ΕΙΣ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

1. Καινή Κυριακὴ ἑορτάζομε σήμερα· ἢ μᾶλλον τελοῦμε τὰ ἐγκαίνια τῆς καινῆς Κυριακῆς. Θέλει λοιπὸν ὁ λόγος μᾶς ν’ ἀποκαλύψη τὸ μυστήριο τῆς Κυριακῆς πρὸς τὴν ἀγάπη σᾶς κάπως ἀπὸ παραπάνω, ἐφ’ ὅσον τὸ ἐπιτρέπει ὁ καιρός. Ἂν δὲ αὐτὸ εἶναι μεγάλο καὶ ὑψηλό, καὶ γι’ αὐτὸ οὔτε ἡ ἁπλούστευσίς του δὲν εἶναι σ’ ὅλους εὐκολονόητη, χρεωστοῦμε εὐγνωμοσύνη στὸν Κύριό των ὅλων, τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ἡ ἡμέρα ἐπώνυμη καὶ ὁ ὁποῖος διὰ τῆς παρουσίας του σὲ σάρκα ἐχάρισε σὲ ὅσους προέρχονται σ’ αὐτὸν διὰ τῆς πίστεως αὐτὰ ποὺ εἶναι δυσπλησίαστα καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὸ λογικό, ἔστω καὶ γιὰ λίγο.

2. Προσέχετε ὅμως ὅλοι στὸ νόημα τῶν λεγομένων. Καὶ ἂν κανεὶς δὲν μπορέση νὰ κατανοήση τὸ πᾶν, θὰ ἀντιληφθῆ ἀπὸ τὰ λίγα ὅλη τὴν ἔννοιά του· διότι ἡ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος ἔχει θέσι φωτός. Σὲ ἕξι ἡμέρες λοιπὸν ὁ Θεὸς ὄχι μόνο κατεσκεύασε καὶ διεκόσμησε ὅλο το αἰσθητὸ τοῦτο σύμπαν, ἀλλὰ καὶ ἔπλασε κι’ ἐζωοποίησε τὸ μόνο ζῶο ποὺ σύγκειται ἀπὸ αἴσθησι καὶ νοῦ, τὸν ἄνθρωπο, καὶ τοῦ προσέφερε τὴν ἡγεμονία ἐπὶ τῶν ζώων καὶ φυτῶν ποὺ ζοῦν γύρω ἀπὸ τὴ γῆ. Κατὰ τὴν ἕβδομη ἡμέρα κατέπαυσε ἀπὸ ὅλα τα ἔργα του, ὅπως μᾶς ἐδίδαξε ὁ Μωυσῆς, ὁ μεταγενέστερος παρατηρητὴς τῆς πολὺ προγενεστέρας συστάσεως τοῦ κόσμου, μᾶλλον δὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐνηχώντας στὶς ἀκοὲς καὶ ψυχὲς φιλανθρώπως διὰ τῆς γλώσσας ἐκείνου. Ἀλλὰ «καὶ εὐλόγησε», λέγει, «ὁ Θεὸς τὴν ἕβδομη ἡμέρα καὶ τὴν ἁγίασε». Πῶς λοιπὸν εὐλόγησε κι’ ἁγίασε αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἔπραξε τίποτε, ἀλλ’ ὄχι μᾶλλον τὴν πρώτη ποὺ εἶναι ὑπερεξαίρετη, διὸ καὶ ὁ Μωυσῆς τὴν εἶπε «μία» καὶ ὄχι πρώτη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς παρήγαγε τὸ σύμπαν μονομιᾶς ἀπὸ τὸ μὴ ὃν καὶ τὸ περιέλαμψε μὲ νέο φῶς, ἂν καὶ δὲν εἶχε ἐπιβάλει ἀκόμη τὸν κατάλληλο διάκοσμο, φέροντας τὸ καθένα σὲ τάξι, καὶ εἶδος; Πῶς, ἂν ὄχι αὐτὴν τὴν πρώτη, δὲν εὐλόγησε τὴν ἔπειτα ἀπὸ αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποία ἐστερέωσε καὶ ἐτέντωσε τὸ μεγάλο τοῦτο κύτος, ἐννοῶ τὸν γύρω μας πρώτον οὐρανό, μετὰ τὸν πρῶτο δὲ κι’ ἐκεῖνον τὸν δεύτερο; Πῶς ὄχι τὴν ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ πάλι ἢ τὶς ἑπόμενες, κατὰ τὶς ὁποῖες καὶ ἡ γῆ συστάθηκε, ἀφοῦ ὑποχώρησαν τὰ ὕδατα κι’ ἔλαβε ὅλον τὸν σύμφυτο σ’ αὐτὴν διάκοσμο καὶ ὁ οὐρανὸς ἐδέχθηκε τοὺς δύο μεγάλους φωστῆρες σὰν ὀφθαλμοὺς καὶ διὰ προστάγματος ἐπῆραν ἀπὸ τὰ ὕδατα ὑπόστασι τὰ πετεινὰ καὶ τὰ κολυμβητικὰ κατὰ γένος;

