«Εἶναι πολύ σπουδαία ἡ ἐργασία τοῦ πένθους. Πόσα εἶναι τά εἴδη τοῦ πένθους καί ποιά ἡ διαφορά τῶν δακρύων»,μέρος α΄

    ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΒ΄(32)

Πέτρος: Ζητῶ, ἅγιε δέσποτα, νά μοῦ πεῖς πόσα εἶναι τά εἴδη τῆς κατάνυξης.

Γρηγόριος: Ἡ κατάνυξη, Πέτρε, ἐμφανιζεται μέ πολλές ὡραῖες μορφές. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἰερεμίας λέει: «Δύο χείμαρροι νεροῦ βγῆκαν ἀπό τά μάτια μου»1. Δύο ἑπομένως εἶναι τά κυριότερα εἴδη τῆς κατάνυξης: ὅταν ἡ ψυχή διψάσει τόν Θεό, πρωτα αἰσθάνεται κατάνυξη ἀπό τόν φόβο καί ἔπειτα ἀπό τόν πόθο. Στήν ἀρχή δηλαδή λιώνει ἀπό τά δάκρυα καθώς θυμᾶται τίς ἁμαρτίες της καί φοβᾶται μήν πέσει στήν αἰώνια κόλαση ἐξαιτίας τους. Ὅταν ὅμως στενοχωρηθεῖ καί λυπηθεῖ πολύ, τότε παύει ἡ δειλία καί γεννιέται μέσα της κάποια ξενοιασιά γιά τό ὅτι θά συγχωρηθεῖ καί κάποιο θάρρος, ὁπότε ἡ ψυχή φλογίζεται ἀπό τόν πόθο τῆς οὐράνιας χαρᾶς.Καί αὐτή πού προηγουμένως ἔκλαιγε ἀπό φόβο μήν ὁδηγηθεῖ στήν κρίση, ἔπειτα ἀρχίζει πάλι νά κλαίει πικρά, ἐπειδή εἶναι μακριά ἀπό τήν οὐράνια βασιλεία. Γιατί ὅταν ὁ νοῦς καθαριστεῖ, βλέπει πῶς εἶναι οἱ χορεῖες τῶν ἀγγέλων, ποιά εἶναι ἡ κοινωνία τῶν μακαρίων πνευμάτων2 καί ποιό εἶναι τό μεγαλεῖο τοῦ νά βλέπεις αἰώνια τόν Θεό3. Θρηνεῖ λοιπόν ὅλο καί περισσότερο, γιατί στερεῖται τά μόνιμα ἀγαθά. Καί αὐτό γίνεται, γιά νά ὁδηγήσει ἡ τέλεια κατάνυξη τήν ψυχή ἀπό τόν φόβο στήν ἀγάπη.

Αὐτό ἀναφέρεται ὡραῖα στήν ἱερή καί ἀληθινή ἱστορία γιά ήν Ἀσχά, τήν κόρη τοῦ Χάλεβ:«Τί ἔχεις;» Ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Δῶσε μου δῶρο γῆ στά βόρεια, γιατί αὐτή πού μοῦ ἔδωσες εἶναι ἄνυδρη· δῶσε μου γῆ ποτιστική». Καί τῆς ἔδωσε ὁ πατέρας της τήν ποτιστική γῆ τήν κάτω.

