Ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε συγχωρητικοὶ καὶ στοργικοὶ μεταξὺ μας
Ὁ μέγας Παῦλος, δείχνοντας τὸ θεῖο καὶ κοινωφελὲς τής πιστεως καὶ διακηρύσσοντας τὰ ἔργα αὐτῆς καὶ τὰ κατορθώματα καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴ δύναμη, ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀρχαιότερο, λέγοντας, «μὲ τὴν πίστη κατανοοῦμε ὅτι οἱ αἰῶνες καταρτίσθηκαν μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ βλεπόμενα νὰ μὴ ἔχουν γίνει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ὁρατά», καὶ τελειώνει μὲ τὴν μελλοντικὴ παγκόσμια ἀνάσταση καὶ τὴν τελείωση τῶν ἁγίων ποὺ θὰ συμβεῖ κατ’ αὐτήν, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτε δὲν ὑπάρχει τελειότερο. Συντάσσοντας ὅμως τὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ θαυμάσθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν μὲ τὸν ἑαυτό τους, λέγει καὶ τοῦτο, ὅτι «μὲ τὴν πίστη ἔλαβαν γυναῖκες μὲ τὴν ἀνάσταση τοὺς νεκρούς των». Καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ Σαραφθία καὶ ἡ Σουναμίτιδα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία ἔλαβε τὸν υἱό της ποὺ εἶχε πεθάνει πάλι ζωντανὸ ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλία, ἐνῶ ἡ Σουναμίτιδα ἔλαβε τὸν δικό της ἀπὸ τὸν Ἐλισσαῖο.
Ἡ καθεμιὰ τοὺς ἐπέδειξε μὲ τὰ ἔργα μεγάλη πίστη. Ἡ Σαραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τῆς τὴν ἀναγγελμένη ἀπὸ τὸν προφήτη αὔξηση τῶν τροφίμων καὶ τρέφοντας αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ ἀλεύρι μιᾶς χούφτας καὶ τὸ λίγο λάδι, τὰ μόνα ποὺ εἶχε νὰ φάγει, καὶ ἔπειτα περιμένοντας νὰ πεθάνει μὲ τὰ παιδιά της. Ἀλλὰ κι ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καὶ πέθανε ὁ υἱὸς τῆς (γιατί λέγει, «ἡ ἀρρώστια τοῦ ἦταν πολὺ βαρειά, σὲ βαθμὸ ὥστε νὰ μὴ ἀπομείνει σ’ αὐτὸν πνεῦμα ζωῆς»), αὐτὴ δὲν ἔδιωξε τὸν προφήτη, δὲν τὸν κατηγόρησε, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ θεοσέβεια ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό της καὶ θεώρησε ὅτι αἰτία τοῦ πάθους εἶναι οἱ ἁμαρτίες της, ἀποκαλώντας σ’ αὐτὴ τὴ συμφορὰ τὸν Ἠλία ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ κατηγορώντας μᾶλλον τὸν ἑαυτό της καὶ λέγοντάς του μᾶλλον προτρεπτικά, παρὰ σκωπτικά, «τί σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσά σε μένα καὶ σὲ σένα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; ἦρθες σὲ μένα νὰ μοῦ ὑπενθυμίσεις τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ θανατώσεις τὸν υἱό μου;». Σὺ εἶσαι φῶς, λέγει, κατὰ μέθεξη, ὡς διάκονος τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἐρχόμενος ἐδῶ κατέστησες φανερά τα ἀφανῆ ἁμαρτήματά μου, καὶ αὐτά μου θανάτωσαν τὸν υἱό μου. Βλέπετε πίστη ἀλλόφυλης γυναίκας; βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αὐτὸ εὔλογα ἔλαβε τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταξιώθηκε νὰ γίνει πρότυπό της κλήσεως καὶ πίστεως τῶν ἐθνῶν, καὶ ἔπειτα δέχθηκε καὶ τὸ παιδὶ τῆς ζωντανό.
Ἡ Σουναμίτιδα πάλι ἔδειξε την πίστη της καὶ μὲ ὅσα εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της γιὰ τὸν Ἐλισσαῖο, καὶ μὲ ὅσα ἑτοίμασε γιὰ τὴ φιλοξενία τοῦ προφήτη, καὶ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ ἐπέδειξε ὅταν πέθανε τὸ παιδί της. Γιατί, κρύβοντας ἀθόρυβα τὴ συμφορά, ἔτρεξε πρὸς τὸν προφήτη καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν οἰκία της, λέγοντας πρὸς αὐτόν, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴ δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω», καὶ μὲ αὐτὴ τὴν πίστη δέχθηκε τὸν υἱὸ τῆς ἀναστημένο ἀπὸ τὸν προφήτη, ὥστε τὸ ἐξαίρετο αὐτὸ θαῦμα νὰ μὴ εἶναι ἐκείνων τῶν προφητῶν, ἀλλὰ μάλλον της πίστεως των μητέρων ποὺ δέχθηκαν τοὺς ἀναστάντες.
