Περὶ μιᾶς φιλαργύρου παρθένου
Ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια μιὰ ἀνύπαντρη Χριστιανὴ γυναίκα ποὺ φαινόταν ταπεινή, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἦταν περήφανη καὶ πολὺ φιλάργυρη. Ἦταν μᾶλλον φιλοχρυσή, παρὰ φιλοχριστῆ. Δὲν εἶχε προσφέρει ποτὲ κάτι ἀπὸ τὴν περιουσία της, οὔτε σὲ ξένο, οὔτε σὲ φτωχό, οὔτε σὲ καταπιεσμένο, οὔτε σὲ μοναχό, οὔτε σὲ φτωχὸ κορίτσι…
Αὐτὴ τὴ γυναίκα, ποὺ μόνο στὸ ὄνομα ἦταν παρθένα κι ὄχι στὸν τρόπο ζωῆς, ὁ ἁγιότατος Μακάριος, ὁ πρεσβύτερος καὶ προϊστάμενος τοῦ λεπροκομείου, θέλησε – κατὰ κάποιον τρόπο – νὰ τὴν ἐγχειρίσει σὰ γιατρὸς γιὰ νὰ τὴν ἀνακουφίσει ἀπὸ τὴν πλεονεξία, καὶ ἐπινόησε τὸ ἑξῆς τέχνασμα…
Πῆγε καὶ τὴ βρῆκε καὶ τῆς εἶπε: “Ἔχουν πέσει στὰ χέρια μου πολύτιμοι λίθοι, σμαράγδια καὶ ὑάκινθοι. Δὲν ξέρω ἂν προέρχονται ἀπὸ κλοπὴ ἢ ἀπὸ νόμιμο ἐμπόριο. Λὲν ἔχουν ἀποτιμηθεῖ, μιᾶς καὶ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀποτίμηση. Ὁ ἰδιοκτήτης τοὺς τοὺς πουλάει πεντακόσια νομίσματα…”. Πέφτει τότε αὐτὴ στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει: “Νὰ μὴν τοὺς ἀγοράσει ἄλλος, σὲ παρακαλῶ… Ἀγόρασέ τους ἐσὺ γιὰ λογαριασμό μου…”.
Πῆρε, λοιπόν, ὁ Μακάριος ἀπ’ αὐτὴν τὰ πεντακόσια νομίσματα, τὰ διέθεσε ὅμως γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λεπροκομείου.
Περνοῦσε ὁ καιρός, μὰ αὐτὴ δίσταζε νὰ τοῦ τὸ ὑπενθυμίσει, ἐπειδὴ ὁ ἅγιος εἶχε μεγάλη ὑπόληψη στὴν Ἀλεξάνδρεια… Τελικά,κάποια στιγμὴ ποῦ τὸν συνάντησε στὴν ἐκκλησία, τοῦ εἶπε: “Σὲ παρακαλῶ, πές μου, τί ἔγινε μὲ κείνους τοὺς πολύτιμους λίθους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔδωσα τὰ πεντακόσια νομίσματα;” Αὐτὸς τῆς ἀπάντησε: “Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔδωσες τὰ χρήματα, πλήρωσα τὴν ἀξία τῶν λίθων. Ἂν θέλεις νὰ τοὺς δεῖς, ἔλα στὸ σπίτι μου. Ἐκεῖ βρίσκονται. Δὲς ἄν σου ἀρέσουν, ἀλλιῶς πάρε πίσω τα χρήματά σου”. Κι ἐκείνη πῆγε πολὺ εὐχαρίστως.
Στοὺς ἐπάνω ὀρόφους τοῦ λεπροκομείου βρίσκονταν οἱ λεπρὲς γυναῖκες καὶ στοὺς κάτω οἱ λεπροὶ ἄνδρες. Ὅταν φτάσανε στὴν εἴσοδο, τὴ ρώτησε: “Τί θέλεις νὰ δεῖς πρῶτα; Τοὺς ὑάκινθους ἢ τὰ σμαράγδια;”. Τοῦ ἀπάντησε: “Ὅ,τι νομίζεις”. Τότε τὴν ἀνεβάζει στοὺς ἐπάνω ὀρόφους, τῆς δείχνει ἀκρωτηριασμένες γυναῖκες μὲ πληγιασμένα πρόσωπα, καὶ τῆς λέει: “Νὰ οἱ ὑάκινθοι”. Κατόπιν τὴν κατεβάζει στὰ κάτω πατώματα καὶ τῆς δείχνει τοὺς ἄνδρες λέγοντας: “Νὰ τὰ σμαράγδια. Καὶ νομίζω ὅτι δὲ θὰ βρεθοῦν πολυτιμότερα. Ἄν, λοιπόν, σοῦ ἀρέσουν, πάει καλά, ἀλλιῶς πάρε πίσω τα χρήματά σου”.
