ΜΗΝΙΑΤΗςΤί δὲν κάνει καὶ τί δὲν ἐφευρίσκει ὁ ἔνθεος ζῆλος μιᾶς ἐνάρετης ψυχῆς! Ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ εὐλαβὴς καὶ σοφὸς μοναχὸς Μεθόδιος1  γιὰ νὰ κατηχήση στὴν Ὀρθόδοξο πίστι τὸν βασιληὰ τῶν Βουλγάρων. Αὐτὸ ἔγινε τότε ποὺ αὐτὸς εἶχεν ἀπαρνηθεῖ τὴν εἰδωλολατρεία καὶ εἶχε εἰσέλθει στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία. Εἶχε βαπτισθῆ καὶ εἶχεν ὑποτάξει τὸ κράτος του στὸν βασιληὰ τῶν Ρωμαίων2   καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.3

 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ καλὸς δοῦλος καὶ πιστὸς ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νὰ νουθετῆ τὸν νεοφώτιστο μὲ τὴν δύναμι τῆς διδασκαλίας του, ἀλλὰ περισσότερο μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς του καὶ νὰ τοῦ ὑποδεικνύει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, πῶς πρέπει νὰ ζῆ ἕνας ἀληθινὸς Χριστιανός.

 Ὅμως δὲν ἀρκέσθηκε σ’ αὐτά: ἐζωγράφισε μὲ ἐπιδεξιότητα δύο εἰκόνες. Στὴν μία ἐζωγράφισε τὴν δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἄλλη τὸν ἅδη. Στὴν πρώτη παρουσίαζε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ νὰ κάθεται σὲ θρόνο ὑψηλὸ καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ νὰ περιβάλλεται μὲ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, μέσα σὲ δόξα πολλήν, ντυμένο μὲ ὅλο το φῶς τῆς θείας Τοῦ δόξης. Παραστέκονταν χίλιες χιλιάδες ἀγγέλων καὶ πλῆθος ἀναρίθμητο ἀνθρώπων ποὺ δικάζονταν καὶ ἀνέμεναν τὴν ἀπόφασι τοῦ φοβεροῦ δικαστῆ. Ἀκόμη ὑπῆρχε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ποὺ φαίνονταν μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα, ὁ πύρινος ποταμὸς ὁ ὁποῖος ἐξήρχετο ἀπὸ τὸν πύρινο θρόνο καὶ λεπτομερῶς ὅλα τα περιστατικὰ τῆς μελλούσης Κρίσεως.4  Εἰς τὴν ἄλλην εἰκόνα ἔδειχνε τὸν παμφάγον καὶ ἀχόρταγον ἄδην καὶ τὸ ἐκεῖ ἄσβεστον πῦρ.5  Ἐκεῖ ἔδειχνε τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον,6  τὸν σκώληκα τὸν ἀκοίμητον,7   τὰ διάφορα βασανιστήρια τῶν κολαζομένων ἁμαρτωλῶν καὶ τὶς διάφορες μορφὲς τῶν βασανιζόντων δαιμόνων.

 Αὐτὲς τὶς δύο φοβερὲς εἰκόνες τὶς τοποθετοῦσε ὁ φρόνιμος διδάσκαλος καθημερινῶς μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ βασιλέως μαθητοῦ γιὰ νὰ τὸν κάμη νὰ καταλάβη πὼς γιὰ ἕνα ἀσεβῆ καὶ ἁμαρτωλὸ τέτοια θὰ εἶναι ἡ κρίσις, τέτοια θὰ εἶναι ἡ κόλασις. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο προσπαθοῦσε νὰ τὸν στερεώση στὴν ὀρθὴ πίστι καὶ νὰ τὸν παρακινήση νὰ ζῆ θεάρεστο ζωή.

 Ἐγὼ ἐπήνεσα τὸν ζῆλο καὶ τὴν τέχνη τοῦ καλοῦ Μεθοδίου καὶ γι’ αὐτὸ θέλησα νὰ τὸν μιμηθῶ. Στὶς περασμένες δύο διδαχές μου σᾶς παρουσίασα δύο εἰκόνες. Σᾶς ἐζωγράφισα στὴν μία τὴν μέλλουσα Κρίσι καὶ στὴν ἄλλη τὴν αἰώνια κόλασι. Αὐτὸ τὸ ἔκαμα μὲ σκοπὸ νὰ σᾶς ὁδηγήσω στὴν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς γιὰ νὰ ἀποφύγετε καὶ τὴν ὀργὴ τῆς μελλούσης Κρίσεως καὶ τὰ βάσανα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ γι’ αὐτὴ τὴν μετάνοια ἔρχομαι σήμερα νὰ σᾶς ὁμιλήσω. Σήμερα ποὺ «ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα».8   Σήμερα ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πηγαίνει νὰ παραδοθῆ στὰ χέρια τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Γραμματέων, νὰ πάθη, νὰ ἀποθάνη, νὰ χύση ὅλον τὸν πολύτιμο Αἷμα του, νὰ δώση τὴν ζωή Του στὸν θάνατο, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία9  καὶ «δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».

 Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιθυμήσουμε καταλληλότερο καιρὸ γιὰ νὰ σωθοῦμε, παρὰ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διαπραγματεύεται τὴν σωτηρία μας. Μὰ ἀλλοίμονο! Ἐσεῖς ἀκόμη στέκεσθε; Ἀκόμα δὲν μετανοεῖτε; Ἀντιστέκεστε λοιπὸν στὴν γνώμη σας, στὸ πάθος σας, στὴν ἁμαρτία σας;

 Σκληροκάρδιοι, ἀδιόρθωτοι ἁμαρτωλοί, ἀκοῦστε τί θέλω νὰ σᾶς πῶ σήμερα! Θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν μετάνοια καὶ θὰ σᾶς ἀποδείξω πὼς ὅποιος δὲν θέλει νὰ μετανοήση ἀφοῦ τὸ μπορεῖ, θὰ ἔλθη καιρὸς ποὺ ἴσως νὰ θέλη καὶ νὰ μὴ μπορῆ…

ΜΕΡΟΣ Α.

 Ὑπάρχει καὶ παλαιότερα ἀλλὰ καὶ τώρα ἕνα ζήτημα ἀνάμεσά σε Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικούς. Ποιὸ εἶναι τάχα αὐτὸ ποὺ δικαιώνει καὶ σώζει τὸν ἄνθρωπο; Μήπως μονάχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἢ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου μαζί;

 Ἂν ποῦμε πὼς γιὰ νὰ δικαιωθῆ καὶ νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀρκεῖ ἡ θέλησίς του, χωρὶς νὰ χρειάζεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε πέφτουμε στὴν αἵρεσι τῶν Πελαγιανῶν.11  Τὸ ὅτι ἡ χάρις μόνον τοῦ  Θεοῦ σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν θέλησί του, αὐτὴ εἶναι αἵρεσις τῶν Λουθηροκαλβινιστῶν.12   Οἱ πρῶτοι ἔλεγαν ὅτι ἅμα ὑπάρχη θέλησις, δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ Χάρις. Τοῦτοι ἐδῶ, οἱ δεύτεροι ἰσχυρίζονται ὅτι ἅμα ὑπάρχη ἡ Χάρις ἡ θέλησις δὲν εἶναι ἀναγκαία.

 Ὅμως ἡ ἀληθινὴ γνώμη ἀνήκει στοὺς Ὀρθοδόξους. Οὔτε μόνον ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε μόνον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ μαζὶ καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ Χάρις δικαιώνουν καὶ σώζουν τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸ διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία συμφώνως μὲ τὴν θεία Γραφή, τοὺς ἱεροὺς διδασκάλους καὶ τοὺς ἐμπνευσμένους θεολόγους. Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καὶ ἡ βοήθεια τῆς θείας Χάριτος εἶναι αὐτοὶ οἱ δύο τροχοὶ ποὺ τρέχουν μαζὶ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν οὐρανό. Αὐτὲς εἶναι οἱ δύο φτεροῦγες μὲ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ πετάξουμε γιὰ τὸν Παράδεισο!

 Μᾶς λέγει ὁ Χριστός· ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήση, ἃς ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτόν».13  Ἰδοὺ ἡ ἐλευθέρα θέλησις τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πάλι λέγει ὁ Ἴδιος· χωρὶς ἐμὲ δὲν μπορεῖτε νὰ κάμετε τίποτε: «χωρὶς ἐμοῦ οὒ  δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».14  Ἰδοὺ πόσον ἀναγκαία εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

 Ὁ περίφημος ἱερὸς Αὐγουστίνος15  λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς δηλαδὴ νὰ τὸ θέλη ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀδύνατο νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο  χωρὶς τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς δηλαδὴ νὰ τὸ θέλη ὁ ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ σωθοῦμε πρέπει νὰ τὸ θέλουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ὁ Θεός. «Δεῖ καὶ τὸ ἐφ’ ἠμὶν εἶναι καὶ ἐκ Θεοῦ τὸ σώζεσθαι» κηρύττει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.16  Τὸ ἴδιο μας διδάσκει καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Ἡ χάρις, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι  χάρις, σώζει ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦν: «ἡ χάρις, καν χάρις ἥ τους ἐθέλοντας σώζει».17

 Ἑπομένως γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας συντρέχουν μαζὶ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Προπορεύεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀκολουθῆ καὶ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου.18 Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ προσκαλεῖ καὶ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ ἀκούη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ κάθε ἄνθρωπο εἰς μετάνοιαν διότι θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν, «θέλει πάντας σωθῆναι».19

 Ὅμως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ θέλη νὰ μετανοήση καὶ νὰ σωθῆ, ἀλλιῶς ἀκοῦστε τί πολὺ κακὸ μπορεῖ νὰ συμβῆ. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μείνη γιὰ πολὺν καιρὸ στὴν ἁμαρτία χωρὶς νὰ μετανοήση, ἐκεῖνοι οἱ δύο τροχοί, ἐκεῖνες οἱ δύο φτεροῦγες, ἡ θέλησις δηλαδὴ καὶ ἡ Χάρις, μὲ τὸν καιρὸ ἐξασθενοῦν καὶ δὲν κάνουν καμμίαν ἐνέργειαν. Ἡ θέλησις ἐξασθενεῖ λόγω τῆς μακρᾶς συνηθείας. Ἡ Χάρις ἀτονεῖ λόγω τῆς μακρᾶς ὑπομονῆς. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ μετανοήση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιατί δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τὴν ξεσυνηθίση. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ συγχωρήση τὴν ἁμαρτία, γιατί δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ὑπομένη. Ὅθεν γεννᾶται ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀμετανοησία, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ ἡ ἐγκατάλειψις. Καὶ ἔτσι ὅταν μπορῆ ὁ ἄνθρωπος, δὲν θέλει νὰ μετανοήση.

 Ἴσως ἔλθη ἡ ἐποχὴ ποὺ νὰ θέλη καὶ νὰ μὴ μπορῆ. Καὶ τοῦτο γιὰ δύο ἀφορμές. Καὶ γιατί τοῦ λείπει ἡ θέλησις καὶ γιατί τοῦ λείπει ἡ Χάρις.