Ἀλλὰ μολονότι οἱ προφῆτες εἶχαν συνεργὸ τὴν πίστη καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ εὐαρέστηση τῶν μητέρων, ὁ Ἠλίας καὶ τὰ ἄλλα ἔκαμε, καὶ πρὸς τὸν Θεὸ φώναξε μὲ ὀλοφυρμὸ λέγοντας, «ἀλλοίμονο, Κύριε, ὁ μάρτυρας τῆς χήρας μὲ τὴν ὁποία κατοικῶ ἐγώ, ἐσὺ θανάτωσες σκληρὰ τὸν υἱό της; Καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸν Κύριο καὶ εἶπε· Κύριε Θεέ μου, ἃς ἐπιστρέψει ἡ ψυχὴ αὐτοῦ του παιδιοῦ σ’ αὐτό. Καὶ ἔτσι ἔγινε». Ὁ Ἐλισσαῖος πάλι ὄχι μόνο προσκολλήθηκε στὸ παιδί, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας μέχρι καὶ ἑπτὰ φορές, ἀλλὰ καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Κύριο σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ, καὶ ἔτσι ἀναζωογόνησε τὸν υἱὸ τῆς Σουναμίτιδας.
Ὁ Κύριός μας ὅμως Ἰησοῦς Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴν περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ διαβάζεται σήμερα, σπλαγχνίσθηκε τη χήρα, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς μεταφερόταν νεκρός, καὶ χωρὶς νὰ ἀργοπορήσει οὔτε νὰ διαπραγματευθεῖ οὔτε νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ με πρόσταγμα μονο, δίνοντας στὴ μητέρα ποὺ πενθοῦσε τὸν μονογενῆ της ζωντανὸ ἀπὸ νεκρό, ἔδειξε ὅτι αὐτὸς μόνο εἴναι κυριος της ζωής και του θανάτου· γιατί λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Ναΐν». Ὁ Κύριος ἔρχεται γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως αυτοκλητος, γιὰ νὰ δείξει ὄχι μόνο την ζωοποιὸ δύναμη, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔχει ἀσύγκριτη τηναγαθότητα καὶ την ευσπλαγχνία. Γιατί τὸν Ἠλία βέβαια φάνηκε κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τὸν ἐμπαίζει ἡ Σαραφθία παρακινώντας τὸν πρὸς τὴν ἀναβίωση τοῦ παιδιοῦ, τὸν Ἐλισσαῖο πάλι ἡ Σουναμίτιδα, ἀφοῦ τοῦ ἔκανε τὴν παρατήρηση πρῶτα, ὅτι δὲν προεῖδε τὸ πάθος, ἔπειτα καὶ τὸν κατανάγκασε λέγοντας, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴ δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω», ὁ Κύριος ὅμως τὸ προγνωρίζει μόνος του καί, χωρὶς νὰ τὸν ἐπικαλεσθεῖ κανένας, πορεύεται πρὸς τὴν πόλη, ἀπὸ τὴν ὁποία γινόταν ἡ ἐκφορὰ τοῦ πεθαμένου παιδιοῦ.
«Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πήγαινε», λέγει. Καὶ αὐτὸ τὸ ὑποσήμανε μὲ πάνσοφο τρόπο ὁ εὐαγγελιστής. Γιατί η ἀνάσταση τοῦ παιδιοῦ τῆς χήρας ὑποτυπώνει τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ μας. Γιατί καὶ ἡ ψυχὴ μᾶς ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας ἦταν χήρα του οὐράνιου νυμφίου, ποὺ εἶχε σὰν κάποιο μονογενῆ υἱὸ τὸν νοῦ της, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἀπὸ τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας, χάνοντας τὴν ἀληθινὴ ζωή, καὶ μεταφερόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ πάθη, ἔχοντας βρεθεῖ κάπου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, σὲ βυθοὺς τοῦ ἅδη καὶ τῆς ἀπώλειας. Ἀλλά, ἀφού ο Κύριος βάδισε πρὸς ἐμᾶς καὶ ἦρθε κοντά μας μὲ τὴν μὲ σάρκα παρουσία του, τὸν ἀνακαίνισε καὶ τὸν ἀνέστησε. Αὐτὴ ἡ παρουσία ὅμως δὲν ἔγινε σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλ’ ὕστερα, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες. Γι’ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν παρέλειψε οὔτε αὐτό, λέγοντας, «τὴν ἑπόμενη πήγαινε» ὁ Ἰησοῦς γιὰ ν’ ἀναστήσει τὸν πεθαμένο υἱὸ τῆς χήρας καὶ νὰ μεταβάλει τὸ πένθος αὐτῆς σε εὐφροσύνη. Προσέχετε, παρακαλῶ, ἀδελφοί, τὸ νόημα τῶν λεγομένων γιατί καὶ ἀπὸ σᾶς ὁ καθένας, ἂν αἰσθανθεῖ τὸν μέσα του πεθαμένο καὶ θρηνήσει τὶς ἁμαρτίες του, πενθώντας καὶ μελαγχολώντας γι’ αὐτὲς μὲ μετάνοια, θὰ πορευθεῖ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Παράκλητος παρέχοντας τὴν αἰώνια παρηγοριά. Γιατί λέγει, «μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν».
Ἀλλά, «πορευόταν» λέγει, «ὁ Ἰησοῦς καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν πορεύονταν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πλῆθος πολύ». Ὁ Ἠλίας δηλαδή απομονωνεται οταν πρόκειται ν’ ἀναστήσει τὸν υἱὸ τῆς Σαραφθίας, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ὑπερῶο, ὅπου βρισκόταν ὁ πεθαμένος, «ἔκλεισε τὴ θύρα», ὅπως λέγει ἡ ἱστορία, «μπροστὰ στοὺς δύο αὐτούς», δηλαδὴ τὴ Σουναμίτιδα καὶ τὸν μαθητὴ τοῦ Γιεζί. Ἐπειδὴ δηλαδή χρειαζοταν ἐκτενέστατη προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό, και οι ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ φύση τους, ὅταν ἀπομονωθοῦν, ἀπασχολοῦν τὸ νοῦ τελειότερα καὶ τὸν ἀνυψώνουν πρὸς τὸν Θεό, ἀντίθετα ὁ Κύριος, ἔχοντας ἀληθινὰ τὴν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου, δὲν χρειάζεται καθόλου προσευχὴ γιὰ νὰ ζωοποιήσει τὸ παιδί, ὄχι μόνο τους μαθητὲς τοῦ εἶχε μαζί του, ἀλλὰ καὶ πολὺ πλῆθος, ποὺ ἄλλο ἔφερε αὐτὸς καὶ ἄλλο βρῆκε γύρω ἀπὸ τὸν μεταφερόμενο. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ἔβλεπαν καὶ ἄκουαν, μὲ μόνο το πρόσταγματου ζωοποίησε τὸν νεκρό, κάμνοντας αὐτὸ ἀπο φιλανθρωπία δημοσια, γιὰ νὰ προσελκύσει ὅλους στὴν πρὸς αὐτὸν σωτήρια πίστη. Γιατί λέγει, «καθὼς πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλεως, μεταφερόταν πεθαμένος»΄ δηλαδήπρογνωριζοντας καὶ τῆς μεταφορᾶς τὴν ὥρα ἔφθασε στὴν κατάλληλη ὥρα. «Μεταφερόταν λοιπὸν πεθαμένος ὁ μονογενὴς υἱὸς τῆς μητέρας του΄ καὶ αὐτὴ ἦταν χήρα».
