«Ἀγαθὸν» λέει, «εἰσελθεῖν εἰς οἰκίαν πένθους ἤ εἰς οἰκίαν γέλωτος»(1). Ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ψυχὴ μολύνεται. Γιατί, ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα ὅμοια μὲ αὐτοὺς νὰ ζεῖς τρυφηλά, παρακινεῖσαι σὲ σπατάλη. Ἂν δὲν ἔχεις τὴ δυνατότητα, δέχτηκες ἀφορμὴ λύπης. Στὸ σπίτι ὅμως ποὺ πενθεῖ τίποτα τέτοιο δὲ συμβαίνει, ἄλλα καὶ ἂν ἀκόμα δὲν μπορεῖς νὰ ζεῖς τρυφηλά, δὲν πόνεσες, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα, περιορίζεσαι. Πραγματικὰ σπίτια πένθους εἶναι τὰ μοναστήρια, ὅπου ὑπάρχει σάκκος καὶ σποδός, ὅπου μόνωση, ὅπου καθόλου γέλιο, οὔτε πλῆθος βιωτικῶν πραγμάτων, ὅπου κυριαρχεῖ νηστεία, ὅπου ὕπνος κάτω στὸ χῶμα, ὅπου ὅλα εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κνίσσα, αἵματα, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ταραχή, ἀπὸ πολυκοσμία.
Εἶναι λιμάνι γαλήνιο. Εἶναι σὰν τοὺς φάρους ποὺ εἶναι τοποθετημένοι στὸ λιμάνι καὶ φωτίζουν ἀπὸ ψηλὰ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ καὶ προσελκύουν ὅλους πρὸς τὴ γαλήνη τους, χωρὶς νὰ ἀφήνουν νὰ ναυαγοῦν αὐτοὶ ποὺ τοὺς βλέπουν, χωρὶς νὰ ἀφήνουν νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἐκεῖ στραμμένα τὰ βλέμματά τους. Πήγαινε σ’ αὐτοὺς, δεῖξε φιλοφροσύνη, πλησίασε, ἄγγιξε πόδια ἁγίων· εἶναι πολὺ πιὸ τιμητικὸ νὰ ἀγγίξεις τὰ πόδια ἐκείνων παρὰ τὸ κεφάλι ἄλλων. Γιατί πές μου, ἂν ὁρισμένοι πιάνουν τὰ πόδια τῶν ἀγαλμάτων, ἐπειδὴ ἀποτυπώνουν τέλεια τὸ βασιλιά, σὺ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ μέσα του, δὲ θὰ τὸν πιάσεις ἀπὸ τὰ πόδια γιὰ νὰ σωθεῖς; Ἅγια εἶναι τὰ πόδια, ἔστω κι ἂν εἶναι εὐτελή, ἐνῶ τῶν βέβηλων ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίμιο οὔτε τὸ κεφάλι· γιατί τὰ πόδια ἁγίων κατόρθωσαν μεγάλα πράγματα. Γι’ αὐτὸ καὶ τιμωροῦν, ὅταν τινάξουν τὴ σκόνη ἀπὸ πάνω τους. Ὅταν βρίσκεται ἅγιος κοντά μας, καθόλου νὰ μὴ ντρεπόμαστε νὰ κάνουμε τὰ ἴδια. Καὶ ἅγιοι εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ὀρθὴ πίστη καὶ ζωή. Κι ἂν ἀκόμα δὲν κάνουν θαύματα, κι ἂν ἀκόμα δὲ διώχνουν δαιμόνια, εἶναι ἅγιοι.
Πήγαινε στὶς σκηνὲς τῶν ἁγίων· ὅπως ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἔτσι εἶναι ὅταν καταφύγεις σὲ μοναστήρι ἁγίου ἀνθρώπου. Δὲ βλέπεις ἐκεῖ αὐτὰ ποὺ βλέπεις στὸ σπίτι- ἡ συνοδεία ἐκείνη εἶναι καθαρὴ ἀπὸ ὅλα· ὑπάρχει πολλὴ σιωπὴ καὶ ἡσυχία· δὲν ἰσχύει ἐκεῖ τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου. Ἂν μείνεις καὶ μία ἡμέρα μόνο ἢ καὶ δεύτερη, τότε περισσότερο θὰ αἰσθανθεῖς τὴν εὐχαρίστηση. Ξημερώνει, ἢ καλύτερα λάλησε ὁ πετεινὸς πρὶν ἀπὸ τὸ ξημέρωμα, καὶ δὲ συμβαίνει, ὅπως στὰ σπίτια, ὅπου ροχαλίζουν οἰ ὑπηρέτες, οἰ πόρτες εἶναι κλειστές, ὅλοι καθὼς κοιμοῦνται μοιάζουν σὰν νεκροί, ὁ ἁμαξηλάτης χτυπᾶ τὰ κουδούνια. Ἐκεῖ δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι σηκώνονται μὲ εὐλάβεια, ἀποδιώχνοντας τὸν ὕπνο, ὅταν ὁ ἡγούμενος τοὺς ξυπνήσει, καὶ ἀφοῦ σχηματίσουν ἅγιο χορὸ καὶ σηκώσουν ἀμέσως τὰ χέρια, ψάλλουν τοὺς ἱεροὺς ὕμνους. Δὲν εἶναι βέβαια ὅπως ἐμεῖς ποὺ χρειαζόμαστε πολλὲς ὧρες γιὰ ν’ ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ὕπνο καὶ τὸ βάρος τοῦ κεφαλιοῦ. Γιατί ἐμεῖς μόλις ξυπνήσουμε, καθόμαστε στὸ κρεβάτι καὶ τεντώνουμε τὰ μέλη μας γιὰ πολλὴ ὥρα, πηγαίνουμε γιὰ ἀνάγκη, ἔπειτα νίβουμε τὸ πρόσωπο, ντυνόμαστε καὶ ξοδεύεται πολὺς χρόνος.
Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιο δὲ συμβαίνει· κανένας δὲ φωνάζει κάποιο ὑπηρέτη, γιατί ὁ καθένας ἐπαρκεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του· δὲ χρειάζεται πολλὰ ἐνδύματα, οὔτε ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀποδιώξει τὸν ὕπνο, ἀλλά, μόλις ἀνοίγει τὰ μάτια, μοιάζει μ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔμεινε ἄγρυπνος γιὰ πολὺ χρόνο, ἐπειδὴ ἀσκεῖται στὴ νήψη. Γιατί, ὅταν ἡ καρδιά, χωρὶς νὰ ἔχει γίνει βαριὰ ἀπὸ τὸ φαγητό, πέφτει νὰ κοιμηθεῖ, δὲ χρειάζεται πολὺ χρόνο γιὰ νὰ ξυπνήσει, ἀλλὰ ἀμέσως βρίσκεται σὲ νηφαλιότητα. Τὰ χέρια εἶναι πάντοτε καθαρὰ· γιατί καὶ ὁ ὕπνος εἶναι κόσμιος· κανένας δὲν ἀκούει ἐκεῖ ροχαλητά, οὔτε ἀναστεναγμούς, οὔτε βλέπει κανέναν νὰ τινάζεται στὸν ὕπνο, οὔτε νὰ ξεγυμνώνεται, ἀλλὰ κοιμοῦνται ξαπλωμένοι πιὸ κόσμια ἀπό τους ξυπνητούς. Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατί ὑπάρχει εὐταξία στὴν ψυχή. Πραγματικὰ αὐτοὶ εἶναι ἅγιοι καὶ εἶναι ἄγγελοι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μὴν ἐκπλήττεσαι ἀκούοντας αὐτά. Γιατί ὁ πολὺς φόβος ποὺ αἰσθάνονται γιὰ τὸ Θεό, δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ βυθιστοῦν στὸν ὕπνο καὶ νὰ καταδυθεῖ ἡ διάνοιά τους ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ ὕπνος ἔρχεται ἐλαφρά, γιὰ νὰ τοὺς ἀναπαύσει μόνο. Καὶ ἀφοῦ τέτοιος εἶναι ὁ ὕπνος τους, κατ’ ἀνάγκην τέτοια εἶναι καὶ τὰ ὄνειρά τους χωρὶς φαντασίες καὶ φοβερὰ τέρατα. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς εἶπα, μόλις λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ ἀμέσως ἔρθει ὁ προϊστάμενος καὶ ἀκουμπήσει ἁπλῶς μὲ τὸ πόδι αὐτὸν ποὺ κοιμᾶται, ὅλους ἀμέσως τοὺς σηκώνει. Γιατί ἐκεῖ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ κοιμοῦνται γυμνοί.
Ἔπειτα ἀφοῦ σηκωθοῦν, ἀμέσως στέκονται καὶ ψάλλουν ὕμνους προφητικοὺς πολὺ ἁρμονικὰ καὶ μὲ ὡραῖες μελωδίες. Οὔτε κιθάρα, οὔτε φλογέρες, οὔτε κανένα ἄλλο μουσικὸ ὄργανο ἀφήνει φωνὴ τέτοια ποὺ μπορεῖς ν’ ἀκούσεις μέσα στὴ βαθιὰ ἡσυχία καὶ στὴν ἐρημιά, ὅταν ψάλλουν ἐκεῖνοι οἱ ἅγιοι. Καὶ αὐτὰ τὰ ἄσματα εἶναι κατάλληλα καὶ γεμάτα ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. «Ἐν ταῖς νυξὶ» λέει, «ἐπάρατε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρὸς τὸν Θεὸν» (2)· καὶ πάλι: «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» . Καὶ τὰ ἄσματα τοῦ Δαβὶδ ποὺ προξενοῦν πολλὲς πηγὲς δακρύων. Γιατί ὅταν ψάλλει λέγοντας: «ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (3). Καὶ πάλι, «ὅτι σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον ἔφαγον»(4)· καὶ πάλι, «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ;»(5). «Ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη, καὶ αἱ ἡμέραι ἡμῶν ὡσεὶ σκιὰ παράγουσι» (6)· καί, «μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος, καὶ ὅταν πληθυνθῆ ἡ δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ» (7)· καὶ πάλι, «ὁ κατοικίζων μονοτρόπους ἐν οἴκῳ»(8), καί, «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου»(9) · καὶ πάλι, «μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου»(10)· καί, «ὁ Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν μου ἐκ χειρὸς ᾅδου»(11)· καί, «ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ»(12)· καὶ πάλι, «οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ»(13)· καὶ πάλι, «ἐλογίσθημεν, ὡς πρόβατα σφαγῆς»(14), ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὴ φλογερὴ ἀγάπη τους γιὰ τὸ Θεό.
Ὅταν πάλι οἱ μοναχοὶ ψάλλουν μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους (γιατί τότε ψάλλουν καὶ οἰ ἄγγελοι) λέγοντας: «αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν»(15), ἐνῶ ἐμεῖς χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε, ροχαλίζουμε, ἢ καὶ ἁπλῶς εἴμαστε ξαπλωμένοι καὶ σκεφτόμαστε μύριες ἀπάτες, εἶναι δυνατὸ ἐκεῖνοι νὰ ξοδεύουν σ’ αὐτὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ κατὰ τὸ ξημέρωμα ἀναπαύονται πλέον. Κι ὅταν ἐμεῖς ἀρχίζουμε τὴ δουλειά, γιὰ ἐκείνους εἶναι καιρὸς ν’ ἀναπαυτοῦν. Ὅταν ξημερώσει, καθένας ἀπό μᾶς καλεῖ τὸν ἄλλο καὶ τοῦ δίνει λογαριασμὸ γιὰ τὰ ἔξοδα, πηγαίνει στὴν ἀγορά, παρουσιάζεται στὸν ἄρχοντα, τρέμει, φοβᾶται τὶς τιμωρίες, ἄλλος πηγαίνει στὴ σκηνή, ἄλλος στὸ ἐπάγγελμά του. Ἐκεῖνοι πάλι, ἀφοῦ ἔψαλαν τὶς ἑωθινὲς προσευχὲς καὶ τοὺς ὕμνους, ἐπιστρέφουν στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν. Ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ποὺ ἔχουν μάθει νὰ γράφουν καὶ βιβλία. Ὁ καθένας ἔχει ἕνα ξεχωριστὸ οἴκημα καὶ ἀσκεῖ ἀδιάκοπα τὴν ἡσυχία καὶ κανένας δὲ φλυαρεῖ, κανένας δὲ λέει τίποτε.