Ἡ Ἀσχά ἡ καθισμένη στό γαϊδούρι συμβολίζει τήν ψυχή πού κάθεται στά ἄλογα κινήματα τῆς σάρκας. Τό ὅτι στέναξε καί ζήτησε ἀπό τόν πατέρα της τήν ποτιστική γῆ δείχνει ὅτι πρέπει μέ πολλούς στεναγμούς νά ζητοῦμε ἀπό τόν Δημιουργό μας τό δῶρο τῶν δακρύων. Γιατί εἶναι πολλοί αὐτοί πού ἀξιώθηκαν νά λάβουν διδασκαλικό χάρισμα καί νά κηρύξουν μέ παρρησία τήν ἀλήθεια καί νά παρηγορήσουν τούς θλιμένους καί νά βοηθήσουν ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη καί νά ἀποκτήσουν ζῆλο γιά τήν πίστη, τό δῶρο ὅμως τῶν δακρύων δέν τό ἔλαβαν ἀκόμη. Αὐτοί δηλαδή ἔχουν τή βορεινή γῆ, τήν ἄνυδρη, ἐνῶ τούς λείπει ἀκόμη ἡ ποτιστική· ζοῦν βέβαια μέ καλά ἔργα, πρέπει ὅμως, εἴτε γιά τόν φόβο τῆς κρίσεως εἴτε γιά τόν πόθο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, νά θρηνήσουν γιά τά κακά ἔργα πού ἔκαναν προηγουμένως, καί ἔτσι νά μποῦν καί αὐτοί ἐκεῖ πού εἶναι οἱ μεγάλοι, οἱ ὁποῖοι φλέγονται ἀπό τόν πόθο τῆς βασιλείας. Καί ὅπως εἶπα ὅτι εἶναι δύο τά εἴδη τῆς κατάνυξης, ὁ πατέρας της ἔδωσε στήν Ἀσχά τήν ποτιστική γῆ τήν ἐπάνω καί τήν ποτιστική γῆ τήν κάτω. Τήν ποτιστική γῆ λοιπόν τήν ἐπάνω παίρνει ἡ ψυχή πού πενθεῖ μέ δάκρυα ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας τῆς οὐράνιας βασιλείας, ἐνῶ τήν ποτιστική τήν κάτω τήν παίρνει ἡ ψυχή πού θρηνεῖ ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῆς αἰώνιας κόλασης. Ἄν καί πρῶτα δίνεται ἡ ποτιστική γῆ ἡ κάτω καί ἔπειτα ἡ ἐπάνω, ὡστόσο ἦταν ἀπαραίτητο νά ἀναφέρει ἡ ἱστορία πρῶτα τήν ποτιστική γῆ τήν ἐπάνω καί ὕστερα τήν κάτω, ἐπειδή ἐκείνη ἡ κατάνυξη εἶναι ἀνώτερη κατά τήν ἀξία.


 «Δέν πρέπει νά καταριόμαστε κανέναν»

    ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΓ΄(43) 

Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου 

Στά μέρη τῆς Νουρσίας δύο μοναχοί πού ζοῦσαν ἐνάρετα καί λέγονταν Φλωρέντιος καί Εὐτύχιος.Ὁ Εὐτύχιος, ὁ ὁποῖος εἶχε περίσσιο πνευματικό ζῆλο καί δυνατή φλόγα, ἀγωνιζόταν μέ τή διδασκαλία νά ὁδηγεῖ πολλές ψυχές στόν Θεό. Ἀργότερα, μετά ἀπό θερμή παράκληση τῶν ἀδελφῶν ἑνός μαναστηριοῦ τῆς περιοχῆς, ἔγινε γιά πολλά χρόνια ἡγούμενος σέ αὐτό, καί μέ τό συνεχές ἅγιο παράδειγμά του ὁδήγησε πολλούς στήν τελειότητα. Γι᾿ αὐτό καί μετά τόν θάνατό του δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἐκπληκτικά καί μεγάλα θαύματα, καθώς τό ἔνδυμά του σταμάτησε τήν ξηρασία καί ἔκανε καί ἄλλες θεραπεῖες.Μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Εὐτυχίου στό μοναστήρι, ὁ Φλωρέντιος, ἔχοντας μείνει μόνος στό ἀσκητήριο ὅπου προηγουμένως ζοῦσαν καί οἱ δύο, περνοῦσε αὐτή τή ζωή ἀφοσιωμένος στήν ἀκακία καί τήν προσευχή· ὡστόσο παρακαλοῦσε τόν παντοδύναμο Θεό νά τοῦ δώσει κάποια βοήθεια, ὥστε νά παραμείνει ἐκεῖ. Μιά μέρα λοιπόν, βγαίνοντας ἀπό τό κελλί μετά τήν προσευχή, βγῆκε μπροστά στήν πόρτα νά στέκεται μία ἀρκούδα μέ τό κεφάλι κατεβασμένο πρός τή γῆ, νά δείχνει φανερά ὅτι τοῦ στάλθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά τόν ὑπηρετεῖ. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατάλαβε τήν αἰτία τῆς παρουσίας τῆς ἀρκούδας καί εὐχαρίστησε τόν Θεό. Παρέδωσε ἔπειτα σέ αὐτήν τέσσερα πρόβατα πού εἶχε χωρίς νά ἔχει κάποιον νά τά βόσκει, καί τήν πρόσταξε:«Πήγαινε νά βόσκεις αὐτά τά πρόβατα, καί νά ἐπιστρέψεις κατά τήν ἕκτη ὥρα».Ἡ ἀρκούδα πῆρε τά πρόβατα καί τά ἔβγαλε στή βοσκή, καί τά γύρισε πάλι τήν ὥρα πού διατάχτηκε. Ὅταν ὁ ὅσιος ἤθελε νά νηστέψει, τή διέταζε νά γυρίσει κατά τήν ἐνάτη ὥρα, καί ἡ ἀρκούδα πάντοτε γυρνοῦσε τήν ὥρα ἀκριβῶς πού διαταζόταν.Καί ἐνῶ αὐτό γινόταν καθημερινά καί ἡ ἀρκούδα ἔβοσκε μέ ἐπιμέλεια τά πρόβατα γιά πολύν καιρό, ἡ φήμη τοῦ θαύματος ἁπλωνόταν ὅλο καί περισσότερο τότε ὁ πονηρός πλησίασε τέσσερις ἀπό τούς μαθητές τοῦ εὐλαβοῦς Εὐτυχίου καί ἔβαλε μέσα τους φθόνο, ἐπειδή ὁ δάσκαλός τους δέν ἔκανε θαύματα, ἐνῶ ὁ Φλωρέντιος ἔλαμπε μέ τόσο μεγάλο θαῦμα. Τούς παρακίνησε λοιπόν καί παραμόνεψαν καί σκότωσαν τήν ἀρκούδα.Ὁ Φλωρέντιος, ὅταν ἤρθε ἡ ὥρα πού εἶχε πεῖ στήν ἀρκούδα νά γυρίσει, τήν περίμενε ὅπως συνήθως. Καί καθώς ὅμως βράδιασε καί δέν φαινόταν πουθενά ἡ ἀρκούδα, τήν ὁποία ἀπό τήν πολλή ἀκακία του ὀνόμαζε ἀδελφό, ἄρχισε νά ἀνησυχεῖ. Πέρασε τή νύχτα στενοχωρημένος καί τό πρωί πῆγε στό λιβάδι νά ἀναζητήσει τήν ἀρκούδα καί τά πρόβατα. Ὅταν τή βρῆκε σκοτωμένη καί, μετά ἀπό ἔρευνα, ἔμαθε ποιοί τή σκότωσαν, ἄρχισε νά θρηνεῖ, κλαίγοντας γιά τήν κακία τῶν ἀδελφῶν περισσότερο, παρά γιά τόν θάνατο τῆς ἀρκούδας.Ὁ σεβάσμιος Εὐτύχιος, ὅταν ἔμαθε τό γεγονός, τόν πῆρε κοντά του καί προσπαθοῦσε νά τόν παρηγορήσει. Ὁ δοῦλος ὅμως τοῦ Θεοῦ Φλωρέντιος, παρασυρμένος ἀπό τόν μεγάλο του πόνο, εὐχήθηκε μπροστά σέ αὐτόν καί εἶπε:«Ἐλπίζω στόν παντοδύναμο Θεό ὅτι σέ αὐτή τή ζωή, μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά πάρουν τήν ἀνταμοιβή γιά τήν κακία τους αὐτοί πού σκότωσαν τήν ἀρκούδα μου, χωρίς νά τούς βλάψει καθόλου».Δέν πρόλαβε νά τό πεῖ καί ἦρθε ἡ τιμωρία ἀπό τόν Θεό: οἱ τέσσερις μοναχοί ἀρρώστησαν ἀπό λέπρα, τά μέλη τους σάπησαν ἐντελῶς καί ἔτσι πέθαναν.Ἀπό τό γεγονός αὐτό ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ Φλωρέντιος τά ἔχασε καί φοβήθηκε πού τούς καταράστηκε. Ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτό του φονιά ἐκείνων τῶν ἀδελφῶν καί σέ ὅλη του τή ζωή δέν ἔπαψε νά θρηνεῖ γι᾿ αὐτούς καί νά παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ συγχωρήσει τό ἁμάρτημα. Πιστεύω μάλιστα ὅτι ὁ παντοδύναμος Θεός τό ἔκανε αὐτό, γιά νά μήν τολμήσει ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ὁ ἀξιοθαύμαστος καί ἄκακος αὐτός ἄνθρωπος νά ρίξει σέ κάποιον τό βέλος τῆς κατάρας παρασυρμένος ἀπό τόν ὁποιονδήποτε πόνο του.Πέτρος: Καί εἶναι τόσο πολύ βαρύ αὐτό τό ἁμάρτημα, ἄν ἴσως καταραστοῦμε ποτέ κάποιον παρασυρμένοι ἀπό τόν θυμό;Γρηγόριος: Τί μέ ρωτᾶς, Πέτρε, γι᾿ αὐτό τό ἁμάρτημα, ἄν εἶναι βαρύ, ὅταν ὁ Παῦλος λέει ὅτι αὐτοί πού καταριοῦνται1 δέν θά κληρονομήσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ2; Σκέψου λοιπόν πόσο βαρύ ἁμάρτημα εἶναι, ἀφοῦ στερεῖ ἀπό τήν κληρονομία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.


 Ὅταν ἕνα παιδὶ βλασφημεῖ…(Διδακτικὸ περιστατικὸ) 

Πέτρος: Ἐπειδή, ἅγιε δέσποτα, τὸ ἀνθρώπινο γένος ἔχει ὑποδουλωθεῖ σὲ πολλὰ καὶ ἀμέτρητα πάθη, ὑποθέτω ὅτι στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἡ ἐπουράνια Ἱερουσαλὴμ θὰ γεμίσει ἀπὸ νήπια.

Γρηγόριος: Δὲν ἀμφιβάλλουμε ὅτι ὅλα τα βαφτισμένα νήπια, τὰ ὁποῖα πεθαίνουν σὲ ἡλικία ποὺ ἀκόμη δὲν μιλοῦν, πηγαίνουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ πιστέψουμε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ ὅσα ἀρχίζουν νὰ μιλοῦν· γιατί σὲ πολλὰ τέτοια νήπια ἡ θύρα τῆς οὐράνιας βασιλείας κλείνεται καὶ ἐξαιτίας τῶν γονιῶν τους, ἂν τὰ ἀνατρέφουν μὲ κακὸ τρόπο.Κάποιος ἀπὸ τὴν πόλη μας, γνωστὸς σὲ ὅλους, πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια εἶχε ἕναν γιό, πέντε χρόνων νομίζω.Τοῦ εἶχε μεγάλη ἀδυναμία καὶ τὸν ἀνέτρεφε χωρὶς αὐστηρότητα· ἔτσι τὸ παιδὶ αὐτὸ πῆρε τὴ συνήθεια, ὅποτε ἤθελε κάτι, νὰ βλαστημᾶ -καὶ μόνο ποὺ τὸ ἀναφέρω εἶναι ἐπικίνδυνο- τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ παιδὶ χτυπήθηκε ἀπὸ τὸ θανατικὸ ποὺ ἔγινε πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια στὴν πόλη μας καὶ κόντευε νὰ πεθάνει. Καθὼς τὸ κρατοῦσε ὁ πατέρας του στὴν ἀγκαλιά, ὅπως ἀναφέρουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ παρόντες, τὸ παιδὶ εἶδε νὰ ἔρχονται σὲ αὐτὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει, τρέμοντας καὶ κλείνοντας τὰ μάτια: «Προστάτεψε μέ, πατέρα, προστάτεψε μέ». Καὶ μὲ τὶς φωνὲς αὐτὲς γύρισε τὸ πρόσωπο στὸ στῆθος τοῦ πατέρα, θέλοντας νὰ κρυφτεῖ. Βλέποντάς το ὁ πατέρας νὰ τρέμει, τὸ ρώτησε τί βλέπει, καὶ τὸ παιδὶ ἀποκρίθηκε: «Μαῦροι ἄνθρωποι ἦρθαν καὶ θέλουν νὰ μὲ πάρουν». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀμέσως βλαστήμησε τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ στὴ συνέχεια ξεψύχησε. Θέλοντας δηλαδὴ ὁ παντοδύναμος Θεὸς νὰ δείξει γιὰ ποιὸ ἁμάρτημα τὸ παιδὶ παραδόθηκε σὲ τέτοιους δεσμοφύλακες, τὸ ὁποῖο, ὅσο ζοῦσε, ὁ πατέρας του δὲν θέλησε νὰ τὸ ἐμποδίσει, παραχώρησε νὰ τὸ ἐπαναλάβει ὅταν πέθαινε. Καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ὁ Θεός, ποὺ μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ τὸ ἀνεχόταν νὰ ζεῖ βλαστημώντας, παραχώρησε μὲ δίκαιη κρίση νὰ βλαστημήσει καὶ ὅταν πέθαινε, γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δική του ἁμαρτία ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ μικροῦ του γιοῦ, ἀνέθρεψε γιὰ τὴ γέεννα τῆς φωτιᾶς ἕναν ἁμαρτωλὸ ὄχι μικρό, ἀλλὰ μεγάλο.

Εὐεργετινός  Ἐκδόσεις:«ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»

ΠΗΓΉ

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *