Ἐπαινῶ μὲν τὸν πόθο τῆς φιλομαθείας, ἀποδέχομαι δὲ τὸν βαθμὸν τῆς φιλοθεΐας. Καὶ γνωρίζω ποιὸς σάς ἐμφύτευσε τὸν ἐξαίρετον αὐτὸν ζῆλο. Γνωρίζω τὸν ἐκπαιδευτὴ τῆς ἀρετῆς σας, τὸν πατέρα καὶ συγχρόνως ποιμένα καὶ ἰατρὸν καὶ κυβερνήτην. Αὐτὸν ποὺ διαπρέπει στὴν εὐαγγελικὴ ζωή, καὶ πνέει χάριν ἀποστολικήν. Αὐτὸν ὁ ὁποῖος σάς χειραγωγεῖ πρὸς τοὺς οὐρανίους λειμῶνες μὲ πνευματικὰ σαλπίσματα, ὡς θησαυρὸς πνευματικῶν ἐννοιῶν ποὺ εἶναι. Τὴν ἔμψυχον εἰκόνα τῆς φιλανθρωπίας, αὐτὸν ποὺ ὑπερέβη τὴν πραότητα τοῦ νόμου καὶ εἶναι ἀνίκητος ἀπὸ τὸν θυμόν, λάμπει δὲ ἀπὸ σοφία, καὶ στεφανώνεται μὲ ἀρετές.
Ἀλλὰ πολὺς ὁ πλοῦτος τῆς ἀποστροφῆς σας κατὰ τοῦ θανάτου, καὶ τὸ πλάτος τῆς φιλομαθείας σας, ὅπως εἶπα. Κι ἐγὼ πῶς νὰ σᾶς παραθέσω τὸ πτωχό μου γεῦμα; Πῶς νὰ χορτάσω μὲ τὶς μικρὲς δυνατότητες τοῦ λόγου μου τὴν ἄπληστο κοιλία τῆς ἀκοῆς σας; Πῶς θὰ ἐπαρκέσει γλώσσα πτωχὴ νὰ εὐφράνει τόσον λαό; Ή, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἐπίκαιρά τα λόγια τῶν Ἀποστόλων: «Πόθεν ἠμὶν ἐν ἐρημία ἄρτοι τοσοῦτοι;», ὥστε πάλιν ὁ πλούσιος Δεσπότης, ἀπαλλάσσοντας ἀπὸ τὴν πτωχεία, νὰ χαρίσει τὴν ἀφθονία;
«Ἠκολούθει», λέγει, «ὄχλος πολὺς τῷ Σωτήρι». Ἀκολουθοῦν τὸν ποιμένα τὰ πρόβατα, οἱ ἀσθενεῖς τὸν διώκτη τῶν ἀσθενειῶν τους, οἱ δοῦλοι τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν. Εὐρήκαν μίαν ὁδὸν ἀπλανῆ, καὶ ὅλοι σ’ αὐτὴ συνέρρεαν. Ὅποιος ἤθελε τὸν ἀκολουθοῦσε, ὁ ἄρρωστος ἀπηλλάσσετο ἀπὸ τὸ νόσημά του. Εἶχε ἀναβλύσει πηγὴ φιλανθρωπίας καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν.
Ἀπορροφημένοι, λοιπόν, παρέτειναν τὴν ὁδοιπορία μέχρι τὴν ἔρημο. Τὸν παλαιὸ καιρό, ὅταν ὁ Θεὸς νομοθετοῦσε διὰ τοῦ Μωϋσέως στὴν ἔρημο, εἶχε περιβάλει τὸ ὅρος Σινὰ μὲ φωτιά, καὶ οἱ φλόγες ἐξηκοντίζοντο στὸν οὐρανό. Φόβος καὶ ζόφος μαζὶ μὲ σάλπιγγες καὶ ἀλαλαγμοὺς κατέπλητταν ἐκείνους ποὺ παρακολουθοῦσαν. Ἀλλὰ τώρα ὁ Δεσπότης, ἀφήνοντας τὸν φόβο, περιεβλήθη μορφὴν δούλου, δεικνύοντας τὴ φιλανθρωπία του μὲ τὴν πρόσληψη ἀνθρωπίνης φύσεως. Καὶ παλαιὰ μὲν ἡ γῆ εἶχε ἀκούσει: «Ἑξαγαγέτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου», ἐνῶ τώρα τὴν τράπεζα ποὺ ἐστρώθη στὸ ἔδαφος, τὴν γεμίζει μὲ ἀγαθὰ ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης.
