Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ
ΑΔΕΛΦΟΣ πρέπει νὰ περιφρουρεῖ μὲ κάθε προφυλακτι¬κὸ μέσο τὴν καρδιὰ καὶ τὶς αἰσθήσεις του, γιατί σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἔχουμε μεγάλο πόλεμο καὶ ὁ ἐχθρὸς ἐΊναι μανιασμέ¬νος, προπαντὸς ἐναντίον τῶν ἀγωνιστῶν, καὶ τριγυρίζει, ὅπως λέ¬ει ἢ Γραφή, «ζητῶν τίνα καταπίn» (Ἀ’ Πετρ. 5:8). Σ’ αὐτὸν λοιπὸν (τὸν ἐχθρό) πρέπει ν’ ἀντιστέκεται κανεὶς σθεναρά, ζητώντας τὴν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ. Πῶς ὅμως θὰ πολεμήσει τὰ πάθη τοῦ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει συμφιλιωθεῖ μαζί τους, καὶ ἔχει κάνει πιὰ δοῦλο τὸν ἑαυτό του στὶς ἡδονές, πληρώνοντας ὁλοπρόθυμα φόρους στὸν τύραν¬νο (διάβολο); Γιατί ὅπου ὑπάρχει ἔχθρα, ἐκεῖ καὶ πόλεμος καὶ ὅπου πόλεμος, ἐκεῖ καὶ ἀγώνας καὶ ὅπου ἀγώνας, ἐκεῖ καὶ τὰ στεφάνια (τῆς νίκης).
Ἂν λοιπὸν θέλει κανεὶς νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν πικρὴ δουλεία, ἂς κηρύξει πόλεμο στὸν ἐχθρό.
Γιατί ἔτσι ἔκαναν καὶ οἱ ἅγιοι. Καὶ ἀφοῦ τὸν νίκησαν, ἀξιώθηκαν ν’ ἀπολαύσουν τὰ ἐπουράνια ἀγαθά.
Ἄλλα μπορεῖ νὰ μὲ ρωτήσει κάποιος:
Ἂν πράγματι ὅπου ὑπάρχει ἔχθρα ἐναντίον τῶν παθῶν, ἐκεῖ εἶναι φυσικὸ νὰ γίνεται καὶ ὁ πό¬λεμος, ὅπως εἶπες, πὼς βλέπουμε τοὺς φιλήδονους νὰ πολεμοῦνται φοβερὰ ἀπὸ τὰ αἰσχρὰ πάθη καὶ νὰ μὴ δέχονται νὰ μετανοήσουν; Σ’ αὐτὸν θὰ μποροῦσα ν’ ἀπαντήσω τὸ ἕξης:
Δὲν νομίζω, ἀγαπητέ, ὅτι αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς καὶ ὅτι περιέ¬χει ἀντίσταση στὸν ἐχθρό.
Μᾶλλον εἶναι πάθος, ἐξαιτίας τῆς δου¬λείας στὰ πάθη καὶ τῆς φιληδονίας. (Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ φιλήδονοι δὲν διαφωνοῦν μὲ τὸν ἐχθρὸ ὡς πρὸς τὴν προαίρεση). Γιατί αὐτοὶ ποὺ πολεμοῦν, δὲν συμφωνοῦν σὲ τίποτα μεταξύ τους.
Πῶς λοιπὸν θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ πραγματικὸ πόλεμο στὴν περίπτω¬ση ἐκείνων, ποὺ ἔχουν παραδοθεῖ ἀτὰ θελήματα τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔχουν πουληθεῖ στὶς ἡδονές; καὶ ἂν πολεμοῦνται, αὐτὸ δὲν ὀφείλεται ἀτὸ ὅτι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἐνοχλοῦν τὸν ἐχθρό, ἀλλὰ στὸ ὅτι δὲν βρίσκουν πὼς ν’ ἀνταποκριθοῦν στὴν ἄνομη συναλλαγή τους, πὼς θὰ πληρώσουν τοὺς συνηθισμένους φόρους ( τῆς ἁμαρτίας ) καὶ πὼς δὲν θὰ διακόψουν οὔτε γιὰ λίγο τὴν ἐκπλήρω¬ση τῶν αἰσχρότατων ἐπιθυμιῶν, στὶς ὅποιες θεληματικὰ παραδόθηκαν ὡς δοῦλοι. Γιατί, ὅπως εἶναι γραμμένο, «ὢ τὶς ἤττηται, τούτω καὶ δεδούλωται» (Β’ Πέτρ. 2:19). Αὐτοὶ λοιπὸν δὲν ὁδηγοῦνται ἀκούσια καὶ βίαια (στὴν ἁμαρτία), ἀλλὰ καὶ χρήματα προσφέρουν γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ τοὺς ἀποπλάνησε. Γι’ αὐτὸ καί, ἀφοῦ κάνουν τὸ κακό, καμιὰ μετάνοια δὲν δείχνουν οὔτε ἐγκράτεια κάνουν οὔτε φυλάγονται γιὰ νὰ μὴν ξαναπέσουν.
Ἀπεναντίας, ὁ πόλεμος τῶν ἀγωνιστῶν δὲν γίνεται ἔτσι. Γιατί ὅταν ,πολεμοῦνται (ἀπὸ τὸ διάβολο, τὸν) πολεμοῦν κι ἐκεῖνοι’ καὶ ὅταν φλέγονται (ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία, ἐγκρατεύονται καὶ ὅταν θλίβονται), κάνουν ὑπομονῆ’ καὶ ὅταν εἶναι παρὸν τὸ ἴδιο τὸ ἀντικείμενο τοῦ πειρασμοῦ, τὸ ἀποστρέφονται χάρη στὸ φόβο τοῦ Κυρίου’ καὶ ἂν συμβεῖ νὰ πέσει κανείς τους, γρήγορα σηκώνεται. Γιατί ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ αἰχμαλωτίστηκαν ἀπὸ βαρβάρους κι ἔπεσαν στὰ χέρια κάποιου τυράννου, ὅσοι μὲν χαίρονται γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τῶν αἰχμαλωτιστῶν τους, μένουν κοντὰ στοὺς ἐχθροὺς μὲ εὐχαρί¬στηση, χωρὶς δεσμὰ καὶ φυλακή, καὶ ἀγωνίζονται γιὰ χάρη τους, φτάνοντας μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ γίνονται καὶ κατάσκοποι σὲ βάρος τῶν συμπατριωτῶν τοὺς ὅσοι ὅμως λυποῦνται γιὰ τὴν αἰχμαλωσία τους, αὐτοὶ καὶ τὰ ἤθη τῶν βαρβάρων ἀντιπαθοῦν, καὶ τὴν ἄθεσμη πολιτεία τοὺς (σιχαίνονται), καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ κοντά τους βιάζονται καὶ εὐκαιρία περιμένουν γιὰ νὰ τρέξουν πάλι στοὺς συντρόφους τους καὶ ν’ ἀπολαύσουν τὴν προηγούμενη ἐλευθερία, καὶ σὲ βοήθειά τους εὔχονται νὰ ἔρθουν οἱ συμπατριῶτες τους.
Αὐτοί, μόλις ξεφύγουν ἀπὸ τοὺς ἐχθροῦ ς, ἀμέσως ξαναγίνονται ἀντίπαλοί τους καὶ πολεμοῦν ἐναντίον τοὺς μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους τους καὶ νικοῦν μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνων.
‘Ὅσοι λοιπὸν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν πικρὴ δουλεία τοῦ ἐχθροῦ, ὀφείλουν ν’ ἀντισταθοῦν στὰ θελήματά του καὶ νὰ ση¬κώσουν φανερὸ πόλεμο ἐναντίον του, ἀφοῦ τοῦ ποῦν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὰ λόγια τῶν Παίδων: «Γνωστὸν ἔστω σοί, διάολε, ὅτι ἠμεῖς τῆς φωνῆς σου οὐκ ἀκουσόμεθα καὶ ταὶς ἡδονές σου οὐκέ¬τι λατρεύσομε» (πρβλ. Δᾶν. 3:18). Πρέπει μάλιστα, στὸν καιρὸ τοῦ ἀγώνα, νὰ ζητοῦν καὶ τὴ θεϊκὴ βοήθεια, λέγοντας πάλι μαζὶ μὲ τοὺς Παῖδες στὸ Θεό: Κύριε, «καὶ νῦν ἐξακολουθοῦμε ἐν ὅλῃ καρ¬δία καὶ φοβ0ύμεθα σὲ καὶ ζητοῦμε τὸ πρόσωπον σου’ μὴ καταισχύνnς ἠμᾶς, ἀλλὰ ποίησον μεθ’ ἠμῶν κατὰ τὴν ἐπιείκειά σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου’ ἐξελοῦ ἠμᾶς κατὰ τὰ θαυμάσιά σου καὶ δὸς δόξα τῷ ὀνόματί σου, Κύριε, καὶ ἐντραπείησαν πάντες οἱ ἐνδεικνύμενοι τοὶς δούλοις σου κακά, καὶ καταισχυνθείησαν ἀπὸ πάσης δυναστείας, καὶ ἢ ἰσχὺς αὐτῶν συντριβείη’ καὶ γνώτωσαν ὅτι σὺ εἰ Κύριος Θεὸς μόνος καὶ ἔνδοξος ἐφ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη» (Δᾶν. ‘Ὕμνος Τριῶν Παίδων: 17-21). καὶ ἂν ὁ τύραννος (διάολος) φρυάξει ἀπὸ τὸ κακό του καὶ κάψει τὸ καμίνι τῶν ἡδονῶν ἑφτὰ φορὲς περισσότερο (πρβλ. Δᾶν. 3:19), ἂς ἔχουν θάρρος αὐτοὶ ποὺ δείχνουν ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο. Γιατί σὲ λίγο τὸ καμίνι θὰ μεταβληθεῖ σὲ δροσιὰ καὶ ὁ τύραννος, ποὺ πρωτύτερα φοβόντου¬σαν, θὰ τρέμει στὸ ἕξης καὶ τὴ σκιά τους, χάρη στὴ βοήθεια ποὺ θὰ τοὺς δοθεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εὐαρεστήσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνει κληρο¬νόμος Τοῦ μέσω τῆς πίστεως καὶ νὰ ὀνομαστεῖ καὶ ὁ ἴδιος παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ ‘Άγιο Πνεῦμα, πρέπει, ἀφοῦ ἀποκτή¬σει πρὶν ἀπ’ ὅλα τη μακροθυμία καὶ τὴν ὑπομονή, νὰ ὑπομένει μὲ γενναιότητα καὶ εὐχαρίστηση τὶς θλίψεις καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ συναντᾶ, δηλαδὴ σωματικὲς ἀρρώστιες καὶ πόνους, ἐξευτελισμοὺς καὶ προσβολὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἡ διάφορους ἀόρατους πολέ¬μους, ποὺ κινοῦν ἐναντίον τῆς ψυχῆς τὰ πονηρὰ πνεύματα, θέλο¬ντας νὰ τὴν ὁδηγήσουν σὲ χαύνωση καὶ ἀμέλεια.
Αὐτὸ γίνεται μὲ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ποὺ παραχωρεῖ νὰ δοκιμαστεῖ ὁ καθένας μας μὲ διάφορες θλίψεις, γιὰ νὰ φανοῦν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἀγαποῦν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή, ἂν ὑπομένουν μὲ γενναιότητα καὶ εὐχαρίστηση ὅλα ὅσα προξενοῦνται ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ δὲν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτόν, ἀλλὰ πάντα περιμέ¬νουν μὲ πολλὴ πίστη καὶ ὑπομονὴ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὶς δοκιμασίες μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ μπορέσουν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ κάθε πειρασμὸ καὶ νὰ πετύχουν ἔτσι τὴν ἐκπλήρω¬ση τῆς ὑποσχέσεως, ἀφοῦ φάνηκαν κι αὐτοὶ ἄξιοί της Βασιλείας μὲ τὸ ν’ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη ὅλων τῶν ἅγιων κάθε ἐποχῆς καὶ τοῦ ἴδιου του Κυρίου, καὶ ἔγιναν κοινωνοὶ ὄχι μόνο τῶν παθημάτων τοὺς ἀλλὰ καὶ τῆς δόξας τοὺς (πρβλ. Β’ Κόρ. 1:7).
Παρατήρησε λοιπὸν καὶ δές, πὼς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλοι οἱ πατέρες καὶ οἱ πατριάρχες καὶ οἱ προφῆτες καὶ οἱ
ἀπόστολοι καὶ οἱ μάρτυ¬ρες ἔτσι κατόρθωσαν νὰ εὐαρεστήσουν τὸ Θεό, περνώντας δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὸ δρόμο τῶν θλίψεων (καί) τῶν πειρασμῶν καὶ ὑπομένοντας μὲ καρτερικότητα καὶ χαρὰ ‘όλες τὶς δυσκολίες, χάρη στὴν ἐλπίδα τῆς ἀναμενόμενης ἀνταμοιβῆς, ὅπως λέει καὶ ἢ Γραφή: «Τέκνο, εἰ προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεῶ, ἔτοιμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμό’ εὔθυνον τὴν καρδίαν σου καὶ καρτέρησον» (Σόφ. Σείρ. 2:1-2) – ἀποβλέποντας, θέλει νὰ πεῖ, στὸ Θεὸ καὶ παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν ἐλπίδα σ’ Αὐτόν. καὶ ὁ ἀπόστολος ἐπίσης λέει: «ΕΙ δὲ χωρὶς ἔστε παιδείας, ἢς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστε καὶ oὺχ υἱοί» (Ἑβρ. 12:8). καὶ ὁ Κύριος μακαρίζει ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γι’ Αὐτὸν καὶ βασανίζονται σκληρὰ – εἴτε φανερὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἴτε κρυφὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα, τὰ ὅποι¬α πολεμοῦν, ὅπως εἴπαμε, τὴν ψυχὴ ποὺ ἀγαπάει τὸ Θεὸ καὶ προ¬καλοῦν σ’ αὐτὴν ποικίλες θλίψεις, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴν εἴσοδό της στὴν (αἰώνια) ζωή, ἂν (βέβαια τὴν κάνουν νά) γλιστρήσει στὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀπελπισία. ΟΙ πειρασμοί, ἑπομένως, δοκιμάζουν καὶ ξεχωρίζουν τὶς ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεὸ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δὲν Τὸν ἀγαποῦν, κι ἔτσι φανερώνουν ποὶες ἐΊναι ἀξίες τοῦ Θεοῦ καὶ ποὶες ἀνάξιές Του.
Κάθε ψυχὴ λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ εὐαρεστήσει τὸ Θεό, ἂς κρατάει μὲ γενναιότητα, πρὶν ἀπ’ Ὅλα, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα’ κι ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ σηκώσει καὶ νὰ ξεπεράσει κάθε ἐπίθεση καὶ προσβολὴ τοῦ πονηροῦ. Γιατί ὁ Θεός, σὲ μία ψυχὴ ποὺ ἐλπίζει σ’ αὐτὸν καὶ Τὸν περιμένει μὲ ὑπομονή, δὲν ἐπιτρέπει νὰ πέσει σὲ τό¬σο μεγάλο πειρασμό, ὥστε ν’ ἀπελπιστεῖ ἀπὸ ἕνα βάρος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει (βλ. Ἀ’ Κόρ. 10:13). οὔτε Ὅμως καὶ ὁ πονηρὸς πειράζει καὶ θλίβει τὴν ψυχὴ Ὅσο θέλει, ἀλλὰ Ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Γιατί ξέρει Ὁ Πλάστης μας πόσο πρέπει νὰ μπεῖ ἢ ψυχῆ σὲ δοκιμασία καὶ πειρασμό, καὶ τόσο μόνο ἐπιτρέπει.
Τοῦ ἀββᾶ ‘Ἰσαὰκ
Ὅταν θελήσεις νὰ κάνεις ἀρχὴ καλοῦ ἔργου, πρῶτα νὰ ἑτοιμάσεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν, ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθουν ἐναντίον σου. Γιατί ὁ ἐχθρός, ὅταν δεῖ κάποιον ν’ ἀρχίζει μὲ θερμὴ πίστη μία θεάρεστη ζωή, συνηθίζει νὰ τοῦ ἐπιτίθεται μὲ διάφορους καὶ φοβεροὺς πειρασμούς, ὥστε νὰ δειλιά¬σει ἀπ’ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν καλή του πρό¬θεση. Καὶ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πέσει σὲ πειρασμὸ γιὰ νὰ χτυπήσεις ἐπίμονά τη θύρα (τοῦ ἐλέους) Τοῦ καὶ γιὰ νὰ ριζώσει μέσα στὸ νοῦ σου, ἀπὸ τὸ φόβο τῶν θλίψεων, ἢ μνήμη Ἐκείνου, καὶ γιὰ νὰ τὸν πλησιάσεις μὲ τὶς προσευχές, ὥστε ν’ ἁγιαστεῖ ἔτσι ἢ καρδιά σου ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη ἐνθύμησή Του. Καὶ ὅταν τὸν ἐπικαλείσαι, θὰ σὲ ἀκούσει. Καὶ θὰ μάθεις ἔτσι, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ λυτρώνει. Καὶ τότε θὰ νιώσεις τὴν παρουσία Ἐκείνου ποὺ σ’ ἔπλασε καὶ σὲ δυναμώνει καὶ σὲ προστατεύει. Γιατί ἢ σκέπη καὶ ἢ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους. Δὲν γίνε¬ται ὅμως ὁρατὴ παρὰ μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ καθάρισαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ εἶναι συνεχῶς προσηλωμένοι στὸ Θεό. Ἐξαιρετικὰ μάλιστα φανερώνεται σ’ αὐτοὺς ἢ βοήθεια καὶ ἢ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν μποῦν σὲ μεγάλη δοκιμασία γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας γιατί τότε τὴν αἰσθάνονται πολὺ καθαρὰ μὲ τὴν αἴσθηση τοῦ νοῦ.
Μερικοί, ποὺ εἶδαν αὐτὴ (τὴ βοήθεια) καὶ μὲ τὰ σωματικὰ τοὺς μάτια, ἀνάλογα μὲ τὶς δοκιμασίες, καὶ διαπίστωσαν ἔτσι τὴ συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ, ὑποκινήθηκαν ἀπ’ αὐτὴ σὲ γενναῖες πράξεις, ὅπως μαθαίνουμε γιὰ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες καὶ Τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ ἄθλησαν γιὰ τὸ Χριστό. Σ’ αὐτοὺς (ἢ θεία βοήθεια) ἦταν ὁλοφάνερη, ἔχοντας ἀνθρώπινη μορφή, δίνοντάς τους θάρρος καὶ προετοιμάζοντάς τους γιὰ Τὸν ἀγώνα τῆς εὐσέβειας. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατέρες, ποὺ ἔζησαν στὴν ἔρημο καὶ ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ τοὺς δαίμονες καὶ ἔγιναν κατοικητήριο ἀγγέλων, καὶ σ’ αὐτοὺς παρου¬σιάζονταν συνεχῶς οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ μὲ κάθε τρόπο τοὺς βοηθοῦσαν καὶ τοὺς συμπαραστέκονταν σὲ ὅλα καὶ τοὺς στήριζαν καὶ τοὺς λύτρωναν ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ οἱ ἄγριοι δαίμονες τοὺς προξενοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα δὲν ἀπομακρύνεται ἢ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερώθη¬καν στὰ ἔργα ποὺ ‘Εκείνος εὐαρεστεῖται, ἀλλὰ βρίσκεται κοντὰ σὲ ὅλους ὅσοι τὸν ἐπικαλοῦνται.
Τοῦ ἅγιου Μαξίμου
Λένε ὅτι γιὰ πέντε αἰτίες παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ πολεμούμαστε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Καὶ Πρώτη εἶναι, λένε, ν’ ἀποκτήσουμε τὴ διά¬κριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας, καθώς μας πολεμοῦν καὶ τοὺς πολεμᾶμε. Δεύτερη, ν’ ἀποκτήσουμε τὴν ἀρετὴ μὲ πόλεμο καὶ κόπο, κι ἔτσι νὰ τὴν ἔχουμε βέβαιη καὶ σταθερή. Τρίτη, νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε, καθὼς προοδεύουμε στὴν ἀρετή, ἀλλὰ νὰ μάθουμε νὰ ταπεινοφρονοῦμε. Τέταρτη, νὰ μισήσουμε τελείως τὴν κακία, ἀφοῦ τὴ γνωρίσουμε μὲ τὰ παθήματά μας. Πέμπτη καὶ κυριότερη ἀπ’ ὅλες, νὰ μὴν ξεχνᾶμε, ἀφοῦ ἀποκτήσουμε τὴν ἀπάθεια, οὔτε τὴ δική μας ἀδυναμία οὔτε τὴ δύναμη ‘Εκείνου πού μας βοήθησε.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας ἀδελφός, ποὺ πειραζόταν ἀπὸ τοὺς δαίμονες, πῆγε σὲ κάποιον γέροντα καὶ τοῦ φανέρωσε τοὺς πειρασμοὺς ποὺ δοκίμαζε. καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει:
Ἀδελφέ, νὰ μὴ σὲ φοβίζουν οἱ πειρασμοὶ πού σου συμβαί¬νουν, γιατί ὅσο βλέπουν οἱ ἐχθροὶ τὴν ψυχὴ ν’ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό, τόσο ὀργίζονται καὶ λιώνουν ἀπὸ τὸ φθόνο τους. Εἶναι, ἄλλωστε, ἀδύνατον νὰ μὴν παραβρίσκονται ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄγγελοί Του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πειράζεται καὶ ζητάει χέρι βοήθειας. Ἐσὺ λοιπὸν μὴ σταματᾶς νὰ σηκώνεις πάντα τὸ βλέμμα σου πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητᾶς τὴ βοήθειά Του μὲ ταπείνωση, ἔχο¬ντας συνάμα στὸ νοῦ σου, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, τὴν ἀκατα¬μάχητη δύναμη Ἐκείνου, τὴ δική μας ἀδυναμία καὶ τοῦ ἐχθροῦ μας τὴ σκληρότητα. ‘Ἔτσι σύντομα θὰ σὲ βοηθήσει ὁ Θεός.
Ὃ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε γιὰ τὸν ἀββᾶ ‘Ιωάννη Τὸν Κολοβό, ὅτι παρακάλεσε τὸ Θεὸ καὶ ἔφυγαν ἀπὸ πάνω τοῦ τὰ πάθη, κι ἔτσι ἡσύχασε. Πῆγε λοιπὸν σ’ ἕνα γέροντα καὶ τοῦ εἶπε: “Βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ ἀναπαύεται (ψυχικά) καὶ νὰ μὴν ἔχει κανένα πόλε¬μο”. καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέει: “Πήγαινε καὶ παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ σοῦ ἔρθει πάλι ὁ πόλεμος, γιατί μὲ τοὺς πολέμους προκόβει ἡ ψυχή”. Παρακάλεσε λοιπὸν (τὸ Θεὸ ὁ ἀββᾶς ‘Ιωάννης νὰ ξαναγυρίσει ὁ πόλεμος), καὶ ποτὲ πιὰ Δὲν προσευχήθηκε νὰ τοῦ φύγει, ἀλλὰ ἔλεγε: “Κύριε, δῶσε μου ὑπομονὴ στοὺς πολέμους”.
Ἕνας γέροντας εἶπε: Ἄν μας συγχωρεῖ ὁ Θεός, μολονότι κάνουμε τόσα κακά, μα-κροθυμώντας ἀπέναντί μας, Δὲν θὰ μᾶς βοηθήσει, πολὺ περισσότερο, ἂν θελήσουμε νὰ κάνουμε τὰ καλά;
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!