 Ἃς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν πρώτη. Κατὰ φυσικὸν λόγο, ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου κλίνει πρὸς τὸ κακὸ περισσότερο παρὰ πρὸς τὸ καλό. Μετὰ βίας ἀνεβαίνει πρὸς τὸ καλό. Ὅμως πρὸς τὸν κακὸ εὔκολα πέφτει. Καὶ ἂν πέση μιὰ φορά, ἐκεῖ σχεδὸν μένει, σὰν ἀκίνητος.

 Ὅταν ἐκαίετο ἡ Πεντάπολις20  ἀπὸ ἐκείνη τὴν φωτιὰ ποὺ ἔρριξεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ κατακαύση ἐκείνη τὴν μιαρὴ ἁμαρτία,21  ἠθέλησε νὰ λυτρώση ἀπὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο κακὸ τὸν δίκαιο Λὼτ μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Τοῦ λέγει· βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνό, τὸ Σηγώρ; Ἐκεῖ τρέξε νὰ σωθῆς. Περπάτα γρήγορα ὅσο μπορεῖς, καὶ πρόσεχε νὰ μὴ στραφῆς διόλου πρὸς τὰ πίσω. Μὴ στραφῆς διότι ὑπάρχει κίνδυνος, βλέποντας μὲ τὰ μάτια σου νὰ πιαστῆς ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ νὰ καταστραφῆς. «Σώζων σῶζε τὴν σεαυτοὺ ψυχήν. Μὴ περιβλέψης εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῆς ἐν πάση τὴ περιχώρω· εἰς τὸ ὅρος σώζου, μήποτε συμπαραλημφθῆς».22  Φυλάξου ὅσο γίνεται γρηγορώτερα, μὴ χάνης καιρὸ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα μὴ στραφῆς νὰ κοιτάξης πίσω.

 Ἡ γυναίκα τοῦ Λὼτ δὲν ἀκολούθησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Στάθηκε, γύρισε πίσω γιὰ νὰ δή, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήση μὲ μιὰ ματιὰ τὴν φλεγόμενη πατρίδα της. Καθὼς ἐστράφη ἔτσι καὶ ἔμεινε. Ἔπηξε, ἔγινε μιὰ κολώνα ἀπὸ ἁλάτι! «Καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἅλατος».23  Ἐστράφη, εἶδε, ἔπηξε!

 Αὐτὸ ἔχει βαθειὰ ἔννοια, ἀγαπητοί μου! Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς παραγγέλλει στὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιο νὰ ἐνθυμούμεθα αὐτὸ τὸ παράδειγμα· «μνημονεύετε τῆς γυναικὸς Λώτ».24

 Ἡ ἀλληγορία δε εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἀνάβει καὶ καίεται ὅλη ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Οἱ φλόγες τῆς ἐκύκλωσαν ἀπὸ ὅλα τα μέρη. Ἀπ’ ἔξω καῖνε τὸν κόσμον, μπῆκαν ὅμως καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ  Χριστοῦ! Σὲ κάθε ἡλικία καὶ τάξι. Σὲ λαϊκοὺς καὶ ἱερωμένους, σὲ ἄνδρες, σὲ γυναῖκες, σὲ γέροντες, νέους καὶ παιδιά, κυριεύει τὸ κακό. Ἡ οἰκουμένη ὅλη ἔγινε Πεντάπολις. Ἡ φωτιὰ αὐξήθηκε καὶ ἔγινε πυρκαϊά! Ἡ ἀπώλεια ἔφθασε στὸ ἔπακρον.

 Ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ γλυτώση, Χριστιανέ, ἀπὸ τέτοιο κακὸ καὶ φαίνεται σὰν νὰ σοῦ λέη· σήκω, φεύγα  νὰ σωθῆς στὸ ὅρος, μὴ γυρίσης νὰ δῆς πίσω, μὴ τυχὸν συμπεριληφθῆς καὶ σύ, σπεῦσε νὰ σωθῆς! Φεῦγε τὸ γρηγορώτερο ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τοῦ κόσμου. Ἄν σου εἶναι δυνατὸν πέταξε ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα πάθη. Τρέξε νὰ σωθῆς στὸ ὅρος τῆς Χριστιανικῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐαγγελικῆς τελειότητος. Κράτησε μπροστὰ στὸν δρόμο τὰ μάτια καὶ τὴν καρδιά! Μὴ στραφῆς εἰς τὰ ὀπίσω γιὰ νὰ δῆς τὴν ἐπίγεια ματαιότητα, ὅπου σὰν ἀπατηλὸς ἰξός25  πιάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ μάτια. Μὴ στραφῆς διότι ἐμποδίζεσαι ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας σου! Πιάνεσαι ἀπὸ τὸν κακόν; Μένεις στὴν ἀπώλεια. «Σώζων σώζου καὶ σπεῦσον τοῦ σωθῆναι». Φυλάξου, ἀλλὰ καὶ σπεῦσε νὰ φυλαχθῆς, μὴ χάσης καιρό, μὴ στραφῆς «εἰς τὰ ὀπίσω».

 Ἔτσι λέει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀκούει, δὲν περπατεῖ στὸν ἴσιο δρόμο τῶν θείων ἐντολῶν. Μένει στὴν ραθυμία, στρέφεται πρὸς τὸ κακὸ καὶ καθὼς στρέφεται, πιάνεται ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ μένει ἐκεῖ!

 Στρέφεται νὰ ἰδῆ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, πιάνεται ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ὄρεξι. Στρέφεται νὰ ἰδῆ ἐκεῖνο τὸ κέρδος, πιάνεται ἀπὸ τὴν φιλαργυρία. Στρέφεται νὰ ἰδῆ ἐκείνη τὴν ματαῖα δόξα, πιάνεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἐστράφη πρὸς τὸ κακό, εἶδε τὸ κακό, ἔπηξε στὸ κακό. Ἔγινε σὰν τὴν γυναίκα τοῦ Λώτ, στήλη ἅλατος, στερεὸς  στὸ κακὸ καὶ ἀκίνητος.

 Ἡ θέλησις μεταβάλλεται σὲ συνήθεια, ποὺ γιὰ μὲν τοὺς κοσμικοὺς νόμους εἶναι ἕνας δεύτερος νόμος, γιὰ δὲ τὴν ἠθικὴ γίνεται δευτέρα φύσις. Καὶ φύσις καὶ νόμος στὴν θέλησι. Φύσις διότι γίνεται ἀνάγκη καὶ σέρνει μὲ ἀκαταμάχητη βία τοὺς ὅρκους τῆς ἴδιας της φύσεως. Πόσες φορὲς δὲν κάνουμε ἀπὸ συνήθεια ἐκεῖνο ποῦ ἄλλοτε δὲν θὰ κάναμε ποτὲ ἐκ φύσεως; Γίνεται νόμος στὴν θέλησι, ποὺ τελικῶς εἶναι νόμος τυραννικὸς καὶ ἐκβιάζει τοὺς νόμους τοῦ αὐτεξουσίου. Πόσες φορὲς δὲν πράττουμε ὄχι γιατί ἔτσι θέλουμε, μὰ γιατί ἔτσι ἐσυνηθίσαμε;

 Ἡ Σεμίραμις,26  ἡ γυναίκα τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων Νίνου27  σκέφθηκε νὰ δοκιμάση τὸν πόσον ὡραῖο πράγμα εἶναι ἡ ἐξουσία. Παρακαλεῖ λοιπὸν τὸν ἄνδρα της νὰ τὴν ἀφήση γιὰ μία μόνον ἡμέρα μοναχή της νὰ χαρῆ τὴν βασιλεία. Βαρειὰ ἡ ἀπαίτησις. Ἡ ἐξουσία δὲν παραδίδεται εὔκολα. Ἐμεῖς εὐλολώτερα παραδίδουμε τὴν ζωή μας σὲ ἄλλα χέρια, παρὰ τὴν ἐξουσία. Κατ’ ἀρχὰς ὁ Νίνος ἀρνεῖται νὰ τῆς κάμη τὴν χάρι. Τῆς λέει ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητεῖ εἶναι ἄπρεπον, πὼς ὅ,τι ἄλλο θέλει μετὰ χαρᾶς τὸ δίνει, μὰ νὰ τῆς δώση στὰ χέρια ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ μάλιστα στὰ χέρια μιὰ γυναικός…

 «Καλά», ἀποκρίνεται ἡ Σεμίραμις, «σπουδαῖο πράγμα εἶναι γιὰ μιὰ καὶ μόνη ἡμέρα»; Καὶ τί δὲν μπορεῖ νὰ κάμη ἡ ἀπάτη τῶν γυναικών! Τὰ παρακάλια καὶ τὰ δάκρυα τῆς γυναικὸς εἶναι δύο ἀκαταμάχητα ὅπλα. Τόσο τὸν παρακάλεσε, τόσον ἔκλαυσεν ἡ Σεμίραμις, ὥσπου ἐνίκησε τὸν ἄνδρα της, τὸν βασιλέα. Ἔλαβε τὸ ποθούμενον. Νὰ λάβη δηλαδὴ ὅλη τὴν ἐξουσία, νὰ κάμη ὅ,τι θέλει καὶ βούλεται, μὰ μόνα γιὰ μίαν ἡμέρα.

 Ἀμέσως, μόλις αὐτὴ ἡ ὑπερήφανη γυναίκα ἔβαλε στὸ κεφάλι τῆς τὸ στέμμα, ἐπίασε στὸ χέρι τῆς τὸ σκῆπτρο, ἐκάθισε στὸν βασιλικὸ θρόνο, ἔλαβε τὶς σφραγίδες τῆς βασιλείας καὶ διέγνωσε τὴν ὑπακοὴ τοῦ λαοῦ στὰ προστάγματά της, ἀκοῦστε τί ἔκαμε! Ἡ πρώτη διαταγὴ ποὺ ἔδωσε ἦτο νὰ δέσουν χειροπόδαρα τὸν ἄνδρα της, τὸν Νίνο, τὸν βασιλέα, τὸν εὐεργέτη της καὶ νὰ τοῦ κόψουν εὐθὺς καὶ ἀμέσως τὸ κεφάλι του, ὅπερ καὶ ἐγένετο!

 Ἀσυλλόγιστε βασιληά! Δὲν ἔπρεπε νὰ πιστέψης ποτὲ τὰ λόγια μιὰ πλανεμένης γυναίκας! Ποτὲ δὲν ἔπρεπε νὰ ἀφήσης στὰ χέρια μιᾶς ὑπερήφανης γυναίκας τὰ σκῆπτρα τῆς ἐξουσίας! Ἔτσι ἔχασες καὶ τὴν βασιλεία καὶ τὴν ζωή! Ἔμεινε λοιπὸν αὐτεξούσιος βασίλισσα ἡ Σεμίραμις καὶ ἐβασίλευσε γιὰ ὅλη της τὴν ζωή, ἐκείνη ποὺ ζήτησε νὰ βασιλεύση γιὰ μιὰ μόνον ἡμέρα.

 Καὶ τώρα στὴν ὑπόθεσί μας. Μέσα σὲ τοῦτο τὸ στενὸ βασίλειο τοῦ μικροκόσμου, ἡ θέλησις μὲ τὸ αὐτεξούσιο μοιάζει σὰν ἕνας ἐλεύθερος μονάρχης, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ εἶναι βασιληᾶς, ἔχει τὴν ἐξουσία πάνω στὶς ἀνθρώπινες πράξεις.