Παίρνοντας λοιπὸν ὁ Κύριος τους ἰχθῦς, ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τὸν οὐρανὸν τοὺς εὐλόγησε. Ἄραγε ζητεῖ ὡσὰν νὰ ἔχει ἀνάγκη; Ἄραγε ὑψώνοντας τὸ βλέμμα καλεῖ σὲ βοήθεια τὸν οὐρανό; Ἄραγε ἀπὸ ἀλλοῦ ἀντλεῖ τὴ δύναμη τῆς εὐεργεσίας, καὶ δίδει λαβὴ στὸν Ἄρειο, καὶ ὁπλίζει τὴ γλώσσα τοῦ Εὐνομίου γιὰ νὰ ἐκτοξεύσουν τὶς βλασφημίες τοὺς κατὰ τοῦ Υἱοῦ; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ προλαμβάνει τὰ ἐγκλήματα τῶν Ἰουδαίων. Ἐπειδὴ ὁ Ἰουδαῖος πάντοτε ἐρευνᾶ γιὰ αἰτίες, καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀπολαμβάνει ἁλιεύει κατηγορίες. Ἐπειδὴ λοιπὸν κάποτε ὁ Θεὸς χορήγησε στὴν ἔρημό το μάννα στοὺς Ἰσραηλίτες, καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἐβάδιζαν στὴ γῆ εἶχε ἁπλώσει οὐράνια τράπεζα, καὶ ἐδίδαξε τὴν πέτρα νὰ μιμηθεῖ τὰ νέφη ἐξάγοντας ὕδωρ ἀπ’ αὐτήν, ἤκουσε δέ, ἀντὶ γιὰ εὐχαριστίες, λόγια ἀχάριστα: «Ἐπεῖ ἐπάταξε πέτραν καὶ ἔρρευσαν ὕδατα, μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι;» —έπειδη ἐκτύπησε τὸν βράχο καὶ ἐξεχύθησαν ὕδατα, μήπως ἠμπορεῖ νὰ μᾶς δώσει καὶ ἄρτο; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὰ ἐγγόνια τους, γιὰ νὰ μὴν πάρουν τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος σὰν πρόφαση γιὰ συκοφαντία, ὅτι προσπαθεῖ δῆθεν νὰ δείξει ὅτι εἶναι μεγαλύτερος αὐτὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἐπινοήσουν πάλι τὴ συνηθισμένη συκοφαντία τῆς ἀντιθεΐας, ἀναθέτει τὸ κατόρθωμα στὸν Πατέρα, ὑψώνοντας τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, ἀρπάζοντας τὴν κατηγορία ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς γλῶσσες. Διότι ἔτσι μεταχειρίζεται πάντοτε ὁ Χριστὸς τὶς ἰουδαϊκὲς πονηρίες. Ἔτσι τότε ποὺ ἐθεράπευσε τὸν λεπρὸ καὶ ἐκήρυξε μὲ ἐξουσία τὴ φυγὴ τοῦ πάθους, παρέπεμψε στὸ νόμο αὐτὸν ποὺ ἠλευθερώθη ἀπὸ τὴ νόσο, λέγοντας: «προσένεγκε τὸ δῶρον σου τῷ ἱερεῖ εἰς μαρτύριον» —ἃς γίνει δηλαδὴ μάρτυρας τῆς θεραπείας ὁ νόμος καὶ ἃς φραγεῖ ἡ γλώσσα τῆς παρανομίας. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα ὑψώνει τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, ἀποστομώνοντας τὸν κατήγορο τῆς ἀντιθεΐας. Ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ ἐκπαιδεύοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κάθονται γιὰ φαγητό, νὰ γνωρίζουν καλὰ τὸν αἴτιο τῆς ἀπολαύσεως. Ἐπειδὴ εἶναι ὁμολογία το νὰ βλέπει κανεὶς στὸν οὐρανό.