/
3. Για νὰ παραλείψωμε λοιπὸν κι’ αὐτές, γιατί δὲν εὐλόγησε μᾶλλον τὴν ἕκτη, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνο παρήγαγε ἀπὸ τὴ γῆ ψυχὲς ζωντανὲς ἑρπετῶν καν τετραπόδων, ἀλλὰ καὶ ἐπέδειξε ἔργο ἄξιό της βουλῆς του, συγκεφαλαιώνοντας τὸ σύμπαν, συγκεντρώνοντας σ’ ἕνα τὴν αἴσθησι καὶ τὸ νοῦ, καὶ τὸ σπουδαιότερο, ἐμβάλλοντας καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ διὰ τῆς θείας τοῦ χάριτος, ἀνέδειξε τὸν ἄνθρωπο γνωστικὸ ζῶο ἐπάνω στὴ γῆ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι; Πῶς λοιπὸν δὲν εὐλόγησε καὶ ἅγιασε αὐτήν, ἀλλὰ τὴν ἕβδομη, ποῦ εἶναι ἡμέρα ἀπραξίας; Θέλοντας λοιπὸν νὰ ἐκθέσω τὸ πράγμα καὶ νὰ λύσω τὴν ἀπορία, εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τοὺς λογιωτέρους μάλιστα ἀπὸ τοὺς συναθροισμένους νὰ ἐλέγξω πρῶτα ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ ἐξέθεσαν καλῶς. Πραγματικὰ μερικοὶ ἐκθειάζουν τὸν ἀριθμὸ τοῦτο, ὁ Ἰώσηπος καὶ ὁ Φίλων, καὶ ὅσοι, σύμφωνοι μὲ αὐτούς, λέγουν ὅτι εἶναι ἀγέννητος, ἀλλὰ καὶ παρθένος ἀφοῦ δὲν γεννᾶ, ὅπως κατ’ αὐτοὺς εἶναι καὶ τὸ θεῖο· διότι δὲν μπόρεσαν νὰ ἐννοήσουν ὅτι ὁ Θεὸς καὶ γεννώντας δὲν ἀποβάλλει τὴν παρθενία· διότι γεννᾶ χωρὶς συνένωσι, ἀρρεύστως καὶ ἀπαθῶς. Ἄλλοι διατείνονται ὅτι γι’ αὐτὸ μόνο ἡ ἑβδόμη ἀπὸ τὶς ἡμέρες ἐπέτυχε τὴν θεία εὐλογία, ψευδολογώντας ὄχι μόνο κατὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἀθετοῦν τὴν γονιμότητα ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς ἰδίας της ἑβδόμης· διότι κάθε ἀριθμὸς γεννᾶται ἀπὸ μονάδα, ἡ δὲ ἑβδομὰς εἶναι ἀριθμός, ἄρα ὄχι ἀγέννητος. Ἀλλά, λέγουν, δὲν γεννᾶται ἀπὸ κάποιον ἄλλον τῶν μετὰ τὴν μονάδα πολλαπλασιαζόμενον· ἀλλὰ ἀγέννητος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν γεννᾶται ἀπὸ πολλούς, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ δὲν γεννᾶται ἀπὸ κανένα, πράγμα ποὺ δὲν ἔχει ἡ ἑβδομάς.

/
4. Έπειτα, ἂν ἡ ἡμέρα εὐλογήθηκε ἐξ αἰτίας του ὅτι ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς εἶναι τέτοιος, πολὺ περισσότερο θὰ ἐταίριαζε τοῦτο, ἂν ἐδεχόταν τὴν εὐλογία ἡ πρώτη, καὶ μάλιστα ἀφοῦ ὁ Μωυσῆς τὴν εἶπε, μία· διότι ἡ μονὰς εἶναι ἐντελῶς ἀγέννητη. Ἀλλὰ αὐτή, λέγουν, πολλαπλασιαζόμενη εἶναι καὶ γεννητικὴ κάθε ἀριθμοῦ ἀπὸ τοὺς εὑρισκομένους μέσα στὴ δεκάδα, ἡ δὲ ἑβδομὰς δὲν εἶναι γεννητικὴ κανενὸς ἀριθμοῦ μέσα στὴ δεκάδα, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι παρθένος. Ἔστω λοιπὸν παρθένος αὐτὴ ποὺ δὲν γεννᾶ καθόλου, ὄχι βέβαια ἀναγκαίως, ἀλλ’ ἔστω· αὐτὴ δὲ ποὺ δὲν γεννᾶ ὀλίγα ἀλλὰ πολλά, ὅσο περισσότερα γεννᾶ τόσο μακροτέρα εἶναι ἀπὸ τὴν παρθενία ὁπωσδήποτε. Ἡ ἑβδομὰς λοιπόν, πολλαπλασιαζόμενη καὶ συνθετομένη ἀπὸ τοὺς μέσα στὴν δεκάδα δὲν γεννᾶ κανένα, ἀλλὰ γεννᾶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄνω της δεκάδος· πῶς λοιπὸν εἶναι παρθένος; Ἀλλὰ ξεφεύγοντας τὶς λαβὲς μᾶς ἀνεβαίνουν κατὰ κάποιον τρόπο στὴ σελήνη καὶ τοὺς πλανῆτες, λέγοντας ὅτι οἱ μὲν πλανῆτες εἶναι ἑπτά, ἡ δὲ σελήνη σ’ ἑπτὰ ἡμέρες διχοτομεῖται, σὲ ἄλλες ἑπτὰ γίνεται πανσέληνος καὶ σὲ ἴσα διστήματα ἐπιστρέφει πάλι. Διότι ἀγνοοῦν ὅτι, ἂν ὁ ἑπτὰ εἶναι γι’ αὐτὰ σεπτός, καὶ οἱ ἄλλοι ἀριθμοὶ εἶναι ἐξ ἴσου, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἡ ἀρχὴ τῶν διότι ὅλος ὁ αἰσθητὸς κόσμος εἶναι ἕνας καὶ ὅλος ὁ οὐρανὸς ἕνας, ἢ ὄχι παραπάνω ἀπὸ δύο· καὶ ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος στὸ σύμπαν καὶ μιὰ ἡ σελήνη, γιὰ νὰ μὴ λέγω ὅτι τὰ πάντα συγκροτοῦνται ἀπὸ τὸ ἕνα του πρὸ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐπὶ πάντων Θεοῦ, κηρύττοντα σ’ αὐτοὺς ποὺ κατανοοῦν ὀρθῶς τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα.
5. Αν δὲ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀστέρες καὶ τοὺς πλανῆτες εἶναι σφαιρικὸς καὶ τὸ σύμπαν τοῦτο εἶναι κυκλικό, ὁ δὲ κύκλος ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο, σημεῖο καὶ γραμμή, καὶ χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη κανένα ἀπὸ τὰ αἰσθητά, καὶ ὁ ἀριθμὸς δύο λοιπὸν εἶναι χρησιμώτατος στὸ σύμπαν καὶ ἀναγκαιότατος. Ἐπειδὴ ὅμως στὸ σύμπαν δὲν ὑπάρχει μόνο γραμμὴ καὶ ἐπίπεδο, γι’ αὐτὸ λοιπὸν μεταξύ των ἀριθμῶν ὑπάρχει κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ἡ τριάς· παραλείπω δὲ ν’ ἀναφέρω τὰ ἄλλα πλεονεκτήματα τοῦ ἀριθμοῦ τούτου. Ἐπειδὴ δὲ πάλι καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ προλεχθέντα δὲν εἶναι μόνο κύκλος, ἀλλὰ καὶ στερεὸ καὶ σφαίρα, αὐτὰ δὲ χωρὶς τετράδα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑφίστανται, διότι κατ’ ἀνάγκη χρειάζονται καὶ ἄλλη διάστασι, πὼς δὲν εἶναι καὶ ἡ τετρὰς ἐξ ἴσου ἀξιόλογη; Ἐπίσης βέβαια καὶ ἡ πεντὰς γι’ ἄλλα παρόμοια, καὶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁ ἀριθμὸς ἕξι· διότι αὐτὸς εἶναι πρῶτος μεταξύ των τελείων, ἀφοῦ ἐξισώνεται πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὰ μέρη του· γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σύμπαν τοῦτο ὠλοκληρώθηκε κατ’ αὐτόν.