 Ἡ συνήθεια μὲ τὴν ἀνάγκη εἶναι ἕνας δυναστικὸς τύραννος ὁ ὁποῖος ὅταν πάρη τὴν ἐξουσία γιὰ μιὰ φορά, τὴν κατακρατεῖ γιὰ πάντα. Μίαν ἡμέρα, μίαν ὥρα, μιὰ μόνο φορά, σκέφτηκες, ἀστόχαστε Χριστιανέ, νὰ βασιλεύση σὲ σένα ἡ ἁμαρτία; Ὅταν ὅμως ἔλαβε ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιόν σου τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἐξουσία, ἡ μιὰ ἡμέρα ἔγινεν ὅλη σου ἡ ζωή!

 Μιὰ φορὰ σήκωσες τὰ μάτια σου καὶ εἶδες ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, μὰ μέτρησε ποῦ ἔφθασες ἕως τώρα! Ἕως τώρα σὲ ἐκυρίευσεν ὁλόκληρον ἡ σαρκικὴ ὄρεξις. Πεινᾶς γιὰ σάρκα καὶ γιὰ ὁποιαδήποτε σάρκα. Γιὰ νὰ τὴν ἀπολαύσης δὲν λυπᾶσαι ἔξοδα, δὲν βαρυέσαι κόπο, δὲν ἀφήνεις κανένα τρόπο. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἴδια σου ἡ ψυχὴ ἔγινε σάρκα. Περπατᾶς καὶ ἡ σκέψις σου βρίσκεται συνεχῶς στὴν ἀγκαλιὰ τῆς πόρνης σου. Στέκεις καὶ ἡ ἐπιθυμία σου περιπατεῖ γιὰ νὰ βρῆ νέα τροφή. Συνομιλεῖς καὶ ἡ ὁμιλία σου περιστρέφεται στὴν διήγησι τῶν σαρκικῶν ἐπιτευγμάτων σου. Πέφτεις νὰ κοιμηθῆς καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ τελευταῖος σου συλλογισμὸς πρὶν σφαλίσης τὰ μάτια σου γιὰ νὰ σὲ πάρη ὁ ὕπνος. Κοιμᾶσαι καὶ αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ φαντασία σου. Ξυπνᾶς καὶ τοῦτο εἶναι ὁ σκοπός σου. Αὐτὸ σήμερα, αὐτὸ αὔριο, αὐτὸ γιὰ πάντα, ποὺ κάποτε ἄρχισε γιὰ μιὰ φορά!

 Μιὰ φορὰ ἅπλωσες ἐσὺ τὰ χέρια σου γιὰ νὰ ἁρπάξης, ἀλλὰ γιὰ μέτρησε πόσες ἔγιναν ἕως τώρα οἱ ἁρπαγές σου; Μέχρι τώρα ἅπλωσες τὰ κτήματά σου πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν γειτόνων σου. Γέμισαν τὰ σπίτια σου ἀπὸ ξένα πράγματα, ἐπάχυνες μὲ τὸ αἷμα τῶν πτωχῶν. Τόκος ἐπάνω σε τόκο, ἀδικία ἐπάνω στὴν ἀδικία, ἔκαμαν μίαν ἁλυσίδα τόσο μακρυά, πού σου ἔχει δεμένη σφιχτὰ τὴν συνείδησι.

 Δὲν σὲ ἀγγίζουν τὰ δάκρυα τῶν ὀρφανῶν, οἱ ἀναστεναγμοὶ τῶν πενήτων, ἡ ντροπὴ τῶν ἀνθρώπων, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ! Δὲν λογαριάζεις τὴν ψυχή σου, δὲν ἐνθυμῆσαι τὸν θάνατο, δὲν μελετᾶς τὴν Κρίσι, δὲν φοβᾶσαι τὴν κόλασι. Διψᾶς γιὰ τὸ αἷμα τῶν πτωχῶν καὶ ὅσο περισσότερο πίνεις, τόσο περισσότερον, ἀνάβει ἡ φλόγα τῆς φιλαργυρίας σου. Τοῦτο σήμερα, τοῦτο αὔριο, τοῦτο γιὰ πάντα, ἀφοῦ ἄρχισε γιὰ πρώτη φορά!

 Ἔλα τώρα· ἐσὺ θέλεις νὰ μετανοήσης, μὰ ἡ θέλησίς σου ἔπηξε στὸ κακό. Ἐμποδίζεσαι ἀπὸ τὴν συνήθεια, ἡ ὁποία καὶ βασιλεύει. Θέλεις, ἀλλὰ μὲ μιὰ γνώμη ποὺ σαλεύεται καὶ δὲν εἶναι σταθερή. Θέλεις, μὰ μὲ ἕνα σκοπὸ νὰ μὴ ἀφήσης τὴν προτέραν σου ἁμαρτία. Θέλεις νὰ ἐξομολογηθῆς, μὰ δὲν θέλεις νὰ διορθωθῆς. Πράγμα ποὺ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό: θέλεις καὶ δὲν θέλεις. Σημάδι δηλαδὴ πὼς τὰ σχοινιὰ ποὺ σὲ κρατοῦν λασκάρουν λίγο, μὰ δὲν κόβονται!

 Τώρα ποὺ ἀκοῦς αὐτὴ τὴ διδασκαλία, μαλακώνει γιὰ λίγο ἡ καρδιά σου, ἴσως ἀναλύεσαι καὶ σὲ δάκρυα ποῦ σταλάζουν ἀπὸ τὰ μάτια σου, μὰ μόλις βγῆς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἡ καρδιά σου πάλιν ἔπηξε στὸ κακό! Ἐσὺ πρὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα μετανοεῖς γιατί ἁμάρτησες, μὰ μετὰ τὸ Ἅγιον Πάσχα, ἐσὺ ὁ ἴδιος μετανοεῖς ποῦ μετανόησες! Ἐσύ, μὲ τὴν θεία Μετάληψι ἀκόμη στὸ στόμα, στρέφεσαι στὸν προηγούμενό σου βόρβορο… Τί σὲ σέρνει; Ἡ συνήθεια. Καὶ ἡ θέλησις ὑπακούει στὴν συνήθεια. Καὶ λοιπόν, πότε θὰ ἀποφασίσης νὰ ἀλλάξης γνώμη; Ποτέ!

 Γιὰ ἄκουσε τί λέει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ στόματος τοῦ προφήτου Ἱερεμία. Ἂν ὁ μαῦρος μπορεῖ νὰ ἀλλάξη τὸ χρῶμα τοῦ δέρματός του καὶ ἡ λεοπάρδαλις τὰ πλουμίδια της, ἄλλο τόσο μπορεῖ νὰ ἀλλάξη καὶ γνώμη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ συνήθισε στὸ κακό· «εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ δέρμα αὐτοῦ καὶ παρδαλις ποικίλματα αὐτῆς καὶ ὑμεῖς δυνήσεσθε εὖ ποιεῖν, μεμαθηκότες κακά».28

 Ἄχ! Σὰν μάθη κανεὶς τὸ κακό, πόσο θέλει νὰ τὸ ξεμάθη; Ἐὰν πάρη γιὰ μιὰ φορὰ ἡ Σεμίραμις τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, σὰν γιὰ μιὰ φορὰ ἡ συνήθεια κυριεύση τὴν θέλησι, τὸ προσωρινὸ γίνεται παντοτεινό. Ἡ μιὰ ἡμέρα γίνεται ὅλη ἡ ζωή! Ἡ μιὰ φορά, ἀκολουθεῖ γιὰ πάντα! Νὰ λοιπὸν ποὺ ὁ ἕνας τροχὸς δὲν κινεῖται, ἡ μιὰ φτερούγα δὲν πετά.

 Μὰ ὁ ἄλλος τροχός, ἡ ἄλλη φτερούγα,  δηλαδὴ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τί κάνει; Ἐκείνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποῦ ἔκαμε ἕνα Παῦλο ἀπὸ διώκτη τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας; Ἕνα Ματθαῖο ἀπὸ τελώνην, Εὐαγγελιστή; Ἕνα Ληστὴ κρεμασμένο στὸν σταυρό, θεολόγο; Ἡ Χάρις ποῦ ἔκαμε τόσους ἁμαρτωλοὺς σὲ μιὰ στιγμὴ ἁγίους;

 Ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα εἶναι μιὰ ξεχωριστὴ Χάρις, ποὺ δὲν δίδεται πάντοτε καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Ἐσὺ μὴ ἀποβλέψης σὲ τέτοια θεία Χάρι, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δίδει λίγες φορὲς καὶ σὲ λίγους «οἶς ἐπίσταται κρίμασι».29

 Συλλογίσου ἐκείνη τὴν θεία Χάρι πού σου χορηγεῖ ὁ Θεὸς καὶ ἡ ὁποία σου φθάνει γιὰ νὰ σωθῆς, ποὺ σὲ κρατεῖ πάντα γιὰ νὰ μὴ χαθῆς, ποὺ θέλει νὰ σὲ ὁδηγήση σὲ μετάνοια, τὴν ὁποία ἐσὺ καταφρονεῖς, γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἀφήνει.

 Ἐγώ, λέγει ὁ Θεὸς διὰ στόματος Ἠσαΐου τοῦ προφήτου,30  σὲ ἐφύτεψα, ὢ ἄνθρωπε, σὰν ἕνα ἀμπέλι, ὄχι σὲ γῆ ἔρημη, ἄβατη καὶ ἄνυδρη.31  Ὄχι σὲ τόπο ἄνυδρο καὶ πετρώδη, χωρὶς ἐλπίδα καρποφορίας. Δὲν σὲ ἔκαμα νὰ γεννηθῆς οὔτε μέσα σὲ μιὰ συναγωγὴ Ἰουδαίων,32  οὔτε σὲ ἕνα τέμενος τῶν Ἀγαρηνῶν.33  «Ἐφύτευσά σε ἐν τόπω πίονι», εἰς τόπον παχύν, χλοερό. Διότι σὲ ἔκαμα νὰ γεννηθῆς μέσα στὶς ἀγκαλιὲς μιᾶς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, νὰ τραφῆς ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς μὲ τὸ γάλα μιᾶς ἁγιωτάτης Πίστεως. Γιὰ νὰ σὲ προφυλάξω ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ἀπὸ τὴν ὑφέρπουσα πλάνη τῶν κοσμικῶν ἡδονῶν. Σὲ περιέβαλα μὲ φραγμό, μὲ ὅλα τα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα ἔλαβες στὴν κολυμβήθρα γιὰ νὰ μὴ φοβᾶσαι τὶς ἐπιδρομὲς τῶν ληστῶν, τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων. Ἀνοικοδόμησα πύργο ἀνάμεσά σου, πύργον ἰσχυρό,34  τὴν θεία μου Χάρι. Καὶ γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ φέρης καρπὸ γιὰ τὴν οὐράνια ἀποθήκη,35  σὲ καλλιέργησα συχνὰ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου μου. Γιὰ νὰ σὲ ποτίσω, ἔχυσα τὸ Αἷμα μου μιὰ φορὰ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ  καθημερινῶς στὰ Μυστήριά μου. Τί περισσότερο μποροῦσα νὰ κάμω γιὰ σένα καὶ δὲν τὸ ἔκαμα; «Τί ποιήσω ἔτι τῷ ἀμπελώνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῶ;».