«Λαβῶν τοίνυν τοὺς ἄρτους, ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς δοῦναι τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν». Ώ, τί πράγματα συνέβαιναν τότε! Οἱ ἄρτοι ἐγεννοῦσαν ἄρτους, καὶ ἐγέμιζαν τὰ χορταρένια τραπέζια αὐτοσχέδιες τροφές. Ἄρτοι ἐλεύθεροι ἀπὸ γεωργικοὺς ἱδρῶτες, ποὺ δὲν ἐβλάστησαν ἀπὸ στάχια, ἀλλὰ ἀνθησαν ἀπὸ χέρια Δεσποτικά, μολονότι πολλὰ προϋποθέτει ἡ ἀνθρώπινη τροφή: τὸ ὄργωμα τῆς γῆς, τὴ σπορὰ ἀπὸ τοὺς γεωργούς, τὴ μεταβολὴ τῶν ἀέρων σὲ νέφη, τὴ γέννηση βροχῆς, τὴν κατάλληλη ὑγρασία γῆς καὶ ἀτμοσφαίρας, τὶς ἀλλαγὲς θερμοκρασίας, τὶς ἐναλλαγὲς τῆς σελήνης, τὶς νύκτες μὲ τὰ ἀστέρια ποὺ τρεμοσβήνουν, τὴ βλάστηση τῶν σταχιῶν, τὴν ἔγκαιρη ὡρίμανση τῶν καρπῶν, τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἁλωνίσματος, τὴ συνεργασία τοῦ μύλου, τὴν ἀφαίρεση τοῦ περιττοῦ, τὸ ἔντεχνο πλάσιμο καὶ τὴν ἀπαραίτητη συμμετοχὴ τῆς φωτιᾶς. Αὐτὰ τὰ πραγματοποίησε τώρα ὅλα μαζὶ ὁ Κύριος μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του, ἀφοῦ παρευρίσκετο ἐμπρός τους αὐτὸς ποὺ διεγείρει τὴν κοιλία τῆς γῆς πρὸς καρποφορίαν. Παρευρίσκετο αὐτὸς ποὺ περιβάλλει τὸν οὐρανὸ μὲ νεφέλες. Παρευρίσκετο αὐτὸς ποὺ ἔχει δωρίσει στοὺς θνητοὺς τὴ σοφία τῆς τέχνης. Παρευρίσκετο «ὁ φέρων ἅπαντα τῷ ρήματι τοῦ στόματος αὐτοῦ».
Παρευρίσκετο ἐκεῖ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν παρουσία του μὲ τὴ σάρκα ποὺ ἐφοροῦσε. Ἔδειξε μὲ ἕνα θαῦμα ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ κρατᾶ τὰ ἡνία τῆς κτίσεως. Ἔλυσε τὸ παλαιὸ ἔγκλημα τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸ ἀχόρταστο πάθος τους. Δὲν θὰ ἠμποροῦσαν πλέον νὰ λέγουν «μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι;».
Ἰδοὺ ὅτι καὶ μὲ ἄρτους ἐγέμισαν τὴν ἔρημο. Ἃς διδάξει, Ἰουδαῖε, ἡ συγγένεια τῶν θαυμάτων ποιὸς εἶχε χορηγήσει καὶ ἐκεῖνα.
«Καὶ ἔφαγον», λέγει, «καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Ἰσάριθμα μὲ τοὺς Ἀποστόλους τὰ κοφίνια, ὥστε ὁ καθένας τοὺς βαστάζοντας ἀπὸ ἕνα νὰ ἔχει τὸν κόπο μάρτυρα τοῦ θαύματος. Καὶ ὁ ὦμος μὲ τὴν αἴσθηση τῆς τριβῆς νὰ ἐκπαιδεύσει πρὸς συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος, ὁ δὲ κόπος νὰ ἐξασφαλίζει τὴ μνήμη, γιὰ νὰ μὴ θεωρήσουν φαντασία αὐτὸ ποὺ εἶδαν, καὶ βυθιστοῦν σὲ λογισμοὺς ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος. Καὶ ἐπειδὴ ὁ νοῦς δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἀντικρύσει μὲ τοὺς δικούς του ὀφθαλμοὺς τὸ παράδοξον θαῦμα, νὰ μὴ γεννήσει σιγὰ – σιγὰ τὴν ὑποψία πὼς ἦταν ὄνειρο τὸ γεγονός. Παρατείνει τὴ μνήμη τοῦ γεγονότος μὲ τὸ πλῆθος τῶν περισσευμάτων, ὥστε καθημερινῶς ἡ βρώση, διδάσκοντας τὴ γνώση, νὰ διεγείρει τὴ μνήμη.
