Οὗτος ὁ νεοφανῆς Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἦτον ἀπὸ τὰς περιφήμους Ἀθήνας, οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ, ἤσαν πάμπτωχοι,καὶ ἀφανεῖς, ὀνομαζόμενοι, Μῆτρος καὶ Καλομοίρα· ἀνατραφεῖς δὲ ὑπ’ αὐτῶν θεοσεβῶς,καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα μαθῶν, ὅταν ἔγινε δώδεκα χρόνων, μὴν ὑποφέροντας νὰ βλέπη εἰς πολλὴν πτωχείαν τοὺς γονεῖς του, ἐπειδὴ ἄλλην καμμίαν τέχνην δὲν ἔτυχε διὰ νὰ μάθη, παρέδωκε τὸν ἐαυτόν του νὰ δουλεύη μὲ μισθόν, εἰς κάποιους Ἀρβανίτας Τούρκους, ὅπου ἔτυχαν τότε εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ ἀπὸ τὸν μισθὸν αὐτόν, ἐβοήθει καὶ τοὺς γονεῖς του.

Ὅταν δὲ ἔγινε χρόνων δεκαέξ, ἦλθεν ἡ Ρωσσικὴ ἁρμάδα εἰς τὸν Μωρέα, κατά το,ἀψο’ (1770) ἔτος, καὶ ἐπειδὴ οἱ αὐθένται του, ἐπῆγαν διὰ νὰ κουρσεύσουν, καὶ νὰ σκλαβώσουν τοὺς ἐν τῷ Μωρέα Χριστιανούς, τοὺς ἠκολούθησε καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ἐκεῖ δὲ πηγαίνοντας, ἐπωλήθη ὡς σκλάβος ἀπὸ τοὺς αὐθέντας τοῦ Ἀλβανίτας εἰς κάποιους Ἀγαρηνοὺς ἐμίρηδες, οἱ ὁποῖοι ἀφ’ οὐ τὸν ἠγόρασαν, τὸν ἐτιμώρησαν μὲ διάφορα εἴδη βασάνων, διὰ νὰ τὸν τουρκίσουν, ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθησαν· ὅθεν τὸν ἐπῆραν μαζί των εἰς τὸ στράτευμα τὸ Τούρκικον, ὅπου εὐρίσκετο τότε εἰς τὸν Δούναβιν ποταμόν, καὶ ἐκεῖ, ἐπωλήθη ὁ εὐλογημένος πέντε φοραῖς ἀπὸ αὐθέντας σκληροτέρους, εἰς σκληροτέρους ἄλλους μεταπωλούμενος, καὶ μεταγοραζόμενος, οἵτινες ὅλοι ὁ καθ’ ἕνας, ἐδοκίμασαν νὰ γυρίσουν τὸν Ἅγιον εἰς τὴν θρησκείαν τους, πότε μὲ κολακείας, καὶ ταξίματα, πότε μὲ φοβέραις, καὶ πότε μὲ διαφόρους παιδείας· ἀλλ’ εἰς μάτην ἐκοπίασαν· ἐπειδὴ ὁ γενναῖος Ἀντώνιος ἦταν καλὰ στερεωμένος εἰς τὴν εὐσέβειαν. Εἰς ὅλον δὲ τὸ ὕστερον, ἐπωλήθη εἰς ἔναν Ορθοδοξον Χριστιανὸν καζάζην[1] τὴν τέχνην διὰ γρόσια τετρακόσια, μὲ τὸν ὁποῖον μαζὶ ἐπῆγεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ὅπου εἶχε οἶκον, γυναίκα, καὶ ἐργαστήριον, καὶ ἐκεῖ ὄντας, ἐπῆγεν ὁ Ἅγιος εἰς πνευματικὸν πατέρα καὶ ἐξωμολογήθη τὰς ἁμαρτίας του, καὶ μὲ κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ἐμετάλαβε τὰ ἄχραντα μυστήρια εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον εἰς τὸ Τζουμπιαλί, καὶ ἀπὸ τότε ὑπηρέτει προθύμως εἶε τὸν αὐθέντην του, ὠυ εὐχάριστος δοῦλος. Ἐν μιὰ δὲ τῶν ἡμερῶν βλέπει ἕνα ὄνειρον ὁ Ἅγιος ὅπου τὸν ἐδυνάμωνεν εἰς τὸ Μαρτύριον, ἤγουν τοῦ ςφάνη μία γυναίκα ὡραία εἷς το εἶδος, ἥτις ὑπέσχετο εἷς αὐτόν, ὅτι θέλει τοῦ δώσει βοήθειαν, καὶ δύναμιν εἰς κάθε κίνδυνον· καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ μὴ φοβῆται, ἀλλὰ νὰ στέκη ἀνδρεῖος· καὶ ταῦτα εἰποῦσα τὸν ἐσκέπασε μὲ τὸ φόρεμά της· ἐξυπνήσας δὲ ὁ Ἀντώνιος, ἐδιηγήθη τὸ ὅραμα εἷς τὴν κυράν του, καὶ ἐσυμπέρανεν ἐκ τούτου, ὅτι ἔχει νὰ μαρτυρήση διὰ τὸν Χρίστον· ἡ δέ, τοῦ ἔλεγε, νὰ μὴ φοβῆται ἀπὸ ὀνείρατα· ὅταν λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἐπῆγεν εἰς τὸ ἐργαστήριον τοῦ αὐθέντου του, κατὰ τὴν συνήθειαν· καὶ ἐκεῖ ὁπού ἐκάθητο, ἔτυχε νὰ περάση ὁ ὕστερος αὐθέντης τοῦ Ἀγαρηνὸς (ὁστίς ἦτον χιλίαρχος καὶ τζορμπατζὴς) καὶ τὸν ἐγνώρισε, καὶ παρευθὺς ἄρχισε νὰ φωνάζη διὰ τὸν Ἅγιον, πὼς ἔφυγεν ἀπὸ αὐτὸν παρὰ γνώμην του·καὶ πὼς ἦταν Τοῦρκος πρότερον καὶ τώρα ἔγινε πάλιν Χριστιανός· καὶ παρευθύς,ἔφερεν εἷς τοῦτο καὶ πολλοὺς μάρτυρας· ὅθεν ὀρμήσαντες κατ’ ἐπάνω του,καὶ κτυπῶντες αὐτὸν ἀνηλεῶς, τὸν ἐπήγαν εἰς τὸν τότε καζασκιέρην[2] τῆς Ρούμελης, Μουρὰτ Μουλᾶν, καταμαρτυροῦντες δὶ’ αὐτόν, ὅτι ἀληθῶς ἐτούρκισεν.

Ὁ δὲ κριτὴς ἐρώτησε τὸν Ἅγιον, ἂν εἶναι ἀληθῆ τα κατ’ αὐτοῦ λεγόμενα· τότε ὅ του Χριστοῦ Μάρτυς,χωρὶς τελείως νὰ δειλιάση, μὲ θάρρος ἀπεκρίθη, ὅτι ἐγεννήθη ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς, καὶ εἶναι Χριστιανός, καὶ ὅτι δὲν ἀρνήθη τὸν Χριστόν, ἀλλὰ μάλιστα εἶναι ἕτοιμος νὰ λάβη, ἂν ἦναι δυνατόν, μυρίους θανάτους διὰ τὸν Χριστόν· ταῦτα ἀκούσας ὁ κριτής, ἄρχισε πρώτον νὰ τὸν δοκιμάζη μὲ ταξίματα, λέγοντάς του, ὅτι ἂν δεχθῆ τὸν τουρκισμόν, ἔχη νὰ ἀποκτήση πλοῦτον, καὶ τιμᾶς παρὰ τοῦ βασιλέως.Ἐπειδὴ δὲ ἔβλεπε τὸν Ἅγιον, ὅτι ταῦτα πάντα καταγελᾶ, καὶ περιπαίζει, ὡς ὀνείρατα,ἄρχισεν νὰ τὸν φοβερίζη μὲ ἄγριον βλέμμα, λέγοντάς του, ὅτι θέλει νὰ τοῦ δώσει βάσανα ἀνυπόφορα, καὶ ἐλεεινότατον θάνατον· ὁ δὲ Μάρτυς, μὴ νομίζης, ἔλεγεν, ὢ κριτά, ὅτι θέλεις μὲ μεταστρέψει ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ τοιαῦτά σου φοβερίσματα· διὰ τοῦτο βασάνιζε, μάστιζε, καὶ κατάκοπτε τὸ σῶμά μου, καὶ ἐπινόησον καὶ κανένα ἄλλον καινούριον, καὶ ὀδυνώτατον θάνατον διὰ λόγου μου, ἐπειδὴ καλλίτερα ἐσὺ ἠμπορεῖς νὰ γένης Χριστιανός, παρὰ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ μὴ ὁμολογῶ τοῦτον υἱὸν Θεοῦ καὶ ἀληθινὸν Θεόν.