Ἔπειτα διαβάζουν τὴν τρίτη, τὴν ἕκτη, καὶ τὴν ἐνάτη ὥρα καὶ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ καί, ἔχοντας χωρίσει τὴν ἡμερα σὲ τέσσερα μέρη ποὺ τὸ καθένα εἶναι γεμάτο μὲ ψαλμωδίες, δοξολογοῦν μὲ ὕμνους τὸ Θεό. Καὶ ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τρῶνε, γελοῦν, παίζουν, εἶναι ἕτοιμοι νὰ σκάσουν ἀπὸ τὴ γαστριμαργία, αὐτοὶ ἀφοσιώνονται στοὺς ὕμνους. Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τραπέζι, οὔτε γιὰ τὰ αἰσθητὰ αὐτά. Πάλι μετὰ τὸ φαγητὸ ἐπιδίδονται στὰ ἴδια, ἀφοῦ πιὸ πρὶν κοιμηθοῦν. Οἱ κοσμικοὶ λοιπὸν κοιμοῦνται καὶ τὴν ἡμέρα. Ἐκεῖνοι ἀγρυπνοῦν καὶ τὴ νύχτα. Πραγματικὰ εἶναι υἱοὶ φωτός. Ἔπειτα οἱ κοσμικοί, ἔχοντας καταναλώσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἡμέρας στὸν ὕπνο, βαδίζουν βαριά, ἐνῶ αὐτοὶ ἀκόμα παραμένουν νηφάλιοι, μένοντας νηστικοὶ ὡς ἀργὰ καὶ ἀφοσιωμένοι στοὺς ὕμνους. Κι ὅταν πάλι φτάσει τὸ βράδυ, οἱ κοσμικοὶ τρέχουν σὲ λουτρὰ καὶ σὲ ἀνέσεις, ἐνῶ ἐκεῖνοι ἀφοῦ ἀπαλλάξουν τὸν ἑαυτό τους ἀπό τοὺς κόπους, τότε κάθονται στὸ τραπέζι χωρὶς νὰ ξεσηκώνουν πλῆθος ὑπηρετῶν, οὔτε νὰ τριγυρνοῦν στὸ σπίτι, οὔτε νὰ θορυβοῦν, οὔτε νὰ παραθέτουν πολλὰ φαγητά, οὔτε γεμάτα ἀπὸ κνίσσα, ἄλλα ἄλλοι τρῶνε μόνο ψωμὶ καὶ ἁλάτι, ἄλλοι προσθέτουν καὶ λάδι, ἄλλοι πάλι, ὅσοι εἶναι ἀσθενέστεροι, τρῶνε καὶ λαχανικὰ καὶ ὄσπρια.
Ἔπειτα, ἀφοῦ καθίσουν λίγο, ἢ καλύτερα, ἀφοῦ κατακλείσουν τὰ πάντα μὲ ὕμνους, ἀναπαύεται ὁ καθένας πάνω σὲ ἀχυρενίο στρῶμα ποὺ εἶναι φτιαγμένο μόνο γιὰ ἀνάπαυση καὶ ὄχι γιὰ ἀπόλαυση. Δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ φόβος ἀρχόντων, δὲν ὑπάρχει ἀφροσύνη κυρίων, δὲν ὑπάρχει ὁ φόβος τῶν δούλων, δὲν ὑπάρχει θόρυβος γυναικῶν, δὲν ὑπάρχει φασαρία παιδιῶν, δὲν ὑπάρχει πλῆθος κιβωτίων, οὔτε περιττὴ ἀποθήκευση ρούχων, οὔτε χρυσάφι, οὔτε ἄργυρος· δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖ φυλακὲς καὶ προφυλακές, δὲν ὑπάρχει ἀποθήκη, οὔτε τίποτα παρόμοιο, ἀλλὰ ὅλα εἶναι γεμάτα ἀπὸ προσευχή, ὅλα ἀπὸ ὕμνους, ὅλα ἀπὸ εὐωδία πνευματική. Τίποτα σαρκικὸ δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ. Δὲ φοβοῦνται ἐφόδους τῶν ληστῶν, γιατί δὲν ἔχουν κάτι νὰ χάσουν. Δὲν ὑπάρχουν χρήματα, μόνο σῶμα καὶ ψυχὴ ὑπάρχει-ἂν αὐτὴν ἀφαιρέσουν, δὲν τοὺς ζημιώνουν, ἀλλὰ τοὺς ὠφελοῦν. Γιατί λέγει: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος»(16). Ἐλευθέρωσαν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ ὅλα τὰ δεσμά. Πράγματι ἐπικρατεῖ «φωνὴ ἀγαλλιάσεως ἐν σκηναῖς δικαίων»(17).