Δέξου, παρακαλῶ, τὸν ἄλλον Εὐαγγελιστή, συνήγορο τῶν λεγομένων νὰ λέγει: «ἣν γὰρ ἡ καρδία αὐτῶν πεπωρωμένη, καὶ οὐ συνήκαν (δὲν συνειδητοποίησαν δηλαδὴ) ἐπὶ τοῖς ἄρτοις». Φανερώνει τὸ πάθος, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ θαῦμα. Διότι εἶναι μεγάλο το νὰ φθάσουν πέντε μόνον ἄρτοι γιὰ τόσες χιλιάδες. Ὅμως τὸ νὰ μείνουν καὶ τόσα πολλὰ περισσεύματα, ὄχι μόνον στοὺς μαθητᾶς ἐγεννοῦσε τὴ μνήμη τοῦ θαύματος, ἀλλὰ φανέρωνε καὶ τὴ δύναμη ἐκείνου ποὺ τὸ πραγματοποίησε. Ἐπειδή, ἂν τοὺς ἔδιδε ὅσο εἶχαν ἀνάγκη, θὰ ἐνοθεύετο ἡ χάρις τῆς φιλοτιμίας του, καὶ κάνοντας αὐτό, δὲν θὰ εἶχε γίνει σαφὲς πὼς εἶναι ὁ Κύριος του παντός, ἀφοῦ ὑπηρέτησε μόνο τὴν ἀνάγκη. Ἐνῶ τώρα ποὺ ἡ δωρεὰ ἔγινε εὐρύτερη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, μαρτυρεῖ τὴν ἐξουσία Ἐκείνου ποὺ τὴ χορήγησε.
Ἃς μάθωμε καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ σαφῶς αὐτὸ ποὺ λέγω: Κάποτε ἐδίδετο στοὺς Ἰσραηλίτες τὸ μάννα διὰ μέσου του Μωϋσέως. Ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ διακονοῦσε τὸ θαῦμα ἦταν δοῦλος, μαζὶ μ’ αὐτὸν ἦταν καὶ τὸ δῶρο ὑποδουλωμένο στὴν ἀνάγκη, ἀφοῦ τὸ περιττὸν ἐξηφανίζετο. Καὶ ὅποιο χέρι ἀρρώσταινε ἀπὸ ἀπληστία, τὴν ὥρα τῆς συλλογῆς, ὑπεχρέωνε καὶ τὸ δῶρο νὰ ἀρρωστήσει μαζί του. Ὁ οὐρανὸς ἔστελνε κάτω στοὺς Ἰουδαίους τὴν τροφὴ μὲ μέτρο, καὶ ὁ χρόνος ὑπερνικοῦσε τὸ δῶρο, καὶ εἶχε προθεσμία ἡ χάρις. Ἐπειδὴ καθὼς τελείωνε ἡ πορεία στὴν ἔρημο, ὑπέδειξε πλέον καὶ ἡ γῆ τὸν φυσικὸν ἄρτον. Τότε ἔπαυσε τὸ μάννα, καὶ τὸ ταμεῖο τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἔκλεισε.
Μετάφερε τὸ νοῦ σου σὲ ἄλλον ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος διετάχθη νὰ θαυματουργήσει μὲ προθεσμία. Ὁ μέγας Ἠλίας, ποὺ στείρωσε τὸν οὐρανὸ μὲ ὅρκο, συνεκράτησε τὸν ἀέρα μὲ τὰ χείλη, καὶ μὲ τὴ φωνὴ κατεδίκασε σὲ ἀργία τὴν κτίση. Αὐτὸς ἔπεισε τῆς φιλοξένου χήρας το ἔλαιο νὰ μετατραπεῖ σὲ πηγή, καὶ τὸ ὀλίγον ἀλεύρι δὲν ὀλιγοστευε μαζὶ μὲ τὸν χρόνο, ἀλλὰ ὅσο κατανάλωνε ἡ φύσις, τόσο ἀντικαθιστοῦσε ἡ χάρις. Ὅταν ἦλθε ἡ βροχή, ἔκανε πτερὰ καὶ τὸ δῶρο τοῦ Ἠλία. Ὑπηρετοῦσε, διακονοῦσε δουλικῶς καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια κυριαρχικὴ φιλοτιμία. Γι’ αὐτὸ τώρα ὁ Κύριος πολλαπλασιάζει δυσανάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, φανερώνοντας τὴν ἐξουσία του, καὶ δίδοντας σὲ ὅλους νὰ καταλάβουν ποιὸς εἶναι «ὁ διδοὺς τὴν τροφὴν πάση σαρκί».
Αὐτῶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
(13ος Αἰών, Migne P.G. τόμ. 85, στ. 360 – Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 203 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)