Εἶναι παλαιὸς ὁ νόμος νὰ ἐορτάζωνται ἐγκαίνια, καὶ ὁ νόμος αὐτὸς εἶναι σωστός, ἤ, καλύτερα, νὰ τιμῶνται τὰ νέα πράγματα μὲ ἐγκαίνια. Αὐτὸ δὲ γίνεται ὄχι μίαν φορᾶν μόνον ἀλλὰ πολλᾶς, ἐπειδὴ κάθε στροφὴ τοῦ ἔτους ἐπαναφέρει πάλιν τὴν ἰδίαν ἡμέραν, διὰ νὰ μὴν ἐξαφανισθοῦν μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου τὰ καλά, οὔτε νὰ παραπέσουν καὶ νὰ σβήσουν εἰς τὰ βάθη τῆς λησμονιᾶς.

Ἐγκαινιάζονται μὲν καὶ νησιὰ πρὸς τὸν Θεόν, ὅπως ἀναγιγνώσκομεν εἰς τὸν Ἠσαΐαν, ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν θεωρήσωμεν τὰ νησιὰ αὐτά. Νομίζω δὲ ὅτι πρέπει νὰ τὰ θεωρήσωμεν ὡς τὰς ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι ἔχουν δημιουργηθεῖ πρόσφατα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ αἱ ὁποῖαι μόλις ἔχουν σηκωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁλμυρὴν ἀπιστίαν καὶ στερεοποιοῦνται κατὰ τέτοιον τρόπον ὥστε νὰ ἠμπορεῖ νὰ βασισθεῖ εἰς αὐτὰ ὁ Θεός. Ἐγκαινιάζεται δὲ χάλκινον τεῖχος ἀπὸ κάποιον ἄλλον προφήτην, τὸ ὁποῖον νομίζω ὅτι ἐννοεῖ ψυχὴν ἰσχυρᾶν καὶ ὁμοίαν μὲ χρυσόν, ἡ ὁποία ἐσταθεροποιήθη ἐσχάτως εἰς τὴν εὐσέβειαν. Παρακινούμεθα δὲ νὰ ψάλωμεν εἰς τὸν Κύριον νέον ἄσμα, εἴτε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν συρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν εἰς τὴν Βαβυλώνα καὶ εἰς τὴν πονηρᾶν σύγχυσιν καὶ κατόπιν ἔχουν ἐπιστρέψει καὶ σωθεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (καὶ οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μὲν δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ψάλλουν τὸ θεῖον, ἐπειδὴ ἡ γῆ ἦτο ξένη, ἐνῶ ἐδῶ δημιουργοῦν νέον ἄσμα καὶ νέαν ζωήν), εἴτε ἐκεῖνοι oι ὁποῖοι παρέμειναν εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ προοδεύουν εἰς αὐτὸ καὶ ἕνα μέρος τοῦ μὲν τὸ ἔχουν ἐπιτύχει ἤδη, ἐνῶ τὸ ἄλλο τὸ ἐπιτυγχάνουν μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἀνακαινίζει.

Ἐγκαινιάζεται δὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, τὴν ὁποίαν ὑπέδειξεν ὁ Θεός, τὴν ἔκανε πραγματικότητα ὁ Βεσελεὴλ καὶ τὴν ἐστερέωσεν ὁ Μωϋσῆς, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον ὑπερβολικὰ πολυτελῆ. Ἐγκαινιάζεται ἐπίσης ἡ Βασιλεία τοῦ Δαβίδ, καὶ μάλιστα ὄχι μίαν φορᾶν μόνον, ἀλλὰ τὸ πρώτον ὅταν ἐχρίσθη ὡς βασιλεὺς καὶ τὸ δεύτερον ὅταν ἀνηγορεύθη. « Ἐωρτάσθη δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων (τοῦ ναοῦ) εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦτο χειμών», ὁ χειμὼν τῆς ἀπιστίας, καὶ παρευρίσκετο ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεὸς καὶ ναὸς (τοῦ Θεοῦ), Θεὸς αἰώνιος καὶ ναὸς πρόσφατος, ὁ ὁποῖος διαλύεται αὐθημερὸν καὶ ἀνασταίνεται μετὰ τρεῖς ἡμέρας καὶ παραμένει εἰς τοὺς αἰώνας, διὰ νὰ σωθῶ ἐγὼ καὶ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ παλαιὸν παράπτωμα καὶ νὰ γίνω νέα κτίσις, ἀφοῦ θὰ ἔχω ἀναπλασθεῖ μὲ τὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐκδηλωθεῖσαν ἀγάπην του πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Ὁ θεῖος δὲ Δαβὶδ ἐπιδιώκει καρδίαν καθαράν, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἐντός του, καὶ πνεῦμα εὐθὲς τὸ ὁποῖον ἐγκαινιάζεται εἰς τὰ ἔγκατά του, ὄχι ἐπειδὴ τυχὸν δὲν εἶχε (διότι ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἔχει ἐὰν δὲν εἶχεν ὁ Δαβὶδ ὁ τόσον μέγας;), ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγνώριζεν ὅτι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μᾶς δίδεται τώρα διὰ πάντα, εἶναι νέον. Καὶ διὰ ποῖον λόγον θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρω περισσότερα ἐγκαίνια ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ γνωρίσωμεν τὰ παρόντα καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πανηγυρίζομεν σήμερον ἀφοῦ ἐπλησιάσαμεν εἰς τὴν μετὰ θάνατον ζωήν; Ἐγκαίνια, ἐγκαίνια εἶναι ἡ πανήγυρις, ἀδελφοί. Ἃς τὸ ἐπαναλάβωμεν δὲ πολλᾶς φορᾶς ἀπὸ ἡδονήν. Καὶ ποία εἶναι τὰ ἐγκαίνια αὐτά; Ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι τὸ γνωρίζετε, ἃς τὸ διδάξετε, ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὸ ἀγνοεῖτε, ἐγκαινιάσατε τὴν ἀκοήν σας μὲ αὐτό.