 Ὅμως χαμένος ὁ κόπος, ματαῖα ἡ ἐπιμέλεια! Περίμενα καὶ τοῦτον καὶ τὸν ἄλλον χρόνο νὰ κάμη τὸ ἀμπέλι μου σταφύλια, καρποὺς ἀρετῆς. Νὰ δῶ τοῦτον μου τὸν Χριστιανὸ νὰ μετανοήση, νὰ διορθωθῆ, μὰ ποτέ. Ἀκάρπισε, ἀγρίεψε, γέμισε ἀγκάθια τὸ ἀμπέλι μου. Αὐτὸς ἐσκληρύνθη στὸ κακό, μπλέχτηκε ὁλοκληρωτικῶς στὶς ἁμαρτίες· «ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, δὲ ἀκάνθας».37

 Πῆτε μου τώρα ἐσεῖς οἱ δάσκαλοι, οἱ θεολόγοι, οἱ πνευματικοί, κρίνετε ἀνάμεσά σε μένα καὶ στὸν ἀμπελώνα μου· κρίνετε τὴν μακροθυμία μου καὶ τὴν ἀχαριστία του· ὕστερα ἀπὸ τόσην ἀγάπη, ἀπὸ τόσην ὑπομονή, ἀποφασίστε, τί νὰ κάμω;

 Θὰ σηκώσω τὸ φράξιμο κι ἃς μποῦν διαβάτες νὰ τὸν διαρπάσουν. Θὰ γκρεμίσω τὸν πύργο του κι ἃς ἔλθουν κλέφτες νὰ τὸν καταπατήσουν. Θὰ προστάξω τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ νὰ μὴ βρέξουν κι ἃς μείνη χέρσος· «ἀφελῶ τὸν φραγμὸν αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς διαρπαγήν· καὶ καθελῶ τὸν τοῖχον αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς καταπάτημα· καὶ ταῖς νεφέλαις ἐντελοῦμαι του μὴ βρέξαι εἰς αὐτὸν ὑετόν».38

 Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια φοβερά, μὲ τὰ ὁποῖα σου λέει ὁ Θεὸς φανερὰ πὼς ἐπὶ τέλους σὲ βαριέται καὶ σὲ ἀφήνει, πῶς ἡ μακροθυμία Τοῦ μεταβάλλεται σὲ ἀγανάκτησι; Ἡ ὑπομονή Του σὲ ὀργή;

 Μὲ πόση καλωσύνη σὲ κράζει καὶ σὲ ἀναμένει καὶ σὺ καταφρονεῖς, λέγει ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος! Καὶ λοιπόν, ἐπὶ τέλους , τί σκέπτεσαι; «Ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστόν του Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει;».39

 Αὐτὸ εἶναι τὸ σχοινὶ γιὰ τὸ ὁποῖον σου μιλοῦσα ἄλλη φορᾶ, μὲ τὸ ὁποῖον σὲ τραβὰ ὁ Θεὸς εἰς μετάνοιαν. Ὅμως ἂν σὺ ἀντισταθῆς δυνατά, τὸ σχοινὶ κόβεται καὶ σὺ πέφτεις εἰς τὴν ἐσχάτην ἀπώλειαν. Καὶ ὁ μὲν Θεός σου προσφέρει ὅλους τους θησαυροὺς τῆς θείας Χάριτος, ἂλλ’ ἐσὺ προτιμᾶς τοὺς θησαυροὺς τῆς ὀργῆς· «σὺ δέ», συνεχίζει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος, «κατὰ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν, θησαυρίζεις σεαυτῶ ὀργήν».40

 Ἔτσι, εἶναι δίκαιο νὰ πάθης ὅ,τι ἔκαμες. Ἐλησμόνησες τὸν Θεό; Νὰ λησμονηθῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅπως ὅταν σὲ προσκαλοῦσε δὲν ἤθελες, ἔτσι νὰ παρακαλῆς καὶ νὰ μὴ σὲ θέλη! Λέγει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης·41  «οὕτω ἡ δικαία του Θεοῦ κρίσις, ταῖς ἠμετέραις διαθέσεσιν ἐξομοιοῦται· οἴαπερ τὰ παρ’ ἠμὶν ἡ, τοιαῦτα ἠμὶν ἐκ τῶν ἰδίων παρέχουσα».42

 Πολλὰ εἶναι τὰ παραδείγματα μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅμως ἀνάμεσα στὰ ἄλλα εἶναι καὶ τὸ ἀξιοθρήνητο ἐκεῖνο τοῦ βασιληᾶ τῆς Ἱερουσαλὴμ Σεδεκίου.43  Ὅταν ἄρχισε νὰ βασιλεύη ἦτο νέος, εἴκοσι ἐτῶν περίπου. Ἡ νεότης τοῦ τὸν ὠδήγησε σὲ πολλὰ ἀτοπήματα, ἔχοντας βεβαίως τὴν δυνατότητα ποὺ τοῦ ἔδιδεν ἡ βασιλικὴ ἐξουσία. Καταπατώντας κάθε θεῖο καὶ ἀνθρώπινο νόμο, ἔτρεχε σὰν ἄλογο ἀχαλίνωτο χωρὶς φόβο πρὸς κάθε ἀσέβεια καὶ κακία παρασύρωντας σ’ αὐτὴ τὴν ἀπώλεια, μὲ τὸ παράδειγμά του, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλο του τὸν λαό.

 Ὁ Θεὸς ἤθελε τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσεβοῦς βασιλέως, γι’ αὐτὸ πλειστάκις ἀπέστελλε τὸν προφήτη Ἱερεμία, καθὼς καὶ ἄλλους προφῆτες νὰ τὸν νουθετήσουν, ὥστε νὰ ἐπιστρέψη. Ὁ Ἱερεμίας τὸ ἔπραττε μὲ τόσο πολὺν πόθο, ποὺ δὲν ἔπαυε ἡμέρα καὶ νύχτα, κρυφὰ καὶ φανερά, ἄλλοτε νὰ τὸν προσκαλῆ εἰς μετάνοιαν, ἄλλοτε νὰ τὸν ἐλέγχη καὶ ἄλλοτε νὰ τὸν φοβερίζη. Ὅμως, ὅπως λέγει καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «ὅταν ὁ ἀσεβὴς ἔλθη εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ».44  Ἡ καρδιὰ τοῦ Σεδεκία ἐσκληρύνθη πολύ. Δὲν φοβόταν τὸν Θεό, δὲν ντρέπονταν τὸν Ἱερεμία, περιγελοῦσε τοὺς ὑπόλοιπους προφῆτες, παρέμενε ἀμετάβλητος στὸ κακό· «καὶ οὐκ ἀπεστράφη ἀπὸ προσώπου Ἱερεμίου καὶ ἣν μυκτηρίζων καὶ ἐξουθενῶν τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ἐσκλήρυνε τὴν καρδίαν αὐτοῦ μὴ ἐπιστρέψαι πρὸς Κύριον».45

 Ναί, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ ἕως πότε; Ἕως ὅτου ἄναψε, τελικῶς, εἰς ὕψη ἡ θεία ὀργὴ καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καιρὸς γιατριᾶς· «ἕως οὐ ἀνέβη θυμὸς Κυρίου καὶ οὐκ ἣν ἴαμα».46  Ξεσήκωσεν ὁ Θεὸς τὸν μεγαλύτερο τύραννό της οἰκουμένης, τὸν Ναβουχοδονόσορα,47   τὸν βασιληὰ τῶν Ἀσσυρίων. Ἦλθε μὲ πολυάριθμο στράτευμα καὶ περικύκλωσε τὴν Ἱερουσαλήμ. Τότε μόνο θυμήθηκε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς προφῆτες ὁ Σεδεκίας. Ἔστειλεν ἀνθρώπους πρὸς τὸν Ἱερεμία παρακαλώντας τὸν νὰ δεηθῆ γιὰ νὰ τὸν λυτρώση ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἐπικίνδυνο ἀντίπαλο· «καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας πρὸς Ἱερεμίαν λέγων· δεήθητι ὑπὲρ ἠμῶν Κυρίου τοῦ Θεοῦ». Τί συμβαίνει ὅμως; Ὁ Ἱερεμίας δὲν παρακαλεῖ, ὁ Θεὸς δὲν βοηθεῖ. Εἰσῆλθεν ὁ τύραννος στὴν ἁγία Πόλι, κατεπάτησε τὸν ναό, ἅρπαξε τὰ ἱερὰ σκεύη, πέρασε ἐν στόματι μαχαίρας ὅλους τους κατοίκους ἀπὸ μεγάλο μέχρι μικρό, συνέλαβε τὸν ἴδιο τὸν βασιληά, ἔσφαξε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ τὰ παιδιὰ τοῦ ὅλα, τὸν ἐτύφλωσε καὶ σιδηροδέμιο τὸν μετέφερε αἰχμάλωτο, μαζὶ μὲ τοὺς ὑπολειφθέντας στὴν Βαβυλώνα.48

 Τὸ πράγμα φαίνεται παράδοξο! Δὲν δέχεται ὁ Θεὸς τοῦ Σεδεκίου τὴν μετάνοια; Ὄχι! Τόσες καὶ τόσες φορὲς κατεφρόνησεν ὁ Σεδεκίας τὸν Θεόν, ὁπότε τελικῶς καὶ ὁ Θεὸς ἐγκατέλειψε τὸν Σεδεκία. Ἄραγε μήπως μερικὲς φορὲς ἐγκαταλείπει καὶ ὁ Θεός; Ναί! Μὰ πότε; «Ὅταν ἀνέβη θυμὸς Κυρίου», ὅταν ἀνάψη στὸ ἔπακρον ἡ θεία Τοῦ ὀργή. Τότε δὲν ὑπάρχει καμμία γιατριά, καμμία· «οὐκ ἔστιν ἴαμα».

 Ὅμως ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Σεδεκίας μετενόησε. Ὡστόσο «οὐκ ἣν ἴαμα’, καίτοι ἔστειλεν ἀνθρώπους πρὸς τὸν Ἱερεμία γιὰ νὰ δεηθῆ πρὸς τὸν Θεό. Μ’ ὅλα ταῦτα «οὐκ ἣν ἴαμα». Καὶ γιατί; Γιατί «ἀνέβη ὁ θυμὸς Κυρίου». Γιατί ὅταν ὁ Θεὸς χάση τὴν ὑπομονὴ Τοῦ «οὐκ ἔστιν ἴαμα».

 Ὁπότε, ὅπως ὁ Σεδεκίας τότε ποὺ μποροῦσε δὲν ἤθελε, ἔτσι ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ θέλη καὶ νὰ μὴ μπορῆ. Καὶ καθὼς κάποτε τοῦ ἔλλειψεν ἡ θέλησις, ἔτσι στὸ τέλος τοῦ ἔλλειψεν ἡ Χάρις. Δίχως ἄλλο «οὕτως ἡ δικαία του Θεοῦ κρίσις ταῖς ἠμετέραις διαθέσεσιν ἐξομοιοῦται· οἴαπερ τὰ παρ’ ἠμὶν ἤ, τοιαῦτα ἠμὶν ἐκ τῶν ἰδίων παρέχουσα».

 Ώ, τί φοβερὸ παράδειγμα, τὸ ὁποῖον δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω! Θέλω νὰ σιωπήσω καὶ νὰ σᾶς ἀφήσω νὰ τὸ καταλάβετε. Ἐσεῖς ἀπὸ μόνοι σας. Θέλω νὰ σιωπήσω διότι τὰ λόγια ποὺ ἔπρεπε νὰ πῶ γι’ αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι, ξεσχίζουν τὴν ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ  θὰ τὰ ἀκούση!