Τὰ ἴδια πράγματα στὴν πενθοῦσα καὶ τὴ λύπη αὔξησαν πολλαπλάσια, καὶ τὴ λύση πρόσφεραν ἐξαίσια. Γιατί βλέποντας ὁ Κύριος μιὰ μητέρα, καὶ μάλιστα χήρα μητέρα, ποὺ στήριζε τὶς ἐλπίδες της σὲ ἕνα παιδί, νὰ τὸ χάνει μὲ πρόωρο θάνατο, ν’ ἀκολουθεῖ τὴ σορὸ τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ θρηνεῖ ἐλεεινά, «εὐσπλαγχνίσθηκε», λέγει (πῶς δηλαδὴ δὲν θὰ τὸ ἔκαμε «ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴς τῶν χηρῶν»;), «καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν» παρηγορώντας τὴν καὶ προβλέποντας τὸ μέλλον, «μὴ κλαῖς». Ἐκεῖνος βέβαια γνώριζε τί ἐπρόκειτο νὰ κάνει, ἐνῶ ἡ γυναίκα οὔτε αὐτὸν γνώριζε, καὶ πολὺ περισσότερο οὔτε τὸ μέλλον, γι’ αὐτο οῦτε καὶ πίστη εἶχε, οὔτε ζητοῦσε κάτι ἀπὸ αὐτὸν οὔτε αὐτὸς ἀπαιτοῦσε πίστη ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ μπορώντας τὰ πάντα καὶ μὴ ἔχοντας ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ τὴ συνέργεια αὐτῶν ποὺ πιστεύουν, «πλησιάζοντας ἄγγισε τὴ σορό», γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ τὸ σῶμα του ὡς ὁμόθεο ἔχει ζωοποιὸ δύναμη΄ «καὶ εἶπε, νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω΄ καὶ ἀνακάθισε ὁ νεκρός». Ἄκουσε δηλαδὴ τὸ κουφὸ χώμα εκεινον ποὺ καλεῖ στὴν ὕπαρξη αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἄκουσε αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα μὲ τὸ λόγο τῆς δύναμής του, ἄκουσε ὄχι ἄνθρωπο θεοφόρο, ἀλλὰ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὄχι μόνο «ἀνακάθισε ὁ νεκρός», ἀλλὰ «καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ». Καὶ στὴν περίπτωση βέβαιά του υἱοῦ τῆς Σαραφθίας χήρας, ὅταν ἐπέστρεψε ἡ ψυχὴ τοῦ σ’ αὐτόν, ἀμέσως, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορία, φώναξε πρὸς τὸ παιδὶ (τὸν ὑπηρέτη του). Καὶ αὐτὸ εἴναι αποδειξή του ὅτι ἡ ἀνάσταση δὲν ἦταν φαινομενική.
Ὁ Ἠλίας λοιπὸν ἀνέστησε ἕνα νεκρὸ μὲ προσευχή, καὶ ὁ Ἐλισσαῖος ἀνέστησε ἕναν ἐνῶ ζοῦσε καὶ ἄλλον ὄντας νεκρός, ἐπιβεβαιώνοντας καὶ δείχνοντας ἀπὸ πρὶν τὴ θεανδρικη ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Κύριος ανεστησετρεις νεκροὺς μὲ προσταγμα πριν ἀπὸ τὸν σταυρό, τὸ παιδὶ αὐτὸ τῆς χήρας, τὴ θυγατέρα τοῦ ἀρχισυνάγωγου, καὶ τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ἐνώ κατα τὴ σταύρωσή του ἀνέστησε πολλούς, οἱ ὁποῖοι καὶ «ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλούς». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ μετὰ τὸν γιὰ χάρη μᾶς σταυρικὸ θάνατο τουανέστησε τὸν ἑαυτό του, ἢ καλύτερα τον εξανέστησε τριημερο, γενόμενος μόνος αὐτὸς ἀρχηγὸς τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιατί ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἂν καὶ ἀναστήθηκαν, ὁπωσδήποτε ἀπέκτησαν τὴ δική μας θνητὴ ζωή, ὅταν ὅμως ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοὺς νεκροὺς «δὲν τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος». Γι’ αὐτὸ καὶ μόνος ὁ Κύριος «ἔγινε ἀπαρχὴ ἐκείνων ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ», δηλαδὴ τῶν πιστῶν καὶ ἐκείνων ποὺ μετατέθηκαν ἀπὸ τὰ ἐδῶ μὲ τὴν ἐλπίδα ἀνάστασης καὶ αἰώνιας ζωῆς. Ἔγινε λοιπὸν ἀπαρχὴ αὐτῶν ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ καὶ «πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς» καὶ μᾶς ἐπιβεβαίωσε καὶ μᾶς ἐπαγγέλθηκε ὄχι μόνο αὐτὴ τὴ θνητὴ καὶ πρόσκαιρη ζωή μας ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ ζωικὸ πνεῦμα, ἀλλ’ ἐκείνην ποὺ ἐμπεριέχεται στὶς ἐλπίδες μας, τὴν ἔνθεο και αθάνατη καὶ αἰώνια΄ γιατί αὐτὴ εἶναι δῶρο αὐτοῦ πραγματικὰ θεοπρεπέστατο. Καθὼς λοιπὸν δὲν παρέχει ἐδῶ αὐτὴν τὴν αἰώνια ζωὴ στοὺς ἀναστημένους ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν διακοπτόμενη ἀπὸ τὸν θάνατο, δὲν τὴν παρέχει σ’ αὐτοὺς μὲ τὴ μορφὴ χάριτος, ἀλλὰ τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ ἄλλους,ὀδηγώντας αὐτοὺς στὴν πίστη, ποὺ εἶναι πρόξενος τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ ἐδῶ λοιπόν, ὅπως ἱστορεῖ μὲ σαφήνεια ὁ εὐαγγελιστής, δὲν ἀνέστησε τὸ παιδὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὴ μητέρα «ἀπὸ εὐσπλαγχνία γι’ αὐτὴν»΄ γι’ αὐτὸ καί, ἀφοῦ τὸ ἀνέστησε, τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του.