Μετανιωμένη αὐτή, βγῆκε καί, ἀφοῦ πῆγε στὸ σπίτι της, ἀρρώστησε ἀπὸ τὴ στενοχώρια της ποὺ δὲν ἔκανε ἕνα τέτοιο καλὸ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀναγκαστικά. Ἀργότερα εὐχαρίστησε τὸν Μακάριο καὶ πορεύτηκε στὴ ζωὴ τῆς ὅπως ἔπρεπε.
Παλλαδίου, Λαυσαϊκόν, PG 34,1018A-1019C (ἐπιλογὲς – ἀπόδοση Θ.Ν.Π.).
Περὶ τῆς παρθένου Ποταμιαίνης
Αὐτὸς ὁ ἀββᾶς ‘Ἰσίδωρος ὁ ξενοδόχος ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο, τοῦ εἶχε διηγηθεῖ καὶ τὰ πιὸ κάτω: «Στὸν καιρὸ τοῦ Μαξιμίνου τοῦ τυράννου, ἦταν μιὰ πολὺ ὄμορφη κόρη ποὺ λεγόταν Ποταμιαίνη. Αὐτὴ ἦταν δουλεύτρα σ’ ἕνα παράνομο καὶ ἀσελγῆ ἄρχοντα ὁ ὁποῖος τὴν πίεζε νὰ κάνει τὸ κακὸ θέλημά του, καὶ τῆς ἔταζε νὰ τῆς δώσει πολλὰ χρήματα. Ἡ κόρη ὅμως δὲν ἤθελε οὔτε νὰ ἀκούσει τέτοια ἄτιμη κουβέντα. Ἐκεῖνος δὲ ὁ ἀσελγής, ποὺ δὲν ἄντεχε τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν καταφρόνηση τῆς κόρης, πῆγε στὸν ἡγεμόνα καὶ τὴν κατάγγειλε ὅτι εἶναι χριστιανή, πὼς ὑβρίζει τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βασιλιάδες δίνοντάς του καὶ πολλὰ λεφτὰ νὰ τὴν πείσει νὰ κάνει τὸ θέλημά του χωρὶς νὰ τὴν τιμωρήσει. Ἂν ὅμως δὲν πείθεται νὰ τὴν βασανίσει μὲ πικρὲς τιμωρίες μέχρι νὰ πεθάνει.
Ἔφεραν λοιπὸν τὴν Ποταμιαίνη ἐνώπιόν του κριτηρίου καὶ ὁ τύραννος μὲ κολακευτικὰ λόγια προσπάθησε, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ τὴν πείσει νὰ κάνει τὸ θέλημά του. Ἄρχισε τότε μὲ διάφορα τιμωρητικὰ ὄργανα νὰ τὴ βασανίζει χωρὶς νὰ πετυχαίνει τίποτα. Διέταξε νὰ τὴν βάλουν σὲ πυρωμένο χάλκωμα γεμάτο πίσσα. Ἐνῶ ἔβραζαν τὴν πίσσα τῆς λέγει ὁ τύραννος- πήγαινε νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ ἀφέντη σου ἡ θὰ σὲ ρίξω μέσα στὸ καζάνι μὲ τὴν πίσσα. Τότε ἡ κόρη τοῦ λέγει Δὲν εἶδα ἀδικότερον δικαστῆ ἀπὸ ἐσένα, οὔτε θὰ βρεθεῖ, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις στὴν ἀσέλγεια.