 Μὰ τί φωνὴ αὐτὴ ποῦ ἀκούω; Ἀλλοίμονο σὲ μένα! Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὁμιλεῖ διὰ στόματος τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ·49  «υἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκω Ἰσραήλ, καὶ ἀκούση ἐκ στόματός μου λόγον καὶ διαπειλήση αὐτοῖς παρ’ ἐμοῦ». Ἐγώ, λέγει, σὲ ἔστειλα κήρυκα στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ ἀκούσης λόγον ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ θὰ τοὺς ἀπειλήσης ἐκ μέρους μου. Καὶ τί προστάζεις, Θεέ μου, νὰ τοὺς πῶ; «Ἐν τῷ λέγειν μὲ τῷ ἀνόμω θανάτω θανατωθήση, καὶ οὐ διεστείλω αὐτῶ, οὐδὲ ἐλάλησας τοῦ διαστείλασθαι τῷ ἀνόμω ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτοῦ καὶ ζῆσαι αὐτόν, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος τὴ ἀδικία αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ χειρός σου ἐκζητήσω». Νὰ πῆς στὸν ἀμετανόητο ἁμαρτωλό, πὼς θὰ πεθάνη ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας του. Ἐὰν δὲν τοῦ τὸ πῆς αὐτό, ὥστε νὰ ἐπιστρέψη καὶ νὰ σωθῆ, αὐτὸς θὰ πεθάνη μέσα στὴν ἁμαρτία του! Τὸ αἷμα του θὰ τὸ ζητήσω ἀπὸ τὰ χέρια σου!

 Ἔτσι μου λέει ὁ Θεὸς καὶ ἐγὼ μπορῶ νὰ σιωπήσω; Θὰ ὁμιλήσω, θὰ ὁμιλήσω, χωρὶς νὰ βλέπω «εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου»,50  χωρὶς φόβο ἢ συστολή!

 Νέοι ἐντελῶς ἀπαίδευτοι, ἄλογα χωρὶς χαλινάρι, τυφλοὶ χωρὶς ὁδηγό, πρόβατα πλανεμένα καὶ χαμένα! Γέροντες ἀδιόρθωτοι, ποὺ γεράσατε μέσα στὴν ἁμαρτία παρὰ τὰ χρόνια σας! Ἱερεῖς ἀνευλαβεῖς ποὺ στὰ σκάνδαλα ξεπερνᾶτε τοὺς λαϊκούς! Λαϊκοὶ ἀπειθεῖς ποὺ δὲν ἔχετε φόβον Θεοῦ! Γυναῖκες μωροφιλόδοξες ποὺ ἔχετε μόνον τὸ ὄνομα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ κανένα ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτῆς τῆς πίστεως!

 Ὁ Θεὸς σᾶς ἔστειλε ἱερεῖς ποὺ σᾶς διαβάζουν καθημερινῶς τὸ Εὐαγγέλιο. Δασκάλους ποὺ σᾶς νουθετοῦν ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Πνευματικοὺς ποὺ σᾶς ἑρμηνεύουν τὰ πρέποντα στὴν ἐξομολόγησι. Ὅλοι μαζὶ ἀπὸ κοινοῦ σας προσκαλοῦν εἰς μετάνοιαν, σᾶς ἐλέγχουν μὲ τὶς ἁμαρτίες, σᾶς φοβερίζουν μὲ τὴν Κρίσι καὶ τὴν κόλασι, μὰ ἐσεῖς ἀψηφᾶτε τὰ λόγια τους, περιπαίζετε τὶς συμβουλές τους, ὅπως τὸ ἔκαμε ὁ Σεδεκίας μὲ τοὺς προφῆτες!

 Σκληρυνθήκατε στὴν ἁμαρτία, παγώσατε στὴν συνήθεια τοῦ κακοῦ! Καὶ λοιπόν, σᾶς λέγω ἐκ μέρους Του· μὲ τὴν ἁμαρτία ἐζήσατε, μὲ τὴν ἁμαρτία θὰ πεθάνετε· «ἐν τῇ ἁμαρτία ὑμῶν ἀποθανεῖσθε»!51   Τέτοια ἀπόφασι ἔλαβε στὸ Εὐαγγέλιον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. «Ἀνέβη ὁ θυμὸς Κυρίου».52  Ἄναψε στὸ ἔπακρον ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ σᾶς ὑποφέρη. «Οὐκ ἔστιν ἴαμα», δὲν ὑπάρχει θεραπεία. Ἀποθανεῖσθε, ἀποθανεῖσθε!..

 Θὰ ἔλθη καιρὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς ἁρπάξη ἀνελπίστως ἕνας αἰφνίδιος θάνατος. Μπορεῖ νὰ συμβῆ αὔριο, σήμερα, αὐτὴ τὴν ὥρα! Κι ἂν ἔλθη καὶ σᾶς εὔρη μπλεγμένους στὴν ἀγκαλιὰ κάποιας ἄσεμνης γυναίκας; Ἂν  σᾶς εὔρη κάποιο ἐγκεφαλικό; Τότε, κατάκοιτοι πάνω σ’ ἕνα κρεββάτι, ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, θὰ θυμάστε μόνο τὴν περασμένη, παρὰ τὴν μέλλουσα ζωή. Θὰ πονᾶτε γιὰ τὸν χωρισμὸ ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, παρὰ ἀπὸ συντριβὴ γιὰ τὶς ἁμαρτίες. Θὰ θέλετε νὰ λογαριάσετε πὼς θὰ διορθώσετε τὰ περιουσιακά σας, παρὰ τὴν ψυχή σας!

 Μὰ κι ἂν θέλετε καὶ τότε ἀκόμη νὰ μετανοήσετε βλέποντας στὸ προσκέφαλό σας τὴν γυναίκα σας καὶ τὰ παιδιά σας νὰ κλαῖνε τριγύρω στὸ κρεββάτι· τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς νὰ λυποῦνται· τὸν γιατρὸ ποῦ σᾶς ἀπελπίζει γιὰ τὴν ἀρρώστια σας· ἐκεῖ τὸν συμβολαιογράφο ποῦ γράφει τὴν διαθήκη σας· ἐκεῖ τὸν πνευματικὸ ποῦ περιμένει τὴν ἐξομολόγησί σας· βλέποντας πολὺ κοντὰ στὰ μάτια σᾶς τὸν ἐπικείμενο θάνατο, τί εἴδους μετάνοια θὰ ἔχετε μὲ ἕναν νοῦν ταραγμένον ἀπὸ τὴν τόση ζάλη; Τί εἴδους ἐξομολόγησι μὲ μιὰ γλώσσα πιασμένη ἀπ’ τὴν ἀσθένεια; Καὶ τί εἴδους συντριβὴ θὰ μπορέσετε νὰ δείξετε μὲ μιὰ καρδιὰ χτυπημένη ἀπὸ τοὺς τόσους πόνους; Τότε θὰ ἔχετε τὴν δύναμι νὰ κόψετε τόσες ἁλυσίδες μιᾶς μακρᾶς συνηθείας; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μπορέσετε νὰ διορθώσετε σὲ μιὰ ὥρα τὰ κακὰ μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς;

 Ἂλλ’ ἃς ὑποθέσουμε ὅτι ἐσεῖς θὰ ἔχετε τότε σῶον τὸν νοῦν καὶ τὰς φρένας καὶ θέλετε νὰ μετανοήσετε. Γι’ αὐτὸ στέλνετε ἐλεημοσύνες, σὰν παρακλήσεις καὶ μεσιτεῖες γιὰ νὰ ἐξιλεώσουν τὸν Θεό. Ὅμως δέχεται τάχα ὁ Θεὸς τέτοια μετάνοια; Ποιὸς σᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει; Μήπως ὅταν ὁ Θεὸς ποὺ καταφρονημένος ἀποχώρησεν ἀπὸ τὸν Σεδεκία καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους;

 Ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν κακὰ καὶ πέθαναν καλά, εἶναι πολὺ ὀλίγοι. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν κακὰ καὶ πέθαναν κακά, εἶναι ἀναρίθμητοι. Καὶ ὅπως σᾶς δίδει ἐλπίδα τὸ παράδειγμα τῶν ὀλίγων, γιατί δὲν σᾶς φοβίζει τὸ παράδειγμα τῶν πολλῶν;

 Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σᾶς δώση τὴν Χάρι Τοῦ ἀποβλέπει στὴν θέλησί σας, μὰ ἡ θέλησις εἶναι πιασμένη ἀπὸ τὴν κατ’ ἐξακολούθησι συνήθεια. Ἴσως ἡ Χάρις Τοῦ ἔχει βαρυνθῆ νὰ ὑπομένη τόσον καιρό.

 Ὁ Θεὸς τόσες φορὲς σᾶς ἀνεζήτησε καὶ δὲν σᾶς βρῆκε. Ἴσως νὰ Τὸν ἀναζητήσετε καὶ σεῖς καὶ νὰ μὴν Τὸν βρῆτε. Τὸ λέγει ὁ Ἴδιος «ζητήσετε μὲ καὶ οὒχ εὐρήσετε».53  Ἐζήσατε μὲ τὴν ἁμαρτία, ἴσως θὰ πεθάνετε μὲ τὴν ἁμαρτία· «καὶ ἐν τῇ ἁμαρτία ὑμῶν ἀποθανεῖσθε».54  Καὶ λοιπόν; Τί φοβερὸ συμπέρασμα! Σᾶς ἔλλειψε μιὰ φορὰ ἡ θέλησις, θὰ σᾶς λείψη μιὰ φορὰ καὶ ἡ Χάρις!

 Ἂν τώρα ποὺ μπορῆτε, δὲν θέλετε νὰ μετανοήσετε, τότε θὰ ἔλθη καιρὸς ποὺ ἴσως θέλετε καὶ δὲν θὰ μπορῆτε. Αὐτὸ ἤθελα νὰ σᾶς ἀποδείξω. Σᾶς τὸ ἀπέδειξα, ὁπότε αἰσθάνομαι ἀναπαυμένος.

ΜΕΡΟΣ Β.

 Σκέπτομαι ὅτι ὁ σημερινὸς λόγος θὰ σᾶς φαίνεται πολὺ σκληρός. Εἶναι κοντάρι μυτερό, ποῦ πληγώνει τὴν καρδιά, ἀλλὰ τί νὰ κάνουμε; Ὅταν ἡ πληγὴ εἶναι σαπισμένη δὲν χρειάζεται ἐλαφριὰ μαλακτικά. Χρειάζεται φωτιὰ καὶ σίδηρο. Καὶ γιὰ τὴν ὑπόθεσί μας δὲν χρειάζονται λόγια κολακευτικὰ καὶ γλυκά, ἀλλὰ πικρὰ καὶ φοβερά. Αὐτὸ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀλήθεια.

 Ἐμεῖς δὲν μετανοοῦμε διότι ἐλπίζουμε πὼς πάντα θὰ ἔχουμε καιρό. Ὅμως πλανώμεθα. Γιὰ νὰ μετανοήσουμε ὅπως πρέπει, μᾶς λείπει ἡ θέλησις, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήση τὴν συνήθεια. Μᾶς λείπει ἀκόμη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ὑπομείνη, νὰ ἀνεχθῆ τὴν ἁμαρτία.

 Ὁ διάβολος ἐφεῦρε αὐτὴ τὴν τέχνη. Τὸ νὰ ὁδηγῆ δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀπώλεια, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μετέπειτα μετανοίας. Ὁ ἅδης θὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἤλπιζαν ὅτι θὰ φθάσουν στὸν Παράδεισο! Ἄχ! Ἡ ψεύτικη ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας, εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀφορμὴ τῆς κολάσεώς μας!

 Θέλεις, Χριστιανέ, νὰ μετανοήσης καὶ νὰ σωθῆς ἀληθινά; Ἰδοὺ ὁ καιρός, ἰδοὺ ὁ τρόπος. Τώρα εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ «ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα»,55  τώρα ποὺ ἔφθασαν οἱ ἅγιες ἡμέρες, τώρα ποὺ ἐπλησίασαν τὰ ἅγια Πάθη, «ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας».56   Ὁ τρόπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔδειξεν ὁ Θεὸς στὸν Λώτ· «σώζων σῶζε τὴν σεαυτοὺ ψυχήν· μὴ βλέψης εἰς τὰ ὀπίσω, σπεῦσον τοῦ σωθῆναι».

 Αὐτὰ τὰ θεία λόγια ὁδηγοῦν σὲ τρία συμπεράσματα:

 Πρώτον· «σώζων σῶζε τὴν σεαυτοὺ ψυχὴν» δηλαδὴ πρόσεχε νὰ λυτρώσης τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν μετάνοια. Τὴν ψυχή σου, ποὺ ἂν τὴν χάσης,  τὰ ἔχασες ὅλα. Ἂν τὴν κερδίσης, τὰ κέρδισες ὅλα. Καὶ ἂν ἢ τὴν χάσης ἢ τὴν κερδίσης γιὰ μιὰ φορά, ἢ τὴν ἔχασες ἢ τὴν ἐκέρδισες γιὰ πάντα.

 Δεύτερον· «μὴ βλέψης εἰς τὰ ὀπίσω». Δηλαδὴ μὴ στραφῆς πλέον νὰ ἰδῆς τὴν πρώτη σου ἁμαρτία, ἀφοῦ ἀπεφάσισες νὰ τὴν ἐγκαταλείψεις.

 Τρίτον, τὸ καὶ κυριώτερον· «σπεῦσον τοῦ σωθῆναι». Σπούδασον, κάμε γρήγορα, μὴ περιμένης τὸ αὔριο διότι δὲν γνωρίζεις τί θὰ γεννήση ἡ αὐριανὴ ἡμέρα· «οὐκ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιούσα».57  Αὔριο, μεθαύριο, ἀπὸ ἡμέρα σὲ ἡμέρα τὰ σχοινιά σου γίνονται χονδρύτερα καὶ τὰ δεσμά σου σφικτότερα!

 Ἀνάμεσα στὰ δεσμὰ τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ δένουν τὴν συνείδησι, τρία εἶναι τὰ κυριώτερα. Εἶναι ὁ δεσμὸς τῆς μνησικακίας, ὁ δεσμὸς τῆς φιλαργυρίας καὶ ὁ δεσμὸς τῆς σαρκός. Θέλεις νὰ σοῦ δείξω πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς κόψης; Ἄκουσε!

 Ὅταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξεστράτευσε γιὰ νὰ κυριεύση τὴν Ἀσία, ἔφθασε στὸ Γόρδιό της Φρυγίας.58   Εἰσέρχεται στὸν ναὸ τοῦ Διὸς καὶ βλέπει ἐκεῖνον τὸν περίφημο Γόρδιο δεσμό. Ὀνομαζόταν ἔτσι ἀπὸ τὸν παλαιὸ Γόρδιο ὁ ὁποῖος τὸν ἔπλεξε μὲ ἐπιδέξια τέχνη. Ἀκούει τὸν ἱερέα τοῦ ναοῦ ποὺ τοῦ λέγει· ὑπάρχει παλαιὸς χρησμὸς πὼς ὅποιος κατορθώση νὰ τὸν λύση, αὐτὸς θὰ κατακτήση ὅλη τὴν Ἀσία. Τί λίγος κόπος, νὰ λύση ἕνα κόμπο, ἕνα δεσμό! Τί μέγα κέρδος νὰ βασιλεύση σὲ ὅλη τὴν Ἀσία! Ὁ φιλόδοξος βασιληᾶς ἐξάπτεται ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ τὸν λύση. Τὸν πιάνει, τὸν κυττάζει προσεκτικὰ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές, μὰ δὲν βρίσκει οὔτε ἀρχή, οὔτε τέλος. Οἱ ἄκρες του ἤσαν κρυμμένες, σφιχτοδεμένες, περιπλεγμένες ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη, ὥστε νὰ παραμένουν ἄλυτες. Τὸν γυρίζει, τὸν ξαναγυρίζει, προσπαθεῖ μὲ τὰ χέρια, ἀγωνίζεται μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λύση. Κι ὅταν βλέπει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος, τότε βγάζει τὸ σπαθί του καὶ λέγει· τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι νὰ τὸν λύσω ἢ νὰ τὸν κόψω. Ἔτσι τὸν ἔκοψε, καὶ καθὼς λέγει ἕνας Λατίνος ἱστορικὸς «sortem uel elusit uel impleuit», ἤγουν «ἢ ἐξεπλήρωσε ἢ ἐνέπαιξε τὸν χρησμό».

 Δεσμοὶ περισσότερο μπλεγμένοι, εἶναι αὐτοὶ τῶν ἁμαρτιῶν, Χριστιανέ! Εἶναι χρησμὸς ἀψευδής του Θεοῦ, πὼς ὅποιος τοὺς λύση κληρονομεῖ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πόσον ὀλίγη προσπάθεια καὶ πόσον μεγάλο το κέρδος!

 Ὅταν δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς λύσης μὲ συλλογισμούς, κόψε τους μὲ τὸ σπαθὶ μιᾶς σταθερῆς ἀποφάσεως καὶ ἔτσι ἐκπληρώνεις τὸν θεῖον νόμο.

 Σὲ πιάνει ὁ δεσμὸς τῆς μνησικακίας καὶ τὸν βρίσκεις πολὺ σφιχτό. Τί μεγάλη στενοχώρια! Νὰ συγχωρήσω, λές, ἐκεῖνον τὸν ἐχθρό, ποῦ μου ἐφθόνησε τὴν εὐτυχία, ποῦ μου ἐπιβούλευσε τὴν ζωή, ποῦ μου ἔθιξε τὴν τιμή, τὸ πιὸ ἀκριβὸ πράγμα ποῦ ἔχει ὁ ἄνθρωπος; Καὶ τί θὰ εἰπῆ ὁ κόσμος; Ὅμως ἐγὼ ὀφείλω νὰ μετανοήσω. Ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ εὑρίσκεται  ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀπὸ τὴν ἄλλην ἡ μνησικακία. Ἐδῶ πολεμεῖ τὸ πάθος μὲ τὴν μετάνοια, ὁ κόσμος μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐσύ, πολεμούμενος καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη δὲν ξεύρεις τί νὰ κάμης καὶ ἀπορεῖς. Ἄχ, Χριστιανέ! Ἐὰν διαρκῶς σκέπτεσαι αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ λύσης τὸν δεσμό.

 Σπαθὶ χρειάζεται, σπαθί! Ἐδῶ χρειάζεται μιὰ σταθερὴ ἀπόφασις. Πρέπει νὰ πῆς ὅτι θέλω νὰ συγχωρήσω τὸν ἐχθρό μου, διότι ἔτσι μὲ προστάζει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐντολή Του. Αὐτὸς λέγει «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».59   Μοῦ τὸ δείχνει μὲ τὸ παράδειγμά Του! Καρφωμένος στὸν Σταυρό, ἐσυγχώρησεν ἐκείνους ποὺ Τὸν ἐσταύρωσαν· «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς».60   Θέλω, γιατί ἂν δὲν συγχωρήσω, οὔτε γιὰ μένα θὰ ὑπάρξη συγχώρησις. Ἔτσι κόβεται ὁ πρῶτος δεσμός.

 Ἃς ἔλθουμε τώρα στὸν ἄλλο, τῆς φιλαργυρίας. Ἐδῶ ὑπάρχουν πάμπολλες περιπλοκές. Εἶναι πολὺ γλυκὸ τὸ αἷμα τῶν πτωχῶν, εἶναι πολὺ νόστιμό το ξένο πράγμα. Τὸ ἔφαγες, τὸ ἅρπαξες καὶ τώρα λές· πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἐπιστρέψω; Νὰ φτωχύνουν τὸ σπίτι μου καὶ τὰ παιδιά μου; Νὰ λιγοστεύσω τὰ εἰσοδήματά μου; Νὰ στερηθῶ τὰ πλούτη μου; Ναί, ἀλλὰ πρέπει κάποτε νὰ μετανοήσω. Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐδῶ ἡ φιλαργυρία σὲ σφίγγει κατὰ πολύ. Θέλεις νὰ ἁπλώσης τὸ χέρι σου καὶ αὐτὴ στὸ κρατεῖ. Θέλεις νὰ ἀποδώσης ἐκεῖ ποὺ ἀδίκησες καὶ αὐτή σε κάνει νὰ σκέπτεσαι τί θὰ σοῦ ἀπομείνη. Ἄχ, Χριστιανέ! Ἕως ὅτου κάνεις τέτοιους λογαριασμούς, δὲν πρόκειται νὰ λύσης ποτὲ τὸν δεσμό.

 Σπαθί, σπαθί! Ἐδῶ χρειάζεται μιὰ σταθερὴ ἀπόφασις. Πρέπει νὰ πῆς ὅτι ὀφείλω νὰ ἐπιστρέψω τὸ ξένο πράγμα, ἀλλιῶς δὲν ὑπάρχει σωτηρία γιὰ μένα. Τὸ ἄδικον οὐκ εὐλογεῖται. Καλύτερα νὰ φτωχύνω, παρὰ νὰ κολασθῶ. Ἀγαπῶ τὰ παιδιά μου, μὰ ἀγαπῶ καὶ τὴν ψυχή μου. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «εἰ τοίνυν βούλει καταλιπεῖν τοῖς παιδίοις σου πλοῦτον πολύν, κατάλιπε τοῦ Θεοῦ τὴν πρόνοιαν».61  Δηλαδή, «ἂν θέλεις νὰ ἀφίσης στὰ παιδιά σου πολὺν πλοῦτο, ἄφησέ τους τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι κόπτεται καὶ αὐτὸς ὁ δεσμός.

 Ἃς ἔλθουμε τώρα στὸν τρίτο δεσμό, ποὺ εἶναι ὁ σαρκικός. Ώ, καὶ τί σφιχτὸς δεσμὸς εἶναι αὐτός! Ἐδῶ πράγματι δὲν βλέπεις οὔτε ἀρχή, οὔτε τέλος. Τὸ νὰ ἀφήσης δηλαδὴ ἢ τὴν πόρνη ἢ ἐκείνη τὴν ξένη γυναίκα ποὺ κρατᾶς. Ἡ μακρὰ συνήθεια νὰ ζῆς μαζί της δὲν εἶναι ἁπλὸς δεσμός, ἔγινε ἡ ἁλυσίδα σιδερένια. Τί νὰ πῶ; Ἢ ἡ καλλονή της ἢ ἡ τέχνη της ἢ κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί, σὲ μάγεψε, σὲ σκλάβωσε, σοῦ πῆρε καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὸν νοῦ καὶ τὴν ἐλευθερία.

