ΕΠΙ τοῦ θέματος τοῦ Ἐκκλησιασμοῦ τῶν Πιστῶν ἐν τοῖς ἱεροῖς Ναοῖς κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ Ἑορτὰς ὁμιλῶν εἷς διάσημος Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας [ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης], λέγει τὰ ἑξῆς:

Πολλοὶ Χριστιανοὶ καταγίνονται περὶ τὰς βιωτικὰς αὐτῶν τύρβας καὶ ἀσχολίας, καθὼς εἰς τὰς ἄλλας ἡμέρας, οὕτω καὶ εἰς τὰς ἐπισήμους ἡμέρας τῶν Ἑορτῶν καὶ τῶν Κυριακῶν, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀφιερωμέναι εἰς δόξαν Θεοῦ. Ἐπίσης, ἀσχολοῦνται εἰς τὰς ἐμπορίας καὶ εἰς τὰ ἐργόχειρά των, χωρὶς καθόλου νὰ συστέλλωνται ἀπὸ τὸν Θεῖον Νόμον, ὁ ὁποῖος προστάζει «νὰ ἁγιάζωμεν τὰ Σάββατα»· δηλαδή, νὰ τιμῶμεν μετὰ τῆς πρεπούσης εὐλαβείας τὰς ἡμέρας ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι εἶναι διατεταγμέναι εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, πρὸς εὐχαριστίαν τῶν πρὸς ἡμᾶς ἀπείρων Αὐτοῦ δωρεῶν καὶ εὐεργετημάτων· αἱ ὁποῖαι ἡμέραι ἀπαιτοῦσιν εὐλόγως τὴν ἀπὸ τῶν σωματικῶν καὶ βιωτικῶν ἔργων παντελῆ ἀργίαν τε καὶ κατάπαυσιν.

Πρόφασιν δὲ προβάλλουσιν οἱ ἀνέορτοι οὗτοι ἱκανήν, ὡς νομίζουσιν ἵνα τοὺς δικαιώσῃ, τὴν χρείαν (ἀνάγκην)· ἡ δὲ χρεία εἶναι, ὡς λέγουσιν, ἵνα κερδίσωσι τὸν ἐπιούσιον ἄρτον πρὸς διατροφὴν ἑαυτῶν καὶ τῶν οἰκείων αὐτῶν. Ἐὰν ὅμως ἦτο τόση πραγματικῶς ἡ ἀνάγκη αὐτῶν, ὥστε νὰ φθάνῃ καὶ μέχρις αὐτῆς τῆς τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου στερήσεως, ἐγὼ νομίζω, ὅτι μετὰ τὴν θερμὴν καὶ γνησίαν τῆς πρὸς τὸν Θεὸν προσενεχθείσης (προσφερθείσης) λατρείας, εὐχαριστίας καὶ δεήσεως –καὶ ἐπιστροφῆς του ἐκ τοῦ Ναοῦ- ἤθελεν εἶναι ὁπωσοῦν συγγνωστὸν (σχεδὸν συγχωρετέον) ἐὰν καὶ ἐν ἑορτασίμῳ ἡμέρᾳ ἐπιμεληθῇ -ἐνίοτε ὅμως- ὁ Χριστιανὸς τὸ ἔργον αὐτοῦ, στενοχωρούμενος ἵνα προφθάσῃ τὴν χρείαν του. Ἀλλὰ ὅταν ὁ ἐπιούσιος ἄρτος εἰς τὸν Χριστιανὸν εὑρίσκηται, καὶ ζητεῖται ὁ ἄρτος ὁ περιττός· ὅταν λείπῃ ἡ ἀνάγκη, καὶ ἀπαιτῆται ἡ τρυφή· ὅταν ὁ Χριστιανὸς τὸ πολὺ τοῦ καιροῦ τὸ καταξοδεύει εἰς ἔργα ἤ κακίας, ἤ ματαιότητας· τότε ἡ προφασιολογία τῆς χρείας δὲν ἔχει τόπον. Ὄχι, τόπον δὲν ἔχει.

Αἱ Ἑορταὶ πρέπει νὰ τιμῶνται καὶ νὰ ἁγιάζωνται· ἤ, νὰ εἴπω ὀρθότερον, πρέπει νὰ δοξολογῆται καὶ νὰ μεγαλύνηται ὁ Θεὸς πάντοτε μέν, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ, ἀλλ’ ἐξαιρέτως «ἐν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ Ἑορτῆς αὐτοῦ» (Ψαλμ. 80ός). Ὁ Χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἀθετεῖ τὰς Ἑορτὰς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀκολουθεῖ κατ΄ αὐτὰς τὰς βιωτικὰς αὐτοῦ τύρβας καὶ ἐργασίας, δὲν εἶναι ἀνεύθυνος. Παραβλέπει οὗτος ἐντολὴν Θείαν, καὶ ἀποβλέπει εἰς ἀνθρωπίνην ὠφέλειαν. Ἀλλ΄ ὅμως καὶ κατὰ τὰ δύο λανθάνεται καὶ ζημιοῦται. Ζημιοῖ τὴν ψυχήν, διότι ὑποπίπτει εἰς κρῖμα τῆς πρὸς τὸν Ποιητὴν καὶ Εὐεργέτην αὐτοῦ Θεὸν ἀγνώμονος ἀχαριστίας· ζημιοῖ δὲ καὶ τὸ σῶμα διὰ τὰς ματαίας ἐλπίδος ὠφελείας καὶ ἀκερδοῦς ταλαιπωρίας. Ἑπομένως, ἀπὸ τὸν κόπον τῆς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ τῆς Ἑορτῆς ἐργασίας αὐτοῦ οὐδένα καρπὸν ὠφελείας λαμβάνει, οὐδὲ ὄφελος.