Θύμωσε ὁ δικαστὴς καὶ διέταξε νὰ τὴν ρίξουν ὁλόγυμνη μέσα στὴν πίσσα. Τότε ἡ κόρη φώναξε. σὲ ὁρκίζω στὸ κεφάλι τοῦ βασιλέα, νὰ μὴ μοῦ βγάλουν τὰ ροῦχα, καὶ μόνη μου θὰ κατεβῶ σιγὰ σιγὰ μέσα στὴν πίσσα, γιὰ νὰ γνωρίσεις τὴ δύναμη πού μου χαρίζει ὁ Χριστὸς τὸν Ὁποῖον ἐσὺ δὲ γνώρισες. Τὴν ἄφησε ὁ τύραννος καὶ αὐτὴ κατέβηκε μέσα στὸ χάλκωμα μὲ τὴ καυτὴ πίσσα καὶ ὅταν ἔφτασε ἡ πίσσα μέχρι τὸ λαιμό της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Θεό.
Πολλοὶ ἀκόμη ἄνδρες καὶ γυναῖκες μαρτύρησαν τότε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆραν τοῦ μαρτυρίου τὸ στεφάνι.
Περὶ τοῦ Διδύμου του τυφλοῦ
Ἀνάμεσα σ’ ὅλους ἐκείνους τοὺς ἁγίους, κοιμήθηκε καὶ ὁ Δίδυμος ὁ τυφλός. Μὲ τοῦτον τὸν θαυμάσιο συνομίλησα μερικὲς φορὲς καὶ μοῦ διηγήθηκε ὅτι ἀπὸ τεσσάρων χρόνων παιδὶ ἔχασε τὸ φῶς του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔμαθε γράμματα, μήτε σὲ κανένα δάσκαλο δὲν παρακολούθησε μαθήματα. Μοναδικὸ δάσκαλο εἶχε τὴ συνείδησή του καὶ τόσο φωτίστηκε ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὥστε ἐκπληρώθηκε τὸ ρητὸ «Κύριος σοφοὶ τυφλούς». Ἐξηγοῦσε ὅλη τὴν Γραφὴ λέξη πρὸς λέξη· ἀλλὰ καὶ στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας, ξεπέρασε τοὺς δασκάλους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Μιὰ φορὰ μὲ ἀνάγκασε νὰ κάμω προσευχὴ μπροστά του καὶ ἐγὼ τὸ νόμιζα αὐθάδεια νὰ κάνω εὐχὴ ἐνώπιον τέτοιου μεγάλου ἄνδρα, ὁπότε καὶ αὐτός μου εἶπε: «Ἄκουε τέκνο μου, ὁ Μ. Ἀντώνιος ἦλθε τρεῖς φορὲς στὸ κελὶ αὐτὸ καὶ μὲ ἐπισκέφτηκε καὶ ὅταν τοῦ ἔλεγα νὰ κάνει προσευχή, πρὶν τελειώσω τὸ λόγο μου ἔκλινε τὰ γόνατα καὶ ἔκανε εὐχή.» Μὲ τοῦτο ἔδειχνε ἔμπρακτα ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη στὸν καλόγερο ἡ ὑπακοή. Λοιπὸν τέκνο μου, ἂν θέλεις νὰ ἀκολουθήσεις τὸ δρόμο τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ τὴ σωτηρία σου, μὴν ἐναντιώνεσαι σ’ ἐκεῖνα ποὺ σὲ προστάζουν.
Μιὰ φορά, μοῦ λέγει, ἔτυχε νὰ συλλογίζομαι γιὰ τὸ βασιλέα τὸν ‘Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη, πὼς ἔγινε τόσο ἄπιστος καὶ τυραννικότατος στοὺς εὐσεβεῖς, καὶ πὼς ἐπῆρε καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλιὰ τέτοιος ἀσεβὴς ἄνθρωπος! Μὲ τοῦτο τὸ λογισμὸ πέρασα ὅλη τὴ μέρα χωρὶς νὰ γευτῶ τίποτα. Ἐπειδὴ καθόμουν στὸ σκαμνί μου, μὲ πῆρε ὁ ὕπνος καὶ βλέπω σὰν σὲ ἔκσταση, πὼς ἔτρεχαν ἄσπρα ἄλογα μὲ καβαλάρηδες ποὺ φώναζαν. νὰ πεῖτε στὸ Δίδυμο, ποὺ συλλογίζεται ὅτι σήμερα ἕβδομη ὥρα θανατώθηκε ὁ Παραβάτης, σήκω καὶ φάγε καὶ στεῖλε τὴν εἴδηση καὶ στὸν Ἀθανάσιο νὰ τὸ μάθει καὶ αὐτός. Μοῦ εἶπε ὅτι σημείωσε τὴν ἡμέρα, τὴν ὥρα καὶ τὴν ἑβδομάδα καὶ τὸ μήνα καὶ βγῆκαν ὅλα ἀληθινά. Ὁ μακάριος αὐτὸς ἄνθρωπος ἔζησε 85 χρόνια καὶ πέθανε.
Ἄββας Μακάριος Ἀλεξάνδρειας
Μᾶς ἔλεγε ὁ θεῖος αὐτὸς Μακάριος, ὅτι καθὼς πλησίασε σὲ ἐκεῖνο τὸ κηποταφεῖον, βγῆκαν καὶ τὸν συναπάντησαν ἑβδομήντα περίπου δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν διάφορα σχήματα. Ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι πηδοῦσαν καὶ ἄλλοι ἔτριζαν τὰ δόντια μὲ πολὺ θυμὸ ἐναντίον του. Ἄλλοι σὰν κόρακες φτερωτοὶ τὸν χτυποῦσαν στὸ πρόσωπο καὶ τοῦ ἔλεγαν:
-Τί θέλεις ἐδῶ Μακάριε, πειρασμὲ τῶν καλογέρων ;
-Τί ἐγύρευες ἐδῶ σ’ἐμᾶς;
-Μήπως ἐμεῖς ἐπήγαμε καὶ ἐνοχλήσαμε κανέναν ἀπὸ τοὺς μοναχούς;
-Φθάνει ποὺ μᾶς ἐπῆρες ἐκεῖ τὴν ἔρημο, ποὺ εἶναι κατοικία δικιά μας καὶ ὅλους τους συντρόφους μᾶς τοὺς ἔδιωξες ἀπὸ ἐκεῖ.
-Δὲν ἔχουμε καμιὰ σχέση μὲ σένα. Τί καταπατεῖς ἐδῶ τους τόπους μας;
Εἶσαι ἀναχωρητής; Κάθισε στὴν ἔρημο. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι ὁρισμένος γιὰ μᾶς. Ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ κατοικήσεις ἐδῶ ποτέ.
-Τί ζητᾶς νὰ μπεῖς σ’αὐτὸ τὸ κηποταφεῖο, εἰς τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε ποῦ ἔγινε, ἑὼς τώρα ζωντανὸς ἄνθρωπος δὲν μπῆκε;
Αὐτὰ καὶ ἄλλα περισσότερα φώναζαν οἱ δαίμονες μὲ μεγάλη φωνὴ καὶ ταραχή, ὁπότε τοὺς εἶπε ὁ Μέγας Μακάριος :
-Αὐτὸ μονάχα ἔχω γιὰ σκοπό, ἐδῶ νὰ μπῶ μονάχα, νὰ ἰδῶ καὶ πάλι φεύγω.
Ἀπάντησαν οἱ δαίμονες, ὅτι :
-Αὐτὸ θέλουμε καὶ ἐμεῖς νὰ μᾶς τὸ ὑποσχεθεῖς μέσα ἀπὸ τὴν συνείδησή σου.
Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Μακάριος καὶ ἔγιναν ἄφαντοι οἱ δαίμονες.
Ὁπότε καθὼς ἔμπαινε ὁ Ἅγιος εἰς ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια δέντρα καὶ φυτά, τὸν συνάντησε ὁ διάβολος μὲ ξεγυμνωμένο σπαθὶ καὶ ὁ Μακάριος του εἶπε:
-Ἐσύ, διάβολε, ἔρχεσαι σ’ἐμένα μὲ γυμνὸ σπαθὶ καὶ ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον σου ἐν ὀνόματι Κυρίου Σαβαὼθ καὶ μὲ τὴν παράταξη Θεοῦ Ἰσραήλ.
Τότε (λέγει ὁ Θεῖος Μακάριος) ἐμπῆκε σ’ἐκεῖνο τὸ κηποταφεῖο καὶ εἶδε τὰ πάντα. Εἶδε ἐκεῖ πηγάδι, εἰς τὸ ὁποῖο ἦταν ἕνας κάδος ἀπὸ χάλκωμα, κρεμασμένος μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, ποὺ ἀπὸ πολυκαιρία ἦταν σκουριασμένη. Οἱ ροδιές (τὰ δέντρα), ξεράθηκαν ἀπὸ τὴν θερμότητα τοῦ Ἡλίου. Εἶδε ἐκεῖ ἀφιερώματα ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι.
*Ἀπὸ βιβλίο: «ΛΑΥΣΑΙΚΟΝ» – Ἐκδόσεις Β. Ρηγόπουλου. (Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Μακάριού του Ἀλεξανδρέως)
Περὶ τοῦ Ἀπολλωνίου
Ὑπῆρξε κάποιος μοναχὸς στὴ Θηβαΐδα, μὲ τὸ ὄνομα Ἀπολλώνιος. Αὐτὸς φανέρωσε πάρα πολλὲς δυνάμεις τῆς ἐνάρετης ζωῆς του, εἶχε ἀξιωθεῖ νὰ γίνει καὶ διάκονος. Ξεπερνώντας σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς ὅλους ἐκείνους ποῦ κάποτε εὐδοκίμησαν στὸ καιρὸ τῶν διωγμῶν, ἐνθαρρύνοντας τοὺς ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ, πολλούς τους ἔκανε μάρτυρες. Καὶ αὐτὸς ἐπίσης, ἀφοῦ συνελήφθη, τὸν φύλαγαν στὴ φυλακή, ὅπου πήγαιναν οἱ πιὸ φαῦλοι ἐθνικοὶ καὶ τοῦ ἀπεύθυναν λόγια ἐξοργιστικὰ καὶ βλασφημίες.
Ἕνας ἂπ αὐτούς, ἄνδρας μουσικὸς αὐλοῦ καὶ περιβόητος γιὰ τὰ ἀτοπήματά του, πῆγε καὶ τὸν ἔβριζε, λέγοντας τὸν ἀνόσιο καὶ ἀπατεώνα, πλάνο καὶ μισητὸ ἂπ΄ ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ πεθάνει τὸ ταχύτερο. Τοῦ εἶπε τότε ο Απολλωνιος:
– Νὰ σὲ σπλαχνισθεί ο Θεος, ἄνθρωπέ μου, καὶ νὰ μὴ σοῦ λογαριαστεῖ ὡς ἁμαρτία τίποτε ἀπ’ ὅσα μου εἶπες.
Ἀκούγοντας αὐτὰ ἐκεῖνος ὁ μουσικός, μὲ τὸ ὄνομα Φιλήμων, συγκινήθηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὰ λόγια του ποῦ τὸν πλήγωσαν βαθιά. ‘Ὅρμησε ἀμέσως στὸ βῆμα, παρουσιάσθηκε στὸν δικαστὴ καὶ τοὺ
εἶπε μπροστὰ ἀτὸ λαό:
– Διαπράττεις ἀδικίες, δικαστῆ μου, τιμωρώντας θεοφιλεῖς καὶ ἀθώους ἀνθρώπους. Γιατί οἱ Χριστιανοὶ οὔτε κάνουν οὔτε λένε τίποτε τὸ φαῦλο, ἂλλ’ ἀντίθετα εὐλογοῦν καὶ τοὺς ἐχθρούς τους.
Αὐτὸς στὴν ἀρχὴ νόμιζε πῶς, λέγοντας αὐτὸς αὐτά, τὸν εἰρωνευόταν καὶ τὸν περιέπαιζε, ὅταν ὅμως τὸν εἶδε νὰ ἐπιμένει, εἶπε: Τρελάθηκες, ἄνθρωπέ μου, καὶ ἔχασες ξαφνικά τα λογικά σου;
Κι αὐτὸς τοῦ λέγει:
– Δὲν τρελάθηκα, ἄδικοτατε δικαστῆ,γιατί εἶμαι Χριστιανός.
Ὁ δικαστὴς μαζὶ μὲ τὸ λαὸ μὲ πολλὰ κολακευτικὰ λόγια προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν. Μόλις ὅμως εἶδε ὅτι εἶναι ἀμετάπειστος, τὸν παρέδωσε σὲ κάθε εἴδους βασανιστήρια. Ἅρπαξε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸν Ἀπολλώνιο καὶ τὸν βασάνιζε, προξενώντας τοῦ πολλὲς σωματικὲς κακώσεις, ἐπειδὴ τὸν θεωροῦσε πλάνο. Καὶ ὁ Ἀπολλώνιος τοῦ εἶπε:
– Θὰ εὐχόμουν και συ, δικαστῆ μου, καὶ ὅλοι οἱ δικαστὲς νὰ μὲ ἀκολουθήσουν σ’ αὐτή μου τὴν πλάνη.
Αὐτὸς τότε διέταξε νὰ τοὺς κάψουν καὶ τοὺς δύο μπροστά σε ὅλο το πλῆθος. Ὅταν τὸν ἔβαλαν στὴ φωτιά, παρουσία τοῦ δικαστῆ, ἀπεύθυνε ὁ μακάριος Ἀπολλώνιος παράκληση πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ ἄκουγε ὅλος ὁ λαὸς καὶ ὁ δικαστής:
– Μὴ παραδώσεις, Κύριε, στὰ θηρία ψυχὲς ποῦ σὲ λατρεύουν, ἀλλὰ φανέρωσε μᾶς τὸν ἑαυτό σου μὲ σημεῖο.
Ἀμέσως νεφέλη δροσερὴ καὶ φωτεινὴ ἦρθε καὶ κάλυψε τοὺς ἄνδρες, σβήνοντας τὴ φωτιά. Θαυμάζοντας ὁ λαὸς καὶ ὁ δικαστής, φώναζαν:
– Ἕνας εἴναι ο Θεός των Χριστιανῶν.
Κάποιος κακοῦργος ὅμως τὰ εἶπε αὐτὰ στὸν ἔπαρχο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὁ ὅποιος, ἀφοῦ διάλεξε μερικοὺς βίαιους καὶ ἄγριους προτέκτορες και ταξεωτες, τοὺς ἔστειλε ἐκεῖ, μὲ ἐντολὴ νὰ τοὺς φέρουν δεμένους ὅλους τους γύρω ἀπὸ τὸν δικαστὴ καὶ τὸν Φιλήμονα. Ὁδηγήθηκαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ὁ Ἀπολλώνιος καὶ μερικοὶ ἄλλοι ποῦ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους. Ἐνῶ προχωροῦσαν ὅλοι, τοὺς ἐπισκέφτηκε ἢ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς στρατιῶτες. Ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ συγκινήθηκαν καὶ πίστεψαν στὸν Σωτήρα, ὁδηγήθηκαν ὅλοι δεμένοι στὸ βῆμα. Βλέποντάς τους ὅλους ἔτσι ὁ ἔπαρχος καὶ καταλαβαίνονται ὅτι αὐτοὶ δὲν πείθονται, διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας, πράγμα ποῦ ἔγινε σύμβολο τοῦ βαπτίσματός τους. Οἱ συγγενεῖς τους τοὺς βρῆκαν ριγμένος στὶς ὄχθες τῆς θάλασσας καὶ ἔκαναν σ’ ὅλους μνῆμα, στὸ ὅποιο γίνονται πολλὰ θαύματα. Τόσο μεγάλη δηλαδὴ ἦταν ἢ χάρη τοῦ ἄνδρα, ὥστε νὰ εἰσακουσθεῖ ἀμέσως καὶ γιὰ ὅσους προσευχήθηκε, τιμώντας τὸν ἔτσι ὁ Σωτήρας. Τὸν εἴδαμε καὶ ἐμεῖς στὸ μαρτύριο μαζὶ μ’ ὅλους ἐκείνους ποῦ μαρτύρησαν μαζί του. Καὶ ἀφοῦ προσκυνήσαμε τὸν Θεό, ἀσπαστήκαμε τὰ σκηνώματά τους στὴ Θηβαΐδα.~~~
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Παλλαδίου Επισκοπου Ἐλενοπόλεως,ΛΑΥΣΑΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, σὲλ 334-339
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!