6. Εκείνοι λοιπὸν ποὺ ἐγκωμιάζουν τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τέτοια πράγματα χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν ἐγκωμιάζουν ὄχι μόνο αὐτὴν ἀλλὰ κάθε ἀριθμό· διότι ὁ καθένας τοὺς εὐλόγως ἔχει τέτοια προσόντα. Ἐπειδὴ πραγματικὰ ὁ ἀριθμὸς ἐκτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλα τα ἄλλα ὄντα, ὅλα δὲ τὰ κτισθέντα ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι καλὰ καὶ πολὺ καλά, ὅπως διὰ τοῦ Μωσέως ἐμαρτύρησε ὁ ἴδιος ὁ κτίστης, ὅ,τι μέρος ἀριθμοῦ καὶ ἂν λάβη καὶ ἐξετάση, θὰ τὸ εὔρη καλὸ καὶ πολὺ καλό, θαυμασίως ταιριαστὸ κατὰ τὶς ἀναλογίες στὸν ἑαυτό του καὶ στὰ ἄλλα. Δὲν διαφέρει ὅμως ἡ μιὰ ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἄλλη ἁπλῶς καὶ μόνο γιὰ τὸν ἀριθμό· διότι ὁ Μωυσῆς κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἐμφάνισε τὸν Θεὸ ὡς ἐπαινετή του ἀριθμοῦ, ἀλλὰ ἱστόρησε ὅτι τὰ καθημερινῶς παραγόμενα ἀπὸ αὐτὸν τὰ ἐπαινοῦσε κατὰ σειρά· ἑπομένως οὔτε ἡ ἕβδομη ἡμέρα δὲν εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἐξ αἰτίας τοῦ ἀριθμοῦ. Λέγομε λοιπὸν ἐμεῖς γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἅγιασε ἰδιαιτέρως αὐτήν, λαμβάνοντας ἀφορμὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους λόγους τοῦ Μωσέως. Διότι λέγει, «κατέπαυσε ὁ Θεὸς τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀπὸ ὅλα τα ἔργα του ποὺ ἐξετέλεσε». Ἔπειτα προσθέτοντας, ὅτι «καὶ εὐλόγησε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα τὴν ἑβδόμη καὶ τὴν ἁγίασε», ἀναφέρει εὐθὺς ἀμέσως καὶ τὴν αἰτία τῆς εὐλογίας, λέγοντας πάλι αὐτὸ τὸ ἴδιο, ὅτι «κατ’ αὐτὴν κατέπαυσε ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλα τα ἔργα τοῦ τὰ ὁποῖα ἄρχισε νὰ ἐκτελῆ». Ἑπομένως ὑπάρχουν ἔργα τοῦ Θεοῦ ποὺ οὔτε ἄρχισε νὰ ἐκτελῆ οὔτε ἔπαυσε νὰ ἐκτελῆ, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας ἀπεκάλυψε λέγοντας, «ὁ Πατήρ μου ἐργάζεται ἕως τώρα, κι ἐγὼ ἐργάζομαι».