Ἀλλὰ βλέπετε πῶς ὁ Κύριος ἀπὸ εὐσπλαγχνία πρὸς τὴ χήρα ποὺ πενθοῦσε τὸν υἱὸ της δεν χρησιμοποίησε μόνο παρηγορητικοὺς πρὸς αὐτὴν λόγους, ἀλλὰ καὶ τὴν παρηγόρησε με έργα; Έτσι νὰ κάνομε καὶ ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας καὶ νὰ μὴ εἴμαστε μόνο μὲ λόγια συμπονετικοὶ πρὸς αὐτοὺς ποῦ κακοπαθοῦν, ἀλλὰ ζωή; Αν καὶ βέβαια καὶ αὐτὸ εἶναι χρέος μας, ἂν καὶ ὄχι ἴσως τοῦ ἑνός μας πρὸς τὸν ἄλλο, ἄλλα προς ἐκεῖνον ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο γιὰ χάρη μας, ὄχι μόνο ὡς λύτρο, ἀλλὰ καὶ προς παράδειγμα καὶ ἔμπρακτη διδασκαλία, ἀσύγκριτα ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο καὶ νοῦ. Γιατί λέγει, «γι’ αὐτὸ πέθανε ὁ Χριστὸς γιὰ χάρη μας, ἀφήνοντας σὲ μᾶς παράδειγμα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσομε τὰ ἴχνη του καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ἂν χρειασθεῖ, νὰ θυσιάσομε καὶ τὴ ζωή μας» πρὸς ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ΄ γιατί ἔτσι θὰ γίνομε μέτοχοι καὶ τῆς ζωῆς καὶ βασιλείας αὐτοῦ που διαρκεῖ αἰώνια, ζωντας μαζὶ μ’ αὐτὸν αἰώνια καὶ δοξαζόμενοι μαζί του. Βλέπετε αὐτὸν τὸν Μυροβλύτη (Ἄγ. Δημήτριο). Ἔχυσε τὸ αἷμα τοῦ σώματός του μὲ τὴ θέλησή του ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ κατέστησε αὐτὸ ἀδιάκοπη καὶ ἀνεξάντλητη πηγὴ πολυειδῶν θαυμάτων, ἁγιασμοῦ ψυχῆς καὶ σώματος, εὐωδέστατου καὶ ἱερώτατου μύρου, μολονότι ἡ ψυχὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρα ἔχει τώρα δίκαια λάβει τὴν αἰώνια καὶ ἀναλλοίωτη δόξα στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἐνῶ τὸ σῶμα δὲν ἔχει ἀκόμη δοξασθεῖ μαζὶ μὲ ἐκείνη, ἀλλ’ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο τα παρόντα ὑπόδειγμα καὶ τύπος καὶ σύμβολο πρὸς τὴν θειότατη καὶ οὐράνια δόξα ποὺ πρόκειται ν’ ἀποκαλυφθεῖ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στὸ μέλλον΄ καὶ ἂν τὸ ὑπόδειγμα καὶ ὁ τύπος εἶναι τέτοιος, τί θὰ εἶναι ἐκεῖνο τὸ μελλοντικὸ τέλος; ὁπωσδήποτε καὶ ἀνέκφραστο καὶ ἀκατανόητο.
Εὔχομαι καὶ ἐμεῖς μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ μεταξύ των μαρτύρων Μυροβλύτη, ὅπως μεταλαμβάνομε ἐδῶ το θεῖο μύρο ποὺ ἐκχύνεται ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι καὶ τότε νὰ γίνομε θεατὲς καὶ μέτοχοί της θείας ἐκείνης δόξας μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ δοξαζόμενου μέσω τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν πάντων, στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»)