποτάχθηκε στὸν ἅγιο γέροντα Ἀρσένιο τὸν Πελοποννήσιο, ποὺ τὸν εἶχε γνωρίσει γιὰ πρώτη φορᾶ στὴ Νάξο καὶ εἶχε ἰδιαίτερα ἐκτιμήσει τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἠρεμία του. Ἡ ἁγιότητα, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ χαρακτηρίζει τὴν πολιτεία μαζὶ μὲ τὴν πανθομολογούμενη σοφία, ἀποτέλεσαν πόλους ἕλξης γιὰ τοὺς ἀσκούμενους στὸ Ὅρος μοναχούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπισκέπτες προσκυνητές, ποὺ ἄρχισαν νὰ συρρέουν πρὸς τὸ Νικόδημο. Ἦταν τότε τριάντα χρονῶν. Αὐτὸ ἰδιαίτερα τὸν ἐνοχλοῦσε καθὼς τὸν ἀποσποῦσε ἀπὸ τὴν ἄσκηση.
Στὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ γέροντα Ἀρσένιο ταξίδεψαν καὶ διέμειναν στὴν ἐρημόνησο Σκυροπούλα, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Σκύρο, γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν αὐστηρότερα. Οἱ δυσκολίες τῆς ἐπιβίωσης ἔκαναν τὸν γέροντα πολὺ σύντομα νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐνῶ ὁ Νικόδημος παρέμεινε μόνος ἀφιερωμένος στὴν περισυλλογὴ καὶ τὴν προσευχή. Ἐδῶ γράφει μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ ἐξαδέλφου τοῦ Ἰεροθέου Ἐπισκόπου Εὐρίπου τό «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ λογισμῶν καὶ περὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ». Το ἔργο αὐτὸ ἔγραψε ὅλο ἀπὸ μνήμης, χωρὶς νὰ διαθέτει κανένα βοήθημα ἢ βιβλίο, στὸ σύγγραμμά του δὲ αὐτὸ ὑπάρχουν πολλὲς παραπομπὲς καὶ ὑποσημειώσεις. Ἀσκητικοὺς ἀγῶνες πραγματοποίησε πολλοὺς καθὼς ἔμεινε καὶ ζοῦσε στὴ Σκυροπούλα, καὶ μετὰ ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τότε δέχθηκε τὸ μεγάλο σχῆμα καὶ παρέμεινε μόνος στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ στὴν Καψάλα. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε πάλιν ὁ δάσκαλος καὶ φίλος τοῦ Ἐπίσκοπος Μακάριος γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσει νὰ μεταφράσει τα Άπαντατου ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ἔργο ποὺ μὲ μεγάλη προθυμία ἀνέλαβε καὶ τὸ ὁλοκλήρωσε. Ἀκολούθησαν τὰ ἔργα του: «Ἐξομολογητάριον» γιὰ νὰ βοηθήσει τόσον αὐτοὺς ποὺ ἐξομολογοῦν, ὅσο καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐξομολογοῦνται, τό «Θεοτοκάριον», βιβλίο μὲ κανόνες πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ὄ «Ἀόρατος Πολεμος» καὶ τά «Πνευματικὰ Γυμνάσματα». Κατόρθωσε νὰ συγκεντρώσει χειρόγραφα ὅλων τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νὰ συγγράψει προοίμιο καὶ σημειώσεις σὲ ὅλα καὶ τὰ ἀπέστειλε στὸ τυπογραφεῖο τῶν Μαρκιδῶν Πουλῖου στὴ Βιέννη γιὰ νὰ τὰ τυπώσουν. Δυστυχῶς τὸ χειρόγραφο ἔγινε ἄφαντο, γιατί στὸ τυπογραφεῖο αὐτὸ ἐκτυπώνονταν καὶ οἱ ἐπαναστατικὲς προκηρύξεις τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ καὶ ἡ Αὐστριακὴ Ἀστυνομία τὸ κατέστρεψε ὁλόκληρο, ἡ ἀπώλεια δὲ τοῦ ἔργου συγκλόνισε τὸν Νικόδημο. Σειρὰ εἶχε τὸ «Πηδάλιον» ὅπως ὀνόμασε τὴ συλλογὴ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, μὲ τὴν ἑρμηνεία τους, ἔργο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο μέχρι σήμερα στὴν πρακτική της Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ἔστειλαν στὴ Βιέννη γιὰ νὰ ἐκτυπωθεῖ καὶ κυκλοφορηθεῖ. Δυστυχῶς ψευδάδελφος ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του νὰ ἀλλοιώσει σὲ ὁρισμένα σημεῖα τὶς ἀπόψεις τοῦ Νικοδήμου, ποὺ πολὺ ἐνοχλήθηκε καὶ πικράθηκε. Στὴν Καλύβη τοῦ ἁγίου Βασιλείου μὲ τὴ συντροφιὰ τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κολλυβάδων, συνέγραψε τὰ περισσότερα ἀλλὰ καὶ σπουδαιότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του, ὅπως την «Χρηστοήθειαν», τον «Κῆπον τῶν Χαρίτων», τό «Ἐκλόγιον» καὶ τό «Νέον Μαρτυρολόγιον». Σ’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο συγκέντρωσε τὶς πιὸ γνωστὲς βιογραφίες νεομαρτύρων, δηλαδὴ Χριστιανῶν ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Στὴ συγκέντρωση καὶ ἔκδοση ὁδηγήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἔνταση καὶ ἔκταση τῶν ἐξισλαμισμῶν.
