Καταγόταν ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα μέρη τῆς Βάρνας, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Εἰκοσάχρονος ἐπεθύμησε τὴ μοναδικὴ πολιτεία καί, λησμονώντας γονεῖς, συγγενεῖς, φίλους καὶ πατρίδα, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου – Ἰβήρων. Ὡς μοναχὸς «ἐθαυμάζετο ὑπὸ πολλῶν διὰ τὴν ἀρετήν του, τὴν τὲ ὑπακοὴν πρὸς τὸν γέροντα Διονύσιον καὶ ἐπιμονὴν εἰς τοὺς κόπους τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας».
Ἀργότερα ἐγκατέλειψε τὸ σχῆμα καί, σὲ ἀπόγνωση καθὼς βρισκόταν, πῆγε στὴ Σμύρνη, ὅπου μετὰ δεκαπέντε ἡμέρες δέχθηκε τὴν περιτομή. Ἀμέσως μετανόησε καὶ συμβουλεύθηκε γνώριμό του πνευματικό. Μὲ τὶς εὐλογίες του καὶ ὕστερα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ στὴ Θεοτόκο παρουσιάσθηκε στοὺς Τούρκους φορώντας τὸν καλογερικὸ σκοῦφο. Μὲ τόλμη ὁμολόγησε τὸν Χριστό, καὶ μὲ σπάνια ἀγαλλίαση δέχθηκε μαρτυρικὸ τέλος. Ἀποκεφαλίσθηκε, ὕστερα ἀπὸ βασανισμούς, στὶς 25 Ἰουνίου 1810.
Τὸ μαρτύριο τοῦ ὁσιομάρτυρος Προκοπίου ἔγραψε ὁ ἱεροδιδάσκαλος Σμύρνης Χρύσανθος, ἀπ’ ὅπου τὸ λαμβάνουν οἱ νεώτεροι συναξαριστές.
Πηγή: Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Νέου Ὁσιομάρτυρα Προκοπίου
(† Σμύρνη 25 Ἰουνίου 1810)


Ὁ λογισμὸς τῆς ἀπογνώσεως εἶναι μεγάλο κακό. Ὁδηγεῖ σὲ ὀλέθριο τέλος, ὄχι μόνο τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι στολισμένος μὲ ποικίλες ἀρετές. Τὸν κάνει παράλογο, τοῦ σκοτίζει τὴ διάνοια, τὸν γκρεμίζει ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν ἀρετῶν καὶ τὸν ρίχνει στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας. Πολλὲς φορὲς τὸν κάνει, δυστυχῶς, ἀρνητὴ τῆς γνήσιας καὶ ὀρθόδοξης πίστεως. Μετὰ τὴν ἄρνηση ὅταν φωτιστεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἔνοχη συνείδηση, τότε μὲ τὶς τύψεις φανερώνει τὸ μεγάλο λάθος καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ ἄπειρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ γεμίζει τὴ καρδιὰ αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε στὸ βάθος τῶν κακῶν.
Ὁ λογισμὸς τῆς ἀπογνώσεως εἶναι μεγάλο κακό. Ὁδηγεῖ σὲ ὀλέθριο τέλος, ὄχι μόνο τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι στολισμένος μὲ ποικίλες ἀρετές. Τὸν κάνει παράλογο, τοῦ σκοτίζει τὴ διάνοια, τὸν γκρεμίζει ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν ἀρετῶν καὶ τὸν ρίχνει στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας. Πολλὲς φορὲς τὸν κάνει, δυστυχῶς, ἀρνητὴ τῆς γνήσιας καὶ ὀρθόδοξης πίστεως.
Μετὰ τὴν ἄρνηση ὅταν φωτιστεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ἔνοχη συνείδηση, τότε μὲ τὶς τύψεις φανερώνει τὸ μεγάλο λάθος καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ ἄπειρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ γεμίζει τὴ καρδιὰ αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε στὸ βάθος τῶν κακῶν. Τότε ὁ λογισμὸς τῆς μετανοίας πολεμώντας τὸ λογισμὸ τῆς ἀπογνώσεως, ποὺ ἀπειλεῖ νὰ καταστρέψει τὴ ψυχή, κάνει τὸν ἐλεεινὸ ἄνθρωπο νὰ ἔλθει σὲ αἴσθηση. Ἔρχεται στὰ λογικά του καὶ σκέφτεται τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ ἔκανε‡ ἐπιστρέφοντας στὸν πανάγαθο Θεό, ποὺ τὸ ἔλεός του εἶναι ἀμέτρητο, μὲ μεγάλη προθυμία, θερμὴ ἀγάπη καὶ στεναγμοὺς καρδιᾶς γίνεται ἄξιος του θείου ἐλέους, πλένεται καὶ καθαρίζεται (ἢ μὲ τὰ δάκρυά του ἢ μὲ τὸ αἷμα του) ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ σώζεται, ὅπως πιστεύουμε.
Τὸ τί ἔκανε ὁ λογισμὸς τῆς ἀπογνώσεως καὶ τί κατόρθωσε ἡ μετάνοια φανερώνεται μὲ πολλὰ παραδείγματα, ἰδιαίτερα ὅμως φαίνεται στὸ βίο τοῦ ὁσιομάρτυρα Προκοπίου, ποὺ ἔζησε στὶς ἡμέρες μας, καὶ πού σας παρακαλῶ νὰ ἀκούσετε μὲ προσοχὴ
***
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Προκόπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιοχῆς τῆς Βάρνας (τῆς Βουλγαρίας) ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν ἀγάπησε τὴ μοναχικὴ ζωή. Ἐγκατέλειψε γονεῖς, πατρίδα καὶ συγγενεῖς καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος. Γύρισε διαφόρους τόπους ἐπιθυμώντας τὴ ψυχική του σωτηρία. Ἀγαπώντας τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ ἔφθασε στὴ σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ ἔγινε ὑποτακτικὸς σὲ κάποιο γέροντα Διονύσιο. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔγινε μοναχὸς φορώντας στὴν κουρὰ τοῦ τὸ ἅγιο σχῆμα, ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε. Ἄκακος καὶ πολὺ ἁπλὸς στὴ γνώμη, θαυμαζόταν ἀπὸ πολλοὺς γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν ὑπακοὴ στὸ γέροντά του καὶ τὴν ἐπιμονὴ στοὺς κόπους τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ὁ ἐχθρὸς ὅμως τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ὁ διάβολος, μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπει σ’ ἕνα νέο τέτοιες ἀρετές, ὅπως συνηθίζει νὰ πολεμᾶ τοὺς ἀγωνιστές, τὸν φθόνησε. Καθημερινά του ὑπέβαλε λογισμοὺς νὰ ἀφήσει τὴν ἡσυχία καὶ νὰ γυρίσει στὸν κόσμο. Ἐγκαταλείποντας τὸ Ἅγιον Ὅρος ἦλθε στὴ Σμύρνη. Στὴ πόλη αὐτὴ τοῦ ἦλθε ἄλλος λογισμὸς χειρότερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. «Ἄφησες τὸν τόπο τῆς μετανοίας σου; Δὲν ἔδειξες ὑπομονὴ μέχρι τέλους καὶ ἦλθες στὸν κόσμο; Σίγουρα θὰ κολαστεῖς». Μερικοὶ κατηγορώντας τὸν γιατί ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σκήτη μεγάλωσαν τὸν πόλεμο καὶ τὴν ἐπίδραση τοῦ λογισμοῦ γιὰ τὴν καταδίκη στὴν αἰώνια κόλαση.
Ὁ λογισμὸς τῆς ἀπογνώσεως τὸν κυρίευσε καὶ τὸν ὁδήγησε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν σταθερὴ ὀρθόδοξη πίστη του. Σὲ κανένα δὲν ἀποκάλυψε τὸ λογισμό του οὔτε καὶ κατέφυγε στὴ συμβουλὴ κάποιου.
Πηγαίνει κάποια μέρα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρει κανένας, στὸ τοῦρκο δικαστῆ τῆς πόλης. Μόλις τὸν εἶδαν οἱ φρουροὶ τὸν ρώτησαν τί θέλει. Αὐτὸς εἶπε ὅτι ἔτσι ἦλθε. «Μήπως ἔχεις καμιὰ ὑπόθεση γιὰ τὸν δικαστή; Μήπως θέλεις νὰ γίνεις μουσουλμάνος;» Αὐτὸς εἶπε «Ναί».
Τὸν ἅρπαξαν τότε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ δικαστὴ λέγοντας: « Αὐτὸς ὁ ρωμιὸς θέλει νὰ γίνει τοῦρκος. Σήμερα θὰ κάνεις ἕνα μεγάλο ψυχικό». Ὁ δικαστὴς χάρηκε πολὺ καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ ἀκούει. Αὐτὸς συμφώνησε. Μπροστὰ στὸ δικαστὴ δὲν ἐμφανίστηκε ὡς καλόγηρος ἀλλὰ φοροῦσε ροῦχα κοσμικοῦ.
-«Τότε γιατί ἔχεις γένια;» τὸν ρωτᾶ ὁ δικαστής.
-«Πῆρα ἀπόφαση καὶ τὰ ἄφησα πρὶν λίγο καιρό».
Ὁ δικαστὴς χάρηκε γιατί ὁλόψυχα ἀκολουθεῖ τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία του καὶ τοῦ εἶπε νὰ πεῖ ὁρισμένα βλάσφημα λόγια, ὅπως συνηθιζόταν, καὶ αὐτὸς τὰ εἶπε.
Τότε τὸν κατήχησε καὶ τὸν συμβούλεψε νὰ μείνει σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του. Γιὰ δεκαπέντε ἡμέρες τὸν ἔβαλε στὴν ἐπίβλεψη τοῦ σερδάρη. Πρόσεχαν νὰ μὴν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ κάποιο χριστιανό. Μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε μέρες τοῦ ἔκαναν περιτομή, σημάδι ὅτι ἔγινε μουσουλμάνος.
Ἀμέσως μετὰ τὴν περιτομή, συνέβη θαυμαστὴ ἀλλοίωση. Ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει ἡ συνείδησή του. Ἄλλαξε ὁ λογισμός του. Ἦρθε σὲ αἴσθηση τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ πεῖ τὴν ἀπόφαση τῆς μεταστροφῆς του σὲ κάποιον πνευματικὸ ἢ σὲ κανένα χριστιανὸ ἀλλὰ δὲν τὸν δεχόταν κανένας. Ὅλοι φοβοῦνταν βλέποντας τὸν ντυμένο μὲ τὰ ροῦχα τοῦ μουσουλμάνου.
Πῆρε ὅμως τὴν τολμηρὴ ἀπόφαση καὶ ξεφεύγοντας τὴν ἐπιτήρηση αὐτῶν ποὺ τὸν φύλαγαν ἔρχεται σὲ κάποιο φίλο του πνευματικὸ ποὺ τὸν γνώριζε ἀπὸ τὴ Σκήτη. Αὐτὸς βλέποντας τὸν μὲ τέτοια ροῦχα (φοροῦσε πράσινα καὶ ἄσπρο περίδεμα (σαρίκι) στὸ κεφάλι) τὰ ἔχασε, γνωρίζοντας τὴν προηγούμενη κατάστασή του. Λυπήθηκε. Πῶς ξέπεσε σὲ τέτοια ἐλεεινὴ κατάσταση ἀφήνοντας τὴν προηγούμενη ἐνάρετη ζωή; Ἄρχισε νὰ τὸν ἐξετάζει γιὰ νὰ μάθει τὴν αἰτία τῆς νέας ἀξιοδάκρυτης κατάστασής του.
Αὐτὸς διηγήθηκε ὅσα ἀναφέραμε καὶ πὼς τώρα πολὺ μετάνιωσε καὶ ὅτι ἤθελε νὰ μαρτυρήσει χύνοντας τὸ αἷμα του γιὰ νὰ ξεπλύνει τὸ μεγάλο καὶ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς ἀρνήσεως τῆς πίστεως.
«Ἀδελφέ μου», τοῦ λέει ὁ πνευματικός, «αὐτὸ πού μου λὲς εἶναι ἅγιο ὅμως ὁ καιρὸς δὲν εἶναι κατάλληλος. Αὐτὸς ποὺ σὲ ἐπιτηρεῖ εἶναι ἄνθρωπος φοβερὸς καὶ σκληρός, ποὺ τὸν τρέμουν ὅλοι οἱ τοῦρκοι, ὅπως ξέρεις, καὶ θὰ σοῦ κάνει μεγάλα καὶ φοβερὰ βασανιστήρια, ὅσα θὰ τοῦ ὑποδείξει ὁ πατέρας τοῦ διάβολος. Καὶ σὺ ἐπειδὴ εἶσαι νέος μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ὑποφέρεις καὶ μετὰ θὰ λυπήσεις κι ἐμᾶς ἀλλὰ καὶ ὅλους τους συνασκητὲς καὶ φίλους σου καὶ ὅλους τους ἐδῶ χριστιανούς. Μὰ τί λέω. Μόνο τοὺς χριστιανούς! Θὰ λυπήσεις καὶ ὅλους τους χοροὺς τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν μαρτύρων, ποὺ χαίρονται ὅταν δοῦν κάποιον ἁμαρτωλὸ νὰ μετανοεῖ καὶ μάλιστα γιὰ τόσο φρικτὸ ἁμάρτημα. Θὰ λυπηθοῦν νὰ τὸν δοῦν γιὰ δεύτερη φορᾶ νικημένο ἀντὶ νικητὴ καὶ ἀντὶ στεφανωμένο, ἄξιο πολλῶν δακρύων.
Γι’ αὐτὸ ἄκουσε ἐμένα τὸν ταπεινὸ φίλο σου, ἐπειδὴ ἦλθες νὰ μὲ συμβουλευθεῖς ὡς πνευματικό. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρο γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἁμαρτία ποὺ νὰ νικᾶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Κάνε τὸ σταυρό σου καὶ νὰ ἐπιστρέψεις στὸν τόπο τῆς μετάνοιάς σου καὶ στὸν γέροντά σου, ποὺ θὰ τοῦ δώσεις μεγάλη χαρὰ μὲ τὴν ἐπιστροφή σου καθὼς καὶ σὲ ὅλους τους ἀδελφούς της σκήτης».
«-Αὐτὸ πού μου ζητᾶς εἶναι ἀδύνατο. Πῶς θὰ πάω μὲ τέτοια ροῦχα ἔστω καὶ ἂν ἐπρόκειτο νὰ ὑποστῶ φρικτὰ βασανιστήρια. Τὸ γνωρίζω ὅτι ἐξ ἀνάγκης πρόκειται νὰ πεθάνω. Ἐλπίζω στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔδωσε καὶ δίνει δύναμη σὲ ὅλους τους μάρτυρες ὅτι θὰ βοηθήσει καὶ ἐμένα. Σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ χρίσεις μὲ ἅγιο μύρο καὶ νὰ μὲ βοηθήσεις νὰ κοινωνήσω τὰ ἄχραντα μυστήρια. Πρέπει αὐτὸ νὰ γίνει γρήγορα γιατί δὲν μπορῶ νὰ λείψω οὔτε μία ὥρα ἀπὸ τὸ κονάκι γιατί μὲ παρακολουθοῦν καὶ μὲ φυλᾶνε νὰ μὴν τοὺς φύγω».
Ὁ πνευματικός του εἶπε: «Εἶναι δύσκολο αὐτὴ τὴ στιγμὴ αὐτὸ ποὺ ζητᾶς, δήλ. νὰ σὲ μυρώσω. Δὲν εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο ἀφοῦ πῆρες τὴν γενναία ἀπόφαση νὰ βαπτιστεῖς τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος. Αὐτὸ τὸ βάπτισμα δὲν μολύνεται ἀπὸ καμιὰ ἀκαθαρσία καὶ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ ἰδιαίτερα τὸ ἔγκλημα τῆς ἀρνήσεως τῆς πίστεως. Εἶναι καλὰ καὶ σωτήρια αὐτὰ ποὺ ζητᾶς, τὸ μύρο καὶ ἡ θεία κοινωνία, ἀλλὰ κατώτερα ἀπὸ τὸ μαρτύριο».
Ἀπὸ τότε πήγαινε συχνὰ στὸ φίλο του πνευματικὸ μὲ μεγάλη προσοχὴ γιὰ νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτός. Ἔπαιρνε θάρρος καὶ γύριζε κρυφὰ πίσω στὸ σπίτι. Αὐτὸ γινόταν δεκαπέντε ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες θεραπεύθηκε λίγο ἡ πληγὴ τῆς περιτομῆς.
Ἕνα Σάββατο πρωὶ πῆγε στὸν πνευματικὸ καὶ τοῦ λέει: « Σήμερα εἶναι ἡ τελευταία φορᾶ ποὺ σὲ βλέπω. Πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ παρουσιαστῶ καὶ ἦλθα νὰ σὲ ἀποχαιρετήσω». Ἔψαλλαν μαζὶ Παράκληση στὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ ἔδωσαν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Στηρίχθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὸν πνευματικό, φόρεσε καθαρὰ ροῦχα ποὺ εἶχε μαζί του καὶ ἕνα μαῦρο σκοῦφο ἐπειδὴ ὅταν πῆγε στὸν πνευματικὸ φοροῦσε κοσμικὰ ροῦχα. Ἀγνώριστος ξεκίνησε γρήγορα. Ὁ πνευματικὸς τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ δίνοντας τοῦ θάρρος μέχρι τὸ χῶρο τοῦ δικαστηρίου‡ στάθηκε δὲ ἔξω ἀπὸ ἕνα ἐργαστήριο κάποιου χριστιανοῦ γιὰ νὰ δεῖ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων.
Ὁ μάρτυρας στάθηκε μπροστὰ στὸ δικαστή, πέταξε τὸ σαρίκι καὶ κατηγόρησε τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ φορώντας τὸ σκοῦφο τοῦ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ὅτι ἐπειδὴ ξεγελάστηκε ἀπὸ τὸ διάβολο ἀρνήθηκε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸ καὶ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν Τούρκων εἶναι ψεύτικη, εἶναι μία ἀσέβεια.
Ἐκεῖνοι τοῦ πέταξαν ἀπὸ τὸ κεφάλι τὸ σκοῦφο καὶ τὸν μάλωναν νὰ μὴ βλαστημᾶ. Ὁ μάρτυρας ὅμως τοῦ Χριστοῦ πιὸ πολύ τους ἤλεγχε καὶ τοὺς κατηγοροῦσε ὡς ἀσεβεῖς.
Βλέποντας τὴ σταθερότητα τῆς ἀποφάσεως τοῦ μάρτυρα ἄλλαξαν στάση. Δείχνοντας ἀγριότητα τὸν ἅρπαξαν σὰν αἱμοβόρα θηρία καὶ ἔδεσαν σφικτὰ πίσω τὰ χέρια μὲ τὸ σαρίκι του καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν μὲ τόσο θυμό, λὲς καὶ ἀπειλοῦσε τὴ ζωή τους, στὴ φυλακὴ τοῦ δικαστῆ μέχρι νὰ ἔρθει τὸ ἀφεντικό του ὁ σερδάρης.
Μπροστὰ στὸ δικαστὴ τὸν ρωτοῦσαν τὴν αἰτία τῆς μεταβολῆς του. Αὐτὸς χωρὶς νὰ χάσει καιρό, χωρὶς φόβο καὶ συστολὴ ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ μὲ μεγάλο θάρρος ἔλεγξε τὴν κακοδοξία καὶ τὴν ἀσέβειά τους.
Τότε τοῦ λέει ὁ δικαστής: « Βρὲ ἀνόητε, τί εἶναι αὐτὸ ποῦ κάνεις;». Ὁ μάρτυρας μὲ μεγάλο θάρρος τοῦ ἀπάντησε. « Ἀνόητοι εἶστε ἐσεῖς, ποὺ εἶστε ὅλο σάρκες καὶ ἀκαθαρσία καὶ βρωμιὰ καὶ ὄχι ἐγώ. Ἀνόητος ἤμουν μέχρι τώρα καὶ γελάστηκα πιστεύοντας ὅτι εἶναι καλὴ ἡ πίστη σας ὅμως τώρα γνώρισα τὴν ἀλήθεια καὶ εἶδα ὅτι εἶναι ψεύτικη καὶ μάταιη.
Ἀρχίζουν τότε μὲ μαλακὸ καὶ ἤπιο τρόπο νὰ τοῦ τάζουν μεγάλες δωρεὲς καὶ ἀξιώματα. Αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε ὅτι καὶ ὄλον τὸν κόσμο νὰ τοῦ χαρίσουν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀλλάξει γνώμη.
«Πῶς ἄλλαξες τόσο γρήγορα; Ποιὸς παπὰς σὲ δίδαξε νὰ κάνεις τέτοια δουλειά;». Ἤθελαν νὰ πάρουν κάποιο λόγο ἀπὸ τὸ στόμα του. Ὁ μάρτυρας ὅμως τοὺς ἀπάντησε ὅτι δὲν γνώριζε κανένα ἀλλὰ μόνος του πῆρε τὴν ἀπόφαση.
« Ὁ διάβολος μπῆκε μέσα σου καὶ σοῦ ἄλλαξε τὰ μυαλά».
«Ἐγὼ μέσα μου δὲν ἔχω κανένα ἄλλο παρὰ τὸν Θεόν, τὸν Ἰησοῦν Χριστό μου καὶ τὴν Παναγία μου».
«Τώρα ποῦ θὰ δεῖς τὸ κεφάλι σου νὰ πέφτει στὰ πόδια σου θὰ δοῦμε ἂν θὰ ἔρθει ἡ Παναγία σου νὰ σὲ γλυτώσει;».
«Ὅ,τι θέλετε κάνετε. Ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος» ἀπάντησε ὁ μάρτυρας.
Βλέποντας τὴ σταθερότητα τῆς ἀπόφασής του καὶ μάλιστα ἐπειδὴ τοὺς ἦρθε πρὶν λίγο διαταγὴ ὅτι κινδυνεύει τὸ βασίλειό τους καὶ πρέπει νὰ προφθάσουν μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ταραγμένοι ὅπως ἤσαν δὲν τοὺς περίσσευε ὤρα γιὰ νὰ τὸν βασανίσουν, -αὐτὸ συνέβη κατὰ θεία παραχώρηση-, πῆραν τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ τρεῖς ὧρες μετὰ τὴν παρουσίασή του στὸ δικαστήριο.
Τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως δεμένο πισθάγκωνα. Οἱ ἀσεβεῖς τὸν ἔβριζαν καὶ τὸν ἐξευτέλιζαν. Αὐτὸς δὲ ὁ γενναιόψυχος δὲν περπατοῦσε ἀργά, ἀλλὰ ἔτρεχε μὲ χαρούμενο πρόσωπο καὶ μὲ μεγάλη ἀγαλλίαση. Ὅσους χριστιανοὺς συναντοῦσε στὸ δρόμο τοῦ τοὺς ἀποχαιρετοῦσε λέγοντας «νὰ ἔχετε ὑγεία» καὶ πήγαινε πρόθυμα παρακαλώντας γιὰ τὸ θεῖον ἔλεος, σὰν νὰ πήγαινε σὲ χαρὰ καὶ πανήγυρη μὲ τὴ σκέψη ὅτι πρόκειται νὰ χύσει τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τόσο θάρρος στεκόταν τὴν ὥρα τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ του ποὺ προκάλεσε ἔκπληξη στοὺς παρευρισκόμενους Ἀγαρηνούς. Κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ τοῦ κόψει τὸ κεφάλι, δὲν ξέρω τί σκέφτονταν, ἀλλὰ προφασιζόταν ὁ ἕνας καὶ παρακινοῦσε τὸν ἄλλο νὰ κάνει τὴν ἐκτέλεση. Δὲν βρέθηκε κανένας ἀπὸ τὴ συνοδεία νὰ τοῦ κόψει τὸ κεφάλι μόνον ἕνας ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ ποὺ ξεπέρασε τοὺς ἄλλους στὴν κακία. Αὐτὸν κάλεσαν καὶ αὐτὸς σήκωσε τὸ ξίφος κατὰ τοῦ μάρτυρα, ὁ ἀθεόφοβος.
Μὲ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τελείωσε τὴ ζωὴ τοῦ ὁ ὁσιομάρτυρας Προκόπιος στὶς 25 Ἰουνίου τὸ 1810 ἡμέρα Σάββατο. «Σαββάτισε» ἀναπαύθηκε δηλαδὴ καὶ ἄφησε τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωὴ γιὰ χάρη τῆς αἰώνιας καὶ ὑπερευφρόσυνης παίρνοντας τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀνταλλάσσοντας τὰ φθαρτὰ μὲ τὰ αἰώνια.
Εἴθε μὲ τὶς πρεσβεῖες του νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὰ αἰώνια ἀγαθά. Ἀμήν.
πηγή: Γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἱεροδιδάσκαλο τῆς Σμύρνης Χρύσανθο
μεταφορὰ στὴ δημοτικὴ καὶ διασκευή http://vatopaidi.wordpress.com

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *