Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
Η ΑΓΙΑ Συγκλητική, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀρετὲς ποὺ εἶχε, δὲν παραμελοῦσε καὶ τὸ σωτήριο γιὰ τὸ σῶμα φάρμακο: Τὴ νηστεία. Τόσο πολὺ τὴν ἀγαποῦσε, ὥστε τίποτε ἄλλο νὰ μὴ θεωρεῖ ἰσάξιό της. Γιατί πίστευε oτι ἢ νηστεία εἶναι ὁ φύλακας καὶ τὸ θεμέλιο τῶν ἄλλων ἀρετῶν. Ὅπως ἀπὸ τὰ πολύκλαδα δέντρα κόβουν τ’ ἄκαρπα κλαδιά, ἔτσι κι ἐκείνη, μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, ἔκοβε τ’ ἀγκαθωτὰ βλαστάρια τοῦ νοῦ τῆς (δηλαδὴ τοὺς κακοὺς λογισμούς). Κι ἂν κανένα ἀπ’ αὐτὰ μάκραινε λιγάκι, τὸ χτυποῦσε μὲ διάφορους τρόπους, ὑποβάλλοντας τὸ σῶμα της σὲ ποικίλες κακοπάθειες.
Κάθε φορὰ δηλαδὴ ποὺ ὁ ἐχθρὸς (διάβολος) τῆς σήκωνε πόλεμο, πρῶτα-πρῶτα καλοῦσε μὲ τὴν προσευχὴ τὸν Κύριό της νὰ συμμαχήσει μαζί της. Στὴ συνέχεια χρησιμοποιοῦσε ἐναντίον τοῦ πονηροῦ καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση: Ἔτρωγε ψωμὶ ἀπὸ πίτουρα, κι αὐτὸ μὲ πολλὴ ἐγκράτεια καὶ προσοχή. Νερὸ δὲν ἔπινε πολλὲς φορὲς καθόλου. καὶ τὸν ὕπνο τὸν πολεμοῦσε σκληρά, ξαπλώνοντας κατάχαμα.
Ὅταν μ’ αὐτὰ τὰ ὄπλα νικοῦσε τὸν ἐχθρό, τότε μετρίαζε τὴ σκληρότητα τῆς ἀσκήσεως. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ μὴν ἀτονήσουν Ὅλα μαζὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ βρεθεῖ ἔτσι σὲ κίνδυνο γιατί καὶ τοῦτο εἶναι ἀπόδειξη ἥττας. Ὅταν πέσουν τὰ ὄπλα, ποῦ θὰ στηρίξει πιὰ τὴν ἐλπίδα τοῦ ὁ στρατιώτης γιὰ νὰ πολεμήσει;
Μερικοὶ λοιπόν, ἀφοῦ ἐξαντλήθηκαν τελείως ἀπὸ τὴν ἄμετρη καὶ ἀδιάκριτη νηστεία, κατάφεραν καίριο πλῆγμα στὸ σῶμα τους καί, ἀδιαφορώντας, θὰ λέγαμε, γιὰ τὸν ἐχθρό, ἐξολόθρεψαν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους.
Ἡ ἁγία Συγκλητικὴ ὅμως δὲν ἔκανε ἔτσι, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ἐνεργοῦσε μὲ διάκριση. καὶ τὸν ἐχθρὸ πολεμοῦσε σφοδρὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τῆς φρόντιζε γιὰ χάρη τῆς ψυχικῆς της γαλήνης. Γιατί καὶ οἱ ναυτικοί, ὅταν βλέπουν πὼς ἔρχεται κακοκαιρία καὶ θαλασσοταραχή, μένουν νηστικοί, χρησιμοποιώντας ὅλη τους τὴν ἱκανότητα καὶ τὴ φροντίδα, γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουν τὸν κίνδυνο ποὺ ἔχουν μπροστά τους. “Ὅταν ὅμως σταματήσει ἢ τρικυμία, τότε παίρνουν μίαν ἀνάσα ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ φροντίζουν γιὰ τὶς ἄλλες ἀνάγκες τους. Ἄλλα καὶ πάλι δὲν εἶναι τελείως ἀμέριμνοι οὔτε πέφτουν σὲ βαθὺ ὕπνο, ἐπειδὴ εἶναι σὲ θέση νὰ προβλέψουν τὰ μελλούμενα ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ ἀπέκτησαν στὸ παρελθόν. Γιατί κι ἂν σταμάτησε ἢ κακοκαιρία, ἢ θάλασσα ὅμως εἶναι ἢ ἴδια. καὶ ἂν ἢ δύσκολη περίσταση πέρασε, τὸ μέλλον ὅμως μένει (ἄγνωστο). Γιὰ τὴ μεταβλητότητα λοιπὸν τῆς θάλασσας, πρέπει συνεχῶς νὰ προσέχουν καὶ νὰ παίρνουν μέτρα ἀσφαλείας.
Τοῦ ἁγίου Ἔφραιμ
Ἀδελφέ, νὰ ἀγαπᾶς πάντα τὴν ἐγκράτεια, καὶ θὰ ὠφεληθεῖς πάρα πολύ. “Ἂν ὅμως ἀρχίσεις νὰ τὴν παραμελεῖς, θὰ πάθεις μεγάλο κακό. καὶ πρῶτα-πρῶτα θὰ στερηθεῖς τὴ χάρη τοῦ Θεού’ ἔπειτα θὰ γίνεις ἀντικείμενο χλεύης τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θὰ σὲ βλέπουν καὶ τέλος, θὰ καταντήσεις νὰ μή σου φτάνουν τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν ἐργασία σου γιὰ τὶς μεγάλες δαπάνες (ποὺ συνεπάγεται ἢ περιφρόνηση τῆς ἐγκράτειας). Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ πέσεις ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σὲ περισπασμοὺς (γιὰ τὴν ἀνεύρεση χρημάτων καὶ σὲ μέριμνες) δοσοληψιῶν καὶ σὲ ὅσα ἄλλα (κακά) ὁδηγοῦν αὐτὲς οἱ ἀσχολίες – ψέματα, ἀδικίες, ἀλλεπάλληλα ταξίδια, κολακεῖες τῶν ἰσχυρῶν. Ἔτσι ὅλη σου ἢ ζωὴ θὰ εἶναι γεμάτη φροντίδες καὶ ἢ μνήμη τοῦ Θεοῦ θὰ χαθεῖ ἀπὸ μέσα σου. Ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν, θὰ παραδοθεῖς ὁλοκληρωτικὰ στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου, ποὺ θὰ σὲ παρασύρουν στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη καὶ θὰ σὲ πάρουν μαζί τους στὴν αἰώνια κόλαση.
Ἄντιοχού του Πανδέκτη
Σὲ ὅλους εἶναι ἀναγκαία ἢ ἐγκράτεια στὸ φαγητό, πιὸ πολὺ ὅμως σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἐκπληρώνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁποῖος τρώει ὑπερβολικά, μοιάζει μὲ παραφορτωμένο καράβι, ποὺ εὔκολα σκεπάζεται ἀπὸ τὰ κύματα. Τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ διατροφὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἀπόλαυση, ἀπὸ λιτότητα καὶ ὄχι ἀπὸ ἀφθονία.
Ἡ λιτότητα στὴ διατροφὴ καὶ τὴν ψυχὴ ὠφελεῖ καὶ τὸ σῶμα, γιατί χαρίζει στὸ νοῦ ὀξύτητα καὶ καθαρότητα, ἐνῶ στὸ σῶμα ὑγεία καὶ δύναμη. Ἡ ἀφθονία καὶ ἢ ἀπόλαυση, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, εἶναι πολὺ βλαβερές, γιατί καὶ τὸ νοῦ ἀποχαυνώνουν καὶ σκοτίζουν καὶ μολύνουν, ἀλλὰ καὶ στὸ σῶμα προξενοῦν τόσο ἐρεθισμοὺς καὶ αἰσχρὲς ἐπιθυμίες ὅσο καὶ ἀρρώστιες συνεχεῖς καὶ σοβαρές. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀσκητές, ποὺ ζοῦν πάντα μὲ σύντροφο τὴ λιτότητα, εἶναι πιὸ συνετοί, πιὸ ἁγνοὶ καὶ πιὸ ὑγιεῖς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ καλοπέραση.
Ἂς ἀποφύγουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τὸ χορτασμό, γιὰ νὰ μὴν ἀνάψουμε σὲ βάρος μας περισσότερο τὴν ἔμφυτη φλόγα τῆς σάρκας. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ ρίχνει πολλὰ ξύλα στὴ φωτιά, φουντώνει περισσότερο τὴ φλόγα, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ παρέχει στὸ σῶμα τοῦ πολλὴ τροφή, ξεσηκώνει καὶ φουντώνει τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία. Ὅμοια καὶ ἢ πολυτέλεια τῶν φαγητῶν εὐφραίνει γιὰ λίγο τὸ λάρυγγα, τρέφει ὅμως καὶ τὸ ἀκοίμητο σκουλήκι τῆς ἀκολασίας.