Ἐνῶ ἔγραφε καὶ δίδασκε συνεχῶς αὐτοὺς ποὺ τὸν συναντοῦσαν, πολὺ μικρὴ φροντίδα, ἴσως καμία, δὲν κατέβαλλε γιὰ νὰ τρώει καὶ νὰ ντύνεται. Συντηροῦσε τὸ σῶμα του μὲ ἐλάχιστη τροφὴ καὶ ἦταν μόνιμα ρακένδυτος. Ἐνῶ ὅμως πλουτίζει πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ τοὺς ἄλλους, ὁ ἴδιος μένει σὲ ἔσχατη ὑλικὴ πτωχεία καὶ ταπείνωση. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἔργου τοῦ «Περὶ συνεχοῦς θείαςΜεταληψεως» οἱ ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τὸν κατηγοροῦν ὡς αἱρετικό. Εἴκοσι δυὸ χρόνια ταλαιπωρήθηκε ὁ Ἅγιος ἕως ὅτου ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τὸν κηρύξει «ὀρθοδοξώτατον καὶ τῶν δογμάτων τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τρόφιμον», χρόνια γεμάτα ἀπὸ θλίψεις, καταφρόνηση καὶ διωγμούς, ποὺ δὲν στάθηκαν ὅμως ἀρκετά, ὥστε νὰ κάμψουν τὸ φρόνημά του. Ἀπὸ τὸ συγγραφικό του ἔργο φαίνεται ὅτι δὲν τὸν ἀπασχολεῖ μόνον ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ ἔχει διαρκῶς τὸ νοῦν του καὶ στὴ σκλαβωμένη πατρίδα καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ἀδελφούς του. Τὸν καίει ὁ πόθος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν ὑπόδουλων ἀδελφῶν του, ἀνησυχεῖ γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν ὁσίων καὶ τῶν ἱερῶν τῆς φυλῆς.
/
Οἱ σκληροὶ ἀγῶνες του, ἡ διαρκὴς νηστεία στὴ ζωή του, ἡ συνεχὴς καταπόνησή του μὲ τὴ μελέτη καὶ τὴ συγγραφὴ λύγισαν πρόωρα τὸν ὅσιο καὶ κλόνισαν σοβαρὰ τὴν ὑγεία του. Συναισθάνθηκε τὴν ἀδυναμία του, τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν φροντίζουν καὶ γι’ αὐτὸ ἐγκαταστάθηκε στὶς Καρυές, στὸ κελλὶ τῶν Σκουρταίων. Δυὸ ὁλόκληρα χρόνια ἐργάσθηκε γιὰ νὰ διορθώσει τὸν «Συναξαριστή» τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Ταυτοχρόνως ἔχει τὴν ψυχικὴ δύναμη καὶ τὴν πνευματικὴ διαύγεια νὰ συγγράψει τὸ ὀγκῶδες «Ἑορτοδρόμιο» καὶ τὴ «Νέα Κλίμακα».
Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ἡ κατάστασή του χειροτέρευε συνεχῶς, οἱ δυνάμεις τοῦ τὸν ἐγκατέλειπαν, ἄρχισε νὰ μὴν ἀκούει, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ περπατᾶ καὶ νὰ μιλᾶ ἄνετα. Ὁ ἴδιος μὲ χαρὰ ἔβλεπε νὰ πλησιάζει τὸ τέλος του. Τέλεσαν εὐχέλαιο, ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε, ὅπως καθημερινὰ σχεδὸν τὶς τελευταῖες ἡμέρες καὶ προσπαθοῦσε μὲ δυσκολία νὰ ἐπαναλαμβάνει τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ ἐλέησον μέ». Μὲ ὀσιακὸ τρόπο, ἀφοῦ εὐχήθηκε καὶ προσευχήθηκε γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν, προσκύνησε τὰ λείψανα τῶν ἁγίων ποὺ βρίσκονταν στὸ κελλί, κοινώνησε γιὰ τελευταῖα φορᾶ καὶ κοιμήθηκε τὸ πρωΐ τῆς 14ης Ἰουλίου 1809. Ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὅρος πένθησε καὶ θρήνησε, γιατί αἰσθάνθηκε ὀρφανεμένο. Ἕνας ἁπλὸς τάφος ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τῶν ἀγαπημένων τοῦ ἀδελφῶν Σκουρταίων δέχθηκε τὸ ταλαιπωρημένο σῶμα του, μετὰ ἀπὸ ἑξήντα χρόνων ἐπίγεια παρουσία.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!