Ὁ Θεὸς ἦτο φῶς ἀπλησίαστον καὶ ἀτελεύτητον, τὸ ὁποῖον οὔτε ἤρχισεν, οὔτε θὰ παύση οὔτε καὶ μετρᾶται, καὶ τὸ ὁποῖον λάμπει πάντα, διαθέτει τρεῖς λάμψεις καὶ ἠμπορεῖ νὰ γίνη ὁρατόν, ὅσον ἠμπορεῖ νὰ γίνει αὐτό, ἀπὸ ὀλίγους, νομίζω δὲ οὔτε καὶ ἀπὸ ὀλίγους. Δεύτερα φῶτα δέ, ἐκλάμψεις τοῦ πρώτου Φωτός, εἶναι αἱ δυνάμεις αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται γύρω του καὶ τὰ πνεύματα τὰ ὁποῖα τὸν ὑπηρετοῦν. Τὸ φῶς δὲ τὸ ὁποῖον ἔχομεν ἠμεῖς, ὄχι μόνον ἐνεφανίσθη κατόπιν, ἀλλὰ καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὴν νύκτα καὶ χωρίζει τὴν νύκτα εἰς δύο ἴσα μέρη, γίνεται ἀντιληπτὸν ἀπὸ τὴν δράσιν καὶ διαχέεται εἰς τὸν ἀέρα καὶ παίρνει πίσω ὅ,τι δίδει. Διότι δίδει τὴν ἱκανότητα τῆς ὁράσεως καὶ ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως τὸ πρώτον ἀντικείμενον τῆς ὁράσεως, καὶ κάνει νὰ φανερωθοῦν καθαρά τα ὁρατὰ πράγματα ἀφοῦ τὰ περιλούσει. Διότι ὁ Θεός, ἀφοῦ ἠθέλησε νὰ δημιουργήσει τὸν κόσμον αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔχει συσταθεῖ ἀπὸ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα πράγματα καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι μέγας καὶ ἀξιοθαύμαστος κῆρυξ τῆς μεγαλειότητάς του, διὰ μὲν τὰ αἰώνια εἶναι ὁ ἴδιος φῶς καὶ ὄχι κάποιος ἄλλος (διότι διὰ ποῖον λόγον θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει δεύτερον φῶς δὶ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα διαθέτουν τὸ πιὸ μεγάλο φῶς;), διὰ τὰ ἐπίγεια δὲ τὰ εὑρισκόμενα γύρω μας ἐκπέμπει τὴν δύναμιν τοῦ φωτὸς τούτου. Καὶ διότι ἐταίριαζεν εἰς τὸ μεγάλο φῶς τῆς δημιουργίας νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸ φῶς μὲ τὸ ὁποῖον διαλύει τὸ σκότος καὶ τὴν ἔλλειψιν ὡραιότητος καὶ τάξεως ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε προηγουμένως.