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ καπνὸς διώχνει τὶς μέλισσες, ἔτσι καὶ ὁ γαστρίμαργός τη χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. καὶ ὁ ἀπόστολος λέει: «Σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομεῖσαι οὐ δύνανται» (Ἀ’ Κόρ. 15:50). Σάρκα καὶ αἷμα ὀνομάζει τὰ σαρκικὰ πάθη, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ νοῦς σιγά-σιγὰ γλιστράει στὸ σαρκικὸ φρόνημα. Καὶ ἢ σάρκα αὔτη εἶναι τροφὴ τῶν δαιμόνων, σύμφωνα μὲ τὸν προφητικὸ λόγο: «… ἐν τῷ ἔγγιξειν ἐπ’ ἐμὲ κακούντας τοῦ φαγεὶν τᾶς σάρκας μου» (Ψάλμ. 26:2). Ὁποῖος λοιπὸν καταπονεῖ τὴ σάρκα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καταδικάζει τοὺς δαίμονες σὲ λιμοκτονία Καὶ τοὺς κάνει πιὸ ἀδύνατους στὸν πόλεμο ἐναντίον του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει Καὶ τὸ νοῦ τοῦ συνεχῶς πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὰ ἐπίγεια, ἀνεβασμένο στὰ ἐπουράνια, Καὶ φαντάζεται, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ κάλλη τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ἐξωτερικὰ μὲν εἶναι ἀγέλαστος Καὶ σκυθρωπός, ἐσωτερικὰ ὅμως εἶναι ὁλόκληρος φαιδρὸς Καὶ χαρούμενος. Μοιάζει δηλαδὴ ὁ νηστευτὴς μὲ τὸ λουλούδι τῆς φοινικιᾶς, ποὺ εἶναι ἂπ’ ἔξω σκοτεινόχρωμο κι ἀπὸ μέσα ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι Καὶ γεμάτο (σπόρους, ποὺ θὰ δώσουν) καρπούς.
Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Ὅπως ἀκριβῶς δὲν ζευγαρώνει ὁ λύκος μὲ τὸ πρόβατο γιὰ τὴ γέννηση παιδιῶν, ἔτσι οὔτε Καὶ ἢ πολυφαγία μὲ τὸν ἀγώνα τῆς καρδιᾶς γιὰ τὴ γέννηση ἀρετῶν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει κατὰ Θεὸ λύπη (γιὰ τὶς ἁμαρτίες του) Καὶ καρδιακὸ ἀγώνα, ἂν πρῶτα δὲν ἀγαπήσει τὶς αἰτίες τους. Καὶ τὴ μὲν λύπη τὴν καλλιεργοῦν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ Καὶ ὁ ἔλεγχος (τῆς συνειδήσεως), ἐνῶ τὸν ἀγώνα (τῆς καρδιᾶς) τὸν συντροφεύουν ἢ ἐγκράτεια Καὶ ἢ ἀγρυπνία.
Τὰ νεανικὰ σώματα, ποὺ παχαίνουν μὲ διάφορα φαγητὰ Καὶ μὲ οἰνοποσίες, εἶναι ὅμοια μὲ γουρουνόπουλα, ποὺ τὰ ἑτοιμάζουν γιὰ σφάξιμο. Ἔτσι, μὲ τὴν πύρωση τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν σφαγιάζεται ἢ ψυχῆ Καὶ μὲ τὴ φλόγα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας αἰχμαλωτίζεται ὁ νοῦς, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀντιστέκεται στὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σύννεφο κρύβει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου Καὶ τῆς σελήνης, ἔτσι Καὶ οἱ «ἀτμοί» τῆς κοιλιᾶς (κρύβουν) τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή.
Ὅπως ἢ φλόγα τῆς φωτιᾶς (φουντώνει) μὲ τὰ ξερὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα (φουντώνει ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία) Ὅταν ἢ κοιλιὰ εἶναι γεμάτη.
‘Ὅπως τὰ ξύλα, oταν πέφτουν πάνω σὲ ἄλλα ξύλα, αὐξάνουν τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς, ἔτσι καὶ ἢ ποικιλία τῶν φαγητῶν (αὐξάνει) τὶς (ἐμπαθεῖς) κινήσεις τοῦ σώματος.