Ἐκεῖ δὲν εἶναι δυνατὸ ν’ ἀκούσεις ποτὲ θρήνους, οὔτε ὀδυρμούς. Ἡ κατοικία τους εἶναι καθαρὴ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀηδίες, καθαρὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κραυγή. Πεθαίνουν βέβαια καὶ ἀνάμεσα τους· γιατί δὲν εἶναι ἀθάνατοι στὸ σῶμα· ἀλλὰ δὲ λογαριάζουν θάνατο τὸ θάνατο. Συνοδεύουν στὸν τάφο τοὺς νεκροὺς μὲ ὕμνους· αὐτὸ τὸ ὀνομάζουν προπομπὴ ὄχι κηδεία. Κι ἂν ἀνακοινωθεῖ ὅτι ὁ τάδε πέθανε, εἶναι μεγάλη ἀγαλλίαση, μεγάλη ἡ εὐχαρίστηση ἢ καλύτερα οὔτε τολμᾶ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ τάδε πέθανε, ἀλλὰ ὁ τάδε ἔχει τελειωθεῖ. Ἔπειτα ἀκολουθεῖ εὐχαριστία, δόξα πολλή, εὐφροσύνη, κι ὁ καθένας εὔχεται νὰ ἔχει τέτοιο τέλος, ἔτσι νὰ τελειώσει αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ν’ ἀναπαυτεῖ ἀπό τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες, νὰ δεῖ τὸ Χριστό. Κι ἄν ἀρρωστήσει κάποιος δὲν ὑπάρχουν οὔτε δάκρυα, οὔτε θρῆνοι, ἀλλὰ προσευχὲς πάλι. Πολλὲς φορὲς τὸν ἄρρωστο τὸν θεράπευσε ἡ πίστη μόνο καὶ ὄχι τὰ χέρια τῶν γιατρῶν. Καὶ ἂν χρειαστεῖ γιατρό, καὶ σ’ αὐτὸ ἡ περίσκεψη εἶναι πολλή, πολλὴ καὶ ἡ καρτερία. Δὲν παραβρίσκεται γυναίκα ποὺ θρηνεῖ λύνοντας τὰ μαλλιά της, οὔτε παιδιὰ ποὺ κλαῖνε γιὰ τὴν ὀρφάνια ποὺ θ’ ἀκολουθήσει, οὔτε ὑπηρέτες ποὺ παρακαλοῦν αὐτὸν ποὺ ξεψυχάει νὰ τοὺς ἐμπιστευτεῖ σὲ κάποιον μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ ἡ ψυχή, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ὅλα αὐτά, σ’ ἕνα μόνο στοχεύει στὴν ἔσχατη ἀναπνοή, πῶς νὰ φύγει ἀγαπητὴ στὸ Θεό. Κι ἂν συμβεῖ κάποια ἀρρώστια, δὲ συμβαίνει ἀπὸ γαστριμαργία, οὔτε ἀπὸ βάρος τοῦ κεφαλιοῦ, ἀλλὰ κι αὐτὲς οἱ αἰτίες τῶν ἀσθενειῶν εἶναι ἀφορμὲς γιὰ ἐπαίνους καὶ ὄχι γιὰ κατηγορίες, ὅπως αὐτὲς τῶν κοσμικῶν. Διότι ἡ ἐπίταση τῆς ἀγρυπνίας ἢ τῆς νηστείας ἢ κάτι τέτοιο προξενεῖ τὶς ἀρρώστιες, καὶ γι’ αὐτὸ καὶ θεραπεύονται εὔκολα· ἀρκεῖ νὰ μὴν κοπιάσουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ ὅλα τὰ δεινά.
Σημειώσεις
1. Ἐκκλ. 7,3
2. Ψαλμ. 133, 3
3. Ἠσ. 26, 9.
4. Ψαλμ. 6,7
5. Ψαλμ. 1,10
6. Ψαλμ. 8,5 καὶ 143,4
7. Ψαλμ. 143, 4.
8. Ψαλμ. 48,17.
9. Ψαλμ. 118,164.
10. Ψαλμ. 118, 62.
11. Ψαλμ. 48,16.
12. Ψαλμ. 22, 4.
13. Ψαλμ. 90, 5-6.
14. Ψαλμ. 43,22.
15. Ψαλμ. 148, 2.
16. Φιλιπ. 1,21
17. Ψαλμ. 117,15.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!