Και αὐτὸ δὲ δὲν τὸ ἔκαμεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν οὔτε ὀργανικόν, οὔτε ἡλιακόν, ὅπως λέγω ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἔκαμεν ἀσώματον καὶ ἀνεξάρτητον ἀπὸ τὸν ἥλιον· ἐν συνεχεία δὲ τὸ παρεχώρησεν εἰς τὸν ἥλιον, διὰ νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ φῶς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Ἐπειδὴ δὲ εἰς τὰ ἄλλα δημιουργήματα, ἀφοῦ ἐδημιούργησε κατὰ πρώτον τὴν ὕλην, τῆς ἔδωσε κατόπιν μορφὴν καὶ ἐχορήγησεν εἰς τὸ καθένα τὴν θέσιν καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ μέγεθός του, ἐδῶ, διὰ νὰ θαυματουργήσει ἀκόμη περισσότερον, ἐδημιούργησε τὴν μορφὴν πρὶν ἀπὸ τὴν ὕλην (διότι τὸ φῶς ἀποτελεῖ τὴν μορφὴν τοῦ ἡλίου) καὶ κατόπιν προσθέτει τὴν ὕλην καὶ δημιουργεῖ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς ἡμέρας, αὐτὸν δηλαδὴ τὸν ἥλιον. Κατ’ αὐτὸν τὸν τὸν τρόπον ἔχομεν τὴν ἀρίθμησιν τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας καὶ τῆς τρίτης ἡμέρας, καθὼς καὶ τῶν ἑπομένων μέχρι τῆς ἑβδόμης, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐσταμάτησε τὸ ἔργον του, εἰς τὰς ὁποίας κατανέμονται τὰ δημιουργήματα, τὰ ὁποῖα ταξινομοῦνται κατὰ μυστικὴν ἀλληλουχίαν καὶ δὲν ἐμφανίζονται ὅλα μαζί, ὅπως θὰ ἦτο δυνατὸν εἰς τὸν παντοδύναμον Λόγον, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἁπλὴ σκέψις ἢ ὁ ἁπλὸς λόγος γίνονται πράγματα χειροπιαστά. Ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐνεφανίσθη τελευταῖος, καὶ μάλιστα τιμημένος ἀπὸ τὴν χείρα καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι καθόλου ἀξιοπερίεργον. Διότι ἔπρεπε, καθὼς ἦτο βασιλεύς, νὰ δημιουργηθεῖ προηγουμένως τὸ βασίλειόν του, καὶ κατόπιν νὰ τοποθετηθεῖ εἰς αὐτὸ ὁ βασιλεύς, ὁ ὁποῖος θὰ ὑπηρετῆται ἀπὸ τὰ πάντα. Ἐὰν μὲν λοιπὸν εἴχαμεν παραμείνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἴμεθα καὶ εἴχαμεν τηρήσει τὴν ἐντολήν, θὰ εἴχαμεν γίνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν εἴμεθα καὶ θὰ εἴχαμεν γευθεῖ τὸν καρπὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς μετὰ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Τί θὰ εἴχαμεν γίνει δέ; Θὰ εἴχαμεν γίνει ἀθάνατοι καὶ θὰ εἴχαμεν πλησιάσει τὸν Θεόν. Ἐπειδὴ δὲ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου ἦλθεν ὁ θάνατος εἰς τὸν κόσμον καὶ ὑπέκλεψε μὲ τὴν ἀπάτην τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὑπομένει ὁ Θεὸς τὸ πάθος μας μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ γίνεται πτωχὸς μὲ τὸ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν σάρκα, διὰ νὰ πλουτήσωμεν ἠμεῖς ἀπὸ τὴν πτώχευσίν του. Ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθεν ὁ θάνατος καὶ ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάστασίς του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ νέα δημιουργία καὶ ἡ ἑορτὴ μετὰ τὴν ἑορτήν. Πάλιν δὲ ἐγὼ θὰ πανηγυρίσω ἐγκαινιάζων τὴν σωτηρίαν μου.

Τί λέγει λοιπόν; Δὲν ἦτο ἡ πρώτη Κυριακή, ἐκείνη ἡ ὁποία ἦλθε μετὰ τὴν ἱερὰν νύκτα καὶ τὴν λαμπαδηφορίαν, τὸ ἐγκαίνιον; Ἀλλὰ τὸ ἀποδίδεις αὐτὸ εἰς τὴν σημερινήν, ὢ ἄνθρωπε φίλε των ἑορτῶν καὶ ἐπινοητὰ πολλῶν φαιδρῶν πραγμάτων; Ἐκεῖνο ἦτο ἡ σωτήριος ἡμέρα, ἐνῶ αὐτὴ ἐδῶ εἶναι τὸ γενέθλιόν της σωτηρίας. Καὶ ἐκείνη μὲν εἶναι τὸ τελευταῖον σύνορόν της ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὴ δὲ ἀνήκει καθαρὰ εἰς τὴν δευτέραν δημιουργίαν, εἰς τρόπον ὥστε, ὅπως ἡ πρώτη δημιουργία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Κυριακὴν (εἶναι δὲ αὐτὸ φανερὸν ἐπειδὴ τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸ σταμάτημα τῶν ἔργων, εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα μετὰ ἀπ’ αὐτήν), ἔτσι καὶ ἡ δευτέρα νὰ ἀρχίση πάλιν ἀπὸ τὴν ἰδίαν ἡμέραν, ἐπειδὴ εἶναι ἡ πρώτη μετὰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἡ ὀγδόη ὅταν ὑπολογίσωμεν καὶ τὰς προηγουμένας, πιὸ ὑψηλὴ ἀπὸ τὴν ὑψηλὴν καὶ πιὸ θαυμασία ἀπὸ τὴν θαυμασίαν, ἐπειδὴ ὁδηγεῖ εἰς τὴν οὐράνιον κατάστασιν. Αὐτὴν νομίζω ὅτι ὑπαινίσσεται καὶ ὁ ἱερὸς Σολομῶν ὅταν νομοθετεῖ νὰ δίδεται μερίδα εἰς τοὺς ἑπτά, εἰς τὸν βίον αὐτὸν δηλαδή, καὶ εἰς τοὺς ὀκτώ, εἰς τὸν μέλλοντα δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἐπίγειον εὐμάρειαν καὶ ἀπὸ τὴν οὐράνιον ἀποκατάστασιν. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ εἰς αὐτὴν ἀφιερώνει τοὺς ψαλμοὺς διὰ τὴν ὀγδόην, ὅπως ἀφιερώνει καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῶν ἐγκαινίων ἄλλον ψαλμόν, τὸν ὁποῖον ὀνομάζει ἐγκαινιασμὸν κάποιας οἰκίας, ἡ ὁποία εἴμεθα ἠμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχομεν ἀξιωθεῖ καὶ νὰ ὀνομαζώμεθα καὶ νὰ γινώμεθα ναὸς τοῦ Θεοῦ.

Γνωρίζετε διὰ ποῖον λόγον ἑορτάζονται τὰ ἐγκαίνια. Διὰ τοῦτο νὰ ἀνακαινίζεσθε καί, ἀφοῦ ἀπορρίψετε τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, νὰ ζῆτε μίαν νέαν ζωήν, ἀφοῦ βάλετε χαλινὸν εἰς ὅλα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔρχεται ὁ θάνατος, ἀφοῦ διαπαιδαγωγήσετε ὅλα τα μέλη σας, ἀφοῦ μισήσετε ἢ ἀφοῦ ἐμέσετε ὅλην τὴν πονηρᾶν γεῦσιν τοῦ ξύλου καὶ ἀφοῦ ἐνθυμῆσθε τὰ παλαιὰ μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ τὰ ἀποφύγωμεν. Ὁ καρπὸς ὁ ὁποῖος μὲ ἐθανάτωσεν ἦτο ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν καὶ εὐχάριστος εἰς τὴν γεῦσιν. Ἃς ἀποφύγωμεν τὰ ὡραῖα χρώματα καὶ ἃς προσέξωμεν τοὺς ἑαυτούς μας. Μὴ σὲ νικήση ἡ ἐπιθυμία τοῦ κάλλους, οὔτε νὰ συναρπασθοῦν τὰ βλέφαρά σου, ἐὰν εἶναι δυνατὸν παράβλεψέ το τελείως, ἀφοῦ ἐνθυμηθεῖς τὴν Εὔαν, τὸ γλυκὺ δόλωμα, τὸ φάρμακον τὸ ὁποῖον τιμῶμεν. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σώσει εὔκολα ἡ ξένη ἐπιθυμία ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἡ ἰδία κατέστρεψε; Ἃς μὴ γλυκανθεῖ ὁ φάρυγγάς σου, ὁ ὁποῖος καταπίνει ὀ,τιδήποτε τοῦ δοθεῖ καὶ τὸ ὁποῖον, προτοῦ μὲν καταποθεῖ ἐκτιμᾶται, ἀλλὰ κατόπιν ἐξευτελίζεται. Κινδυνεύεις νὰ νικηθεῖς ἀπὸ τὴν ὄσφρησίν σου; Ἀπόφευγε τὰ ἀρώματα. Ἔχεις γίνει μαλθακὸς ἀπὸ τὴν ἁφήν; Ἀπόφευγε τὰ λεία καὶ τὰ μαλακὰ πράγματα. Σὲ παρεπλάνησεν ἡ ἀκοή σου; Κλεῖσε τὴν θύραν εἰς τὰ ἀπατηλὰ καὶ περίεργα λόγια. Ἄνοιγε τὸ στόμα σου εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ προσελκύσεις τὸ Πνεῦμα καὶ νὰ μὴν καταπίεις τὸν θάνατον. Ὅταν σὲ δελεάζει κάτι ἀπὸ τὰ ἀπηγορευμένα, ἐνθυμήσου ποῖος ἤσουν καὶ διὰ ποῖον λόγον ἔχεις χαθεῖ. Ἐὰν ἀπομακρυνθεῖς ὀλίγον ἀπὸ τὴν λογικήν, φρόντισε νὰ ἐπανεύρεις τὸν ἐαυτόν σου προτοῦ πέσεις τελείως ἔξω καὶ παρασυρθεῖς πρὸς τὸν θάνατον, καὶ γίνε νέος ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ ἑόρταζε τὰ ἐγκαίνια τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ θυμός σου ἃς στρέφεται μόνον ἐναντίον τοῦ ὄφεως ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐξέπεσες. Ὁλόκληρόν το ἐπιθυμητικόν σου ἃς εἶναι τεντωμένον πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὄχι πρὸς κάτι ἄλλο ἐπίφοβον ἢ ἐπικίνδυνον. Ἡ λογική σου ἃς ἐλέγχει τὰ πάντα καὶ ἃς μὴ σύρεται πρὸς τὰ κάτω το καλύτερον ἀπὸ τὸ χειρότερον. Μὴ μισήσεις τὸν ἀδελφόν σου, χάριν τοῦ ὁποίου ἀπέθανεν ὁ Χριστὸς καὶ ἔγινεν ἀδελφός σου, ἐνῶ ἦτο Θεὸς καὶ Κύριος, καὶ μάλιστα χωρὶς λόγον. Μὴ φθονήσεις ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει, σὺ ὁ ὁποῖος ἐφθονήθης καὶ ἐπείσθης νὰ φθονεῖς καὶ κατέπεσες διὰ τὸν λόγον αὐτόν. Μὴν ἐξευτελίσεις δάκρυ, σὺ ὁ ὁποῖος ἔπαθες πολλὰ ἀξιοδάκρυτα πράγματα καὶ ἔπειτα ἐδέχθης συγχώρησιν. Μὴ διώξεις πτωχόν, σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις γίνει πλούσιος ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐὰν δὲ τὸν διώξεις, μὴ πλουτήσεις τουλάχιστον εἰς βάρος του. Διότι καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ διὰ τοὺς ἀχόρταγους. Μὴν ἐξευτελίσης ξένον, χάριν τοῦ ὁποίου ἐξενιτεύθη ὁ Χριστός, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλοι ἠμεῖς εἴμεθα ξένοι καὶ παρεπίδημοι, διὰ νὰ μὴν ἀποξενωθεῖς ἀπὸ τὸν παράδεισον ὅπως ἔγινε παλαιότερα. Παραχώρησε εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκην στέγην, προστασίαν καὶ τροφήν, σὺ ὁ ὁποῖος τὰ ἔχεις ἄφθονα καὶ πολὺ περισσότερα ἀπ’ ὅσα σου χρειάζονται. Μὴν ἀγαπήσεις τὸν πλοῦτον, ἐὰν δὲν βοηθεῖ τοὺς πτωχούς. Συγχώρησε, σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις συγχωρηθεῖ. Ἐλέησε, σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις ἐλεηθεῖ. Ἀπόκτησε μὲ τὴν ἀγάπην σου πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ὅσον ἔχεις ἀκόμη καιρόν. Ὅλη ἡ ζωή σου καὶ κάθε πράξις τῆς ζωῆς σου ἃς ἀνακαινισθεῖ.

Σεις αἱ ὁποῖαι εἶσθε ὑπὸ ζυγόν, προσφέρατε κάτι εἰς τὸν Θεόν, διότι ἔχετε προσληφθεῖ ἀπ’ αὐτόν. αἱ παρθένοι προσφέρατε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, διότι ἔχετε λυθεῖ. Μὴ γίνεσθε κλέπτριαι τῆς ἡδονῆς ἡ ὁποία ὑποδουλώνει, ἀφοῦ ἀποφύγετε τὴν ἐλευθερίαν μὲ τὸ νὰ συγκατοικεῖτε ὄχι βεβαίως μὲ συζύγους ἀλλὰ πάντως μὲ ἄνδρας. Δὲν δέχομαι νὰ ὑποφέρω πάντοτε ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις τῆς ἡδονῆς καὶ μισῶ τὴν συνήθειαν τοῦ συναγελασμοῦ εἰς τὰς αὐλᾶς τῶν λουτρῶν. Οἱ ἄρχοντες νὰ φοβεῖσθε τὸν πιὸ δυνατὸν καὶ οἱ καθήμενοι εἰς τοὺς ὑψηλοὺς θρόνους τὸν πιὸ ὑψηλόν. Μὴ θαυμάσεις τίποτε τὸ παροδικὸν καὶ μὴν παραβλέψεις τίποτε τὸ μόνιμον. Οὔτε νὰ προσπαθήσεις νὰ ἀγκαλιάσεις κάτι τὸ ὁποῖον σου φεύγει ἐνῶ τὸ κρατᾶς. Μὴν ἐπιδίωξεις τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν προκαλοῦν φθόνον ἀλλὰ μίσος. Μὴν ὑπερηφανευθεῖς πάρα πολύ, διὰ νὰ μὴν πέσεις πολύ. Μὴ νομίζεις ὅτι φαίνεσαι καλύτερος ἀπὸ τοὺς κακούς, ἀλλὰ νὰ λυπᾶσαι ὅταν σὲ ξεπερνοῦν οἱ ἀγαθοί. Μὴ καταγελάσεις τὴν πτῶσιν τοῦ γείτονός σου, ἀλλὰ νὰ προχωρεῖς μὲ ἀσφάλειαν ὅσον ἠμπορεῖς καὶ νὰ δίδεις ταυτοχρόνως χείρα βοηθείας εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται πεσμένος κάτω. Οὔτε νὰ προκαλέσεις ἀπελπισίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εὐημερεῖ μὲ τὴν κακήν σου διάθεσιν, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ προξενήσεις ἀπελπισίαν μὲ τὰς καλᾶς σου πράξεις εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει κακὴν διάθεσιν. Ἕνας χρόνος φέρει τεσσάρας ἐποχάς, ἐνῶ μία μοναδικὴ στιγμὴ ἠμπορεῖ νὰ προκαλέσει πολλᾶς μεταβολᾶς εἰς τὰ πράγματα. Ἅς σου μετριάζει τὴν ἡδονὴν μὲν ἡ φροντίδα, τὴν λύπην δὲ ἡ ἐλπίδα διὰ τὸ καλύτερον. Ἔτσι ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι τιμᾶται ἡ ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων, μὲ τέτοιες ἀπολαύσεις καὶ μὲ τέτοια ἐδέσματα. Δὲν θὰ ἐμφανισθεῖς, λέγει, μὲ ἄδεια χέρια ἐμπρός μου, ἀλλὰ θὰ ἔχεις μαζί σου κάτι καλόν. Τώρα δὲ παρουσιάσου ἀνακαινισμένος, διαφορετικὸς ὡς πρὸς τὴν συμπεριφορὰν καὶ τελείως ἀλλαγμένος. «Τὰ παλαιὰ ἔχουν περάσει. Ἰδοὺ τὰ πάντα ἔχουν γίνει νέα». Αὐτὸ τὸ πράγμα ἃς προσφέρεις ὡς καρπὸν εἰς τὴν ἑορτήν, τὸ νὰ ὑποστεῖς δηλαδὴ τὴν καλὴν μεταβολήν. Καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανευθεῖς δὶ’ αὐτό, ἀλλὰ νὰ εἴπης ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶπεν ὁ Δαβίδ· «αὐτὴ ἡ μεταβολὴ ὀφείλεται εἰς τὴν δεξιάν του Ὑψίστου», ἀπὸ τὴν ὁποίαν προέρχεται κάθε τί τὸ ὁποῖον κατορθώνουν οἱ ἄνθρωποι. Τὰ παραπάνω δὲ δὲν θέλουν νὰ σοῦ εἴπουν νὰ παραμένεις πάντοτε εἰς τὴν ἰδίαν κατάστασιν, ἀλλὰ νὰ εἶσαι ἀεικίνητος, εὐκίνητος καὶ ὁπωσδήποτε ἀνακαινισμένος. Ἂν ἁμαρτάνεις, νὰ ἐπιστρέφεις εἰς τὸν ὀρθὸν δρόμον, καὶ ἂν βαδίζεις ἐπιτυχῶς, νὰ ἐντείνεις τὰς προσπαθείας σου.

Χθες εἶχες τὴν πίστιν εἰς τοὺς καιρούς, σήμερα γνώρισε τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν. Μέχρι πότε θὰ κουτσαίνεις καὶ διὰ τὰ δύο; Μέχρι πότε θὰ ἠμπορεῖς νὰ συνδυάζεις τὰ πράγματα αὐτά; Πρέπει νὰ φροντίσεις κάποτε νὰ οἰκοδομήσεις κάτι. Χθὲς ἐκτιμοῦσες το νὰ φαίνεσαι ὅτι εἶσαι κάτι, σήμερα προτίμησέ το νὰ εἶσαι. Μέχρι ποὺ θὰ φθάσουν τὰ ὄνειρα. Κάποτε θὰ πρέπει νὰ μελετήσεις καὶ τὴν ἀλήθειαν. Χθὲς ἤσουν ἐπιδεικτικός, σήμερα νὰ φανεῖς λογικευμένος. Χθὲς ἤσουν κακολόγος καὶ θρασύς, σήμερα νὰ εἶσαι ἤπιος καὶ μειλίχιος. Χθὲς ἔπαιρνες μέρος εἰς διασκεδάσεις, σήμερα ἐπιβάλλεις σωφροσύνην. Σήμερα πίνεις οἶνον, αὔριον θὰ πίεις ὕδωρ. Σήμερα σπαταλᾶς χρόνον καὶ χρῆμα ἐξηπλωμένος ἐπάνω εἰς κρεβάτια ἀπὸ ἐλεφαντοστοῦν καὶ ἀλειφόμενος μὲ τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἀρώματα, ἐνῶ αὔριον θὰ ξαπλώνεις εἰς τὸ πάτωμα καὶ θὰ ἀγρυπνεῖς. Ἀντὶ νὰ προσπα-θεῖς νὰ προκαλέσεις τὸν γέλωτα, νὰ εἶσαι σοβαρός. Ἀντὶ νὰ εἶσαι στολισμένος, νὰ εἶσαι ἀτημέλητος. Ἀντὶ ὑπερήφανος καὶ ἀλαζών, ταπεινὸς τὴν ὄψιν. Ἀντὶ νὰ διαθέτεις χρυσὴν στέγην, νὰ παραμένης εἰς στενὸν χῶρον. Νὰ κόπτεις τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω ἀντὶ νὰ κορδώνεσαι. Ἐὰν σκέπτεσαι καὶ πράττεις κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἀντιλαμβάνεσαι τὴν αἰτίαν τῶν πραγμάτων αὐτῶν, θὰ γίνουν πρὸς χάριν σου νέα, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ ὅλα τα ἄλλα.

Αλλ’ ἃς προχωρήσωμεν πλέον καὶ ἃς ἐορτάσωμεν μαζὶ καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ταιριάζουν εἰς τὴν ἐποχήν. Διότι τὰ πάντα συμβαδίζουν καὶ συναγάλλονται διὰ τὸ καλόν της πανηγύρεως. Πρόσεξε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βλέπεις. Ἡ βασίλισσα τῶν ἐποχῶν συμβαδίζει μὲ τὴν βασίλισσαν τῶν ἡμερῶν, καὶ τῆς προσφέρει ὡς δῶρον ὅ,τι καλύτερον καὶ πιὸ εὐχάριστον διαθέτει. Τώρα ὁ οὐρανὸς εἶναι πιὸ καθαρός. Τώρα ὁ ἥλιος εἶναι πιὸ ὑψηλὰ καὶ πιὸ λαμπρός. Τώρα ὁ δίσκος τῆς σελήνης εἶναι πιὸ φωτεινὸς καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀστέρων πιὸ καθαρόν. Τώρα εἰς τὰς ἀκτᾶς μὲν προσφέρονται ὡς σπονδὴ κύματα, εἰς τὸν ἥλιον δὲ νέφη, εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν ἄνεμοι, εἰς τὰ φυτὰ ἡ γῆ καὶ εἰς τὴν ὅρασιν τὰ φυτά. Τώρα αἱ πηγαὶ βγάζουν πιὸ καθαρὰ νερὰ καὶ οἱ ποταμοὶ παρουσιάζονται μὲ πιὸ πολλὰ νερά, ἀφοῦ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ χειμῶνος. Καὶ τὸ λιβάδι εὐωδιάζει καὶ τὰ φυτὰ φυτρώνουν παντοῦ καὶ τὸ χορτάρι θερίζεται καὶ τὰ πρόβατα πηδοῦν χαρούμενα ἐπάνω εἰς τὰ καταπράσινα χωράφια. Μόλις τώρα βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι τὸ πλοῖον μὲ χαρούμενα ἐπιφωνήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα εἶναι ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἀνοίγει ὡσὰν πτερὰ τὰ πανιά του. Καὶ ἀναπηδᾶ ὁλόγυρα χαρούμενόν το δελφίνι, καὶ σφυρίζει ὅσο πιὸ εὐχάριστα ἠμπορεῖ καὶ ὑποδέχεται καὶ συνοδεύει μὲ μεγάλην εὐθυμίαν τὰ πλοῖα. Τώρα ἑτοιμάζει καὶ ὁ γεωργός το ἄροτρόν του, προσβλέπων εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπικαλούμενος τὸν δότην των καρπῶν, καὶ ὁδηγεῖ κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸν τὸ βόδι μὲ τὸ ὁποῖο ὀργώνει, καὶ σκάβει γλυκὺ αὐλάκι καὶ εὐφραίνεται μὲ τὴν ἐλπίδα. Τώρα καὶ ὁ αἰγοβοσκὸς καὶ ὁ ἀγελαδάρης ἑτοιμάζουν τὴν φλογέρα των καὶ ἀρχίζουν νὰ σφυρίζουν ποιμενικὸν σκοπὸν καὶ νὰ διαλαλοῦν τὴν ἄνοιξιν εἰς τὰ φυτὰ καὶ τοὺς βράχους. Τώρα ὁ κηπουρὸς περιποιεῖται τὰ φυτὰ καὶ ὁ κυνηγὸς πουλιῶν ἑτοιμάζει παγίδας καὶ παρατηρεῖ λοξά τα νέα βλαστάρια καὶ ἐξετάζει τὸ πτερὸν κάποιου πτηνοῦ. Καὶ ὁ ψαρὰς κατοπτεύει τὸν βυθόν, καθαρίζει τὰ δίκτυά του καὶ κάθεται ἐπάνω εἰς τὸν βράχον (τῆς ἀκτῆς).

Τώρα μὲν ἡ φιλόπονος μέλισσα, ἀφοῦ ἤνοιξε τὰ πτερὰ καὶ ἐπέταξε μακρυὰ ἀπὸ τὴν κυψέλην, παρουσιάζει τὴν σοφίαν της καὶ πετὰ ἐπάνω ἀπὸ τὰ λιβάδια καὶ τρυγᾶ τὰ ἄνθη. Καὶ ἄλλη μὲν κτίζει τὰς κηρύθρας, ἀφοῦ ὑφάνη, τὰς ἑξαγώνους καὶ τὰς ἀντιθέτους των κυψελίδας μὲ τὴν χρησημοποίησιν εὐθειῶν γραμμῶν καὶ γωνιῶν καὶ πραγματοποίηση ἔργον κάλλους καὶ ταυτοχρόνως ἀσφαλείας, ἄλλη δὲ ἐναποθέτει τὸ μέλι εἰς τὰς ἀποθήκας καὶ προσφέρει εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὴν φιλοξενεῖ καρπὸν γλυκὺν ὁ ὁποῖος παράγεται χωρὶς καλλιέργειαν. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνωμεν καὶ ἠμεῖς, ὁ μελισσόκηπος τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχομεν λάβει ὑπόδειγμα σοφίας καὶ φιλεργίας! Τώρα δὲ τὸ πτηνὸν κτίζει τὴν φωλεᾶν του καὶ ἄλλο μὲν ἐπιστρέφει εἰς τὴν φωλεᾶν του, ἄλλο μπαίνει μέσα καὶ ἄλλο πετὰ γύρω ἀπ’ αὐτὴν καὶ γεμίζει τὸ δάσος μὲ τὸ κελάδημά του καὶ εὐφραίνει τὴν ἀκοὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὸν Θεὸν μὲ μυστικᾶς φωνᾶς, καὶ ἔτσι γίνεται ὁ ὕμνος τῶν ἰδικός μας καὶ ἀπὸ αὐτὰ παραλαμβάνω ἐγὼ τὴν συνήθειαν νὰ ὑμνῶ. Τώρα μὲν γελᾶ κάθε εἶδος ζώων καὶ εἶναι εὐκαιρία νὰ εὐφρανθοῦν ὄλαι μᾶς αἱ αἰσθήσεις. Τώρα δὲ τὸ ὑπερήφανον καὶ μεγαλόπρεπον ἄλογον, ἐπειδὴ δυσανασχετεῖ κλεισμένον εἰς τοὺς σταύλους, θραύει τὰ δεσμά του καὶ ὁρμᾶ ἀκάθεκτον εἰς τὰς πεδιάδας καὶ καθρεπτίζεται φιλάρεσκα εἰς τοὺς ποταμούς.

Δια ποῖον λόγον δὲ νὰ ἀναφέρω καὶ τὰ ὑπόλοιπα; Τώρα οἱ μάρτυρες κάνουν νὰ ἀνοίξει ὁ οὐρανὸς καὶ παρελαύνουν ὅλοι μαζὶ καὶ μὲ λαμπρὸν βῆμα συγκεντρώνουν τὸν φιλοχριστὸν λαὸν καὶ παρουσιάζουν τὰ κατορθώματά των. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μου, ὁ ὁποῖος ἔχει στεφανωθεῖ (διότι εἶναι ἰδικός μου, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶμαι ὅμοιός του — ἃς μὴν ὑπάρξει φθόνος δὶ’ αὐτό—, τὸ λέγω δὶ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν), ὁ περίφημος Μάμας, ὁ ποιμὴν καὶ μάρτυς. Αὐτὸς παλαιότερα μὲν ἄρμεγε τὰς ἔλαφους αἱ ὁποῖαι ἔτρεχαν κοντά του ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην διὰ νὰ τραφεῖ ὁ δίκαιος ἀπὸ ξένον γάλα, τώρα δὲ ποιμαίνει τὸν λαὸν τῆς μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος εἶναι πολύμορφος ἀπὸ τὰ κάλλη τῆς ἀρετῆς, ἀντάξιος πρὸς τοὺς ποιμένας του καὶ ἄξιος διὰ λόγους ἐπινικίους, καὶ ἐγκαινιάζει σήμερα τὴν ἄνοιξιν διὰ τὰς πολλᾶς χιλιάδας ἐκείνων οἱ ὁποῖοι σπεύδουν ἀπὸ παντοῦ. Ἀκόμη δέ, διὰ νὰ τὸ εἴπω πιὸ σύντομα, τώρα εἶναι ἄνοιξις κοσμική, ἄνοιξις πνευματική, ἄνοιξις διὰ τὰς ψυχᾶς, ἄνοιξις διὰ τὰ σώματα, ἄνοιξις ὁρατὴ καὶ ἄνοιξις ἀόρατος, εἰς τὴν ὁποίαν εἴθε νὰ γίνωμεν μέτοχοι κατὰ τὴν ἄλλην ζωήν, ἀφοῦ θὰ ἔχωμεν ζήσει καλῶς κατὰ τὴν παροῦσαν. Εἴθε δὲ νὰ ἀποσταλῶμεν ἀνανεωμένοι εἰς τὴν νέαν ζωὴν μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει ὅλη ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.

πηγή