 Μά, δόξα τῷ Θεῶ, ἐσὺ θέλεις νὰ μετανοήσης εἰλικρινῶς. Πρόκειται γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν! Ὅμως τὰ δάκρυά της, τὰ λόγια της, οἱ ἔρωτές της δὲν σὲ ἀφήνουν, κάποιες ὑποσχέσεις σὲ κρατοῦν. Ἐγὼ σὲ βλέπω καὶ σὲ λυπᾶμαι! Μὲ τὸ ἕνα πόδι βγαίνεις ἔξω καὶ μὲ τὸ ἄλλο μένεις μέσα στὸ σπίτι της. Φεύγεις καὶ ἐπιστρέφεις, τὴν ἀποφεύγεις καὶ ὅμως τὴν ἀγαπᾶς. Ἡ καρδιά σου εἶναι κομμένη στὰ δύο. Τὸ ἕνα κομμάτι ἔχει ἐκείνη, τὸ ἄλλο ὁ πνευματικός. Στὴν τόση ζάλη τῶν ἀντιμαχομένων λογισμῶν σου,  δὲν ξέρεις τί νὰ κάμης. Δὲν ξέρεις τί νὰ κάμης; Ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ! Ὅμως, θέλω νὰ γνωρίζω πρῶτα μὲ ποιὸν ὁμιλῶ.

 Ἕνας ἄρρωστος ποὺ κινδυνεύη νὰ πεθάνη, ὅταν τὸν σφίγγουν ἢ τὸν τσιμποῦν καὶ δείχνει ὅτι κάτι αἰσθάνεται, ἔχει ἀκόμη ἐλπίδα ζωῆς, ὁπότε ὁ γιατρὸς κάνει πᾶν το δυνατὸν γιὰ νὰ τὸν γλυτώση. Ἂν ὅμως δὲν αἰσθάνεται τίποτε, ὁ ἀσθενὴς εὑρίσκεται σὲ ἀπελπιστικὴ κατάστασι, ὁπότε μάταιος ὁ γιατρός, μάταια καὶ τὰ γιατρικά.

 Ἔτσι εἶναι καὶ ὁ ἁμαρτωλός. Ἐὰν δὲν τὸν κεντρίζη ἡ συνείδησις, ἂν δὲν τὸν σφίγγει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ντροπὴ τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε δὲν αἰσθάνεται τίποτε, αὐτὸς εὑρίσκεται σὲ ἀπελπιστικὴ κατάστασι. Ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἐγὼ δὲν ὁμιλῶ μὲ αὐτὸν γιατί εἶναι λόγια χαμένα.

 Ὁμιλῶ μαζί σου, ποὺ καὶ τὴν συνείδησί σου ἀφουγκράζεσαι καὶ τὸν Θεὸ φοβᾶσαι καὶ τοὺς ἀνθρώπους ντρέπεσαι καὶ ἄρα θέλεις νὰ μετανοήσης. Ὅμως δὲν γνωρίζεις το πῶς πρέπει νὰ λύσης τὸν δεσμὸ τῆς σαρκὸς ποὺ σὲ κρατεῖ. Ἄκουσε μέ, λοιπόν, καὶ ἐλπίζω νὰ τὸν κόψουμε μὲ τὴν «μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὁ ἐστι ρῆμα Θεοῦ».62 

 Κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, οἱ Ἀγαρηνοὶ κατέλαβαν τὴν Κωνσταντινούπολι, τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων καὶ τὸν βασιλικὸ θρόνο τῶν Ρωμαίων.63   Ἡ αἱματοχυσία, ἡ αἰχμαλωσία καὶ ἡ διαρπαγὴ κράτησε τρεῖς ἡμέρες. Ἀνάμεσα στὶς ἄλλες γυναῖκες ποὺ ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν εὑρέθη καὶ μία δυστυχὴς μέν, ἂλλ’ εὐγενὴς καὶ ὡραιοτάτη, ὀνομαζομένη Εἰρήνη. Οἱ στρατιῶτες θεώρησαν καλὸ νὰ τὴν προσφέρουν σὰν ἄξιο δῶρο στὸ βασιλέα τους, τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή. Ἐκεῖνος μόλις τὴν εἶδε τὴν ἐρωτεύθηκε μὲ τόση θέρμη ποὺ γιὰ χάρι τῆς ἐγκατέλειψε τὴν θηριωδία του, τὰ ὅπλα καὶ ὅλες  τὶς ὑποθέσεις τοῦ νέου βασιλείου του. Ἔγινεν αἰχμάλωτός της αἰχμαλώτου Εἰρήνης, χάθηκε μέσα στὸ κάλλος της καὶ δὲν τὸν ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον νὰ εὐχαριστῆται μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ χορταίνη τὶς ὀρέξεις του.

 Ὅμως καὶ οἱ πιὸ κρυφὲς πράξεις τῶν βασιλέων γίνονται γνωστὲς στὸν λαὸ καὶ καθὼς αὐτοὶ δικάζουν ὅλους, ἔτσι κι οἱ ἴδιοι δικάζονται ἀπὸ ὅλους. Ἄρχισεν ὁ στρατὸς νὰ βαρυγγομᾶ στὰ κρυφὰ καὶ νὰ μιλοῦν ἐναντίον τοῦ βασιλέως στὰ φανερά. Κακοφαίνονται σὲ ὅλους νὰ βλέπουν τὸν βασιληά τους καὶ τέτοιον ἀντρειωμένο βασιληά, νικητὴ ἀήττητο, νὰ ζῆ θαμμένος στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς γυναίκας. Μαθαίνει αὐτὸς τὰ ὅσα τὸν κατακρίνουν ὅλοι, στέκεται, συλλογίζεται καὶ ὁ συλλογισμὸς τοῦ γίνεται φοβερὸς πόλεμος τῆς καρδιᾶς του. Πολεμάει ἡ ἀγάπη μὲ τὴν δόξα. Πῶς; Σκέπτεται ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος· ἐγὼ νὰ γίνω δοῦλος μιᾶς γυναίκας! Καὶ εἶμαι ἄξιος νὰ ὀνομάζωμαι βασιλεύς; Μὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, τὸ κάλλος τῆς Εἰρήνης ἀξίζει  ἕνα βασίλειο. Μὲ πληγώνει ἡ κοινὴ κατάκρισις τοῦ λαοῦ, μὰ μὲ ματώνουν οἱ ἔρωτες τῆς Εἰρήνης. Ἐὰν τὴν κρατήσω, θὰ χάσω ὅλο το κέρδος τῶν κατακτήσεών μου, ποὺ εἶναι ἡ δόξα μου. Ἂν τὴν ἀφήσω, θὰ χάσω τὰ καλά των ἐπιθυμιῶν μου, τὴν ἀγάπη μου. Τί νὰ κάμω; Ἂλλ’ ὅσο στέκομαι σὲ τέτοιους συλλογισμούς, δὲν λύνω ποτὲ τὸν δεσμό.

 Σπαθί, σπαθί! Ἔτσι λέει, σηκώνεται ἀμέσως, τρέχει, βρίσκει τὴν Εἰρήνη καὶ τὴν σφάζει, αὐτὴν ποὺ ποτὲ δὲν περίμενε τέτοιο κακό!  Μὲ πόνο φοβερὸ καὶ μὲ θυμὸ λέγει στὸν ἑαυτό του· ἂν δὲν ἔκαμα ἔτσι δὲν θὰ ἐλευθερωνόμουν ποτέ. Ἃς μάθη τώρα ὁ κόσμος πὼς μὲ αὐτήν μου τὴν ἀνδρεία νικῶ τὶς χῶρες καὶ τὰ πάθη μου· πῶς εἶμαι βασιλεὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ ἐαυτοῦ μου.

 Ποιὸς εἶναι αὐτός, Χριστιανέ; Εἶναι ἕνας Ἀγαρηνὸς βασιληᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ πίστις καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἔχη ὅσες γυναῖκες ὀρέγεραι. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ὄχι μόνον ἄφησε, ἐχώρισε, ἔδιωξε μὰ καὶ ἔσφαξε μίαν ἀγαπημένη κόρη, γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν κατάκρισι τοῦ κόσμου καὶ γιὰ νὰ διαφυλάξη τὴν ὑπόληψι τοῦ ὀνόματός του.

 Καὶ σὺ ποιὸς εἶσαι; Ἕνας Χριστιανὸς τοῦ ὁποίου ἡ πίστις δὲν ἐπιτρέπει παρὰ μία γυναίκα, αὐτὴν πού σου προσφέρει ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Θεός. Χριστιανὸς ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγης ὄχι μόνον τὴν κατάκρισι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνιο κόλασι· ποὺ πρέπει νὰ φυλάξης ὄχι μόνον τὸ ὄνομα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή. Χριστιανὸς ποὺ ἐλπίζης στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

 Τώρα, ὅμως, λόγω τῆς πόρνης ἢ τῆς ξένης γυναίκας μὲ τὴν ὁποία συζῆς, λυποῦνται οἱ γονεῖς σου, κλαίει ἡ γυναίκα σου, σὲ μέμφονται οἱ συγγενεῖς σου, σὲ ἐλέγχουν κρυφὰ οἱ πνευματικοὶ καὶ φανερὰ οἱ διδάσκαλοι, σὲ κατακρίνει ὅλος ὁ κόσμος. Ἔγινες ὁ μύθος τῆς πόλεως… Ὅλη κλαίει γιὰ τὴν κατάντια σου ἢ γελᾶ μὲ τὴν ἀνοησία σου. Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ λιγώτερο. Σὲ ἀποστρέφεται ἡ Ἐκλλησία γι’ αὐτὸ καὶ δὲν σοῦ παρέχει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια! Σὲ ἐγκατέλειψε ὁ φύλακας ἄγγελός σου, ὁ ὁποῖος εἶναι καθαρὸν πνεῦμα καὶ βδελύσσεται τὶς ἀκαθαρσίες σου! Σὲ ἐβαρέθη ὁ Θεὸς καὶ ἀδυνατεῖ πλέον νὰ σὲ ὑπομένει! Παραφυλάει καθ’ ὥρα ὁ διάβολος γιὰ νὰ σοῦ ἁρπάξη τὴν ψυχή! Σὲ περιμένει ὁ ἅδης μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτὸ γιὰ νὰ σὲ καταπιὴ στὴν κόλασι!

 Καὶ σὺ ἀκόμη ἀναμένεις; Ἀπορεῖς καὶ δὲν ξέρεις τί νὰ κάμης γιὰ νὰ τὴν χωρίσης; Ἄχ, Χριστιανέ! Ὅσο κάνεις αὐτοὺς τοὺς συλλογισμοὺς καὶ μετρᾶς αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο, δὲν λύνεις ποτὲ τὸν δεσμό… Σήμερα δημιουργεῖται ἕνα, αὔριο ἄλλο ἐμπόδιο καὶ ὁ διάβολος κάνει τὸν δεσμὸ ἀκόμη πιὸ σφιχτό…

 Σπαθί, σπαθί! Ἀδελφέ, ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία στέρεη ἀπόφασις καὶ ὀφείλεις νὰ πῆς ὅτι θέλω νὰ μετανοήσω· νὰ χωρίσω τὴν πόρνη καὶ νὰ σώσω τὴν ψυχή μου. θέλω, γιατί ὅσο παραμένω πόρνος, παύω νὰ εἶμαι Χριστιανός! Μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησι, μακρυὰ ἀπὸ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, μακρυὰ ἀπὸ τὴν Μητέρα μου τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν Θεό, γιὸς ξεκληρισμένος καὶ κολασμένος ζωντανός!

 Θέλω, θέλω χωρὶς ἄλλο, χωρὶς νὰ χάνω καιρό! Ἔτσι κόβεται ὁ δεσμὸς καὶ εἴθε νὰ σὲ φωτίση ὁ Θεὸς νὰ τὸν κόψης τὸ γρηγορώτερο. Ἂν εἶναι δυνατὸν σήμερα, μὴ ἀναμένης τὸ αὔριο, τὴν τελευταία ὥρα! Διότι τὸ ἄκουσες πὼς ὅποιος μπορεῖ τώρα καὶ δὲν θέλει νὰ μετανοήση, ἴσως θὰ ἔλθη καιρὸς νὰ θέλη καὶ νὰ μὴ μπορῆ…

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ἀδελφός του ἁγίου Κυρίλλου γεννηθεῖς τὸ 815 στὴ Θεσσαλονίκη καὶ κοιμηθεῖς τὸ 884 στὴν Μοραβία (σημερινὴ Τσεχία). Θεωροῦνται (καὶ εἶναι) ἀμφότεροι φωτισταὶ τῶν Σλάβων.

Δηλαδὴ στὸ λεγόμενο βυζαντινὸ κράτος – αὐτοκρατορία.

Τότε Πατριάρχης ἦτο ὁ ἱερὸς Φώτιος (858 -867 καὶ 877 – 886). Βασιληᾶς τῆς Βουλγαρίας ἦτο τότε ὁ Βάρις, ὁ διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μετονομασθεῖς εἰς Μιχαὴλ (852 -889).

Ταῦτα ἐκ τῆς προφητείας Δανιὴλ κέφ. Ζ’, 9 καὶ ἑξῆς. Θαυμασία ἀπεικόνισις ὑπάρχει εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Μονῆς τῆς Χώρας (Kariye Cami) ἐν Κωνσταντινουπόλει.

Ὅρα Ματθαίου ΙΓ’, 42 καὶ 50, καὶ ΚΕ’, 41.

Ματθαίου Ἡ’, 12, ΚΒ’, 13, ΚΕ’ 30.

Μάρκου Θ’, 44 καὶ ἑξῆς.

Μάρκου Ἰ’ 33.

Γαλάτας Γ’, 13.

Ματθαίου Κ’, 28.

Ἐκ τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Πελαγίου, προερχομένου ἐκ Μεγάλης Βρετανίας καὶ διδάξαντος τὰς αἱρετικᾶς τοῦ δοξασίας ἐν Ρώμη, Β. Ἀφρικὴ καὶ Ἱεροσολύμοις. Ἔζησε τὸν Ἐ’ αἰώνα, αἳ δὲ διδασκαλίαι τοῦ κατεδικάσθηκαν ὑπὸ πολλῶν Συνόδων καὶ δὴ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς (431).

Λούθηρος (τέλη ΙΕ’ αἰῶνος καὶ ΙΣΤ’ αἰών), Καλβίνος (ΙΣΤ’ αἰών), ἀρχηγέται τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων καὶ σφοδροὶ ἀντιπαπικοί, ἀγνοοῦντες πλήρως τὴν Ὀρθοδοξίαν.

Μάρκου Ἡ’, 34.

Ἰωάννου ΙΕ’, 5.

Πατὴρ τῆς Λατινικῆς «ἐκκλησίας» καὶ ἅγιος της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἔζησε τὸν Ἐ’ αἰώνα κυρίως εἰς τὴν Β. Ἀφρικήν. Ἔγραψε πολλά, ὧν τὸ κυριώτερον αἳ «Ἐξομολογήσεις» αὐτοῦ.

Λόγος ΛΖ’ εἰς τὸ ρητόν του Εὐαγγελίου «Ὄτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους».

Λόγος ΙΘ’ εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους.

Ρωμαίους Β’ , 6 καὶ ἑξῆς.

Ἃ’ Τιμόθεον Β’, 4 καὶ Ἰεζεκιὴλ ΙΗ’, 23.

Σόδομα, Γόμορα, Ἀδαμά, Σεβωὴμ καὶ Σηγώρ. Αἳ πρῶται τέσσαρες κατεστράφησαν, διεσώθη  μόνον ἡ Σηγώρ, ὅπου κατέφυγεν ὁ Λώτ.

Πρόκειται περὶ τοῦ πάθους τῆς ἀρσενοκοιτίας, ὑφ’ οὐ εἶχον καταληφθῆ οἱ Σοδομίται. Ἐξ οὐ καὶ τὸ πάθος τοῦτο καλεῖται «σοδομισμός».

Γενέσεως ΙΘ’ , 18.

Αὐτόθι, 26.

Λουκᾶ ΙΖ’, 32.

Ἰξός. Σκεύασμα κολλῶδες ἀπὸ διάφορα φυτὰ (κισσό, μελά, ἀρκουδοπούρναρο  κ.λ.π.) πρὸς παγίδευσιν πτηνῶν μὲ (ἰ) ξόβεργες.

Σαμμουραμάτ, εἰς τὰ ἀσσυριακά. Σπουδαία βασίλισσα τῆς Ἀσσυρίας ζήσασα περὶ τὰ τέλη τοῦ Θ’ αἰῶνος π.Χ. ἔκτισε τὴν Βαβυλώνα καὶ περιεβλήθη ὑπὸ θρύλων καίτοι ὑπῆρξε ἱστορικὸν πρόσωπον.

Ἱδρυτής, κατὰ τὸν μύθο, τῆς Ἀσσυριακῆς πόλεως Νινευΐ. Ὁ ἔρωτάς του πρὸς τὴν Σεμίραμι, ποὺ ἦτο ἐξαδέλφη του, ἔδωσεν ἀφορμὴ γιὰ μυθιστορίες τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων.

Ἱερεμίου ΙΓ’, 23.

Προέρχεται ἐκ τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Μαρδαρίου τῆς ἀναγινωσκομένης εἰς τὸ Μεσονυκτικὸν καὶ τὴν Γ’ ὥραν, σημαίνει δὲ ὅτι ὁ Κύριος «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» γνωρίζει δὶ’ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἠμῶν, συμφώνως μὲ τὴν δικαιοκρισίαν Του.

Ἠσαΐου κέφ. Ε’.

Ψαλμὸς ΞΒ’, 1.

Ἰουδαῖοι. Οἱ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, τετάρτη ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ. Ἐπειδὴ ἡ φυλὴ αὐτοῦ ἦτο ἡ πολυαριθμωτέρα εἰς τὸ δωδεκάφυλον, κατὰ συνεκδοχὴν Ἰουδαῖοι = Ἑβραῖοι = Ἰσραηλίται (Ἰσραὴλ = Ἰακώβ).

Ἀγαρηνοί. Ἐκ τῆς Ἄγαρ, παλλακίδος τοῦ  Ἀβραάμ, τῆς ὁποίας ὁ υἱὸς Ἰσμαὴλ θεωρεῖται γενάρχης τῶν Ἀράβων. Σκωπτικῶς Ἀγαρηνοὶ λέγονται οἱ Μουσουλμάνοι καὶ οἱ κατακτηταὶ Ὀθωμανοί.

Ἐκ τῶν τοῦ Ἠσαΐου (κέφ. Ε’, 2 καὶ ἑξῆς) «Φραγμὸν περιέθηκα… καὶ ὠκοδόμησα πύργον ἐν μέσω αὐτοῦ» (του ἀμπελῶνος).

Ὅρα Ματθαίου Γ’, 12 «καὶ συνάξει τὸν σίτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἄσβεστω».

Ἐκ τῶν τοῦ Ἠσαΐου, αὐτόθι.

Αὐτόθι.

Αὐτόθι Ἐ’, 5.

Ρωμαίους Β’, 4.

Αὐτόθι, 5.

Ὁ ἀδελφός του ἁγίου Βασιλείου (335 -395).

Λόγος Ἐ’ εἰς τοὺς Μακαρισμοὺς «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται».

Τελευταῖος βασιλεὺς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, βασιλεύσας ἀπὸ τοῦ 597 π. Χ. διαδεχθεῖς τὸν Ἰεχονίαν.

Παροιμίαι ΙΗ’ 3.

Β’ Παραλειπομένων ΛΣΤ’ 11 καὶ ἑξῆς.

Αὐτόθι.

Ὁ δεύτερος. Ἐβασίλευσε ἀπὸ τὸ 605 – 562 π. Χ. γενόμενος μέγας κατακτητὴς καὶ πολὺ σκληρός.

Μπὰμπ – ἰλοὺ = πύλη τοῦ θεοῦ Ἔλ. Περίφημος πόλις τῆς Μεσοποταμίας ἐπὶ τοῦ  ποταμοῦ Εὐφράτη. Ἦτο τότε ἡ μεγαλυτέρα πόλις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ ἡ πλέον ἁμαρτωλός. Χ

Ἰεζεκιὴλ Γ’ 17 καὶ ἑξῆς.

Γαλάτας Β’ 6.

Ἰωάννου Ἡ’, 21.

Β’ Παραλειπομένων ΛΣΤ’ , 16.

Ἰωάννου Ζ’ , 34.

Αὐτόθι Ἡ’, 21.

Ματθαίου Κ’, 18.

Πρβλ. Β’ Κορινθίους ΣΤ’, 2.

Παροιμίαι Γ’, 28.

Φρυγία. Περιοχὴ τῆς βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, περιλαμβανομένη σχηματικῶς εἰς τὰ σημερινὰ βιλαέτια (νομοὺς) Προύσης, Ἀγκύρας καὶ Ἀϊδινίου. Ὑπῆρξε παλαιὸν ἰσχυρὸν βασίλειον μὲ πλουσίαν ἱστορίαν.

Γόρδιον. Πρωτεύουσα τότε τῆς Φρυγίας, ἐν τοῖς δεξιοῖς τοῦ ποταμοῦ Σαγγαρίου. Ὠνομάσθη οὕτως ἐκ τοῦ μυθικοῦ Γορδίου.

Ματθαίου Ἐ’ 44.

Λουκᾶ ΚΓ’, 34.

Διερευνήσαντες οὒχ εὔρομεν ποὺ κεῖται τὸ χωρίον.

Ἐφεσίους ΣΤ’ 17.

Ρωμαῖοι, ρωμηοί, ρωμηοσύνη. Ἀπὸ τὴν Νέα Ρώμη καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν παλαιά. Νέα Ρώμη ἢ Κωνσταντινούπολις.

 

   Η/Ὑ ἐπιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

 

  Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὁδὸς σωτηρίας», τοῦ Ἠλία Μηνιάτη. Ὁμιλίες τοῦ ἐν λόγω πατρός, μεταγλωττισμένες ὑπὸ  τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Ἡγουμένου Ἱερᾶς καὶ Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης.