Καὶ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ πάντοτε, καὶ δὲν θὰ πάψω νὰ παρακαλῶ, νὰ προσέχετε τὰ λεγόμενα ὄχι μόνον ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ στὸ σπίτι ποὺ βρίσκεστε νὰ καταγίνεστε συνεχῶς στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. Αὐτὸ δὲν ἔπαψα νὰ τὸ συνιστῶ καὶ σ᾿ ὅσους ὶδιαίτερα μᾶς συναναστρέφονται. Κι’ ἂς μὴ μοῦ πῆ κάποιος ἐκεῖνα τ’ ἀπρόθυμα λόγια καὶ τὰ πολὺ ἀξιοκατάκριτα, ὅτι εἶμαι ἀπασχολημένος στὸ Δικαστήριο, ἐκτελῶ τὶς πολιτικὲς ὺποχρεὠσεις μου, ἐξασκῶ τὴν τέχνη μου, ἔχω γυναίκα, συντηῶ παιδιά, διευθὐνω σπίτι, εἶμαι ἀνθρωπος μὲ ὑποχρεώσεις στὴ ζωή᾽ δὲν εἶναι δουλειὰ δική μου νὰ διαβάζω τὴ Γραφή, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ ἀρνήθηκαν τὰ ἐγκόσμια, ποὺ ἔχουν πιάσει τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, ἐκείνων ποὺ ζοῦν πάντοτε ἔτσι ἀσκητικά.
Τὶ λὲς ἄνθρωπέ μου; Δὲν εἶναι δουλειὰ δική σου νὰ μελετᾶς τὴ Γραφὴ ἐπειδὴ σὲ τριγυρίζουν χίλιες φροντίδες; Καὶ βέβαια δικό σου ἔργο εἶναι κι’ ὄχι ἐκεῖνων. Γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν τόσο ἀνάγκη τὴ βοήθεια τῆς ἁγίας Γραφῆς ὅσο αὐτοὶ ποὺ στριφογυρνοῦν ἀνάμεσα σὲ ζητήματα πολλά. Οἱ μοναχοί, πραγματικά, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνία κι’ ἀπὸ τὶς σκοτοῦρες τῆς κοινωνίας, κι’ ἔχοντας στήσει τὶς καλύβες τους στὴν ἐρημιά, καὶ μὴν ἔχοντας μὲ κανένα σχέση καμμιὰ, ἀλλὰ καθὼς φιλοσοφοῦν μὲ ἄνεση στὴ γαλήνη ἐκείνης τῆς ἡσυχίας, νοιώθουν μεγάλη ἀσφάλεια σὰν νὰ βρίσκωνται σὲ λιμάνι. ᾿Αλλὰ ἐμεῖς ποὺ ταραζόμαστε ὅπως στὴ μέση τοῦ πελάγους, κι’ ἔχομε χίλιες ἀνάγκες ἀπ’ τ’ἁμαρτήματἀ μας, χρειαζόμαστε ἀδιάκοπη καὶ παντοτινὴ τὴν παρηγοριὰ τῆς Γραφῆς. Ἐκεῖνοι κάθονται μακριὰ ἀπὸ τὴ μάχη, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν δέχονται πολλὰ τραύματα, ἐσὺ ὅμως βρίσκεσαι στὴ μάχη πάντοτε καὶ δέχεσαι τὶς πληγὲς ἀπανωτές. Γιατὶ καὶ ἡ γυναίκα σου σὲ θυμὡνει καὶ ὁ γυιὸς σὲ στενοχωρεῖ, κι’ ὁ ὑπηρέτης σ᾿ ἐξοργίζει κι’ ὁ ἐχθρὸς θέλει τὸ κακό σου, κι’ ὁ φίλος ζηλεύει κι’ ὁ γείτονας κατηγορεῖ, κι’ ὁ συνάδελφος σὲ παραμερίζει, πολλὲς φορὲς κι’ ὁ δικαστὴς σὲ ἀπειλεῖ, κι’ ἡ φτώχεια σὲ στενοχωρεῖ κι’ ὁ θάνατος τῶν συγγενῶν σοῦ φέρνει πένθος, καὶ ἡ εὐτυχία σὲ κάνει ἐγωϊστὴ κι’ ἡ δυστυχία σὲ ντροπιάζει, καὶ οἱ πολλὲς ἀφορμὲς τῆς ὀργῆς καὶ τῶν φροντίδων καὶ τῆς ἀκεφιᾶς καὶ τῆς λύπης καὶ τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῆς ἀπελπισίας οἱ πολλὲς ἀνάγκες, μᾶς περιτριγυρίζουν ἀπὸ παντοῦ, καὶ μᾶς χτυποῦν ἀπὸ παντοῦ χιλιάδες τὰ βέλη. Γι’ αὐτὸ χρειαζόμαστε πάντοτε τὴν πανοπλία τῆς Γραφῆς. Μάθε ’το καλά, λέει, πὼς περνᾶς ἀνάμεσα σὲ παγίδες καὶ περπατᾶς πάνω στὰ φρούρια. Γιατὶ βέβαια οἱ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος ἐπαναστατοῦν ἀγριώτερα ὅταν ζῆ κανεὶς μέσα στὴν κοινωνία, ἀφοῦ καὶ τὸ ὡραῖο πρόσωπο καὶ τὸ θαυμάσιο σῶμα χτύπησαν μὲ τὰ μάτια, καὶ ὁ αἰσχρὸς λόγος ποὺ μπῆκε μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ μᾶς τάραξε τὸν λογισμό, καὶ πολλὲς φορὲς ἕνα παθιασμένο τραγούδι, χαλάρωσε τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας. ᾿Αλλὰ γιατὶ τὰ λέω αὐτά; ’Αφοῦ κι’ αὐτὸ ποὺ φαίνεται σὰν τὸ πιὸ ἀσήμαντο ἀπ’ ὅλα, μιὰ ὀσμὴ μύρου ποὺ θὰ μᾶς βρῆ κάπου, ἀπὸ γυναῖκες ποὺ πουλιῶνται στὸ δρόμο, πέρασε ἀφού πήρε αὶχμάλωτη τὴν ψυχή μας, κι αὐτό τυχαία ἐντελῶς…
Ἐκ τοῦ γ’ λόγου «Πρός τόν πτωχόν λάζαρον καί τόν πλούσιον»
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!