Ἀπὸ τὴ διήγηση γιὰ τὴ θανάτωση τῶν ἅγιων πατέρων στὸ ὅρος Σινὰ καὶ τὴ Ραϊθοῦ
ΜΟΛΙΣ ἡ μάνα τοῦ νεαροῦ ἐκείνου μοναχοῦ, ποὺ σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ λόγου φανερώσαμε τὴ μεγαλοψυχία του, ἔμαθε ὅτι ἀγωνίστηκε τόσο γενναία κατὰ τῶν βαρβάρων, καὶ ὅτι σφαγιάστηκε μέσα ἀτὸ ἴδιο τὸ κελὶ ὅπου ἀσκήτευε, ἀφοῦ δέχθηκε τ’ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα πλήγματα, καὶ ὅτι δὲν ὑπάκουσε στοὺς βαρβάρους νὰ βγάλει τὸ ροῦχο του, μὰ οὔτε κι ἀπὸ τὸ κελί του νὰ βγεῖ, μολονότι ὑπόσχονταν νὰ μὴν τὸν σκοτώσουν ἂν ἔκανε κάτι ἀπ’ αὐτά, ἀλλὰ τόσο ἀνδρεία ἀντιστάθηκε καὶ τόσο γενναία δέχθηκε τὸ θάνατο, αὐτὰ μαθαίνοντας, λέω, ἢ μάνα του, ἔδειξε ἔμπρακτα τὴ συγγένειά της μ’ ἐκεῖνον, φανερώνοντας πὼς ἦταν πραγματικὰ γνήσια μητέρα του.
Ἀφοῦ λοιπὸν φόρεσε ἀμέσως ὡραῖο φόρεμα καὶ γενικὰ περι¬ποιήθηκε τὴν ἐμφάνισή της, ὥστε νὰ δείχνει χαρούμενη, ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ κι ἔλεγε στὸ Σωτήρα Χριστὸ τοῦτα τὰ λόγια:
σὲ Σένα, Δέσποτα, πρόσφερα τὸ παιδί μου, καὶ μοῦ ἔχει σωθεῖ πιά, καὶ τώρα καὶ στὸν αἰώνα. Σὲ Σένα ἐμπιστεύθηκα τὸ βλαστάρι μου καὶ Σ’ ἔβαλα κοντά του φύλακα, κι ἀληθινά μου ἔχει πιὰ φυλαχτεῖ σῶο καὶ ἄτρωτο. δὲν σκέφτομαι, λοιπόν, οὔτε ἔτι πέθανε οὔτε ὅτι τελείωσε τὴ ζωή του, ἀλλὰ παρατηρῶ ὅτι ξέφυγε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. οὔτε ὅτι καταπληγώθηκε τὸ σῶμα του καὶ εἶχε πικρὸ τέ¬λος, μὰ ὅτι ἔφερε ἐκεῖ (στὸν οὐρανό), ψυχὴ καθαρὴ καὶ ἄμωμη, καὶ ὅτι πρόσφερε ἄσπιλο τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια Σου. Βραβεῖα λογαριάζω ἐγὼ τὶς μαχαιριές. Στεφάνια θεωρῶ τὶς πληγές. Μακάρι στὸ σῶμα σου, παιδί μου, νὰ χωροῦσαν περισσότερα χτυπήματα, γιὰ νὰ ‘ταν μεγαλύτερος καὶ ὁ μισθός σου. ‘Ἔτσι μοῦ πλήρωσες τοὺς κόπους τῆς ἐγκυμοσύνης μου. ‘Ἔτσι μὲ ἄμειψες γιὰ τοὺς πό¬νους τῆς γέννας. ‘Ἔτσι μὲ τίμησες ποὺ σ’ ἀνάθρεψα. Τί .λοιπόν; δὲν θὰ μὲ κάνεις κοινωνὸ καὶ στὰ κατορθώματά σου; Γίνομαι κι ἐγὼ συμμέτοχη στὴν ἄθλησή σου! Μαρτύρησες ἐσύ; Συμμετέχω κι ἐγὼ στὴ χαρὰ τοῦ μαρτυρίου σου. ‘Ἀντιστάθηκες ἐσὺ στὴ βαρβαρικὴ ὀργή; Πολεμῶ κι ἐγὼ μὲ τὴν τυραννία τοῦ φυσικοῦ πόνου. Περι¬φρόνησες ἐσὺ φανερὰ τὸ θάνατο; Ξεπερνάω κι ἐγὼ τὸ μητρικό μου φίλτρο. Σήκωσες ἐσὺ τὴν ὀδύνη τῆς σφαγῆς μὲ ἀνδρεία; Σηκώνω κι ἐγὼ αὐτὸν τὸ βασανισμό, ἐνῶ τὰ σπλάχνα μου σπαράζουν. ‘Ἴσα εἴναι, κι ὄχι κατώτερα ἀπὸ τὰ δικά σου, τὰ δικά μου μαρτύρια. μὲ ξεπερνᾶς ἐσὺ στὴν ἔνταση τῆς ὀδύνης; σὲ ξεπερνάω ἐγὼ στὴ χρονική της διάρκεια. Γιατί ὁ θάνατός σου, ὅσο φοβερὸς κι ἂν ἦταν, συντε-λέστηκε πάντως μέσα σὲ λίγη ὥρα. Ἐγὼ ὅμως ὑποφέρω γιὰ πολὺ καιρὸ ἀπὸ τὸν πόνο, κι ἂς τὸν ὑπομένω ἤρεμα φιλοσοφώντας, ἐπει¬δὴ ἔχω τὴν πληροφορία ὅτι ζεῖς κοντὰ στὸ Θεὸ τὴν ἀμόλυντη ζωή, καὶ ἐπειδὴ πιστεύω πὼς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ σ’ ἔχω ἐκεῖ γηροκομῶ μου, ὅταν θὰ γίνει κομμάτια μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο καὶ τὸ δικό μου ὀστράκινο σκεῦος (Β’ Κόρ. 4:7) καὶ θὰ τραβήξω γιὰ τὴν ἄλλη ζωή. Εὐτυχισμένη εἶμαι ἐγὼ ἀνάμεσα στὶς ἄλλες μάνες, γιατί πρόσφερα στὸ Θεὸ ἐν ἂν τέτοιον ἀγωνιστή! Εὐτυχισμένη καὶ πάλι ἐγώ! μὲ θάρρος λοιπὸν καυχιέμαι ἀληθινὰ γιὰ σένα, ἐπειδὴ πέθανες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ θὰ εἶσαι πιὰ μαζί Του αἰώνια καὶ θ’ ἀπολαμβάνεις τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κλήμεντος
Ὅταν ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμα νήπιο, πέθανε ὁ πατέρας του. Ἢ μητέρα τοῦ λοιπόν, μένοντας ἔρημη ἀπὸ ἄντρα καὶ στηρί¬ζοντας πιὰ ὅλες της τὶς ἐλπίδες, μετὰ τὸ Θεό, στὸ παιδὶ τῆς μονάχα, τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ τόση φροντίδα, ποὺ ἔγινε γι’ αὐτὸ τὰ πάντα, καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ δάσκαλος.
Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Κλήμης βρισκόταν μέσα σὲ τέτοια χέρια καὶ με¬γάλωνε μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ μητέρα φιλόστοργη, ἐκείνη προαι¬σθάνθηκε ἔτι πλησίαζε τὸ τέλος της. ‘Ἀγκάλιασε τότε μὲ τρυφερό¬τητα καὶ πόθο τὸ παιδί της, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ δέκα του χρόνια, τὸ φιλοῦσε γλυκά-γλυκὰ καί, καθὼς βιαζόταν νὰ τὸ κάνει ὄχι τόσο διάδοχο στὰ δικά της πλούτη ὅσο κληρονόμο τῶν θη¬σαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδινε (συμβουλὲς καί) παραγγελίες σὰν κι αὐτές:
– Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρὶν γνωρίσεις τὸν πατέρα σου, γνώρισες τὴν ὀρφάνια, μὰ πλούτισες, κάνοντας τὸ Θεὸ πατέρα καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ὀρφάνια γιὰ τὴν εὐτυχία σου! Ἐγὼ μὲν σὲ γέννησα σωματικά, μὰ ὁ Χριστὸς σὲ μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπὸν τὸν Πατέρα σου. Μὴ δια-ψεύσεις τ’ ὄνομα τοῦ γιοῦ. τὸ Χριστὸ μονάχα λάτρευε. στὸ Χριστὸ μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸς ἐΊναι, πραγματικά, ἢ ἀθανασία. Αὐτὸς ἐΊναι ἢ σωτηρία. Αὐτός, ποὺ κατέβηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ οὐρά¬νια καὶ μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά Του καὶ θεούς. Ὁποῖος λοιπὸν μπαίνει στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θὰ ξε-περάσει ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ ὄχι μόνο θὰ νικήσει τοὺς τυράννους καὶ τοὺς βασιλιάδες ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, μὰ καὶ θὰ ντροπιά¬σει ἀκόμα κι αὐτοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ τιμοῦν ἐκεῖνοι, καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ προστάτη τοὺς διάβολο…
Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε, τὰ μάτια τῆς βούρκωσαν. καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὴ χάρη, εἶδε θεία θεωρία καὶ ἄρχισε νὰ δὶ ἡγεῖται προφητικὰ τὰ μελλούμενά του.
καὶ σὲ παρακαλῶ, ἔλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μία χάρη γιὰ ὅλα (ὅσα ἐγὼ ἔκανα γιὰ σένα). Ἐπειδὴ ἔφτασαν καιροὶ δύσκολοι, ἐπειδὴ φυσάει φοβερὸς ὁ ἄνεμος τοῦ διωγμοῦ τῆς ἀσέβειας καὶ ἐπειδὴ ξέρω πὼς κι ἐσὺ θὰ ὁδηγηθεῖς, ὅπως εἶπε ὁ Δεσπότης μας, «ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας» γιὰ χάρη Τοῦ (Λούκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αὐτὴ τὴν τιμή: Ἀντιστάσου γενναία γιὰ χάρη Του καὶ κράτησε σταθερὴ γιὰ χάρη μου τὴν ὁμολογία σου ὡς τὸ τέλος. καὶ πιστεύω πὼς ὁ Χριστός μου, σπλάχνο μου, πιστεύω πὼς καὶ στὸ δικό σου κεφάλι θὰ κάνει ν’ ἀνθήσει σύντομα τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι.
Νὰ ἑτοιμάζεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακινεῖς τὴν ψυχή σου σὲ ἀντρειοσύνη, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς ἀπροετοίμαστος στοὺς ἀγῶνες. Γιατί δὲν θὰ παλέψεις μὲ τυχαίους ἐχθροὺς ἢ γιὰ τυχαῖα πράγματα… ‘
“Τιποτένιο εἶναι, Υἱέ μου, τὸ νὰ πεθαίνουν θεληματικᾶ οἱ στρα¬τιῶτες γιὰ ἕναν ὅμοδουλο καὶ θνητὸ βασιλιά, κι ἐμεῖς νὰ μὴ σηκώ¬νουμε τὸ θάνατο, ὅπως ἐκεῖνοι, γιὰ Βασιλιὰ ἀθάνατο. καὶ μάλι¬στα, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν παίρνουν ἀπ’ αὐτὸν κανένα ἀντάλλαγμα ἄξιο μίας τέτοιας ἀφοσιώσεως. Γιατί ποῖο δῶρο εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴ ζωή; “Ἡ ποιὰ ἀπὸ τὶς μεταθανάτιες τιμὲς γίνεται αἰσθητὴ (στὸν σκοτω¬μένο στρατιώτη);” Ἂν ὅμως πεθάνεις γιὰ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων, τὸ Χριστό, ἀντὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ θ’ ἀποκτήσεις τὴν ἀθάνα¬τη. Ἀντὶ γιὰ τὴ φευγαλέα ἀπόλαυση καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, θ’ ἀπολαύσεις τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τί λοιπόν; Κι ἂν δὲν πε¬θάνουμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε πάντως μετὰ ἀπὸ λίγο, πληρώ¬νοντας τὸ κοινὸ χρέος ὅλων; ” Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστὸ δένει ναὶ σωστὸ νὰ θεωρεῖται θάνατος. Γιατί πάντοτε, μὲ τὴν ἀνώτερη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, χάνεται ἢ αἴσθηση (κι αὐτοῦ τοῦ θανάτου) . . .
Μ’ αὐτὰ τὸν ἐμψύχωνε ἢ μητέρα του, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, μία ποὺ ὁ Υἱὸς τῆς ἦταν κιόλας – πρὶν τὴν ὥρα τοῦ – συνετὸς σὰν γέροντας, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σοβαρότερες παραινέσεις. στὸ τέλος μάλιστα πρόσθε¬τε καὶ τοῦτα:
Τέτοιον ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀνατροφή σου δῶσε, παιδί μου, σὲ μέ¬να, τὴ μάνα σου. Αὐτὸς ἂς γίνει ὁ μισθός μου, Υἱέ μου γλυκύτατε, γιὰ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασα στὴ γέννα σου, γιὰ νὰ σωθῶ κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, «διὰ τῆς τεκνογονίας» (ΑΙ Τίμ. 2:15) καὶ νὰ δοξαστῶ μὲ τὰ μέλη τοῦ παιδιοῦ μου. Γιατί νά, παιδί μου, ἐγὼ φεύγω κιόλας μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος – αἰσθανόταν, βλέπετε, πὼς πέθαινε – καὶ τὸ αἰσθητὸ τοῦτο φῶς δὲν θὰ μὲ φωτίσει τὸ πρωί.
Ἐσὺ ὅμως θὰ εἶσαι γιὰ μένα φῶς ἐν Χριστὸ καὶ ζωή. σὲ παρακα¬λῶ λοιπόν, σπλάχνο μου, νὰ μὴ διαψεύσεις τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξα πάνω σου. μία Ἑβραία γυναίκα ἀνέδειξε κάποτε ἑφτὰ γιοὺς μάρτυρες. καὶ ἦταν σὰν ν’ ἀθλεῖσαι κι ἢ ἴδια μὲ ἑφτὰ σώματα, τὰ σώματά τους. μὰ σὲ μένα εἶσαι ἀρκετὸς ἐσὺ μονάχα γιὰ νὰ δοξαστῶ. καὶ εἶμαι εὐτυχισμένη μέσα στὶς μανάδες ἐγώ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Νά, θὰ προχωρήσω μπροστά σου, γιέ μου. Σωματικὰ μὲν χωρίζομαι σήμερα κιόλας ἀπὸ τὰ ποθεινά σου μάτια. Ἡ ψυχή μου ὅμως – πίστευε τό -, μόλις πεθάνω, θὰ κρεμαστεῖ γιὰ πάντα πάνω στὴ δική σου ψυχῆ. Μαζί της θὰ προσκυνήσομε παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. καὶ θὰ καμαρώνω γιὰ τὰ παθήματά σου. καὶ θὰ εἶμαι στολισμένη μὲ τὶς πληγές σου. καὶ θὰ ἔχω μερίδιο στὰ πολύτιμα ἐκεῖνα βραβεῖα καὶ στὴ χαρά σου.
Αὐτὰ ἔλεγε ἡ μάνα στὸ γιό. καὶ κατὰ φιλοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ μέλη του, λέγοντας πάλι ἢ μακάρια:
Μαρτυρικὰ μέλη φιλῶ, μέλη ποὺ θὰ προσφερθοῦν θυσία στὸ Χριστό.
‘Ἐνῶ λοιπὸν ἔτσι τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, ἀναπαύ¬θηκε πραγματικά τη μακάρια ἀνάπαυση, παραδίνοντας τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ καὶ τὸ σῶμα στὰ γλυκύτατα χέρια τοῦ παιδιοῦ της.
Ἐκεῖνος πάλι ἔκανε ὅσα ἔπρεπε, σὰν γιὸς ποὺ ἀγαποῦσε τὴ φιλόστοργη μητέρα του. Κι ἀφοῦ παρέδωσε τὸ σῶμα της στὴ γῆ, ὁ ἴδιος διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐκπληρώνοντας ἀμέσως τὶς μητρι¬κὲς παραγγελίες μὲ τοῦτο πρῶτα, τὴ φυγὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ γιὰ χάρη Του θὰ ἔφευγε ἀργότερα κι ἀπὸ τὴ ζωή.
Ἀπὸ τὸ βίο Τοῦ Ἁγίου Ἀλυπίου
Ὁ μεγάλος Ἀλύπιος, ἔχοντας τὴν καρδιὰ πυρωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό, προβληματιζόταν
Τί νὰ κάνει στὴν παροῦσα ζωή, γιὰ νὰ κατορθώσει τὴν ὁλοκληρωτικὴ καὶ παντοτινὴ συμβίωσή του μὲ Αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, τὴν ὁλοκάθαρη θεωρία
Ἐκείνου μὲ ὅλο του τὸ νοῦ καὶ τὴ γνήσια ἕνωση μαζί Του.
Ἀποφάσισε λοιπὸν ν’ ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα καὶ νὰ φύγει, φυσικὰ μακριὰ ἀπὸ φίλους, συγγενεῖς, γνωστούς, κι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ μάνα, διαλέγοντας τὸν ἀγαθὸ δρόμο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. τὴν ἀπόφασή του τὴν ἐμπιστεύθηκε μόνο στὴ μητέρα του.
Μάνα, τῆς εἶπε, μὲ κυρίεψε πόθος φλογερὸς νὰ πάω κατὰ τὴν Ἀνατολή, ὅπου πολλοὶ ἔζησαν θεάρεστα καὶ μακάρια, διαλέγο¬ντας τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Κατευόδωσε μὲ λοιπὸν σ’ αὐτὸν τὸ δρό¬μο καὶ δῶσε μου τὶς εὐχές σου σὰν φυλαχτό. Σὰν ἄκουσε ἐκείνη αὐτὰ τὰ λόγια, δὲν ἔπαθε τίποτε ἀπ’ ὅσα πα¬θαίνουν οἱ γυναῖκες (συνήθως, ὅταν ἀκοῦνε παρόμοιες ἀποφάσεις τῶν παιδιῶν τους). δὲν πρόβαλε σὰν ἐμπόδιό τη χηρεία της οὔτε τὴ μοναξιά της. δὲν εἶπε πὼς εἶναι πράγμα ἀσήκωτο γιὰ τὶς μανάδες νὰ χάνουν ἕνα γιὸ τόσο καλὸ οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο. δὲν προ¬σπάθησε νὰ ματαιώσει τὴν πρόθεση τοῦ ἀγαπημένου τῆς παιδιοῦ. Ποθοῦσε, βλέπετε, πραγματικὰ τὸ συμφέρον τοῦ γιοῦ τῆς πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ δικό της. ‘Ἀντίθετα, σήκωσε τὰ μάτια, ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ συγκέντρωσε ὅλη της τὴ σκέψη σὲ προσευχή. Ὕστερα εἶπε:
Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ ἡ κλήση τοῦ (Ἅγιου) Πνεύματος. Νά, ὁ Θεός, ποὺ σ’ Αὐτὸν μέσα ζοῦμε καὶ σ’ Αὐτὸν σὲ παραδίνω, θὰ στείλει τὸν ἄγγελό Του μπροστά σου (Ἐξ. 23:20), γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει ὅπου εἶναι τὸ θέλημά Του. “Ἄμποτε νὰ σοῦ στείλει βοήθεια ἀπὸ τὸ ἅγιο κατοικητήριό Του καὶ νὰ σὲ προστατέψει ἀπὸ τὴν οὐράνια Σιῶν (Ψάλμ.19:3). Νὰ σοῦ φορέσει σὰν θώρακα τὴ δικαιοσύνη καὶ νὰ σοῦ βάλει τὴν περικεφαλαία τῆς σω¬τηρίας (Ἤσ. 59:17. ‘Ἔφ. 6:14-17). σὰν ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ νὰ λάμψει ἡ ἀρετὴ στὰ ἔργα σου (πρβλ. Ψάλμ. 36:6), ποὺ χάρη σ’ αὐτὰ ἀγάπησες τὸ Δεσπότη περισσότερο κι ἀπὸ γονεῖς κι ἀπὸ πατρίδα.
Ἦταν ἐκείνη γνήσια μάνα ἑνὸς τέτοιου γιοῦ. καὶ γι’ αὐτό, βά¬ζοντας τὴν ἀρετὴ πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ Φύση, δὲν προσπάθησε νὰ κά¬νει ἢ νὰ πεῖ τίποτε ἀνάξιό της.
‘Ἔπειτα, μετὰ τὴν εὐχή, ὁ Υἱὸς τυλίχθηκε στὸ λαιμὸ τῆς μάνας κι ἡ μάνα ἀγκάλιασε μὲ λαχτάρα τὸ Υἱό, ἐνῶ βρέχονταν καὶ οἱ δυό τους μὲ θερμὰ δάκρυα. καὶ ἀφοῦ κατὰ φιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ἢ μάνα κίνησε γιὰ τὸ σπίτι, καὶ ὁ Υἱὸς πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ποθοῦσε.
Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκoντα Μαρτύρων
Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεως. τὸ πρωί, μετὰ τὴν ὁλονύκτια ὀρθοστασία τοὺς μέσα στὴ λίμνη καὶ τὴν ἀλύγιστη καρτερικότητά τους στὴν ἀβάσταχτη πα¬γωνιά, τοὺς τραβοῦσαν στὴν ἀκρολιμνιὰ γιὰ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ πόδια μὲ ρόπαλα.
Ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπ’ αὐτοὺς ἔμενε ἐκεῖ δίπλα τους, ὅσο βασανί¬ζονταν, παρατηρώντας τὸ Υἱό της. Αὐτὸς ἦταν, βλέπετε, πιὸ νέος ἀπ’ ὅλους στὴν ἡλικία, καὶ ἡ μητέρα τοῦ φοβόταν μήπως τὰ νιάτα καὶ ἡ ἀγάπη στὴ ζωὴ τὸν κάνουν κάποια στιγμὴ νὰ δειλιάσει καὶ νὰ φανεῖ ἔτσι ἀνάξιος της στρατιωτικῆς ἰδιότητος καὶ τιμῆς. Στε¬κόταν λοιπὸν καὶ τὸν παρακολουθοῦσε προσεκτικά, μὲ τὴ στάση καὶ τὸ βλέμμα της, καὶ τοῦ ἔδινε θάρρος, τεντώνοντας πρὸς τὸ μέ¬ρος τοῦ τὰ χέρια της καὶ λέγοντας:
– Παιδί μου γλυκύτατο! τοῦ οὐράνιου Πατέρα πιὰ παιδί! Κάνε λίγη ἀκόμα ὑπομονή, καὶ θὰ γίνεις τέλειος! μὴ φοβηθεῖς τὰ βασα¬νιστήρια. Γιατί, δές, σοὺ παραστέκεται βοηθὸς ὁ Χριστός. Καμιὰ πίκρα, καμιὰ ταλαιπωρία δὲν θὰ σὲ βρεῖ πιά. “Ὂλ’ αὐτὰ πέρασαν. τὰ ‘χεις ὅλα νικήσει μὲ τὴ γενναιότητά σου. ‘Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα χα¬ρά, ἡδονή, ἄνεση, εὐφροσύνη… Αὐτὰ θὰ γευθεῖς, βασιλεύοντας μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πρεσβεύοντας σ’ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ μένα, ποὺ σὲ γέννησα.
Μετὰ τὴ συντριβὴ λοιπὸν τῶν ποδιῶν τους, οἱ ἅγιοι παρέδωσαν τὶς ψυχὲς τοὺς στὸ Θεό. καὶ οἱ στρατιῶτες ἔφεραν ἁμάξια κι ἔβα¬λαν σ’ αὐτὰ τὰ ἱερὰ σώματα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν ὄχθη τοῦ γειτονικοῦ ποταμοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως παρατήρησαν πὼς ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ λεγόταν Μελίτων, ἀνάσαινε ἀκόμα, τὸν ἄφησαν ἔτσι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσει.
Σὰν εἶδε ἢ μητέρα του ὅτι αὐτὸς μονάχα ἔμεινε πίσω, τῆς ἦρθε βαρύ, σὰν θάνατος δικός της καὶ τοῦ παιδιοῦ της. Παρέβλεψε λοι¬πὸν τὴ γυναικεία ἀδυναμία καὶ λησμόνησε τὴ μητρικὴ εὐσπλαχνία Σήκωσε τὸ Υἱό της στοὺς ὠμοὺς κι ἀκολουθοῦσε γενναιόψυ¬χα τὰ ἁμάξια, πιστεύοντας πὼς τότε μόνο θὰ ζοῦσε, ὅταν θὰ τὸν ἐ¬6λεπε νὰ εἶναι τελειωμένος καὶ νεκρός.
τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ τὸν κου6αλοῦσε, αὐτὸς ξεψύχησε. Τότε πιὰ ἢ μητέρα τοῦ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς φροντίδες. Σκιρτώντας δυ¬νατὰ ἀπ’ τὴ μεγάλη της χαρὰ γιὰ τὸ τέλος τοῦ γιοῦ της, μεταφέρει τὸν πολυαγαπημένο τῆς νεκρὸ μέχρι τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὰ σώ¬ματα τῶν ἅγιων, τὸν βάζει πάνω σ’ αὐτὰ καὶ τὸν συναριθμεῖ μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὰ σώματά τους οὔτε τὸ σῶμα Ἐκείνου, ποὺ τὴν ψυχὴ τοῦ βιαζόταν νὰ συναριθμήσει μὲ τὶς ψυχές τους.
Ἀνάβουν τότε μεγάλη φωτιὰ οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐχθροῦ (διαβό¬λου) καὶ κατάκαινε τὰ σώματα τῶν ἅγιων. Ὕστερα τὰ πέταξαν στὸ ποτάμι, Ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὰ λείψανα τῶν χριστιανῶν. Ἐκεῖνα ὅμως, ἀπὸ θεία βέβαια οἰκονομία, συγκρατήθηκαν σὲ κάποιον ὄχθη καὶ διασώθηκαν. καὶ τὰ ξαναπῆραν χριστιανικὰ χέρια, χα¬ρίζοντάς μας πλοῦτο ἀσύλητο.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!