Οἱ Χριστιανοὶ οἱ ἐργαζόμενοι κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ Ἑορτὰς νομίζουν ὅτι ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν ἀγορὰν ἤ ἀπὸ τὸ ἐργαστήριόν των μετά τινος κέρδους. Νομίζουσιν ὅτι μὲ τὸ νὰ ἐσυμφώνησαν μίαν πραγματείαν, μὲ τὸ νὰ ἐξώδευσαν ἔν τι μέρος ἐκ τοῦ ἐμπορεύματός των, μὲ τὸ νὰ ἐσύναξαν ὀλίγα ἀργύρια, θαρροῦσιν, εἶπα, ὅτι ἐκέρδισαν κἄποιόν τι καὶ ὠφελήθησαν. Ὅμως πλανῶνται. Ἐκείνη ἡ συμφωνία ἕως τὸ ὕστερον δὲν τελεσφορεῖ. Ἐκείνη ἡ πώλησις δὲν τοὺς ἀνορθώνει. Ἐκεῖνα τὰ ἀργύρια διά τινα ἐπισυμβαίνουσαν περίστασιν (ἀσθένειαν, πυρκαϊάν, σεισμὸν κ.λ.π.), εἰς καπνὸν καὶ εἰς ἀέρα τελευταῖον διασκορπίζονται. Καὶ τὴν ὠφέλειαν, τὴν ὁποίαν ἤλπιζον νὰ εὕρουν, τελευταῖον δὲν ηὗραν. (Βλ. «Φιλόθεος Ἀδολεσχία», τ. Α’, σελ. 296).

Κατὰ τοὺς Κανόνας καὶ Νόμους τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουσιν οἱ Πιστοὶ Χριστιανοὶ νὰ προσέρχωνται τακτικῶς εἰς τοὺς θείους Ναοὺς «ὀρθοστάδην τὰς εὐχὰς τῷ Θεῷ ἀποδιδόντες κατά τε τὰς Κυριακὰς καὶ Ἑορτὰς τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ καὶ καθ’ ὅλην τὴν Πεντηκοστήν», ὡς λέγει Μητροφάνης ὁ Κριτόπουλος ἐν τῇ αὐτοῦ Ὀρθοδόξῳ Ὁμολογίᾳ (Κεφ. ΚΒ’). Οἱ δὲ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, ὀφείλουσι νὰ κηρύττωσι τὸν θεῖον λόγον.

Ἐπίσκοπος δέ, Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤ οἱοσδήποτε Κληρικός, ἐὰν τρεῖς κατὰ συνέχειαν Κυριακάς, χωρὶς ἀνάγκην βαρυτάτην, ἤ δυσκολίαν ἀναγκάζουσαν, δὲν ἐκκλησιασθῇ εἰς Ναὸν Κυρίου, νὰ καθῄρηται καὶ νὰ χάνῃ τὸν βαθμόν του· ἐὰν δὲ εἶναι Λαϊκὸς ὁ τοιοῦτος, νὰ ἀφορίζηται, διορίζει ὁ 80ὸς Κανὼν τῆς Ἁγίας ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Μόνη ἡ σωτηρία καὶ ὠφέλεια τοῦ πλησίον δύναται νὰ συγχωρήσῃ τὴν παράβασιν τῆς ἀργίας τῶν Ἑορτῶν, ἤ ὅταν ἀναγκαία τις περίστασις, ἀνεπίδεκτος ἀναβολῆς καιροῦ, ἀπαιτεῖ τὴν δι΄ ἐργασίας ἐκπλήρωσιν τῶν πρὸς τὸν πλησίον καθηκόντων, λόγου χάριν, ἐχθρῶν ἐπιδρομή, πυρκαϊά, ἀσθένεια καὶ τὰ τοιαῦτα. Εἰς τοιαύτας περιστάσεις ἡ ἐργασία ἀποβλέπει μᾶλλον εἰς τὴν φύλαξιν τοῦ θείου Νόμου· τότε ἔχει μᾶλλον ἐφαρμογὴν τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου: «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον» (Μάρκ. ΚΒ’ 27).

(«Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ.φ. 417 / 29-4-1963 [π.ὀ.ἡ.], σελ. 6)

Πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *