Ο ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ Ο ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥ

Ὁ ἅγιος Μάρκος (κατὰ κόσμο Ἐμμανουήλ), ἐγεννήθη ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὸ 1392 εἰς τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, Κωνσταντινούπολιν. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἦτο ἀρχιδικαστής, σακελλίων καὶ διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Μαρία καὶ ἦτο θυγατέρα τοῦ εὐσεβοῦς ἰατροῦ Λουκᾶ.

Ἀμφότεροι οἱ γονεῖς προσπάθησαν καὶ ἐπέτυχαν νὰ ἀναθρέψουν τὸν μικρὸ Ἐμμανουὴλ ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀλλὰ ὁ θάνατος τοῦ πατρὸς του ἄφησε αὐτὸν καὶ τὸν μικρότερό του ἀδελφὸ Ἰωάννη ὀρφανοὺς εἰς νεαρὰ ἡλικία.

Τὰ πρῶτα γράμματα ὁ ἅγιός μας τὰ ἐδιδάχθη ἀπὸ τὸν πατέρα του Γεώργιο, ὁ ὁποῖος εἶχε μία ὀνομαστῆ ἰδιωτικὴ σχολή. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του ἡ μητέρα του τὸν ἔστειλε νὰ μαθητεύεση εἰς τοὺς πλέον φημισμένους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του, τὸν Ἰωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ἰγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) καὶ τὸν μαθηματικὸν καὶ φιλόσοφον Γεώργιον Γεμιστὸν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητῶν του ἦτο καὶ ὁ μετ΄ ἔπειτα ἄσπονδος ἐχθρός του Βησσαρίων ὁ καρδινάλιος.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ

Ὅταν ὁ νεαρὸς Ἐμμανουὴλ τελείωσε τὰς σπουδᾶς του, ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς πατρικῆς σχολῆς καὶ εἰς σύντομο χρονικὸ διάστημα ἀνεγνωρίσθει ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον λαμπροὺς διδασκάλους τῆς ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ τῶν μαθητῶν του, ποὺ διέπρεψαν ἀργότερον, ἤσαν ὁ Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ὁ πρῶτος μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Πόλεως Πατριάρχης-, ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανός, ὁ Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας καὶ ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης ὁ Εὐγενικός.

Ἀλλὰ ὁ θεῖος ἔρως δὲν ἄφησε τὸν Ἐμμανουὴλ νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν γεμάτη ὑποσχέσεις λαμπρὰ καριέρα τοῦ διδασκάλου, οὔτε οἱ λίαν φιλικὲς σχέσεις του μὲ τὸν αὐτοκράτορα τὸν ἐμπόδισαν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν κόσμο καὶ νὰ καταφύγει εἰς τὴν νῆσον τῶν Πριγκιποννήσων Ἀντιγόνη, πλησίον του φημισμένου ἀσκητοῦ Συμεῶνος. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀγωνιζόμενος πνευματικῶς ἐπὶ δύο ἔτη καὶ μετά, κατόπιν τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν εἰς τὰς νήσους, ἦλθε μὲ τὸν γέροντά του εἰς τὴν περίφημο τότε Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων, εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.

Ὁ μοναχὸς Μάρκος συνέχισε καὶ εἰς τὴν νέαν μετάνοιά του τὴν σκληρᾶν ἀσκητικὴν ζωήν. Εἰς τὴν μονὴν τῶν Μαγγάνων, ὁ ἅγιος Μάρκος συνέθεσε σχεδὸν τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ 100 ἔργα του ποὺ ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερον. Ἰδιαιτέρως σημαντικὰ εἶναι τὰ ἔργα ποὺ ἔγραψε ἐναντίων των λατινοφίλων ἀντιπάλων του Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τὸν ὁποῖον ἐσέβετο πολὺ καὶ τὸν εἶχε ὡς πρότυπό του. Εἰς τὴν Μονὴν αὐτὴν ὁ Μάρκος ἔλαβε καὶ τὸ χρίσμα τῆς ἱεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ὁ ἴδιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάξιο διὰ τέτοιον ὑψηλὸν λειτούργημα. Σύντομα δὲ ἀπέκτησε καὶ φήμη καλοῦ πνευματικοῦ, δί,αὐτὸ πολλοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔγραφον εἰς τὸν ἅγιον ζητῶντες τὴν γνώμη του ἐπὶ διαφόρων ζητημάτων.

ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ

Τὸ 1436 καὶ ἐνῶ ἀκόμη ἦτο ἱερομόναχος ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας τὸν διορίζει ὡς ἀντιπρόσωπό του εἰς τὴν συγκληθεῖσαν σύνοδον διὰ ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν. Τὸ ἴδιον ἔτος ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος τὸν ἀναγκάζει νὰ δεχθεῖ τὸν Μητροπολιτικὸν θρόνον τῆς Ἐφέσου, ποὺ εἶχε χηρεύσει ἐκεῖνον τὸν καιρόν.

Ὁ αὐτοκράτωρ δείχνει τὴν μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφε εἰς τὸν ἅγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικὸν ἔξαρχον τῆς συνόδου. Οὕτως ὁ ἅγιος ἠναγκάσθη νὰ ἀκολουθήσει τὸν Πατριάρχη καὶ τὴν λοιπὴν ἀντιπροσωπία εἰς τὴν Ἰταλία.

Ὁ ἅγιος Μάρκος πῆγε στὴν σύνοδον μὲ τὰς καλυτέρας προθέσεις καὶ ἔδειξε τὴν διαλλακτικότητά του μὲ τὸν λόγο ποὺ συνέθεσε διὰ τὸν πάπαν, προτοῦ ἀκόμη ἀρχίσουν αἱ ἐργασίαι τῆς συνόδου εἰς τὴν Φερράραν. Μερικοὶ μάλιστα Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι παρεξήγησαν τὸν Μάρκον διὰ τὴν διαλλακτικότητα τοῦ ὕφους του εἰς τὸν διάλογο μὲ τὸν καρδινάλιο Κεσσαρίνι, καὶ ἀπήτησαν ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς ὁμιλεῖ ὁ Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας.

Τὸ πρῶτο θέμα τῶν συζητήσεων ἦτο τὸ καθαρτήριο πῦρ. Τοῦ Βησσαρίωνος ἀδυνατοῦντος – λόγω ἀνεπαρκοῦς θεολογικῆς καταρτίσεως – νὰ ὁμιλήσει, ὁμίλησε διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὁ ἅγιος Μάρκος, ἐκφωνήσας ἐπὶ τοῦ θέματος τέσσαρες ἀντιρρητικοὺς λόγους.

Αἱ κρυστάλλιναι ὀρθόδοξοι ἀπόψεις, ὡς ἐπαρουσιάσθησαν ἀπὸ τὸν ἅγιό μας, ἐνθουσίασαν τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος προσέβλεπε εἰς τὸν Μάρκον ὡς τὸν μόνον Ὀρθόδοξο θεολόγο ποὺ ἠδύνατο νὰ ἀπαντᾶ εὐχερῶς εἰς τοὺς λόγους τῶν παπικῶν. Ἀλλὰ ὁ περὶ τὰ θεία ἄσχετος βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ ἤλπιζε ὅτι αἱ ὀρθόδοξοι ἀπόψεις θὰ ἐπεκράτουν, μὴ γνωρίζων ὅτι οἱ παπικοὶ θὰ ἐπέμεναν ἀμετακίνητοι εἰς τὰς πλάνας των. Δι΄αὖτον τὸν λόγο, ὅταν εἶδε ὅτι ἡ παράλογος ἐπιμονὴ τῶν λατίνων θὰ ναυαγοῦσε τὸν πολιτικό του σκοπὸ – ἤτοι τὴν ἕνωση τῶν δύο ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς ἀναμενόμενη παπικὴ βοήθεια δι΄ ἀντιμετώπισιν τῶν Τούρκων – ἄρχισε νὰ πιέζει τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀκολουθήσουν μία ἠπιότερη ἡ καλύτερα ἐνδοτικὴ γραμμή.

Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ

Οἱ λατίνοι ἄρχισαν νὰ ἐφαρμόζουν τὴν γνωστὴ τακτική των ψιθύρων, ψευδῶν καὶ ἐκβιασμῶν, καὶ οὕτω κατ’ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ διένειμαν εἰς τὴν Φερράραν ἑκατοντάδας φυλλαδίων, τὰ ὁποῖα περιεῖχαν 54 αἱρετικὲς δοξασίας τῶν Ὀρθοδόξων!!! Βλέποντας τὴν κατάσταση νὰ χειροτερεύει εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων, δύο ἐκ τῶν ἐγκρίτων μελῶν τῆς Βυζαντινῆς ἀντιπροσωπείας, ὁ Μητροπολίτης Ἡρακλείας Ἀντώνιος, πρῶτος τὴ τάξει Μητροπολίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου καὶ ὁ ἀδελφός του Μάρκου Ἰωάννης, προσπάθησαν νὰ ἀποδράσουν ἀπὸ τὴν Φερράραν, ἀλλὰ ἠμποδίσθησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης συνοδευόταν μέχρι τὸν λιμένα ἀπὸ τὸν ἀδελφό του, ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ὁ Πατριάρχης φοβούμενοι τυχὸν ἄλλας ἀπόπειρας ἀποδράσεως – ἐν συνεννοήσει μετὰ τῶν παπικῶν – μετακίνησαν τὶς ἐργασίες τῆς συνόδου ἀπὸ τὴν Φερράραν, ποὺ ἦτο πλησίον της θαλάσσης, εἰς τὴν Φλωρεντία.

Ὅταν δὲ ἐπανήρχισαν αἳ ἐργασίαι τῆς συνόδου ὁ Ἐφέσου ἦτο ὁ κύριος ὁμιλητής τῶν Ὀρθοδόξων. Αἳ σαφεῖς ὅμως ἀπαντήσεις του καὶ αἳ ἀνατροπαὶ τῶν λατινικῶν κακοδοξιῶν προκάλεσαν τὸ μένος τῶν λατινοφρόνων Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν σιωπηρὰ συγκατάθεση καὶ ἀνοχὴ τοῦ αὐτοκράτορος προσπάθησαν νὰ διαβάλουν τὸν ἅγιο Μάρκο, κυκλοφοροῦντες μάλιστα καὶ τὴν εἴδηση ὅτι ὁ Ἐφέσου εἶχε τρελαθεῖ. Εἰς μίαν δὲ συνεδρίαση τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας, ὅταν ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου ἀπεκάλεσε τοὺς παπικοὺς «αἱρετικοὺς» οἱ Μητροπολίτες Λακεδαίμονος καὶ Μυτιλήνης ὕβρισαν τὸν ἅγιο καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν κτυπήσουν.

Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ

Διαπιστώνων ὁ ἅγιος ὅτι ὅλες οἱ προσπάθειές του νὰ πείσει τοὺς Ὀρθόδοξους νὰ μὴν προχωρήσουν εἰς τὴν ἕνωση – γενόμενοι θύματα τῶν παπικῶν – ἤσαν μάταιοι, ἀπεσύρθη ἀπὸ τοῦ νὰ συμμετέχει ἐνεργῶς εἰς τὰς ἐργασίας τῆς συνόδου.

Τελικῶς τὴν 5 Ἰουλίου 1439 ὑπεγράφη ἡ ἕνωση καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν χωρὶς τὴν θέλησή των καὶ φοβούμενοι τὸν αὐτοκράτορα. Ὅταν δὲ ὁ πάπας ἠρώτησεν ἐὰν ὑπέγραψε ὁ Μάρκος καὶ ἔλαβε ἀπάντηση ἀρνητικὴ εἶπε προφορικῶς «λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν».Ὁ ὑπερόπτης καὶ δεσποτικὸς πάπας ζήτησε ἀνερυθριάστως ἀπὸ τὸν ἄβουλο βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, ὅπως στείλει τὸν Μάρκον εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν δικάσει ἐνώπιον συνοδικοῦ δικαστηρίου, ἀλλ’ εὐτυχῶς ὁ αὐτοκράτωρ ἠρνήθη.

Ἀργότερα ὅμως παρεκάλεσε τὸν Μάρκον, ἀφοῦ εἶχε πάρει προφορικὲς διαβεβαιώσεις διὰ τὴν ἀσφάλειάν του ἀπὸ τὸν πάπα, νὰ ἐμφανισθεῖ ἐνώπιον τοῦ ποντίφικα καὶ νὰ ἐξηγήσει τὴν στάση του. Ὁ Μάρκος ὑπακούοντας εἰς τὸ αὐτοκρατορικὸ πρόσταγμα ἐπῆγε εἰς τὸν πάπαν. Μάταια ὅμως προσπάθησε ὁ ἀρχιαιρεσιάρχης τῆς δύσεως νὰ τὸν πείσει νὰ δεχθεῖ τὴν ἐκτρωματικὴ ἕνωση. Ὅταν δὲ εἶδε ὅτι ὁ Μάρκος ἔμεινε ἀμετακίνητος εἰς τὰς ἀπόψεις του, κατέφυγε εἰς ἐκβιασμοὺς καὶ ἀπείλησε ὅτι θὰ καταδίκαζε τὸν ἅγιό μας ὡς αἱρετικό. Ἂλλ΄ ὁ ἅγιος Μάρκος μὴ πτοηθεῖς ἀπήντησε μετὰ παρρησίας λέγων. «Αἳ σύνοδοι κατεδίκαζόν τους μὴ πειθωμένους τὴ Ἐκκλησία, ἀλλ’ εἰς δόξαν τινὰ ἐναντίον αὐτῆς ἐνισταμένους καὶ ταύτη κηρύττοντας καὶ ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνιζόμενους, διὸ καὶ αἱρετικοὺς ἐκάλουν αὐτούς…Ἐγὼ δὲ οὐ κηρύττω ἰδίαν μου δόξαν οὐδὲ τί ἐκαινοτόμησα, οὐδὲ ὑπὲρ ἀλλοτρίου τινὸς δόγματος καὶ νόμου ἐνίσταμαι, ἀλλ’ εἰς τὴν ἀκραιφνῆ δόξαν, τηρῶ ἐμαυτόν».

Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ

Μετὰ τὴν προδοτικὴ ἕνωση τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας οἱ Βυζαντινοὶ ἐγκατέλειψαν τὴν Ἰταλίαν διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν εἰς τὴν πολιορκουμένην Πόλιν. Ὁ αὐτοκράτωρ παρέλαβε τὸν ἅγιον Μάρκον εἰς τὸ αὐτοκρατορικὸν πλοῖον. Ὕστερα ἀπὸ ταξίδι τριῶν καὶ ἥμισυ μηνῶν ἔφθασαν τελικῶς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐκεῖ οἱ κάτοικοι ἐδέχθησαν μὲ αἰσθήματα ἐχθρικὰ καὶ ἀπεδοκίμασαν τοὺς ὑπογράψαντας τὴν ἕνωση, ἀλλ’ ἐπεδοκίμασαν καὶ ἐτίμησαν τὸν ἅγιόν μας καὶ ὡς ἀναφέρει ὁ ὑβριστὴς τοῦ γραικολατίνος ἐπίσκοπος Μεθώνης Ἰωσὴφ «ὁ Ἐφέσου εἶδε τὸ πλῆθος δοξάζων αὐτὸν ὡς μὴ ὑπογράψαντα καὶ προσεκύνουν αὐτῶ οἱ ὄχλοι παθάπερ Μωϋσεῖ καὶ Ἀαρῶν καὶ εὐφήμουν αὐτὸν καὶ ἅγιον ἀπεκάλουν»( PG 159, 992).

Ὁ ἁπλὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ προσέβλεπε εἰς τὸν ἅγιον Μάρκον ὡς τὸν μόνον ἱεράρχη ποὺ εἶχε τὸ θάρρος καὶ τὴν ἱκανότητα νὰ ὑπερασπίσει τὴν Ὀρθόδοξον πίστη του. Ἐγνώριζεν ἤδη ὅτι ἀρκετοὶ ποὺ ὑπέγραψαν τὴν ἕνωση εἶχαν δωροδοκηθεῖ ἀπὸ τὸν πάπα, ἐνῶ τὰ χέρια τοῦ Μάρκου ἦταν καθαρά. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἀπεφάσισε νὰ πληρώσει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἔστειλε ἀντιπροσώπους τοῦ εἰς τὸν ἅγιον Μάρκον παρακαλῶν αὐτὸν νὰ δεχθεῖ τὸ ὑψηλὸν ἀξίωμα του Πατριάρχου, ἀλλ’ ὁ ἅγιός μας ἠρνήθη.

Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ

Τὴν 4ην Μαΐου 1440 ὁ ἅγιος Μάρκος ἠναγκάσθη νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν, διότι ἐκινδύνευε ἡ ζωή του, καὶ νὰ πάει εἰς τὴν μητροπολιτική του περιφέρεια, τὴν Ἔφεσον ποὺ ἦτο κάτω ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἐποίμανεν ἒπ’ ὀλίγον τὸ λογικόν του ποίμνιον ἠναγκάσθη πάλιν, τώρα ὑπὸ τῶν Τούρκων καὶ τῶν ἑνωτικῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Ἔφεσον καὶ ἐμπῆκεν εἰς πλοῖον ποὺ ἐπήγαινεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπου ἀπεφάσισε νὰ διέλθει τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Ὅταν ὅμως τὸ πλοῖον ἔκαμε σταθμὸ εἰς τὴν Λῆμνο ὁ ἅγιος ἀνεγνωρίσθει καὶ ἀμέσως συνελήφθη, κατόπιν αὐτοκρατορικῆς ἐντολῆς καὶ ἐφυλακίσθη ἐκεῖ ἐπὶ διετία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του ὑπέφερε πολύ, ἀλλὰ ὡς ἔγραψε εἰς τὸν ἱερομόναχο Θεοφάνη τὸν ἐν Εὐβοία «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἥ της ἀληθείας δύναμης οὐ δέδεται, τρέχει δὲ μᾶλλον καὶ εὐοδοῦται, καὶ οἱ πλείονες τῶν ἀδελφῶν τὴ ἐμὴ ἐξορία θαρροῦντες βάλλουσι τοῖς ἐλέγχοις τοὺς ἀλιτηρίους καὶ παραβάτας τῆς ὀρθῆς πίστεως…».

Ἀπὸ τὴν Λῆμνο ὁ ἅγιος ἐξαπέλυσε τὴν περίφημο ἐγκύκλιο ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ της γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Μὲ αὐτὴν ἐλέγχει αὐστηρῶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκείνους ποὺ ἀπεδέχθησαν τὴν ἕνωσιν καὶ μὲ ἀδιάσειστα στοιχεῖα ἀποδεικνύει ὅτι οἱ λατίνοι εἶναι καινοτόμοι καὶ δὶ’ αὐτὸ λέγει : «ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν». Καλεῖ δὲ ὁ ἅγιος τους πιστοὺς νὰ ἀποφεύγουν τοὺς ἑνωτικούς, διότι αὐτοὶ εἶναι «ψευδαπόστολοι καὶ ἐργᾶται δόλιοι».

ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ

Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισίν του ἅγιος Μάρκος πιεζόμενος ὑπὸ τῆς ἀσθενείας του δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀποσυρθεῖ εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλ’ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, ὅπου ἐγένετο δεκτὸς μετὰ τιμῶν ὡς ἅγιος καὶ ὁμολογητὴς ὑπὸ τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων ὁ νέος ὁμολογητὴς διηύθυνε τὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ἑνωτικῶν, γράφων ἐπιστολᾶς εἰς μοναχοὺς καὶ κληρικοὺς ἐνθαρρύνων αὐτοὺς νὰ κρατοῦν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ νὰ μὴ συνεργάζονται μετὰ τῶν ἑνωτικῶν.

Οἱ διωγμοί, αἳ ἐξουδενώσεις καὶ αἳ πιέσεις ἐπεδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ ὁσίου πατρός, καὶ οὕτω τὴν 23ην Ἰουνίου τῷ 1444, ἀφοῦ εἶχε καλέσει πλησίον του τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ ἀνέθεσε εἰς τὸν Γεώργιον Σχολάριον τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ἀνθενωτικοῦ ἀγῶνος, ἀπεδήμησεν εἰς Κύριον. Ἦτο δὲ τότε 52 ἐτῶν.

ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ

Ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Κυρίου ἀπορφανισθεῖς, ἐθρήνησε πολὺ διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Ὁ δὲ Γεώργιος Σχολάριος, ἐξεφώνησεν ἐπικήδειον λόγον εἰς τὸν ὁποῖον ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων ὅτι ὁ ὅσιος «ἐν ἱερεύσει διέπρεψεν, ἐν ἀρχιερεύσιν διέλαμψεν, ἤθλησεν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας πάνυ καλῶς ἀδάμαντος στερεώτερος ὤφθη πρὸς τὴν μετάθεσιν…νῦν γυμνὴ τὴ ψυχὴ τῆς μακαριότητος ἐμφορεῖται ἣν ἐπέγνω καλῶς καὶ λαβεῖν ἐντεῦθεν ἐσπούδασε τὴν ἐν Χριστῷ κεκρυμμένην ζήσας ζωὴν καὶ συνεστι τοῖς ἱεροῖς διδασκάλοις τῆς πίστεως, πάντων εἴνεκα δίκαιος ὧν ἐκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικὸς καρπὸς τοῦ ἁγίου εἶναι οἱ δύο ἅγιοι μαθηταὶ τοῦ Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος καὶ Διονύσιος.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ὁσίαν κοίμησίν του ὁ Μάρκος ἐτιμήθη ὡς ἅγιος καὶ ὁμολογητής.

Αὐτὸ μαρτυρεῖ μὲ πόνο καὶ ὁ σύγχρονος καὶ ἄσπονδος ἐχθρός του Ἰωσήφ, οὐνίτης ἐπίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ὥσπερ πολλοὺς μὲν καὶ ἄλλους, καὶ τὸν καλούμενον Παλαμᾶν, καὶ τὸν Ἐφέσου Μάρκον, ἀνθρώπους οὒτ’ ἄλλως φρενήρεις, ἀλλὰ καὶ δοξοσοφίας ἐμπεπλησμένους, μηδεμίαν ἀρετὴν ἢ ἁγιωσύνην ἐν ἐαυτοῖς ἔχοντας, μόνον διὰ τὸ λέγειν καὶ συγγράφειν κατὰ Λατίνων, δοξάζετε καὶ ὑμνεῖτε, καὶ εἰκόνας ἐγκοσμεῖτε αὐτοῖς καὶ πανηγυρίζοντες, στέργετε αὐτοὺς ὡς ἁγίους καὶ προσκυνεῖτε» ( PG 159, 1357)

Τὴν πρώτη ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου συνέθεσε ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἰωάννης ὁ φιλόσοφος. Κατ’ ἀρχὰς ἡ μνήμη τοῦ ἐορτάζετο τὴν 23ην Ἰουνίου, ἀλλὰ βραδύτερον ὠρίσθη ἡ 19η Ἰανουαρίου – ἡμέρα προφανῶς τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου καὶ ταφῆς αὐτοῦ εἰς τὴν μονὴν τοῦ Λαζάρου εἰς τὸν Γαλατά. Οἱ ἀγῶνες τοῦ Μάρκου ὅσον καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Γενναδίου ἀνεγνωρίσθησαν καὶ ἐδικαιώθησαν ἀπὸ τὴν μεγάλη σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ποὺ τελείωσε τὸ 1484 καὶ κατέγραψε τὰ ὀνόματα αὐτῶ, ὡς πατέρων ἁγίων, εἰς τὸ Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας.

ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΜΕΛΕΤΩΝ

«Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ», ΜΕΘΩΝΗ – ΠΙΕΡΙΑΣ 


Συγγραφικὸ ἔργο

  • Τὸ ἀξιόλογο συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἀγῶνες του καὶ θὰ μποροῦσε νὰ διακριθεῖ σὲ θεολογικὸ καὶ λειτουργικό. Στὰ θεολογικὰ ἔργα κυριαρχεῖ ἡ ἀντιρρητικὴ προσπάθεια στὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων, σπουδαιότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι:
  • Κεφάλαια συλλογιστικὰ κατὰ τῆς ἀφέσεως τῶν Ἀκινδυνιστῶν περὶ διακρίσεως θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας-
  • Ἀντίρρησις τῶν λατινικῶν κεφαλαίων, ὅπερ αὐτοῦ προέτεινον περὶ τοῦ περκατορίου πυρὸς-
  • Ἀπολογία πρὸς Λατίνους δευτέρα-
  • Ἀποκρίσεις πρὸς τὰς ἐπενεχθείσας αὐτῶ ἀπορίας καὶ ἐρωτήσεις ἐπὶ ταῖς ρηθείσαις ὁμιλίαις παρὰ τῶν καρδιναλίων καὶ τῶν ἄλλων λατινικῶν διδασκάλων-
  • Συλλογιστικὰ κεφάλαια πρὸς Λατίνους-
  • Συλλογαί… περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος-
  • Διάλογος, οὐ ἡ ἐπιγραφὴ Λατίνος ἢ περὶ τῆς ἐν τῷ Συμβόλω προσθήκης-
  • Συλλογισμοὶ δέκα, δεικνύοντες ὅτι οὐκ ἐστὶ πῦρ καθαρτήριον-
  • Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς θέσεως, ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντία κατὰ τὴν πρὸς Λατίνους γενομένην σύνοδον κ.λπ.

πηγή


γιος Μάρκος Εγενικς μ τ δύναμη το γίου Πνεύματος καταισχύνει τος σοφούς των Λατίνων

Ἀπὸ τοὺς δέκα διορισμένους Λατίνους γιὰ τὶς διαλέξεις ἦταν κι ἕνας Καρδινάλιος ὀνόματι Ἰουλιανός.

Αὐτὸς εἶχε τόση δύναμη στοὺς λόγους του, καὶ μὲ τόσο ἐνθυμητικὸ τὸν στόλισε ἡ φύση, ὥστε ἦταν δαιμόνιος στὸν νοῦ, δηλαδὴ ὑπερφυὴς καὶ παράδοξος.

Ὅταν ἄκουγε ἕναν ὁλόκληρο λόγο, μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἀπαντοῦσε ξεχωριστὰ σὲ ὅλα τα κεφάλαια τοῦ λόγου, ἀκόμα κι ἂν ἦταν δέκα ἢ δεκαπέντε, λέγοντας: τὸ πρῶτο κεφάλαιο εἶχε αὐτὸ τὸ νόημα, τὸ δεύτερο αὐτό, τὸ τρίτο αὐτὸ καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς μέχρι τὸ τέλος. Ἔπειτα ἄρχιζε ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο λέγοντας: στὸ πρῶτο σου κεφάλαιο, στὸ ὁποῖο εἶπε αὐτά σου ἀπαντῶ ἐκεῖνο, στὸ δεύτερό σου ἀπαντῶ ἐκεῖνο, καὶ τὸ ἴδιο ἔκανε μέχρι τὸ τέλος κάθε κεφαλαίου.

Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὸς ὁ ἀσύγκριτος νοῦς, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς διαλέξεις, δὲν ἔκρινε ἱκανὸ τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀγῶνες του μὲ τὸν ἱερὸ Μάρκο, λέγοντας πρὸς τοὺς Λατίνους: μέχρι τοῦ παρόντος μίλησα. Ὅσα γνώριζα τὰ ἔχω πεῖ. Στὸ ἑξῆς ἃς ἀναλάβει τὸν λόγο ὁ διδάσκαλος τοῦ Παλατίου Ἰωάννης.

Ἐκεῖνος θὰ μιλήσει καὶ θὰ ἀποδώσει τοὺς λόγους μᾶς ἐπαρκῶς καὶ καλῶς, κατὰ τὴν ὑπάρχουσα σ’ αὐτὸν σύνεση καὶ σοφία. Καὶ θὰ ἀγωνισθεῖ ἱκανῶς τὸν ἀγώνα αὐτόν. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς ὅπως ἐκεῖνος. Καὶ ἀπὸ τότε ἔπαυσε νὰ ὁμιλεῖ.

Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶχε μεγάλη σοφία, ἦταν δεινὸς ὁμιλητῆς, ποικίλος καὶ πανοῦργος στὸν νοῦ καὶ εὔστροφος στὸ χειρισμὸ τῶν λόγων. Ἀλλὰ ἡ σοφία τοῦ ἦταν κοσμική, ὅπως ὀνομάζουν αὐτὴν οἱ θεῖοι διδάσκαλοι. Δὲν ἦταν θεία καὶ πνευματική, τὴν ὁποία κατεῖχε μόνος ἀπὸ ὅλους ὁ ποιμὴν τῆς Ἐφέσου, ὁ Ἅγιος Μάρκος. Επομένως ἡ σοφία τοῦ κόσμου ἔπρεπε νὰ φανεῖ μωρία καὶ ἀφροσύνη, ἐφόσον παρουσιάσθηκε διὰ τοῦ ἁγίου Μάρκου ἡ σοφία τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἀποστόμωσε καὶ αὐτὸν ὁ Ἅγιος. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ περισσότερο ζῆλο καὶ φιλονεικία διαλεγόταν μὲ τὸν Ἅγιο, ὁ διδάσκαλος τῶν Λατίνων Ἰωάννης.

Καὶ ἀπὸ τὸ προκείμενο θέμα (ὅπου ἦταν τὸ Πουργατόριο, τὸ καθαρτήριο πῦρ) μετέβαινε σὲ ἄλλα θέματα, μὴ ἔχοντας τί νὰ ἀποκριθεῖ καθὼς εἶχε καταισχυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἅγιο, παρουσιάζοντας ἄλλα προβλήματα, ἐντελῶς ἄσχετα μὲ τὸ συζητούμενο θέμα. Ὁ ἅγιος ἀμέσως ἔδινε λύσεις καὶ ἀπαντήσεις μὲ γραφικὲς παραστάσεις, παρότι δὲν γνώριζε τὸ πρόκειται νὰ προτείνει ὁ Ἰωάννης.

Στὶς διαλέξεις αὐτὲς ἦταν δέκα οἱ διορισθέντες. Ἀπὸ αὐτούς, ὁ βασιλιὰς ἀποφάσισε μόνο οἱ δύο νὰ ὁμιλοῦν, ἤτοι ὁ Ἅγιος Μάρκος καὶ ὁ Νικαίας, καὶ ἂν ἔχουν κάποια δυσκολία, τότε νὰ συμβουλεύονται καὶ νὰ συζητοῦν μὲ τοὺς ἄλλους ὀκτώ, γιὰ νὰ βρίσκουν τὴν κατάλληλη ἀπάντηση μέσα ἀπὸ τὴν κοινὴ σκέψη.

Ὁ Βησσαρίων, ὅπως εἴπαμε, χτυπημένος ἀπὸ τὸν φθόνο, λιποτάκτησε καὶ δὲν προσέφερε τὴν παραμικρὴ βοήθεια στὸν συναγωνιστή του. Μάλιστα εἰρωνευόταν καθήμενος παράμερα μαζὶ μὲ τὸν σατανικὸ Γρηγόριο καὶ περιγελοῦσε κρυφὰ τὸν ἀθλητὴ τῆς ἀληθείας ποὺ ἀγωνιζόταν μόνος ἐν μέσω τοῦ σταδίου.

Οἱ ὑπόλοιποι, καθὼς λέει ὁ ἱστορικὸς Συρόπουλος (ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἕνας ἦταν καὶ αὐτὸς ἀρκετὰ μορφωμένος καὶ λόγιος), ὄχι μόνο δὲν βοήθησαν, ἀλλὰ καὶ θαύμαζαν. Γιατί θαύμαζαν; Γιατί ἂν καὶ ὁ τόσο περιβόητος ἐκεῖνος ἀντίπαλος χρησιμοποιοῦσε τὶς διαλέξεις τοῦ κακότροπα καὶ πειραστικά, ἂν καὶ δὲν ἀφοροῦσαν τὸ ἐπίμαχο θέμα (καθαρτήριο πῦρ) οἱ λόγοι του καὶ παρότι προέβαλλε αἰφνίδια πολλὰ καὶ διάφορα ζητήματα καὶ προβλήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν γνώριζε ἀπὸ πρὶν ὁ ἅγιος, ὥστε νὰ τὰ ἀντικρούσει, ὅμως παρόλα αὐτά, ὁ πάνσοφος καὶ θαυμάσιος Μάρκος σὲ ὅλα ἔδινε ἀμέσως τὶς λύσεις μὲ γραφικὲς παραστάσεις. Ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ σοφία τὴν ἀνόητη, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τῆς ἀληθείας.

Ἀπὸ ἐκεῖ μέσα, ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ ἔλαβε πέτρες ἐκσφενδόνισε καὶ κατέβαλε ὁ νέος Δαβὶδ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, τὸν δυτικὸ ἐκεῖνο καὶ ἀλαζόνα Γολιάθ.

Ἐπειδὴ τὸ νὰ μεταβαίνει ἀπὸ τὸ ἐπίμαχο θέμα σὲ ἄλλα, καὶ τὸ νὰ προτείνει ζητήματα τὰ ὁποῖα καθόλου δὲν συντείνουν πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό, ὅπως τὸ νὰ ἐρωτᾶ πὼς πετοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ ἀπὸ ποιὰ ὕλη θὰ ἀνάψει τὸ πῦρ ἐκεῖνο τῆς Κολάσεως, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ δεχθεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἀνόητα καὶ δυσεβὴ ἐρωτήματα, κάποιος ἀπὸ τοὺς παρακαθήμενους Συγκλητικοὺς ὀνόματι Ἰάγαρις, εἶπε μὲ πολλὴ ἀγανάκτηση: θὰ τὸ μάθει ἐκεῖνος ποὺ ρωτάει, ὅταν βρεθεῖ ἐκεῖ. Θὰ καταλάβει ἀπὸ ποιὰ ὕλη ἀνάβει ἐκεῖνο τὸ πῦρ, ὅταν πέσει μέσα σὲ αὐτό.

«Εἰς ἔναντι μυρίων – ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ οἱ ἀγῶνες του», μοναχοῦ Καλλίστου Ζωγράφου Ἁγιορείτου Ἐφεσίου, ἐπιμ. Δημητρίου Παναγόπουλου. Μετάφραση στὴ δημοτική: Ἰστολόγιο Μακκαβαῖος. Πηγή