Σὲ φιλήδονο σῶμα δὲν κατοικεῖ ἢ γνώση τοῦ Θεού’ καὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὸ σῶμα του, δὲν θ’ ἀξιωθεῖ ν’ ἀποκτήσει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως o πατέρας φροντίζει γιὰ τὸ παιδί του, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα ποὺ κακοπαθαίνει γιὰ χάρη Του, βρίσκεται κοντά του παντοτινά, τὸ στηρίζει καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ καταβληθεῖ ἐντελῶς.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἦρθε κάποτε στὴ Σκήτη ἕνας δαιμονισμένος. Μολονότι Ὅμως ἔμεινε πολὺν καιρό, δὲν θεραπεύθηκε, γιατί οἱ πατέρες, ἀπὸ τὴ βαθιά τους ταπείνωση, δὲν ἀναλάμβαναν νὰ τὸν γιατρέψουν. Τελικὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες τὸν σπλαχνίστηκε, τὸν σφράγισε (μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ) καὶ ἀμέσως ἔγινε καλὰ δ ἄνθρωπος. Μόλις Ὅμως βγῆκε τὸ δαιμόνιο, εἶπε ἀγανακτισμένο στὸ γέροντα:
Τώρα θὰ δεῖς! Ἀφοῦ μ’ ἔβγαλες (ἀπ’ αὐτόν), ἔρχομαι σὲ σένα!
Ἔλα, μετὰ χαρᾶς! τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας. Τὸ δαιμόνιο τότε μπῆκε μέσα τοῦ – μᾶλλον ὁ ἴδιος εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γίνει αὐτό.
Πέρασε λοιπὸν δώδεκα χρόνια ὁ γέροντας ἔχοντας τὸ δαιμόνιο καὶ ἐξουθενώνοντας τὸ μὲ τὴν ἂσκηση’ γιατί ἔτρωγε καθημερινὰ (Ὂλ’ αὐτὰ τὰ χρόνια μόνο) δώδεκα κουκούτσια χουρμάδων.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ βγῆκε ἀπὸ μέσα τοῦ ὁ δαίμονας. καὶ ὁ γέροντας, μόλις εἶδε πῶς βγῆκε, τοῦ λέει: Γιατί φεύγεις; Μεῖνε κι ἄλλο!
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀφανίσει! τοῦ ἀπάντησε ὁ δαίμονας. Γιατί, ἐκτὸς ἂπ’ Αὐτόν, ἄλλος κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κάνει τίποτα.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς εἶπε: Ἂν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ κυριεύσει κάποια ἐχθρικὴ πόλη, πρῶτα ἂπ’ ὅλα (τὴν πολιορκεῖ καί) τῆς στερεῖ τὸ νερὸ καὶ τὰ τρόφιμα. Ἔτσι οἱ ἐχθροί, ἐξαντλημένοι ἀπὸ τὴν πείνα, ὑποτάσσονται σ’ αὐτόν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη:Ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μὲ νηστεία καὶ ἀσιτία, τότε οἱ ἐχθροί του, δηλαδὴ τὰ πάθη καὶ οἱ
δαίμονες φεύγουν ἐξασθενημένοι ἀπὸ τὴν ψυχή του.
Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος):Ποιὸς εἶναι τόσο δυνατὸς ὅσο τὸ λιοντάρι; Καὶ ὅμως, γιὰ χάρη τῆς κοιλιᾶς του, πέφτει μέσα σὲ παγίδα, καὶ ταπεινώνεται ἔτσι ὅλη ἢ δύναμή του.
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:
Δὲν μπορῶ νὰ στερηθῶ ἐντελῶς αὐτὰ τὰ τρία – τὸ φαγητό, τὴν ἐνδυμασία καὶ τὸν ὕπνο• ὡς ἕνα σημεῖο ὅμως μπορῶ νὰ τὰ στερηθῶ. (ὁ ἴδιος):
Ἡ ψυχῆ μὲ τίποτα δὲν ταπεινώνεται, ἂν δὲν τῆς λιγοστέψεις τὸ ψωμί, ἂν δηλαδὴ δὲν τὴν περιορίσεις μόνο στὴν ἀπόλυτα ἀναγκαία τροφή.
Ὁ ἀββᾶς Δανιὴλ ἔλεγε, πὼς ὅσο τὸ σῶμα καλοπερνάει, τόσο ἢ ψυχῆ ἀδυνατίζει• καὶ ὅσο τὸ σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἢ ψυχῆ καρποφορεῖ.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!