7. Θέλοντας λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ μᾶς προσφέρη τὴ δυνατὴ γνῶσι τῶν ἔργων αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ νὰ δείξη ὅτι αὐτὰ πρέπει νὰ ζητοῦνται περισσότερο ἀπὸ ὅλα τα αἰσθητά, εὐλόγησε καὶ ἁγίασε τὴν ἑβδόμη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἔπαυσε νὰ πράττη τὰ αἴσθητα, σὰν εἶδος ἐπανόδου διὰ τῆς καταπαύσεως ἀπὸ τὰ κάτω πρὸς ἐκεῖνα τὰ ἀνώτερα καὶ ὑπερκόσμια. Διότι, γιὰ νὰ ὁμιλήσωμε κατὰ τὸν μεγάλο Διονύσιο, ὁ Θεὸς ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα γίνεται ἔξω ἐαυτοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἔξαρσι ἐπάνω ἀπὸ ὅλα κατέρχεται πρὸς τὸ πολλαπλοῦν κατὰ ἐκστατικὴ ὑπερούσια δύναμι ποὺ δὲν ἐξέρχεται ἀπὸ αὐτόν. Συγκαταβαίνοντας λοιπὸν φιλάνθρωπος, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς θέλησε καὶ ἔπρεπε, κατεσκεύασε σὲ ἕξι ἡμέρες τὸν αἴσθητο τοῦτο κόσμο μας· κατὰ δὲ τὴν ἑβδόμη ἐπανῆλθε στὸ ὕψος τοῦ θεοπρεπῶς, ποὺ ποτὲ δὲν ἐγκατέλειψε, καὶ ὑπέδειξε ὡς εὐλογημένη μᾶλλον τὴν κατ’ αὐτὴν κατάπαυσι, διδάσκοντας κι’ ἐμᾶς νὰ ζητοῦμε νὰ εἰσέλθωμε, κατὰ δύναμι, σ’ ἐκείνη τὴν κατάπαυσι, ποὺ εἶναι ἡ κατὰ τὸ νοῦ μᾶς θεωρία καὶ ἡ δὶ’ αὐτῆς ἀνύψωσις πρὸς τὸν Θεό. Πρὸς τὴν κατάπαυσι αὐτὴ προτρέπει ζωηρῶς καὶ ὁ ἀπόστολος. Διότι, ἀφοῦ ἀνέφερε πρῶτο το λεγόμενο ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ ψαλμωδοῦ περὶ τοῦ γένους τῶν Ἰουδαίων, «διότι ὁρκίσθηκα στὴν ὀργή μου ὅτι δὲν θὰ εἰσέλθουν στὴν κατάπαυσί μου», προσθέτει γράφοντας, «κάπου ἔχει λεχθῆ περὶ τῆς ἑβδόμης ὅτι ὁ Θεὸς κατέπαυσε ἀπὸ ὅλα τα ἔργα του», καν λίγο παρακάτω, «ἃς προσπαθήσωμε κι ἐμεῖς λοιπὸν νὰ εἰσέλθωμε στὴν κατάπαυσί του»· διότι αὐτὸς ποὺ εἰσῆλθε κατέπαυσε καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ ἔργα του, ὅπως ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ δικά του.

8. Αλλά ποθεῖτε νὰ μάθετε ἀκόμη σαφέστερα ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ κατάπαυσις καὶ πῶς θὰ εἰσέλθωμε κι’ ἐμεῖς σ’ αὐτήν; Ἂν γνωρίσωμε τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς δὲν ἄρχισε, ἀφοῦ εἶναι ἄναρχα, θ’ ἀντιληφθοῦμε ἀκόμη καλύτερα κι’ αὐτὴν τὴν κατάπαυσι καὶ τὴν πρὸς αὐτὴν εἴσοδο. Ποιὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὰ τὰ ἔργα; Ἃς μᾶς δώση τὴν ἀρχὴ τῆς ἀπαντήσεως ὁ ψαλμωδὸς προφήτης γράφοντας περὶ τοῦ Θεοῦ, «ἔργα τῶν χεριῶν τοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ κρίσις»· Ἄναρχο λοιπὸν καὶ ἀπαυστο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ γνῶσις τῶν ὄντων καὶ ἡ πρόγνωσις αὐτῶν ποὺ θὰ γίνουν, ποὺ δὲν θ’ ἀστοχήση κανείς, ἂν τὰ εἰπῆ ἀλήθεια. Ἄναρχο καὶ ἀπαυστο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κρίσις καὶ ἡ πρόνοια· διότι τὰ ὄντα ἐχρειάζονταν καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ γένεσί τους κρίσι καν πρόνοια, διότι πρέπει νὰ γίνουν καὶ μετὰ τὴν γένεσί τους νὰ μὴ ἀπογίνουν παράκαιρα ἢ ἄλλα μὲν νὰ μεταγίνωνται κατὰ καιρὸ πρὸς ὠφέλεια τῶν ἴδιων ἢ τοῦ σύμπαντος, ἄλλα δὲ νὰ διαμένουν ἀναλλοίωτα. Ἄναρχο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς ἐαυτὸν διότι ἐκινεῖτο ἀναρχως μὲ τὴν θεωρία ἐαυτοῦ.

9. Αν λοιπὸν ἐξετάση κανεὶς μὲ σύνεσι, θὰ μποροῦσε νὰ ἰδῆ πολλὰ σύστοιχα μὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες. Ἂν δὲ καὶ ὁ καθένας μας, ἀδελφοί, ἐγκαταλείποντας τὶς κάτω συνεχεῖς καὶ πολύμοχθες φροντίδες καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὲς ἔργα, παρακάθεται στρέφοντας τ’ αὐτιά του στὴ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος, πρῶτα θὰ ἐπαινεθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τὴν μὲν Μάρθα δὲν ἐπεδοκίμασε διότι ἐφρόντιζε γιὰ πολλά, ἂν καὶ ἡ σπουδὴ ἦταν ὑπὲρ αὐτοῦ· ἡ δὲ Μαρία, λέγει, ποὺ παρακάθεται κι’ ἀκούει τοὺς λόγους τῆς διδασκαλίας, ἐξέλεξε τὴν ἀγαθὴ μερίδα, ποὺ δὲν πρόκειται ν’ ἀφαιρεθῆ ἀπὸ αὐτήν.

10. Βλέπεις τὸ ἀκατάπαυστο ἔργο. Ἔπειτα λαμβάνοντας στὸ νοῦ τοὺς λόγους τούτους τῆς διδασκαλίας τοῦ Πνεύματος καὶ ἐμμελετώντας τους καὶ προκρίνοντάς τους μὲ τὸ λογικό της ψυχῆς ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ καὶ γήινο λογισμὸ καὶ ρυθμίζοντας μὲ αὐτοὺς τὸν βίο σου πρὸς τὴν σωτηρία, θὰ ἔχης καὶ σὺ ἔργο στὴν καρδιά σου τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν κρίσι, κατὰ τὸν ψαλμωδὸ προφήτη, λέγοντας τὴν ἀλήθεια. Ἂν δὲ ἀπομακρύνης τὸν νοῦ σου ἀπὸ κάθε λογισμό, ἔστω καὶ ἀγαθόν, καὶ τὸν στρέψης ὅλον πρὸς τὸν ἐαυτόν του μὲ ἐπίμονη προσοχὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, πραγματικὰ εἰσῆλθες κι ἐσὺ στὴν θεία κατάπαυσι κι ἐπέτυχες τὴν εὐλογία κατὰ τὴν ἑβδόμη, βλέποντας ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου καὶ διὰ τοῦ ἐαυτοῦ σου ἀνυψούμενος πρὸς τὴν θεοπτία· διότι τὸ τέλος τῆς προσευχῆς, λέγει, εἶναι ἡ ἁρπαγὴ πρὸς τὸν Κύριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα αἴτιο τῆς εὐλογίας κατὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, τὸ ὁποῖο δεικνύοντας καὶ ὁ Μωυσῆς παρήγγειλε νὰ τηρῆται ἀργία κατὰ τὴν ἑβδόμη, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ βοηθοῦν τὸ σῶμα, ἐνῶ ὡς πρὸς κατάλληλα γιὰ τὴν ψυχὴ παρήγγειλε ἐνέργεια.

11. Άλλο αἴτιο εἶναι ὅτι, αὐτὸς ποὺ συνέστησε τὸ σύμπαν σὲ ἕξι ἡμέρες, προέβλεπε καὶ τὴν ἐκτροπὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ χειρότερο καὶ τὴν ἐξ αἰτίας αὐτῆς στροφὴ πρὸς τὴ γῆ καὶ τὴν καταστροφὴ ἕως τὸν ἅδη καὶ τὴν κάθειρξι σ’ αὐτόν, τὴν παλαίωσι καὶ ἀχρήστευσι ὅλου του κόσμου τούτου γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ τὸν μελλοντικὸ ἀνακαινισμὸ τούτου διὰ τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀνακαίνισις ἐνεργήθηκε κατὰ τὴν κατάβασι τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ στὸν ἅδη διὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἐκεῖ μαρτυρουμένη ἀνάκλησι τῶν ψυχῶν ἀπὸ αὐτὸν τὸ Σάββατο· καὶ αὐτὸ λοιπὸν προέβλεπε τὸ ἔργο τῆς ἑβδόμης ἡμέρας, καὶ γι’ αὐτὸ εὐλόγως αὐτὴν μόνο ἀξίωσε τῆς εὐλογίας αὐτῆς. Ἀλλὰ προετοιμάσθηκε μὲν τοῦτο ἀδήλως κατὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, δηλαδὴ τὸ Σάββατο, ἐφάνηκε δὲ κι ἐκτελέσθηκε τὸ ὅλο καθαρῶς, μὲ ἀνάκλησι καὶ τοῦ σώματος στὴν ἀφθαρσία, κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα διὰ τῆς δεσποτικῆς ἀναστάσεως, γι’ αὐτὸ αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπὸ ἐμᾶς καταλλήλως Κυριακή. Ὥστε ὅ,τι εἶναι ἡ Παρασκευὴ ἀπέναντι στὸ Σάββατο, τοῦτο εἶναι ὡς πρὸς τὴν Κυριακή το Σάββατο, διότι ὑπερέχει αὐτοῦ σαφῶς· ὅσο ἡ τελειότης καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπερέχουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸν τύπο καὶ τὴν σκιά, τόση ὑπεροχὴ καὶ ἱερότητα ἔχει ἡ Κυριακὴ ἐξ αἰτίας τοῦ ὑπερευλογημένου τέλους κατ’ αὐτὴν καὶ τῆς ἐλπιζομένης κατ’ αὐτὴν κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων, τὴν τελεία εἴσοδο τῶν ἀξίων στὴ θεία κατάπαυσι καὶ τὴν ἀναστοιχείωσι ὅλου του κόσμου.

12. Επομένως ὅσο θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ κανείς, ἐγκωμιάζοντας τὴν ἑβδόμη, αὐτὰ ἀναφέρονται μὲ τὸ παραπάνω στὴν ὀγδόη· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ τελείωσις ἐκείνης. Αὐτῆς τῆς ὀγδόης τὴν τιμή, δηλαδὴ τῆς Κυριακῆς, εἰσήγαγε ἐμμέσως ὁ Μωυσῆς. Διότι τὸ Ἰωβηλαῖο ἔτος, ποὺ ἀπὸ ἐκεῖνον θεωρεῖται καὶ ὀνομάζεται ἔτος ἀφέσεως, δὲν ἀριθμεῖται στὶς κατὰ τὸν νόμο ἀριθμούμενες ἑβδομάδες τῶν ἐτῶν, ἀλλὰ εἶναι ἔπειτα ἀπὸ ὅλες ἐκεῖνες καὶ ὄγδοο, ἀναφαινόμενο μετὰ τὴν τελευταία ἑβδομάδα τῶν ἐτῶν ἐκείνων. Τοῦτο πράττει ὁ Μωυσῆς καὶ στὶς ἑβδομάδες τῶν ἑβδομάδων τῶν ἡμερῶν. Ὁ νομοθέτης ὅμως δὲν εἰσήγαγε μόνο ἔτσι ἐμμέσως τὴν τιμὴ τῆς ὀγδόης ἡμέρας, ποὺ ἐμεῖς ὀνομάζομε Κυριακὴ ὡς ἀφιερωμένην στὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ ποὺ ὀνομάζει «τῶν Σαλπίγγων» τὴν καλεῖ ἐξόδιον, δηλαδὴ τέρμα καὶ τελείωσι ὅλων των ἑορτῶν”. Κατ’ αὐτὴν λοιπὸν λέγει φανερὰ ὅτι καὶ ἡ ὀγδόη ἡμέρα θὰ εἶναι γιὰ μᾶς, προκαταγγέλλοντας τὸν θεῖο καὶ ἔνδοξο καὶ σεβάσμιο χαρακτήρα τῆς Κυριακῆς ποὺ θὰ πραγματοποιηθῆ μετὰ τὴν παρέλευσι ὅλων των μωσαϊκῶν θεσμῶν.

13. Ώστε καὶ αὐτὸς ἐτίμησε ἔτσι τὴν ἑβδόμη, διότι ὁδηγεῖ στὴν ὀγδόη τὴν πραγματικὰ τιμία. Καί, ὅπως ὁ δοσμένος δὶ’ αὐτοῦ νόμος εἶναι τίμιος, ἁπλῶς ὡς εἰσηγητὴς στὸν Χριστό, ἔτσι καὶ ἡ ἑβδόμη εἶναι τιμία διότι εἰσάγει στὴν ὀγδόη, κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, σὰν νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ ὀγδόη. Καθὼς δηλαδὴ μετὰ τὴν ἑβδόμη ἀριθμεῖται ἡ ὀγδόη ἡμέρα, ἔτσι ἐξετάζοντας θὰ εὕρης, μετὰ τὴν ἑβδόμη των ἀναστάσεων νεκρῶν ἀνέκαθεν, ὅτι ὀγδόη εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνο διότι ἐτελέσθηκε τὴν ὀγδόη ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ὀγδόη στὸν ἀριθμὸ ὡς πρὸς ἐκεῖνες ποὺ συνέβηκαν πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ἡ ἴδια δὲ καὶ πρώτη ὡς πρὸς τὴν ἐλπιζομένη ἀνάστασι ὅλων των πιστῶν στὸ Χριστὸ ἢ ἐξανάστασι, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἀνυμνεῖται ὡς ἀπαρχὴ τῶν κοιμημένων καὶ πρωτότοκός των νεκρῶν. Κατὰ τὸν ἴδιο δὲ τρόπο ἡ Κυριακὴ ἡμέρα δὲν εἶναι μόνο ὀγδόη ἀπὸ τὶς ἀριθμούμενες πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ πρώτη των ἔπειτα ἀπὸ αὐτήν, ὥστε αὐτὴ νὰ εἶναι ἐκ περιτροπῆς ἐκείνη ἡ ἰδία, ἡ καινὴ καὶ πρώτη ὅλων των ἡμερῶν, τὴν ὁποία ἐμεῖς μὲν καλοῦμε Κυριακή, ὁ δὲ Μωυσῆς ὠνόμασε ὄχι ‘πρώτη’ ἀλλὰ «μία», ὡς ὑπερυψωμένη ἀπὸ τὶς ἄλλες καὶ ὡς προοίμιο τῆς μιᾶς καὶ ἀνέσπερης ἡμέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

14. Θ’ ἀντιληφθῆς δὲ καλύτερα τὴν ὑπεροχὴ τῆς Κυριακῆς ἀπέναντι στὶς ἄλλες ἐορτάσιμες ἡμέρες καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς. Κάθε ἄλλη ἐορτάσιμη ἡμέρα τὸ ἔτος φέρει μόνο μιὰ φορά, ἐνῶ τὴν Κυριακή μας τὴν ἐπαναφέρει καὶ ὁ κάθε μήνας μόνος του τέσσερις φορές· ἔτσι αὐτὴ μὲ τὴν τόσο συχνὴ ἐπάνοδο μᾶς καθιστᾶ ὅλο το ἔτος τῆς ἀληθινῆς ἀφέσεως, ἔτος εὐπρόσδεκτο ἀπὸ τὸν Κύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος διδάσκοντάς μας νὰ τὴν ἐορτάζωμε ἐμπράκτως μὲ τὸ πέρασμα κάθε ἑβδομάδος ἡμερῶν, ἐμφανίσθηκε πρῶτα στοὺς μαθητᾶς σὲ οἰκία, ἐνῶ ἀπουσίαζε ὁ Θωμάς, καὶ παρουσίασε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ζωντανόν, τοὺς πρόσφερε τὴν εἰρήνη καὶ μὲ τὸ ἐμφύσημα ἐχάρισε τὴ χάρι τοῦ θείου Πνεύματος· ἐνέβαλε σ’ αὐτοὺς θεία δύναμι νὰ δένουν καὶ νὰ λύουν τὶς ἁμαρτίες καὶ τοὺς κατέστησε συμμετόχους τῆς οὐράνιας κυριαρχίας, λέγοντάς τους, «λάβετε ἅγιο Πνεῦμα, ἂν συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες κάποιων, τοὺς συγχωροῦνται, ἂν τὶς κρατῆτε, κρατοῦνται».

15. Αυτήν λοιπὸν τὴ δύναμι καὶ χάρι παρέσχε ὁ Κύριος, ἐμφανισθεῖς κατὰ τὴν ἰδία τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεώς του, ποὺ πάντως ἦταν Κυριακή· ἔπειτα παραλείποντας τὶς ἐνδιάμεσες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, κατὰ τὴν ὀγδόη, δηλαδὴ τὴν Κυριακὴ ποὺ ἔχομε σήμερα, ἔρχεται πάλι στὴν ἴδια οἰκία, γιὰ νὰ ἐγκαινιάση τὴν πανήγυρί του καὶ ὁδηγήση τὸν διστακτικὸ Θωμὰ πρὸς τὴν πίστι· διότι κατὰ τὸν ἀγαπημένο εὐαγγελιστὴ καὶ μαθητὴ τοῦ Σωτῆρος, «ἔπειτα ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες οἱ μαθηταὶ ἤσαν πάλι μέσα καὶ ἀνάμεσά τους ὁ Θωμάς· ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ἐνῶ οἱ θύρες ἤσαν κλειστές, ἐστάθηκε στὴ μέση τους καὶ λέγει σ’ αὐτούς, εἰρήνη σ’ ἐσάς».

16. Βλέπετε ὅτι Κυριακὴ συνέβηκαν καὶ ἡ συνάθροισις τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου πρὸς αὐτούς; Διότι Κυριακὴ ἦταν, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ ἦλθε σὲ συνάθροισί τους, καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες πάλι Κυριακὴ ἔρχεται σὲ σύναξί τους. Ἐκεῖνες τὶς συνάξεις εἰκονίζει διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ νὰ ἐπιτελῆ κυρίως κατὰ Κυριακὴ τὶς συνάξεις, ὅπου κι’ ἐμεῖς εὑρισκόμαστε ἀνάμεσά σας καὶ κηρύττομε δημοσία τα χρήσιμα γιὰ τὴν σωτηρία καὶ ὁδηγοῦμε πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν εὐσεβῆ βίο.

17. Κανένας λοιπὸν νὰ μὴ ἀπουσιάζη ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἱερὲς καὶ θεοπαράδοτες συνάξεις εἴτε ἀπὸ ραθυμία εἴτε ἀπὸ τὴν συνεχῆ ἀσχολία μὲ τὰ γήινα, ὥστε νὰ μὴ ἐγκαταλειφθῆ δικαίως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πάθη κάτι παρόμοιο μὲ τὸν Θωμὰ ποὺ δὲν ἦλθε στὴν ὥρα του· κι’ ἂν πνιγμένος ἀπὸ τὶς φροντίδες ἀπουσιάση μιὰ φορά, νὰ ἀνταποδώση τὴν ἑπομένη, φέροντας τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴ μείνη ἀμείωτος, ἀφοῦ, ἐνῶ ἀσθένησε κατὰ τὴν ψυχὴ στὴν ἀπιστία μὲ ἔργα καὶ λόγια, δὲν προσῆλθε στὸ ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἐδέχθηκε τὴν ἱερὰ ἰατρεῖα, ὅπως ὁ θεῖος Θωμάς. Ὑπάρχουν πραγματικά, ὑπάρχουν ὄχι μόνο λογισμοὶ καὶ λόγοι, ἀλλὰ καὶ ἔργα καὶ πράξεις πίστεως (διότι, λέγει, «δεῖξε μου τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου»), ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἂν ἐκπέση κανεὶς τελείως ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπιδιδόμενος ἀποκλειστικῶς στὰ μάταια, ἔχει τὴν πίστι νεκρά, δηλαδὴ ἀνύπαρκτη, γινόμενος κι’ αὐτὸς νεκρὸς διὰ τῆς ἁμαρτίας.

18. Αλλ’ ἀποροῦν μερικοί, πῶς μὲ κλειστὲς θύρες εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς ἔχοντας σῶμα; Διότι, ὅπως φαίνεται, δὲν γνωρίζουν νὰ συγκρίνουν τὰ πνευματικὰ μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ νὰ τὰ κατανοοῦν δὶ’ ἀλλήλων, ὅπως λέγει ὁ θεῖος ἀπόστολος. Διότι, ἂν δὲν ἔφθειρε τὴ μήτρα τῆς Παρθένου ποὺ τὸν ἐγέννησε κατὰ σάρκα, ἀφοῦ δὲν τὴν ἔθιξε κατὰ τὴν γέννησί του ἀλλὰ διετήρησε σώα τα σημεῖα τῆς παρθενίας, μ’ ὅλο ποὺ τότε ἔφερε παθητὸ καὶ θνητὸ σῶμα, τί τὸ παράδοξο, ἂν τώρα, ποὺ ἀπαθανάτισε τὸ ἀνθρώπινο προσλημμα καὶ ἔχει ἀθάνατο σῶμα, εἰσῆλθε ἀπὸ κλειστὲς θύρες; Ἀλλὰ ἐπειδὴ πάντως εἶχε ἀθάνατο καὶ ἀπαθὲς σῶμα, πῶς λοιπὸν εἶχε τὶς οὐλὲς καὶ τὰ τρυπήματα στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά; Διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Θωμά· «φέρε ἐδῶ τὸν δάκτυλό σου καὶ ἰδὲ τὰ χέρια μου καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλε το στὴν πλευρά μου· καὶ νὰ μὴ εἶσαι ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Πῶς εἶχε λοιπὸν τὶς οὐλές; Βέβαια θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιδείξη οὐλὲς καὶ τρυπήματα καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ νὰ μένη σῶο καὶ ὑγιές· τὸ δὲ ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατο μπορεῖ καὶ οὐλὲς νὰ δείξη καὶ τρυπήματα, ποὺ ἔπαθε πρωτύτερα, σὲ ὅσους θέλει, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ νὰ μένη ἀπαθὲς καὶ ἀθάνατο.

19. Εμενα δὲ τοῦτο μου ἐπιτρέπει ν’ ἀντιληφθῶ καὶ αὐτό, ὅτι δηλαδὴ τὶς οὐλὲς φέρουν ὡς αἰώνιο στολίδι ὅσοι ἔπαθαν γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως δηλαδὴ οἱ φωταγωγοὶ τῶν παραθύρων χωρὶς νὰ μειώνουν κατὰ τίποτε τὴν ἀσφάλεια τῆς οἰκοδομῆς, δὲν ἀποτελοῦν ἀσχήμια ἀλλὰ στολίδι ἀναγκαιότατο στὶς οἰκίες,ἀφοῦ στέλλουν μέσα το φῶς καὶ προσφέρουν τὴν πρὸς τὰ ἔξω θέα τῶν ἐνοίκων, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὰ πάθη ἐπὶ τοῦ σώματος γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὰ τρυπήματα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι γι’ αὐτούς, ποὺ τὰ ἔχουν φωταγωγοὶ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐκφάνσεως τοῦ φωτὸς ἐκείνου αὐτοὶ ἀναγνωρίζονται μᾶλλον ἀπὸ τὸ θεῖο κάλλος καὶ τὴν λαμπρότητα, ἀλλ’ ὄχι μόνο δὲν φθείρονται ἀπὸ τὴν ἀπάθεια, ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι πρόξενοι τῆς ἀθανασίας.

20. Το δὲ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, ἐκλάμποντας ἀπὸ ἐκεῖ ἐφώτισε νοερῶς τὸν διστάζοντα, ὥστε ὁ Θωμὰς νὰ φωνάξη ἀμέσως μὲ τελεία θεολόγησι, «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός». Ὁ δὲ Κύριος εἶπε πρὸς αὐτόν, «ἐπειδὴ μὲ εἶδες ἐπίστευσες; μακάριοι αὐτοὶ ποὺ ἐπίστευσαν χωρὶς νὰ ἰδοῦν», δεικνύοντας ὅτι οἱ αὐτόπτες δὲν ἔχουν περισσότερα δικαιώματα στὴ δόξα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὁδηγοῦνται δὶ’ αὐτῶν στὴν πρὸς τὸν Κύριο πίστι. Ἂν δὲ δὲν εἶπε ‘πιστεύοντες’ ἀλλὰ «πιστεύσαντες», τὸ εἶπε μὲ τὴν θεία καὶ προγνωστικὴ δύναμι τοῦ γνωρίζοντος τὰ πάντα πρὶν ἀπὸ τὴ γένεσί τους, ὅτι τὰ ἐσόμενα εἶναι γεγονότα.

21. Κάτι ποὺ μόλις τώρα μου ἦλθε στὸ νοῦ, θὰ τὸ εἰπῶ πρὸς τὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ βλέπω ὅτι ὁ Θωμάς, ὅταν ἦταν ἀπῶν, ἔγινε ἄπιστος, ὅταν δὲ ἦλθε μαζὶ μὲ τοὺς πιστεύοντας, δὲν ἀστόχησε καθόλου στὴν πίστι. Γι’ αὐτὸ ἔβαλα στὸ νοῦ μου ὅτι, καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, μόνο ἂν ἀποφύγη τὴν συναναστροφὴ μὲ τοὺς φαύλους καὶ συναναστρέφεται τοὺς δικαίους δὲν θὰ ἀστοχήση ποτὲ στὴ δικαιοσύνη καὶ στὴ γι’ αὐτὴν ψυχικὴ σωτηρία. Κι’ αὐτὸ νομίζω ὅτι ὑπαινίσσεται καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης, ὅταν μακαρίζη τοὺς παρεκκλίνοντας ἀπὸ τὴν συμπαράστασι καὶ συνοδοιπορία μὲ τοὺς διεφθαρμένους, καὶ ἄλλος προφήτης ὅταν λέγη, νὰ μὴ εἶσαι μὲ πολλοὺς στὴν κακία, καὶ ὁ παροιμιαστής, «στὴ συνάθροισι τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ γίνη πυρκαϊᾶ, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ συμπορεύεται μὲ σοφοὺς θὰ εἶναι σοφός».

22. Επομένως, ἀδελφοί, ἃς συναθροιζώμαστε καὶ ἃς ἐπισκεπτόμαστε συχνὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ· διότι κάθε πραγματικὰ εὐλαβὴς παρευρίσκεται καὶ παραμένει σ’ αὐτὴν χωρὶς ἀπουσίες. Καὶ ὅταν ὁ καθένας σᾶς ἔλθη σ’ αὐτήν, ἃς παρατηρῆ τοὺς εὐλαβέστερους, ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς διακρίνη καὶ μόνο μὲ τὴ θέα τῆς παραστάσεως σὲ σιωπὴ καὶ προσοχή. Ἃς παρατηρῆ λοιπὸν τοὺς εὐλαβέστερους καὶ σεβόμενους τὸν Κύριο περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ πλησιάζοντας ἃς προσκολλᾶται σ’ αὐτοὺς καὶ ἃς συμπαραστέκεται στὸν Θεὸ μαζὶ μὲ αὐτούς. Κι ἂν ἐξέλθη ἀπὸ ἐδῶ μετὰ τὴν ἀπόλαυσι, σὲ ἡμέρα Κυριακή, σχολάζοντας ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἔργα γιὰ τὸν Κύριο, τοῦ ὁποίου ἐπώνυμος εἶναι αὐτή, ἃς ἀναζητῆ μὲ ἐπιμέλεια, μήπως κάποιος μιμούμενος τοὺς Ἀποστόλους ἐκείνους μένη τὸν περισσότερο χρόνο κατάκλειστος, ποθώντας νὰ ἐπικοινωνήση πρὸς τὸν Κύριο διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμωδίας σὲ ἡσυχία, καθὼς καὶ διὰ τῆς ἄλλης διαγωγῆς. Ἃς προσέλθη λοιπὸν καὶ αὐτὸς σ’ ἐκεῖνον, ἃς εἰσέλθη στὴν οἰκία του μὲ πίστι, σὰν σὲ οὐράνιο χῶρο ποὺ ἔχει μέσα τὴν ἁγιαστικὴ δύναμι τοῦ Πνεύματος· ἃς παρακάθεται μὲ τὸν ἔνοικο, ἃς παραμένη μαζί του, ὅσο μπορεῖ, καὶ ἃς συνομιλῆ μαζί του περὶ Θεοῦ καὶ θείων πραγμάτων, ἐρωτώντας, μαθαίνοντας μὲ ταπείνωσι κι ἐπικαλούμενος τὴν βοήθεια δὶ’ εὐχῆς. Πράττοντας ἔτσι θὰ ἔλθη καὶ πρὸς αὐτὸν ἀοράτως – τὸ γνωρίζω καλὰ – ὁ Χριστὸς καὶ θὰ προσφέρη τὴν εἰρήνη μέσα στὸ λογικό της ψυχῆς, θ’ αὐξήση τὴν πίστι, θὰ δώση μεγαλύτερη δύναμι στὸν στηριγμὸ καὶ στὸν καιρό του θὰ τὸν κατατάξη μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

23. Αυτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, στὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ τώρα ἀπέθανε γιὰ μᾶς καὶ ἀναστήθηκε καὶ ὕστερα θὰ ἔλθη μὲ δόξα, τοῦ βασιλέως τῶν αἰώνων Χριστοῦ· διότι σ’ αὐτὸν πρέπει δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

πηγή


Βίος τοῦ Ἀποστόλου Θωμά