Ταῦτα ὁ κριτὴς ἀκούων, καὶ θαυμάζων τὴν παρρησίαν τοῦ Ἁγίου, ἀντὶ νὰ θυμωθῆ κατ’ αὐτοῦ, ἐθυμώθη κατὰ τῶν ψευδομαρτύρων Ἀγαρηνῶν, ὀνομάζοντας αὐτοὺς πονηροὺς καὶ ψεύστας, ὅτι βιάζουσι τοὺς ἀνθρώπους νὰ τουρκίζουν, μὲ διαβολᾶς, καὶ ψεύδη· ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι ἐστέκοντο καταμαρτυροῦντες, καὶ φωνάζοντες νὰ θανατώση τὸν Μάρτυρα· ὁ κριτὴς χωρίσας τὸν Ἅγιον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοῦ λέγει κατὰ μόνας· λυπήσου, ὢ νέε, τὴν νεότητά σου, καὶ κατὰ μὲν τὸ παρόν, ἀρνήσου τὴν πίστιν σου, καὶ ὕστερα ὅπου θέλεις πήγαινε, καὶ ἔχε πάλιν τὴν πίστιν σου· ὁ δὲ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, φοβούμενος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὁπού εἶπεν, ὅτι ὅποιος μὲ ἀρνηθῆ ἔμπροσθέν των ἀνθρώπων, θέλω τὸν ἀρνηθῆ καὶ ἐγὼ ἐνώπιόν του πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· οὐδὲ μὲ λόγον μόνον ψιλὸν ἔστερξε νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν, ἀλλ’ ἐφώναξεν, ὅτι εἶναι Χριστιανός, καὶ προτιμᾶ νὰ ἀποθάνη διὰ τὸν Χριστόν. Τέλος πάντων, βλέποντας ὁ κριτὴς ὅτι οὔτε τοὺς ψευδομάρτυρας ἐκείνους δύναται νὰ ξεφορτωθῆ, οὔτε τὸν Μάρτυρα νὰ μεταβάλη ἀπὸ τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας ἔδωκε τὴν κατὰ τοῦ Ἁγίου ἔγγραφον ἀπόφασιν,τὴν ὁποίαν ἔστειλε κρυφίως εἰς τὸν τότε βεζύρην Μεχμὲτ Μελὲκ πασσιᾶν μὲ ἄνθρωπον πιστὸν ἐδικόν του, φανερώνοντάς του πὼς ἡ τοιαύτη ἀπόφασις εἶναι ἄδικος, καὶ πὼς αὐτὸς ἀναγκαζόμενος τὴν ἔδωκεν· ὁ δὲ βεζύρης παραστήσας ἔμπροσθέν του τὸν Μάρτυρα, καὶ τὰ αὐτὰ ἐρωτήσας, καὶ παρακινήσας αὐτὸν εἰς τὸ νὰ τουρκίση, πότε μὲ ὑποσχέσεις, καὶ πότε μὲ ἀπειλᾶς καὶ φοβέρας, καὶ ἀκούσας ἀπὸ αὐτόν, ἐκεῖνα ὁπού ὁ μουλᾶς πρότερον ἤκουσεν, ἐκατάλαβεν ἐκ τούτων, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα ὅσα οἱ κατήγοροί του ἔλεγον, καὶ ἐμαρτύρουν, ἤσαν ψευδῆ, καὶ διαβολαί, καὶ ἔκρινε μὲν δίκαιον, νὰ ἐλευθερώση τὸν δίκαιον, φοβούμενος ὅμως τὴν βαρβαρότητα καὶ ὁρμὴν τοῦ πλήθους τῶν Ἀγαρηνῶν, οἱ ὁποῖοι ἄνω καὶ κάτω ἠμποροῦν νὰ κάμουν τὰ πράγματα, διὰ τὴν δεισιδαιμονίαν τῆς θρησκείας των, διὰ ταῦτα λέγω ἔβαλε τὸν Ἅγιον εἰς τοῦ μουχζουραγᾶ τὴν φυλακήν, κατὰ μὲν τὸ φαινόμενον, διὰ νὰ τὸν ἐξετάση καὶ δεύτερον, τὴ δὲ ἀληθεία διὰ νὰ τὸν ἐλευθερώση ἀπὸ τὸν κίνδυνον. Ὁ δὲ Μάρτυς εὑρισκόμενος εἰς τὴν φυλακὴν ἔχαιρεν ὑπερβολικῶς καὶ εὐθύμει, καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ὁπού ἔτυχον δὶ’ ἄλλας αἰτίας νὰ ἦναι τότε μαζῆ εἰς τὴν φυλακήν, ἐδίδασκε νὰ ἔχουσιν ὑπομονὴν εἰς τὰς θλίψεις καὶ πειρασμούς, καὶ διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὸν Χριστόν, νὰ προτιμοῦν θάνατον· ἔδιδε δὲ ὁ Χριστομίμητος καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς φυλακωμένους Χριστιανοὺς παράδες, ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ὀλίγους ὁπού εἶχεν· εἰς δὲ τὸν αὐθέντην τοῦ τὸν Χριστιανόν, ἔστειλε γράμμα εἰς τὸ ὁποῖον πρώτον μὲν ἐζήτει ἀπὸ ὅλους τους Χριστιανοὺς συγχώρησιν, καὶ τὰς εὐχᾶς τῶν ἱερέων, διὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσουν εἰς τὸ Μαρτύριον, δεύτερον δὲ εὐχαρίστει τὸν αὐθέντην του, διὰ τί ἐκεῖνος μὲν ἔδωκε τόσα ἄσπρα, καὶ τὸν ἐξηγόρασεν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, αὐτὸς ὅμως δὲν τὸν ὑπηρέτησεν, οὐδὲ ἐδυνήθη νὰ τοῦ κάμη καμμίαν ἀμοιβήν,τῆς τοιαύτης χάριτος, καὶ εὐεργεσίας· τρίτον, ἐπαρηγόρει αὐτὸν νὰ ἔχη θάρρος,ὅτι δὲν θέλει ἀρνηθῆ τὴν εὐσέβειαν, καὶ ὅτι ἀφ’ οὐ διὰ τὸν Χριστὸν ἀποθάνη παρακαλεῖ νὰ τοῦ κάμουν τὰ συνήθη εἰς τοὺς κοιμηθέντας μνημόσυνα, καὶ ὅτι νὰ μηνύση εἰς τοὺς γονεῖς τοῦ τὸ μακάριον τέλος ὁπού ἔλαβεν ὁ υἱός των, διὰ νὰ παρηγορηθοῦν.

Ὁ μὲν οὒν Μάρτυς τόσην χαρὰν εἶχε διὰ νὰ ἀποθάνη ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας, οἱ δὲ κατήγοροι ἐκεῖνοι, καὶ ψευδομάρτυρες, ἐπήγαιναν συχνάκις εἰς τὸν βεζύρην, ζητοῦντες διὰ νὰ θανατώση τὸν Ἅγιον· ἔπειτα βλέποντες πὼς αὐτὸς κλίνει εἰς τὴν φιλανθρωπίαν καὶ μόνον δίδει ἀναβολὴν καιροῦ εἰς τὸ πράγμα, ἐθυμώθησαν, καὶ δίδουν ἀναφορὰν εἰς τὸν βασιλέα σουλτᾶν Ἀπδοὺλ Χαμίδ, κατηγοροῦντες μὲν τὸν Μάρτυρα, ὅτι ἀρνήθη τὴν πίστιν του, κατηγοροῦντες δὲ καὶ αὐτὸν τὸν βεζύρην, ὅτι ἔφαγεν ἄσπρα, καὶ θέλει νὰ τὸν ἐλευθερώση· ὁ δὲ βασιλεὺς φοβηθεῖς τὴν ταραχὴν τοῦ πλήθους, καὶ ὁμοὺ στοχαζόμενος τὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς βασιλείας του, πὼς ἤσαν ἀδύνατα, ἀστερέωτα, καὶ γεμάτα ἀπὸ ὑποψίας διὰ τὸν ρωσσικὸν πόλεμον, ὁπού τότε ἠκολούθησεν, ἔδωκεν ἀπόφασιν κατὰ τοῦ Μάρτυρος, ἢ Τοῦρκος νὰ γένη, η, νὰ θανατωθῆ· ὁ βεζύρης λοιπὸν θέλοντας, καὶ μὴ θέλοντας, ἐκβάλλει τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τὸν ἐρωτὰ μὲ στερνὴν ἐρώτησιν,ἢ νὰ ἀποδεχθῆ τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτην Θεοῦ, ἢ νὰ ἀκολουθήση τὸν δήμιον καὶ νὰ ἀποκεφαλισθῆ·τότε ὅ του Χριστοῦ ἀληθὴς Μάρτυς Ἀντώνιος, εὐφρανθεῖς εἰς τὸ πράγμα, καθὼς χαίρουσιν οἱ εὑρίσκοντες θησαυρόν, ἐδέθη ὀπίσω τὰς χείρας, καὶ μὲ χαροποιὸν πρόσωπον, ἔτρεχεν εἰς τὸν θάνατον, ὡσὰν εἰς πανήγυριν, καὶ πηγαίνοντας εἰς τὸ Ἂκ σαράϊ, κλίνει τὴν κεφαλήν, καὶ εἰπῶν, Κύριε εἰς τὰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου, ἀποκεφαλίζεται, τρεῖς φοραῖς τοῦ τζελάτου κτυπήσαντος μὲ τὸ σπαθὶ τὸν ἱερὸν αὐτοῦ τράχηλον, ἴνα μὴ ὑποφέροντας τὸν πόνον προδώση τὴν εὐσέβειαν·βλέποντας δὲ ὅτι ματαίως κοπιάζει, ἔσφαξεν αὐτὸν ὁ ἀλιτήριος ὡσὰν πρόβατον, καὶ οὕτως ὁ ἀοίδιμος, τὸν τοῦ Μαρτυρίου ἔλαβε Στέφανον· οἱ δὲ Χριστιανοὶ τῆς Βλάγκας, ἠγόρασαν τὸ λείψανον αὐτοῦ, διὰ ἑβδομήκοντα γρόσια, καὶ παίρνοντες αὐτὸ μὲ μεγάλην προπομπήν, καὶ παρρησίαν, καὶ ἄσματα ἐπινίκια, ἐπῆγαν ἔξω εἰς τὴν Ζωοδόχον Πηγήν, καὶ τὸ ἐνταφίασαν· οὐ ταῖς πρεσβείαις ἀξιωθείημεν τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ Μαρτυρήσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει Τὴ ε΄τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου ἡμέρα Τετάρτη Ἔτους,ἀψοδ΄ (1774)

πηγή